Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα) (11)

ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί 

Συνέχεια από:Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

c) Οι υπεκφυγές καταλήγουν σε αδιέξοδο.

Όλη η πολύπλοκη διαμάχη των πρώτων αιώνων μπορεί να οδηγηθεί μέ τά όσα είπαμε παραπάνω, στην απορητική δύο διαδρομών οι οποίες αναγνωρίστηκαν ξεκάθαρα σαν αδιέξοδοι  δρόμοι! Υποταγή (subordinazianismo) και μοναρχιανισμός [ο Ωριγένης είχε διδάξει την υποταγή του Υιού και Λόγου εις τον Πατέρα Θεόν. Την αίρεση αυτή ξαναέφερε στην επιδάνεια επι των ημερών μας, ο Ζηζιούλας, ακολουθούμενος και απο τον Γιανναρά. Στο διαδίκτυο την προάγει ο ΟΟΔΕ] Και οι δύο αυτές λύσεις φαίνονται λογικές, ενώ με τις προδοτικές απλοποιήσεις τους καταλήγουν να καταστρέφουν τα πάντα. Το Εκκλησιαστικό δόγμα,έτσι όπως διδάσκεται στον τύπο ΄΄Θεός μονάδα εν Τριάδι’’, στην πραγματικότητα οδηγεί στην απάρνηση κάθε υπεκφυγής και στήν σταθερή παραμονή μας στο μυστήριο, το οποίο για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητο. Στην πραγματικότητα αυτή η ομολογία πίστεως αντιπροσωπεύει αποκλειστικά την εγκατάλειψη, την μόνη αληθινή, τής αλλαζονικής επιδείξεως γνώσεων η οποία παρουσιάζει με τόση γοητεία τις λύσεις που μας συμφέρουν με την ψεύτικη ταπεινοφροσύνη τους.
Η λεγόμενη υποταγή αποδρά απο το δίλημμα υποστηρίζοντας πώς ο Θεός, καθ’εαυτός, είναι μοναδικός. Ο Χριστός δέν είναι Θεός, παρα μόνον ένα όν ιδιαιτέρως κοντινό στο Θεό. Μ’αυτόν τον τρόπο αφαιρείται απο την μέση το σκάνδαλο, αλλά η συνέπεια είναι πώς ο άνθρωπος χωρίζει απο τον ίδιο τον Θεό και καταδικάζεται στο πρόσκαιρο, ο Θεός καταλήγει, τρόπος του λέγειν,νά είναι Ηγεμών του συντάγματος, η πίστη δέν έχει πλέον καμμία σχέση μαζί του, παρα μόνον με τους υπουργούς του. [Ακριβώς όπως οι τρείς μονοθειστικές θρησκείες: ο Ιουδαϊσμός, ο Μωαμεθανισμός και ο Παπισμός—ακολουθούμενοι απο τον δικό μας κληρικαλισμό] Οποιος δέν επιθυμεί αυτή την λύση, όποιος πιστεύει αληθινά στην κυριότητα του Θεού στο πιό μεγάλο μέσα στο πιό μικρό, πρέπει να πιστεύει αμετακίνητα πώς ο Θεός είναι άνθρωπος, πώς το Είναι του Θεού και εκείνο του ανθρώπου έρχονται σε σχέση αμοιβαία, δηλώνοντας τοιουτοτρόπως, με την πίστη στον Χριστό, το σημείο εκκίνησης του Τριαδικού δόγματος.
Ο Μοναρχιανισμός, του οποίου την λύση ακουμπήσαμε πρίν λίγο, λύνει το δίλημμα στην αντίθετη κατεύθυνση. Και αυτός διατηρεί με συνέπεια την ενότητα του Θεού, αλλά δηλώνει ταυτοχρόνως με πολύ σοβαρότητα, πώς ο Θεός έρχεται σε συνάντηση μαζί μας πρώτα σαν δημιουργός και Πατήρ, έπειτα σαν Υιός και Σωτήρ στον Χριστό, και τέλος σαν Άγιο Πνεύμα. Αυτές οι τρείς μορφές όμως, λογαριάζονται αποκλειστικώς σαν μεταμφιέσεις του Θεού, οι οποίες μάς λένε οπωσδήποτε κάτι γιά τόν εαυτό μας, αλλά δέν μας λένε τίποτε για τον Θεό. Όσο γοητευτική και αν μπορεί να φανεί αυτή η οδός, τελικώς ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στο στριφογύρισμα γύρω απο τον εαυτό του, χωρίς να φτάνει ποτέ στον αληθινό Θεό.
Η ιστορία του Μοναρχιανισμού που ακολούθησε στην μοντέρνα σκέψη, το επιβεβαίωσε γι’άλλη μια φορά. Ο Hegel και ο Σέλλινγκ, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν φιλοσοφικά τον Χριστιανισμό και να ξανασκεφτούν την φιλοσοφία με Χριστιανικό κλειδί, ξανασυνδέθηκαν μ’αυτή την αρχαία προσπάθεια του Χριστιανισμού να δημιουργήσει μία φιλοσοφία του Χριστιανισμού ελπίζοντας έτσι να εμφανιστεί λογικά κατανοητό και χρήσιμο το τριαδικό δόγμα, και να τό ανακηρύξει, στην καθαρά φιλοσοφική καθαρή της φιλοδοξία και σημασία, το αληθινό κλειδί κάθε κατανοήσεως του Είναι. Οπωσδήποτε δέν μπορούμε να δώσουμε μία καθολική εκτίμηση, όλων των προσπαθειών που έγιναν για την διανοητική επαν-επεξεργασία της Χριστιανικής πίστεως. Περιοριζόμεθα να θυμήσουμε πώς η έλλειψη οποιασδήποτε διεξόδου τυπικής του μοναρχιανισμού (και του τροπισμού), ξαναεμφανίζεται και εδώ.
Το σημείο εκκίνησης παραμένει η ιδέα πώς το τριαδικό δόγμα εκφράζει την ιστορική πλευρά του Θεού, όπως δηλ. Ο Θεός εμφανίζεται στην ιστορία. Αναπτύσσοντας με ριζικό τρόπο αυτή την ιδέα, ο Hegel –και με διαφορετικό τρόπο καί ο Σέλλινγκ—φτάνουν στο σημείο να μήν διακρίνουν πλέον αυτή την πρόοδο τής ιστορικής φανερώσεως του Θεού απο τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος υπάρχει απο πίσω παραμένοντας ο ίδιος αναλλοίωτος, αλλά εννοούν την πρόοδο της ιστορίας σαν την πρόοδο του ίδιου του Θεού. Η ιστορική μορφή του Θεού λοιπόν είναι το βαθμιαίο αυτό-γίγνεσθαι του Θείου, έτσι ώστε η ιστορία καταλήγει να είναι μία πρόοδος τού Λόγου, αλλά καί ο Λόγος είναι πραγματικός μόνον σάν πρόοδος τής ιστορίας. Μ’άλλα λόγια, δηλώνεται πώς ο Λόγος—το νόημα όλου του Είναι—γεννιέται σταδιακά απο μόνος του και μόνον μέσα στην ιστορία.
Και μ’αυτόν τον τρόπο η ιστορικοποίηση του Τριαδικού δόγματος, έτσι όπως συναντάται στον μοναρχιανισμό, γίνεται η ιστορικοποίηση του Θεού. Αυτό με την σειρά του σημαίνει πώς το νόημα δέν είναι πλέον απλώς ο Δημιουργός της ιστορίας, αλλά αντιθέτως είναι τώρα η ιστορία που γίνεται δημιουργός τού νοήματος, τό οποίο γίνεται μέ τή σειρά του μία δημιουργία τηςΟ Karl Marx δέν έκανε τίποτε άλλο απο το να εκτυλίξει αποφασιστικά, αυτό το σκεπτικό: Εάν το Νόημα δέν προϋπάρχει του ανθρώπου, τότε υπάρχει στο μέλλον, το οποιο ο άνθρωπος πρέπει να κατακτήσει παλεύοντας προσωπικώς.
Φαίνεται λοιπόν καθαρά πώς, κυττάζοντας τις συνέπειες τής μοναρχιανής ιδέας, η οδός της πίστεως τελειώνει με την απώλειά της όπως και με την υποταγή (Subordinazianismo). Σ’αυτή την σύλληψη χάνεται εντελώς η αντιπαράθεση των ελευθεριών, τόσο απαραίτητη στην πίστη, όπως χάνεται επίσης ο διάλογος της αγάπης, ο τόσο απρόβλεπτος, και διαγράφεται επίσης ακόμη και η προσωπική δομή τού Νοήματος, με την αμοιβαιότητά του, του μεγάλου και του μικρού, του νοήματος που αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο και του δημιουργήματος που αναζητά το νόημα. Όλο αυτό –το προσωπικό, το διαλογικό, η ελευθερία και η αγάπη—διαλύεται στην αναγκαιότητα της προόδου της λογικής.
Αναδύεται όμως και άλλο ένα πράγμα: η θέληση να κατανοήσουμε ριζικά το δόγμα της Τριάδος, η ριζική μείωσή της σε λογική, που καταλήγει ιστορικοποίηση του ίδιου του Λόγου μαζί με την μανιώδη επιδίωξη να κατανοηθεί ο Θεός. Αυτή η θέληση επιθυμεί να συλλάβει χωρίς κανένα μυστήριο ακόμη και την ιστορία του Θεού, ανοικοδομώντας την με την ίδια συνεπή λογική. Αυτή ακριβώς η τιτάνεια προσπάθεια να πάρουμε εντελώς στα χέρια μας τη λογική του Λόγου, μας κατακρημνίζει τελικώς σε μία μυθολογία της ιστορίας, στόν μύθο ενός θεού ο οποίος αυτοπαράγεται στήν ιστορία. Η προσπάθεια μιάς ολοκληρωτικής λογικής καταλήγει στον απόλυτο παραλογισμό, στην εκμηδένιση τής λογικής στον μύθο.
Η ιστορική περιπέτεια του μοναρχιανισμού παρουσιάζει και μία άλλη πλευρά επιπλέον, στην οποία πρέπει τουλάχιστον να αναφερθούμε. Αυτή η κίνηση, απο την πρώτη της ήδη Χριστιανική μορφή, και κατόπιν ακόμη και στην διάστασή της με την πρωτοβουλία του Hegel και ύστερα του Μάρξ, φέρει μαζί της ένα χαρακτηριστικό καθαρά πολιτικό: είναι πολιτική Θεολογία.
Στην αρχαία Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε για να ενισχυθεί θεολογικά η αυτοκρατορική μοναρχία. Στον Hegel καταλήγει αποθέωση του Κράτους. Στον Μάρξ μεταλλάσσεται σε πρόγραμμα δράσης για ένα καλύτερο μέλλον τής ανθρωπότητος. Και αμοιβαίως θα ήταν πολύ εύκολο να αποδείξουμε πώς στην αρχαία Εκκλησία σήμανε την νίκη τής πίστεως πάνω στην αυθαιρεσία τής θεολογίας για πολιτικές σκοπιμότητες. Η πίστη τής Εκκλησίας στην Αγία Τριάδα κατέληξε να διαλύσει τα μοντέλα σκέψης που ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν πολιτικά, ελευθερώνοντας μ’αυτόν τον τρόπο το πεδίο της Εκκλησίας ειδωμένης σαν ένα πολιτικό μύθο και απωθώντας τελικώς την αυθαιρεσία τής θρησκευτικής κατηχήσεως που σκόπευε να νομιμοποιήσει μία πολιτική κατάσταση.


Υ.Γ. Η έννοια της πολιτικής θεολογίας εισήχθη στην σύγχρονη γραμματεία από το έργο του C.SchmittPolitische Theologie , Muchen 1992.

Συνεχίζεται.

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: