ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Τρίτη, 1 Ιανουαρίου 2019
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Άλλη απόδειξις ότι διαφέρει η άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία. Και περί θεότητος.
55. Πράγματι, πώς είναι δυνατό ν’ αναγνωρισθεί ότι υπάρχει η ουσία, αφού δεν ενεργεί καθόλου; Πώς θα μπορούσε να ενεργεί χωρίς να έχει δύναμιν και ενέργεια; Πώς πάλι θα μπορούσε να υπάρχει δύναμις και ενέργεια, αν δεν υφίστατο κανένα δυνάμενο και ενεργούν ον; Τι θα μπορούσε να δεικνύει, αν δεν υπήρχε το δεικνυόμενο; Πώς θα μπορούσε να χωρισθεί δύναμις που είναι έμφυτη και όχι αποτέλεσμα; Βέβαια από το γεγονός ότι ενώνονται δεν συγχέονται τα της διαφοράς που διαιρεί αδιαιρέτως, όπως από το γεγονός ότι διαφέρουν δεν διασπώνται μεταξύ τους. Διότι η μία είναι το κινούμενο, η άλλη είναι σαν η κίνησις και η μία το δεικνυόμενο, η άλλη το δεικτικό, αλλά όχι και χωριστό γι’ αυτό. Όπως ισχυριζόμαστε ότι λέγεται από εμάς κάποιο πράγμα, λέγεται δε και ο ίδιος ο λόγος με τον οποίο σημαίνεται (δηλώνεται) το πράγμα, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο, διότι αν θα έλεγε κανείς ότι ο προφορικός τελείται με τον ενδιάθετο λόγο κι’ αυτός είναι άλλος (έτερος), αλλά όμως και αυτός με άλλον (έτερον) λόγο λέγεται· έτσι ισχυριζόμαστε ότι ενεργείται και το επιτελούμενο δια πράξεως, ότι ενεργείται δε και η ενέργεια, αλλ’ όχι με τον ίδιο τρόπο, όπως έχει λεχθεί.
56. Αλλά όμως έχεις ακούσει τον λέγοντα, «η άναρχη και αΐδια γέννησις είναι έργο θείας φύσεως». Όταν λοιπόν ο Γρηγόριος Θεολόγος λέγει πάλι «άλλο γεννών και άλλο γέννησις, αν δεν είμαστε μεθυσμένοι», άραγε δύο θεοί και θεότητες υπάρχουν, για το λόγο ότι αυτά είναι δύο άκτιστα και προαιώνια, που διαφέρουν μεταξύ τους; Ή, αν ένας είναι ο Θεός, είναι σύνθετος από αυτά; Ποιο από τα δυο λοιπόν προτιμάς εσύ; Προτιμάς να κατηγορείς τους αγίους που θεολογούν τούτα με αυτόν τον τρόπο, όπως κι’ εμάς που δεχόμαστε και τούτο σύμφωνα με αυτούς, ότι άκτιστος είναι και ο Θεός που ενεργεί και η θεία ενέργεια τούτου και ότι η ενέργεια του ενεργούντος είναι άλλο πράγμα (διότι εκείνος μεν είναι ο κινούμενος, τούτο είναι η κίνησις, κι’ ένας Θεός είναι αυτά, διότι δεν είναι χωριστά) και προτιμάς έτσι να συντάσσεσαι με τους μεθυσμένους «όχι από σίκερα ούτε από οίνο» κατά τον προφητικό λόγο, αλλά από κάποια φρενοβλάβεια, αφού δεν μπορείς να αντιληφθείς ότι άλλο είναι κίνησις και άλλο κινούμενος, και ότι στον αεικίνητο συνυπάρχει πάντοτε η έμφυτη κίνησις και καμιά σύνθεση δεν προκαλεί αυτή; Αγνοώντας λοιπόν αυτά, προτιμάς να κατηγορείς εμάς και την αλήθεια και ν’ ακούεις τέτοια πράγματα από τους υπερασπιστές της αληθείας; Ή, αφού δεις την αλήθεια ν’ αποδεικνύεται κι’ ομολογήσεις καλώς, προτιμάς να παύσεις την δαιμονική αντίσταση και ν’ απαλλαγείς από την ενυπάρχουσα έκστασις των φρενών;
57. Και όμως, όπως άκουσες τον ίδιο, «έργο της θείας φύσεως είναι η γέννησις, έργο της θείας θελήσεως η κτίσις· διότι όλα ήλθαν σε ύπαρξη δημιουργικώς με το θέλημα του Θεού. Δεν είναι λοιπόν τούτο αυτό που μας κατηγορείς, διότι λέγουμε ότι τίποτε απολύτως δεν μετέχει της θείας φύσεως, αλλά των ενεργειών του Θεού, τα μεν απλώς όντα της ουσιοποιού δυνάμεως, τα δε ζώντα της ζωοποιού και τα άλλα στα αντίστοιχά τους; Εσύ όμως ισχυρίζεσαι ότι εμείς «παρ’ όλα αυτά καθιστούμε τον Θεό δύο, σαν ν’ αδυνατεί η φύσις του να ενεργεί τα πάντα». Ιδού λοιπόν, διθεΐτης για σένα είναι περισσότερο από κάθε άλλον και ο ασφαλής υμνωδός των θείων. Εσύ όμως, δογματίζοντας ότι τα πάντα είναι έργα της θείας φύσεως, αλλ’ όχι ότι άλλα μεν τα ενεργεί με θέληση και δημιουργική ενέργεια, άλλα δε τα παράγει ο Θεός εκ φύσεως και αφ’ εαυτού, ή συντάσσεις με τα κτιστά και τον Υιό και το Πνεύμα ή θεωρείς τα πάντα αγένητα και συναΐδια με τον Πατέρα.
58. Εκτός από αυτά, επειδή έργο της θείας φύσεως είναι η γέννησις, έργο δε της θείας θελήσεως η κτίσις, άρα διαφορετικό πράγμα είναι η φύσις από τη θέληση. Τί λοιπόν; Δεν είναι και η θεία θέλησις άκτιστη, επειδή είναι άλλο από τη φύσιν; Ή είναι διασπασμένη από τη θεία φύσιν, για τον λόγο ότι διαφέρει από αυτήν; Ή καθιστά σύνθετη τη θεία φύσιν, για τον λόγο ότι συνυπάρχει με αυτήν και καταστρέφει κάτι από την απλότητα του Θεού; Όχι βέβαια, αν και θέλησις είναι κατά τους Πατέρες η θελητική της φύσεως ενέργεια και δύναμις. Επομένως και ενεργείται, καθώς λίγο παραπάνω άκουσες τους Πατέρες, ότι η δύναμις έχει αναγκαίως ως αιτία της και την ενεργούσα φύσιν, επειδή η φύσις είναι πηγή των ενεργειών. Αλλά και κατανοείται κάπως από μας η θεία θέλησις δια μέσου των προσταγμάτων και ποιημάτων του Θεού· η δε θεία φύσις είναι εντελώς απερινόητη. Άραγε λοιπόν για το λόγο τούτο θα ειπείς τον Θεό δύο ή από δύο, υπερκείμενη και μη, ενεργούσα και ενεργουμένη, νοουμένη οπωσδήποτε και απερινόητη; Τέτοια και από παρόμοια είναι τα εναντίον μας συμπεράσματα και προβλήματα του ανδρός. Την δε άκτιστη θεότητα, ορατή με σωματικούς οφθαλμούς προσέθεσε στον κατάλογο των αντιθέσεων για κατηγορία μας, σαφώς βλασφημώντας ο ίδιος εναντίον της θεότητος που παραδείχθηκε στους Αποστόλους επί του Θαβώρ, πράγμα που στη συνέχεια καθιστά φανερότερο.
Συνεχίζεται
55. Πράγματι, πώς είναι δυνατό ν’ αναγνωρισθεί ότι υπάρχει η ουσία, αφού δεν ενεργεί καθόλου; Πώς θα μπορούσε να ενεργεί χωρίς να έχει δύναμιν και ενέργεια; Πώς πάλι θα μπορούσε να υπάρχει δύναμις και ενέργεια, αν δεν υφίστατο κανένα δυνάμενο και ενεργούν ον; Τι θα μπορούσε να δεικνύει, αν δεν υπήρχε το δεικνυόμενο; Πώς θα μπορούσε να χωρισθεί δύναμις που είναι έμφυτη και όχι αποτέλεσμα; Βέβαια από το γεγονός ότι ενώνονται δεν συγχέονται τα της διαφοράς που διαιρεί αδιαιρέτως, όπως από το γεγονός ότι διαφέρουν δεν διασπώνται μεταξύ τους. Διότι η μία είναι το κινούμενο, η άλλη είναι σαν η κίνησις και η μία το δεικνυόμενο, η άλλη το δεικτικό, αλλά όχι και χωριστό γι’ αυτό. Όπως ισχυριζόμαστε ότι λέγεται από εμάς κάποιο πράγμα, λέγεται δε και ο ίδιος ο λόγος με τον οποίο σημαίνεται (δηλώνεται) το πράγμα, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο, διότι αν θα έλεγε κανείς ότι ο προφορικός τελείται με τον ενδιάθετο λόγο κι’ αυτός είναι άλλος (έτερος), αλλά όμως και αυτός με άλλον (έτερον) λόγο λέγεται· έτσι ισχυριζόμαστε ότι ενεργείται και το επιτελούμενο δια πράξεως, ότι ενεργείται δε και η ενέργεια, αλλ’ όχι με τον ίδιο τρόπο, όπως έχει λεχθεί.
56. Αλλά όμως έχεις ακούσει τον λέγοντα, «η άναρχη και αΐδια γέννησις είναι έργο θείας φύσεως». Όταν λοιπόν ο Γρηγόριος Θεολόγος λέγει πάλι «άλλο γεννών και άλλο γέννησις, αν δεν είμαστε μεθυσμένοι», άραγε δύο θεοί και θεότητες υπάρχουν, για το λόγο ότι αυτά είναι δύο άκτιστα και προαιώνια, που διαφέρουν μεταξύ τους; Ή, αν ένας είναι ο Θεός, είναι σύνθετος από αυτά; Ποιο από τα δυο λοιπόν προτιμάς εσύ; Προτιμάς να κατηγορείς τους αγίους που θεολογούν τούτα με αυτόν τον τρόπο, όπως κι’ εμάς που δεχόμαστε και τούτο σύμφωνα με αυτούς, ότι άκτιστος είναι και ο Θεός που ενεργεί και η θεία ενέργεια τούτου και ότι η ενέργεια του ενεργούντος είναι άλλο πράγμα (διότι εκείνος μεν είναι ο κινούμενος, τούτο είναι η κίνησις, κι’ ένας Θεός είναι αυτά, διότι δεν είναι χωριστά) και προτιμάς έτσι να συντάσσεσαι με τους μεθυσμένους «όχι από σίκερα ούτε από οίνο» κατά τον προφητικό λόγο, αλλά από κάποια φρενοβλάβεια, αφού δεν μπορείς να αντιληφθείς ότι άλλο είναι κίνησις και άλλο κινούμενος, και ότι στον αεικίνητο συνυπάρχει πάντοτε η έμφυτη κίνησις και καμιά σύνθεση δεν προκαλεί αυτή; Αγνοώντας λοιπόν αυτά, προτιμάς να κατηγορείς εμάς και την αλήθεια και ν’ ακούεις τέτοια πράγματα από τους υπερασπιστές της αληθείας; Ή, αφού δεις την αλήθεια ν’ αποδεικνύεται κι’ ομολογήσεις καλώς, προτιμάς να παύσεις την δαιμονική αντίσταση και ν’ απαλλαγείς από την ενυπάρχουσα έκστασις των φρενών;
57. Και όμως, όπως άκουσες τον ίδιο, «έργο της θείας φύσεως είναι η γέννησις, έργο της θείας θελήσεως η κτίσις· διότι όλα ήλθαν σε ύπαρξη δημιουργικώς με το θέλημα του Θεού. Δεν είναι λοιπόν τούτο αυτό που μας κατηγορείς, διότι λέγουμε ότι τίποτε απολύτως δεν μετέχει της θείας φύσεως, αλλά των ενεργειών του Θεού, τα μεν απλώς όντα της ουσιοποιού δυνάμεως, τα δε ζώντα της ζωοποιού και τα άλλα στα αντίστοιχά τους; Εσύ όμως ισχυρίζεσαι ότι εμείς «παρ’ όλα αυτά καθιστούμε τον Θεό δύο, σαν ν’ αδυνατεί η φύσις του να ενεργεί τα πάντα». Ιδού λοιπόν, διθεΐτης για σένα είναι περισσότερο από κάθε άλλον και ο ασφαλής υμνωδός των θείων. Εσύ όμως, δογματίζοντας ότι τα πάντα είναι έργα της θείας φύσεως, αλλ’ όχι ότι άλλα μεν τα ενεργεί με θέληση και δημιουργική ενέργεια, άλλα δε τα παράγει ο Θεός εκ φύσεως και αφ’ εαυτού, ή συντάσσεις με τα κτιστά και τον Υιό και το Πνεύμα ή θεωρείς τα πάντα αγένητα και συναΐδια με τον Πατέρα.
58. Εκτός από αυτά, επειδή έργο της θείας φύσεως είναι η γέννησις, έργο δε της θείας θελήσεως η κτίσις, άρα διαφορετικό πράγμα είναι η φύσις από τη θέληση. Τί λοιπόν; Δεν είναι και η θεία θέλησις άκτιστη, επειδή είναι άλλο από τη φύσιν; Ή είναι διασπασμένη από τη θεία φύσιν, για τον λόγο ότι διαφέρει από αυτήν; Ή καθιστά σύνθετη τη θεία φύσιν, για τον λόγο ότι συνυπάρχει με αυτήν και καταστρέφει κάτι από την απλότητα του Θεού; Όχι βέβαια, αν και θέλησις είναι κατά τους Πατέρες η θελητική της φύσεως ενέργεια και δύναμις. Επομένως και ενεργείται, καθώς λίγο παραπάνω άκουσες τους Πατέρες, ότι η δύναμις έχει αναγκαίως ως αιτία της και την ενεργούσα φύσιν, επειδή η φύσις είναι πηγή των ενεργειών. Αλλά και κατανοείται κάπως από μας η θεία θέλησις δια μέσου των προσταγμάτων και ποιημάτων του Θεού· η δε θεία φύσις είναι εντελώς απερινόητη. Άραγε λοιπόν για το λόγο τούτο θα ειπείς τον Θεό δύο ή από δύο, υπερκείμενη και μη, ενεργούσα και ενεργουμένη, νοουμένη οπωσδήποτε και απερινόητη; Τέτοια και από παρόμοια είναι τα εναντίον μας συμπεράσματα και προβλήματα του ανδρός. Την δε άκτιστη θεότητα, ορατή με σωματικούς οφθαλμούς προσέθεσε στον κατάλογο των αντιθέσεων για κατηγορία μας, σαφώς βλασφημώντας ο ίδιος εναντίον της θεότητος που παραδείχθηκε στους Αποστόλους επί του Θαβώρ, πράγμα που στη συνέχεια καθιστά φανερότερο.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου