Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (38)

Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Φεβρουαρίου 2019

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        {Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 
                                                          2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes)}
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                                       4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
       
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
3.  Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να εξουδετερωθή μια τρίτη αμοιβαία κατηγορία. Είναι άραγες εντελώς αβάσιμη η υποψία τής Δύσης, ότι η ανατολική μοναρχία είναι παρ’ όλα αυτά ένα κατάλοιπο εκείνης τής ελληνιστικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία το απολύτως ‘Ένα είναι το πραγματικά θεϊκό, ενώ όλα όσα «προξενούνται» απ’ αυτό – μεταξύ τών οποίων ο Υιός και το Πνεύμα – υποτάσσονται, υπάρχουν συμμετέχοντας, και η Τριάδα καθίσταται μια επεκτεινόμενη προς ιδίαν πλήρωσιν μονάδα; Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός παίρνει αυτή τη φράση περί μιας «Μονάδος» και λέει πως «η Μονάδα εκινείτο ανέκαθεν προς μια Δυάδα, μέχρι που σταμάτησε στην Τριάδα», άποψη την οποία ο Μάξιμος Ομολογητής θεώρησε αναγκαίο να συνοδεύση μ’ ένα καθησυχαστικά ορθόδοξο σχόλιο. Αν και η πληρότητα τής θεότητας φαίνεται να προφυλάσσεται στους Καππαδόκες από κάθε «υποτακτισμό», παραμένει σ’ αυτούς το κεντρικό μυστήριο στον Θεό, τον Πατέρα, που «είναι ταυτόχρονα άναρχος και αρχή τής Θεότητας», έτσι ώστε «να συμπίπτουν στο πρώτο πρόσωπο της Τριάδος τόσο η θεότητα όσο και η προσωπική σχέση» (σ.σ.: J. Moltmann, Δογματικές προτάσεις προς λύση τής διαμάχης για το Filioque…). Εν όψει αυτού τού «θερμοκηπίου» δεν έχει σχεδόν νόημα, να πετά πέτρες η Ανατολή προς τη Δύση, ιδίως στον Αυγουστίνο, και να τον κατηγορή για τον «ουσιαστισμό» του (Essentialismus), δηλ. την έξοδο (εκπόρευση…) από μια θεϊκή ουσία, εφ’ όσον δεν πράττει τίποτα άλλο στο έργο του, παρά να παρουσιάζη – ακριβώς όπως ο Γρηγόριος – τον εσωτερικό πλούτο αυτής τής ενότητας στην τριαδικότητά της. Πώς θα μπορούσε να μην ξεκινά ένας βιβλικά σκεπτόμενος θεολόγος από έναν Θεό (ιδίως όταν είχε μεταστραφή απ’ τον μανιχαϊκό δυαλισμό και τις πλωτινικές Τριάδες), για να σκεφτή την Τριάδα τού Θεού μέσα στη Μονάδα, όσο ελαττωματικές και να παραμένουν πάντα οι δημιουργικές του παρομοιώσεις γι’ αυτό, που διέβλεπε ο ίδιος τα όριά τους, και δεν εμπόδισαν έναν Θωμά (Ακινάτη), να αναπτύξη εντελώς ανεμπόδιστος απ’ αυτό την περί υποστάσεων διδασκαλία του;
      4.  Η reductio in mysterium (αναγωγή στο μυστήριο) γίνεται και στις δυό ‘εκτιμήσεις’ αναπόφευκτα σαφής και βέβαια σαφέστατη μπροστά στη δυσχέρεια για μιαν αξιόπιστη παράσταση της ‘εξόδου’ τού Αγίου Πνεύματος. Στο ελληνικό ‘μοντέλλο’ γίνεται αυτό σταδιακά σαφέστερο, όσο περισσότερο ‘εξανεμίζεται’ το διά τού Υιού από μιαν ενεργητική συμμετοχή σε μιαν καθαρή παθητικότητα. Γιατί τότε παρουσιάζεται – ενώ σιωπούν όλες οι υπόλοιπες απόψεις, που μόλις και συμβιβάζονται πλέον με την καινοδιαθηκική αποκάλυψη – μια εικόνα τού Θεού, που δεν έχει πια εσωτερικά κανενός είδους «μορφή»: Τί θα ήταν αυτός ο Πατέρας-Θεός, απ’ τον οποίον εκπορεύονται (emanieren) δύο διαφορετικές υποστάσεις: απ’ τη μια ένας Υιός, απ’ την άλλη ένα Πνεύμα (χωρίς δικό του όνομα), που η αμοιβαία σχέση τους δεν μπορεί να καταστή ενυπαρχόντως-τριαδικά προφανής, έστω και με τη βοήθεια οικονομικών καταστάσεων; Κατά πόσον αξίζει ακόμα ένα τέτοιο ενυπάρχον (immanentεμπειρικό, μη μεταφυσικό) σχήμα το όνομα «αγάπη», που αποδίδει η Καινή Διαθήκη στον τρισυπόστατο Θεό;
      Η αχίλλειος πτέρνα τού δυτικού μοντέλλου θα μπορούσε όμως να βρίσκεται στην αδιανόητη ιδέα, ότι «το Πνεύμα, που το πνέουν κατά άρρητον τρόπο» (Άνσελμος), «εξέρχεται κατά θαυμαστόν τρόπο και απ’ τους δυό», Πατέρα και Υιό, και ότι «είναι», όπως το είχε ήδη πη ο Αυγουστίνος, «Πατήρ και Υιός η αρχή (Prinzip) τού Πνεύματος· όχι δύο αρχές, αλλά “relative ad Spiritum Sanctum unum principium” («αναφορικά προς το Άγιο Πνεύμα, μια αρχή»), το οποίο και παραδόθηκε κατόπιν με παπικά διατάγματα και συνόδους περαιτέρω, μέχρι που ο Θωμάς είδε να τίθεται μπροστά του το ερώτημα, αν σ’ αυτό το ‘συμβάν’, όπου δεν υφίσταται καμμιά σχετική αντίθεση των προσώπων, είναι η κοινή φύση που ‘εξασφαλίζει’ το Πνεύμα και όχι πια πρωταρχικά τα δυό πρόσωπα. Το “unum in virtute spirativa  (ένα στην πνευματική αρετή) σημαίνει  quoddamodo  naturam cum proprietate (τρόπον τινά φύση με ιδιότητες). Δεν υφίσταται, λέει, καμμιά αντίρρηση στο ότι δυό  supposita  (υποτεταγμένα στον Θεό)  έχουν μια κοινή ιδιότητα, εφ’ όσον διαθέτουν μιαν όμοια φύση. Αν κοιτάξουμε αντίθετα στα πνέοντα  supposita , εξέρχεται το Άγιο Πνεύμα απ’ τον Πατέρα και τον Υιό, καθ’ όσον είναι περισσότερα, «εξέρχεται δηλαδή απ’ αυτά ως η αγάπη που τα ενώνει»[ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΡΦΩΤΑ]. Εδώ είχε δηλώσει ήδη ο Φώτιος τον ενδοιασμό του, ενδοιασμό πολύ τυπικού βέβαια είδους. Είτε θα συμμετείχε στην υπόσταση τού Πατρός ο Υιός κατ’ αυτήν την ‘υπόθεση’, ότι δηλ. συμπνέει ο Υιός το Πνεύμα, , ή δεν θα συμμετείχε μόνον ο Υιός στην ‘έξοδο’ τού Πνεύματος, αν εκπορεύη βάσει τής ουσίας του ο Πατήρ το Πνεύμα, αλλά θα συμμετείχε κι αυτό το ίδιο στη γένεση του ιδίου του τρόπου ύπαρξης.
     Tέτοιες τυπικές αντιρρήσεις δεν θα ήταν επιτρεπτό βέβαια να μπορούν να ακυρωθούν παρά μόνο με την παραπομπή σε δυό αλήθειες: απ’ τη μια στην αποδεδειγμένη παραπάνω αδυναμία, να χρησιμοποιήσουμε μονοσήμαντα την έννοια «πρόσωπο» στις θεϊκές υποστάσεις, όσο κι αν αντιτίθεται αυτό σε κάθε δημιουργική ιδέα τού τριαδικού μυστηρίου· και απ’ την άλλη στο όνομα «αγάπη» που δίνει ο Ιωάννης στον Θεό (1 Ιωάν 4, 8.16), το οποίο προϋποθέτει, αν όχι κάποιαν αριθμητική, ωστόσο μια μεταφυσική πολλαπλότητα, αν ο Θεός  πρέπη να μετουσιώνη την απλή αυτο-αγάπη (dilectio) σε φιλανθρωπία (caritas) – την ύψιστη δηλ. απ’ τις δημιουργημένες απ’ τον Θεό τελειότητες, που πρέπει να ανήκη εξόχως στον Θεό – και αν εκπορεύη βάσει τής ουσίας του ο Πατήρ το Πνεύμα.   (( Σημ. τ. μετ.: Γράφει ο Ιωάννης στην Α’ επιστολή: «…Υμείς εκ τού Θεού εστε, τεκνία, καί νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τώ κόσμω. αυτοί εκ τού κόσμου εισί· διά τούτο εκ τού κόσμου λαλούσι καί ο κόσμος αυτών ακούει. ημείς εκ τού Θεού εσμεν· ο γινώσκων τόν Θεόν ακούει ημών· ός ουκ έστιν εκ τού Θεού ουκ ακούει ημών. εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα τής αληθείας καί τό πνεύμα τής πλάνης. -  Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ τού Θεού εστι, καί πάς ο αγαπών εκ τού Θεού γεγέννηται καί γινώσκει τόν Θεόν. ο μή αγαπών ουκ έγνω τόν Θεόν. ότι ο Θεός αγάπη εστίν. εν τούτω εφανερώθη η αγάπη τού Θεού εν ημίν, ότι τόν υιόν αυτού τόν μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τόν κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τόν Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς καί απέστειλε τόν υιόν αυτού ιλασμόν περί τών αμαρτιών ημών. Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, καί ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν… )) . Η ανατολική τριαδική θεολογία μιλάει λίγο γι’ αυτό, και μόνο σ’ ένα σημείο αναδέχεται ο Παλαμάς μια σχετική προς αυτό αυγουστίνεια διατύπωση. Η δυτική διδασκαλία περιστρέφεται αντίθετα συνεχώς, από τον Αυγουστίνο και πέρα, γύρω απ’ αυτήν την κεντρική σκέψη. Και για το ότι το Πνεύμα είναι επιτομή, ολότητα και ταυτόχρονα καρπός τής αιώνιας αγάπης, απ’ αυτήν τη σκέψη είναι ‘γεμάτη’ η Καινή Διαθήκη. Η επαγωγή απ’ την ενότητα Υιού και Πνεύματος στην οικονομία, και μάλιστα ακριβώς υπό την άποψη της αγάπης, επιτρέπει στον Karl Barth να οδηγήση την αποφασιστική του απόδειξη για την αναγκαία θεμελίωση αυτής τής ενότητας (και μ’ αυτό τού Filioque) στην ενυπάρχουσα Τριάδα, κι αυτό χωρίς να παραβλάπτεται απ’ την εναντίον του υποψία, ότι ο τρόπος έκφρασής του πλησιάζει στον Μονταλισμό[ Ταυτίζοντας τήν οικονομική Τριάδα μέ τήν αίδιο]. Η καθολική θεολογία βαδίζει ανέκαθεν παρόμοιους δρόμους. Στους οποίους κρατά κάθε θεϊκή υπόσταση το δικό της άλυτο μυστήριο: ο Πατήρ, ότι μπορεί να είναι ολόκληρος αυτο-εγκατάλειψη (relatio) και παρ’ όλ’ αυτά ένας που παραδίδεται· ο Υιός, ότι μπορεί ως Λόγος που απαντά να συμμετέχη παραδιδόμενος (υποτασσόμενος) στον Πατέρα, στην αρχική δύναμη του Πατρός, έτσι ώστε όχι μόνο να μπορή να είναι η αγάπη μαζί μ’ αυτήν τη δύναμη, αλλά και να τη γεννά· το Πνεύμα, ότι μπορεί να είναι τόσο η ύψιστη θεϊκή κυρίαρχη ελευθερία, όσο και η τέλεια, για τον Πατέρα και τον Υιό μόνον, ανιδιοτέλεια. Όλα αυτά τα μυστήρια δεν τα βλέπουμε μόνο στον Ιησού Χριστό, αλλά είναι δοσμένα προς μίμηση και κατοίκηση. Αυτός είναι αρκετός «αποφατισμός», και μια τέτοια θεολογία είναι επίσης, όπως ζητείται, δοξολογία.

     ( Τέλος κεφαλαίου. Συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, «Ο ρόλος τού Πνεύματος στο έργο τής σωτηρίας )

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΤΑΙ (17)

Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
Ας δούμε όμως και μία θεολογική ερμηνεία της κινήσεως τής Αγίας Τριάδος, την οποία ερμηνεύει Ιεραρχικά ο μεγα­λύτερος Θεολόγος,ο Ζηζιούλας: Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρη­της Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερού­σιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυ­τών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιω­νίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννή­σεως.»

Being as Communion


ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ” ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (ΙΙΙ)
Απόσπασμα από το δοκίμιο «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ”» του Joseph Ratzinger.
«Οι λέξεις “πνευματολογία” και “πνευματικότης” είναι ήδη συνδεδεμένες μεταξύ τους στην γλωσσολογία: η μία είναι η μετάφραση της άλλης! Το Άγιο Πνεύμα αναγνωρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο μορφώνει την ανθρώπινη ζωή. Η ζωή της πίστεως επίσης, παραπέμπει στο Άγιο Πνεύμα. Ο στοχασμός πάνω στην “χριστιανική πνευματικότητα” σημαίνει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αναγνωρίζεται από το γεγονός πως η ανθρώπινη ζωή αποκτά ένα καινούριο κέντρο. Ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα συνεπάγεται τον καθορισμό του μέσα στον άνθρωπο στον οποίο έχει δοθεί, δωρισθεί!!
Ο Αυγουστίνος, πάνω στον οποίο θα στηριχθεί το δοκίμιο, προσπαθεί να αντλήσει κατά κάποιο τρόπο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Αγίου Πνεύματος μελετώντας τις παραδοσιακές ονομασίες του και πάνω απ’ όλες αυτή του “Αγίου Πνεύματος”. Ακριβώς όμως αυτή η ονομασία τον θέτει μπροστά σε μια απορία. Ενώ στα ονόματα του “Πατρός” και του “Υιού” φανερώνεται αυτό που είναι ιδιαίτερο στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, δηλαδή το δόσιμο και η δεκτικότης, το Είναι σαν δώρο και το Είναι σαν δεκτικότης, σαν Λόγος και Απάντηση, παρότι πάντοτε κάτι απολύτως ένα, που γεννιέται σαν ενότης και όχι σαν κατωτερότης, το όνομα “Άγιο Πνεύμα” δεν φανερώνει καθόλου την ιδιαιτερότητα του τρίτου προσώπου. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μ’ αυτή την ονομασία οποιοδήποτε άλλο από τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και ιδιαιτέρως αυτόν τον ίδιο τον θεό, όπως διαβάζεται και στο κατά Ιωάννην 4, 24 “πνεύμα ο θεός”. Το πνεύμα και η Αγιότης αποτελούν την Ουσία αυτού του Ίδιου του θεού, αυτού που τον χαρακτηρίζει σαν θεό.
Έτσι λοιπόν προσπαθώντας να γνωρίσουμε κάτι από το Άγιο Πνεύμα, ξεκινώντας από τα ονόματά του, φτάνουμε ακριβώς στην αντίθετη πλευρά στην οποία αποδεικνύεται το Άγιο Πνεύμα άγνωστο. Και εδώ ακριβώς ο Αυγουστίνος βλέπει την Ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος. Εάν ονομάζεται μέσω αυτού που είναι το θείο του θεού, αυτού που είναι κοινό στον Πατέρα και στον Υιό, αυτό ακριβώς σημαίνει πως η Ουσία του είναι ακριβώς αυτή, να είναι η κοινωνία (communio) ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό! Η Ιδιαιτερότης του Αγίου Πνεύματος είναι ξεκάθαρα το γεγονός ότι είναι η κοινή πραγματικότης ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Η μοναδική του Ιδιαιτερότης είναι να είναι ενότης. Έτσι λοιπόν είναι αυτή η γενική ονομασία “Άγιο Πνεύμα” ο πιο ταιριαστός τρόπος, μέσα στη γενικότητά του, να εκφραστεί εντελώς παράδοξα αυτό που έχει απολύτως Ιδιαίτερο, που είναι ακριβώς η κοινότης.
Από αυτή την ανάλυση προκύπτει κάτι πολύ σημαντικό: η σύνθεση του Πατρός και του Υιού σε μια τέλεια ενότητα δεν θεωρείται σαν μια γενική ομοουσιότητα, αλλά σαν κοινωνία (communio), όχι δηλαδή σαν μια ουσία με την μεταφυσική της έννοια, αλλά λόγω των προσώπων, σύμφωνα και με την φύση του θεού, η σύνθεση είναι κι’ αυτή προσωπική. Στην Τριάδα η Δυάς στρέφεται προς την ενότητα χωρίς να καταργεί τον διάλογο, ο οποίος αντιθέτως δυναμώνει. Μια ξανασύνθεση στην ενότητα, η οποία δεν θα ήταν και αυτή με την σειρά της πρόσωπο, θα διέλυε τον διάλογο των δύο προσώπων. Το πνεύμα είναι το πρόσωπο καθώς είναι ενότης, η ενότης καθώς είναι πρόσωπο!
Ο ορισμός του πνεύματος σαν Communio, που συνέλεξε ο Αυγουστίνος από την έκφραση “Άγιο Πνεύμα”, έχει βασικά εκκλησιολογική σημασία καθώς ανοίγει την πνευματολογία στην εκκλησιολογία και αναλόγως ξεκαθαρίζει την σχέση εκκλησιολογίας και θεο-λογίας! Να γίνεις Χριστιανός σημαίνει να γίνεις Communio και τοιουτοτρόπως την είσοδο στον ουσιώδη τρόπο υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτόν τον λόγο όμως αυτό μπορεί να συμβεί μόνον μέσω του Αγίου Πνεύματος, που είναι η αρετή της κοινωνίας, η δύναμις που μεσιτεύει, την προσφέρει και την κάνει δυνατή, και καθ’ εαυτή, είναι πρόσωπο και αυτή η ίδια!
Το πνεύμα είναι η ενότης την οποία δωρίζει ο θεός στον εαυτό του, στην οποία δωρίζεται στον εαυτό του, στην οποία Πατήρ και Υιός δωρίζονται μεταξύ τους. Η παράδοξη Ιδιαιτερότητά του είναι πως είναι communio, πως διαθέτει την υπέρτατη ταυτότητα του προσώπου ακριβώς επειδή υπάρχει ολόκληρο στην κίνηση τής ενότητος. ΄Ετσι συμπεραίνεται εύκολα πως “πνευματικό” συνεπάγεται πάντοτε “ενοποιόν”, “κοινωνούν”!
Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω. Ο Αυγουστίνος κατόρθωσε να αναθεωρήσει την έννοια τού πνεύματος, να δημιουργήσει μια μεταφυσική τού πνεύματος (ή μονον αυτή;). Και κατ' αρχάς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως εννοούσε τον λόγο τού Ευαγγελιστού (πνεύμα ο θεός) καθαρά οντολογικά: “πνεύμα” γι' αυτόν σήμαινε “όχι ύλη”.
Θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε μαζί του λέγοντας πως ο Ιωάννης δεν εννοεί τίποτε απ' αυτά, αλλά με την λέξη “πνεύμα” εκφράζεται η ετερότης του θεού όσον αφορά την κοσμική πραγματικότητα! Έτσι ώστε το αντίθετο του πνεύματος να μην είναι η “ύλη” αλλά “ο κόσμος τούτος”. Έτσι λοιπόν θάπρεπε να γίνει κατανοητός ο λόγος του κατά Ιωάννην κατά μία αξιολογική έννοια και όχι οντολογική σύμφωνα με τον τρόπο των Ελλήνων, μ' ένα τρόπο που θα στοχεύει στην ειδική θρησκευτική ποιότητα της ετερότητας και γι' αυτό τον λόγο επομένως αναφέρεται στο Άγιο πνεύμα σαν έκφραση της παραμονής του θεού στον εαυτό του! Ότι δηλαδή αναφέρεται στην αγιότητα που υπονοείται στην ετερότητα!
Και να λοιπόν που από πολλές απόψεις υπονοείται τώρα μια αντίθεση απείρως πιο ριζική από την αντίθεση ανάμεσα στο “πνεύμα” και στην “ύλη”, διότι είναι αναμφίβολο πλέον πως το “πνεύμα” μπορεί να είναι ακόμη και μια γήινη πραγματικότης η οποία η οποία δεν περιέχει ακόμη αναγκαίως μια υπέρβαση όλης της κοσμικής πραγματικότητος στο σύνολό της.
Μιλώντας λοιπόν σαν από το σύνολο του στοχασμού του Αυγουστίνου, μπορούμε να πούμε ότι μ' αυτή την κατάκτηση κάνει ένα μεγάλο άλμα μπρός, αφήνοντας στις πλάτες του την αρχαία μεταφυσική του πνεύματος, καθώς ο Αυγουστίνος εξηγεί το πνεύμα, όχι μεταφυσικά, αλλά ξεκινώντας από τον δυναμισμό Πατρός – Υιού. Έτσι λοιπόν η κοινωνία καταλήγει να είναι η ίδια η δομή του πνεύματος και γι αυτό τον λόγο απαιτεί περιεχόμενα και προσωποποιείται απολύτως .
Μόνον όποιος γνωρίζει τι σημαίνει “Άγιο πνεύμα” γνωρίζει τι σημαίνει γενικώς πνεύμα. Και μόνον όποιος αρχίζει να γνωρίζει τι σημαίνει θεός, μπορεί να καταλαβαίνει τι σημαίνει Άγιο Πνεύμα! Όπως επίσης μόνον όποιος αρχίζει να ψυχανεμίζεται τι είναι το Άγιο Πνεύμα αρχίζει να καταλαβαίνει τι είναι ο θεός».

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΑΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΕΙΝΑΙ Η ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΓΑΠΗ  ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: