ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Κυριακή, 10 Μαρτίου 2019
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Μαρτυρίες των αγίων ότι η θεία ενέργεια, της οποίας ονομασία είναι και η θεότης, και από τη θεία ουσία διαφέρει και υπόστασις δεν είναι και άκτιστη είναι∙ και ότι όποιος από αυτό συνάγει ότι ο θεός είναι σύνθετος είναι ομόδοξος του Ευνομίου.
91. Ότι λοιπόν η υπερούσιος ουσία του Θεού είναι άκτιστη, ελάχιστα χρειαζόμαστε μαρτυρίες∙ ότι δε, αν και είναι υπερώνυμη αλλά και θεότης ονομάζεται κατά τον ειπόντα, «ο ων και ο Θεός είναι κάπως μάλλον της ουσίας ονόματα», αυτό είναι από τα σε όλους φανερά και παραδεκτό από τους εναντίον μας αντιλέγοντες. Ότι δε και η δύναμις και η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και διαφέρει από την ουσία, θα το γνωρίσουμε από τούτο. Πράγματι ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός λέγει στο πεντηκοστό ένατο κεφάλαιο· «αν η ενέργεια του δεσπότη Χριστού είναι μία, ή κτιστή θα είναι ή άκτιστη· διότι μέσον στα δύο αυτά δεν υπάρχει ενέργεια, όπως ούτε φύσις. Αν λοιπόν είναι κτιστή, θα δηλώσει κτιστή φύσιν∙ αν δε άκτιστη, θα χαρακτηρίσει μόνο άκτιστη ουσία. Οπωσδήποτε τα φυσικά ιδιώματα πρέπει να είναι κατάλληλα με τις φύσεις∙ διότι είναι αδύνατο να υπάρχει ελλιπής φύσις. Η δε κατά φύσιν ενέργεια δεν είναι από τα εκτός, και είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό ούτε να υπάρχει ούτε να γνωρίζεται χωρίς την κατά φύσιν ενέργεια».
92. Στον πρώτο Αντιρρητικό ο Μέγας Βασίλειος λέγει, «αν ο Ευνόμιος δεν παραδέχεται τίποτε καθόλου κατ’ επίνοια, για να μη φανεί ότι μεγαλύνει τον Θεό με ανθρώπινες προσηγορίες, πρέπει να ομολογήσει τα λεγάμενα για τον Θεό είναι όλα ομοίως ουσία. Πώς λοιπόν δεν είναι καταγέλαστο το να λέγουμε ότι το δημιουργικό είναι ουσία, το προνοητικό πάλι ουσία, το προγνωστικό παρομοίως, και γενικώς κάθε ενέργεια να την θεωρούμε ουσία; Κι’ αν όλα αυτά τείνουν προς μια σημασία, είναι ανάγκη τα ονόματα να έχουν την ίδια έννοια, όπως επί των πολυωνύμων, όταν λέγουμε το ίδιο πρόσωπο Σίμωνα και Πέτρο και Κηφά. Επομένως όποιος ακούσει το αναλλοίωτο του Θεού θα οδηγηθεί προς το αγέννητο∙ κι’ όποιος ακούσει το αμερές θα προχωρήσει προς το δημιουργικό∙ και τί θα μπορούσε να θεωρηθεί ατοπότερο από αυτή τη σύγχυση, αφαιρώντας την ιδιαίτερη σημασία κάθε ονόματος να αντινομοθετεί κατά της κοινής χρήσεως και κατά της διδασκαλίας τού Πνεύματος;». Ο δε μέγας Αθανάσιος αντικρούοντας την αρειανική μανία λέγει, «δεν εργάζεται κατά άλλη και άλλη πρόνοια ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά κατά μία και την ίδια ουσιώδη ενέργεια της θεότητος». Άραγε δεν ισχυρίζονται σαφώς εδώ οι άγιοι ότι η θεία ενέργεια και διαφέρει της ουσίας και άκτιστη είναι;
93. Ότι βέβαια και η θεότης δεν είναι όνομα ουσίας αλλ’ ενεργείας, ακούμε να διακηρύσσεται από πολλά σημεία, μάλλον δε από όλα τα σημεία της θεόπνευστης Γραφής. Ας προσαχθούν όμως και γι’ αυτό το θέμα τρεις μάρτυρες από εκείνους που έρχονται στη μνήμη μας. Λέγει λοιπόν ο μακάριος Αναστάσιος ο από το Σιναίο Όρος· «η ονομασία Θεός είναι προδήλως ενεργητική, διότι δεν μας παριστάνει την ίδια την ουσία του Θεού (είναι αδύνατο να την γνωρίσει αυτήν κανείς), αλλά μόνο τη θεωρητική του ενέργεια δηλώνει ο Θεός». Ο δε θείος Γρηγόριος Νύσσης, γράφοντας Προς Αβλάβιον, λέγει, «το όνομα Θεός είναι δηλωτικό ενεργείας· διότι ετυμολογείται από το θέειν παντού ή το θεάσθαι, ή το αίθειν την μοχθηρία. Εφ’ όσον δε μία και απαράλλακτη είναι στα τρία η αναφερθείσα ενέργεια, μία είναι και η θεότης, κι’ ένας Θεός σε τρεις υποστάσεις. Επί της άκτιστης Τριάδος δεν είναι πράγματι δυνατό να ευρεθεί όνομα που δηλώνει τη φύσιν της». Και πάλι ο ίδιος λέγει, «ο όρος Θεός δηλώνει τον ενεργούντα, θεότης την ενέργεια. Κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, άλλα μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν».
94. Ο δε μέγας Βασίλειος γράφοντας προς τον ιατρό Ευστάθιο, λέγει, «η ταυτότης της ενεργείας επί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος δεικνύει σαφώς το απαράλλακτο της φύσεως, ώστε κι’ αν ακόμη το όνομα της θεότητος σημαίνει φύσιν, η κοινότης της ουσίας συμφωνεί ότι η προσηγορία αυτή εφαρμόζεται κυρίως στο άγιο Πνεύμα. Αλλά δεν γνωρίζω πώς οι μηχανευόμενοι τα πάντα φέρουν την προσηγορία της θεότητος σ’ ένδειξη της φύσεως, σαν να μην έχουν ακούσει από την Γραφή ότι χειροτονητή φύσις δεν γίνεται. Ο δε Μωυσής χειροτονήθηκε θεός των Αιγυπτίων, αφού ο αποκαλυπτής είπε προς αυτόν έτσι, ότι «σ’ έδωσα θεό στον Φαραώ». Επομένως το όνομα φέρει κάποια ένδειξη εξουσίας, είτε εποπτικής είτε ενεργητικης∙ η δε θεία φύσις με όλα τα επινοούμενα ονόματα μένει αδήλωτη κατά την ουσία της, όπως βεβαιώνει η διδασκαλία μας».
95. Εμάς πού συμφωνούμε με τούτους, καθώς λέγουν προφανώς ότι η θεότης δεν είναι επωνυμία της ουσίας, αλλά της θείας εξουσίας και μερικώς άλλων άκτιστων ενεργειών του Θεού, λέγεται όμως μερικές φορές και επί της ουσίας, μας θεωρεί διθεΐτες και δεν παύει να το διακηρύττει παντού ο καλός Ακίνδυνος. Και ισχυρίζεται ότι εμείς λατρεύουμε δύο θεότητες, όχι μόνο την ουσία, την οποία αυτός δέχεται ως μόνη άκτιστη θεότητα και φρονεί ότι μόνο αυτή είναι ο Θεός, αλλά και τη θεία ενέργεια. Και όμως όποιος θέλει να ευσεβεί δεν θα μπορούσε να πει ότι είναι τέτοια ενέργεια ούτε ο Υιός, ούτε το Πνεύμα, εφ’ όσον και στους άλλους δώσει προσοχή και από τους αδελφικούς και αδελφικά φρονούντες πληροφορηθεί σχετικώς, που κηρύττουν το ενιαίο και την ταυτότητα της κοινής ενεργείας των τριών προσώπων και ότι κανένα από αυτά δεν είναι τέτοια ενέργεια.
96. Από την παραπάνω ρήση του μεγάλου Βασιλείου έγινε και τούτο φανερό, ότι η δοξασία του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου δεν διαφέρει σε τίποτε από την του Ευνομίου, ο οποίος επίσης δογματίζει ότι ουσία είναι όλα τα αποδιδόμενα στο Θεό ονόματα, όπως και τούτοι και για την ίδια αιτία, για να μην περιπέσουμε σε πολυθεΐα κατά την αφροσύνη εκείνου δηλαδή, ή αλλιώς το θειο θα μάς γίνει σύνθετο, συναγόμενα σ’ ένα από αντίθετα πράγματα. Γι’ αυτό εκείνος έλεγε και το αγέννητο ουσία, διότι είναι άκτιστο, όπως τούτοι την άκτιστη ενέργεια θεωρούν ουσία, διότι είναι άκτιστη, θα επιβεβαιώσει δε τη συμφωνία τούτων προς τον Ευνόμιο και η φωνή εκείνου. Πράγματι γράφει στους Αντιρρητικούς προς αυτόν ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, «λέγει ο Ευνόμιος ότι ο Θεός δεν παριστάνεται από μάς να είναι απλός, διότι μετέχει των εννοιών που σημαίνονται με κάθε όνομα και διά της μετουσίας εκείνου συμπληρώνει στον έαυτό του την τελείωση της υπάρξεως του».
Καλό είναι ν’ ακούσουμε κι’ αυτήν την αντίρρηση. Ομιλεί ο Γρηγόριος, για ν’ απολογηθεί μόνο υπέρ του μεγάλου θεοσόφου Βασιλείου, αλλ’ επίσης και για εμάς, που κατηγορούμαστε από τον Ακίνδυνο τα ίδια πού κατηγορείτο από τον Ευνόμιο ο θεόσοφος εκείνος. Λέγει λοιπόν «ποιός είναι έξω από τα λογικά, ώστε, ακούοντας ότι οι περί θεού ευσεβείς αντιλήψεις συνάγονται από πολλές έννοιες να νομίζει ότι το θειο είναι σύνθετο από διάφορα στοιχεία ή ότι εξασφαλίζει την τελειότητά του από τη μετοχή με ορισμένα στοιχεία; Ας υποτεθεί ότι κάποιος εφεύρε τη γεωμετρία και ότι ο ίδιος είναι ευρετής και της αστρονομίας, καθώς επίσης της ιατρικής και της γραμματικής και της γεωπονίας και άλλων ακόμη επιτηδευμάτων τούτου του είδους. Άρα, επειδή είναι πολλά και διάφορα τα νοήματα των επιτηδευμάτων που παρατηρούνται στη μία ψυχή, θα θεωρηθεί γι’ αυτό το λόγο σύνθετη η ψυχή; Βέβαια διαφέρει πολύ η σημασία της Ιατρικής από την αστρονομική επιστήμη, και η γραμματική δεν έχει τίποτε το κοινό με τη γεωμετρία κατά τη σημασία, ούτε η ναυτιλία και η γεωπονία επίσης. Αλλ’ όμως είναι δυνατό να συναθροισθεί γύρω από την μια ψυχή ή έννοια του καθενός από αυτά τα επιτηδεύματα, και η ψυχή δεν γίνεται πολυσύνθετη γι’ αυτό το λόγο ούτε αναμιγνύονται σε μια σημασία όλα τα ονόματα των επιτηδευμάτων. Αν λοιπόν ο ανθρώπινος νους δεν βλάπτεται στην απλότητα του κατά τίποτε, αν και τόσα ονόματα αποδίδονται σ’ αυτόν, πώς θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι ο Θεός, με το να καλείται σοφός και δίκαιος και αγαθός και αΐδιος και κάθε άλλο θεοπρεπές, αν δεν θεωρηθεί μια η σημασία σε όλα τα ανόμοια, ή γίνεται πολυμερής ή από τη μετουσία τούτων τελειοποιεί τη φύσιν του;».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Μαρτυρίες των αγίων ότι η θεία ενέργεια, της οποίας ονομασία είναι και η θεότης, και από τη θεία ουσία διαφέρει και υπόστασις δεν είναι και άκτιστη είναι∙ και ότι όποιος από αυτό συνάγει ότι ο θεός είναι σύνθετος είναι ομόδοξος του Ευνομίου.
91. Ότι λοιπόν η υπερούσιος ουσία του Θεού είναι άκτιστη, ελάχιστα χρειαζόμαστε μαρτυρίες∙ ότι δε, αν και είναι υπερώνυμη αλλά και θεότης ονομάζεται κατά τον ειπόντα, «ο ων και ο Θεός είναι κάπως μάλλον της ουσίας ονόματα», αυτό είναι από τα σε όλους φανερά και παραδεκτό από τους εναντίον μας αντιλέγοντες. Ότι δε και η δύναμις και η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και διαφέρει από την ουσία, θα το γνωρίσουμε από τούτο. Πράγματι ο πολύς στα θεία Δαμασκηνός λέγει στο πεντηκοστό ένατο κεφάλαιο· «αν η ενέργεια του δεσπότη Χριστού είναι μία, ή κτιστή θα είναι ή άκτιστη· διότι μέσον στα δύο αυτά δεν υπάρχει ενέργεια, όπως ούτε φύσις. Αν λοιπόν είναι κτιστή, θα δηλώσει κτιστή φύσιν∙ αν δε άκτιστη, θα χαρακτηρίσει μόνο άκτιστη ουσία. Οπωσδήποτε τα φυσικά ιδιώματα πρέπει να είναι κατάλληλα με τις φύσεις∙ διότι είναι αδύνατο να υπάρχει ελλιπής φύσις. Η δε κατά φύσιν ενέργεια δεν είναι από τα εκτός, και είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό ούτε να υπάρχει ούτε να γνωρίζεται χωρίς την κατά φύσιν ενέργεια».
92. Στον πρώτο Αντιρρητικό ο Μέγας Βασίλειος λέγει, «αν ο Ευνόμιος δεν παραδέχεται τίποτε καθόλου κατ’ επίνοια, για να μη φανεί ότι μεγαλύνει τον Θεό με ανθρώπινες προσηγορίες, πρέπει να ομολογήσει τα λεγάμενα για τον Θεό είναι όλα ομοίως ουσία. Πώς λοιπόν δεν είναι καταγέλαστο το να λέγουμε ότι το δημιουργικό είναι ουσία, το προνοητικό πάλι ουσία, το προγνωστικό παρομοίως, και γενικώς κάθε ενέργεια να την θεωρούμε ουσία; Κι’ αν όλα αυτά τείνουν προς μια σημασία, είναι ανάγκη τα ονόματα να έχουν την ίδια έννοια, όπως επί των πολυωνύμων, όταν λέγουμε το ίδιο πρόσωπο Σίμωνα και Πέτρο και Κηφά. Επομένως όποιος ακούσει το αναλλοίωτο του Θεού θα οδηγηθεί προς το αγέννητο∙ κι’ όποιος ακούσει το αμερές θα προχωρήσει προς το δημιουργικό∙ και τί θα μπορούσε να θεωρηθεί ατοπότερο από αυτή τη σύγχυση, αφαιρώντας την ιδιαίτερη σημασία κάθε ονόματος να αντινομοθετεί κατά της κοινής χρήσεως και κατά της διδασκαλίας τού Πνεύματος;». Ο δε μέγας Αθανάσιος αντικρούοντας την αρειανική μανία λέγει, «δεν εργάζεται κατά άλλη και άλλη πρόνοια ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά κατά μία και την ίδια ουσιώδη ενέργεια της θεότητος». Άραγε δεν ισχυρίζονται σαφώς εδώ οι άγιοι ότι η θεία ενέργεια και διαφέρει της ουσίας και άκτιστη είναι;
93. Ότι βέβαια και η θεότης δεν είναι όνομα ουσίας αλλ’ ενεργείας, ακούμε να διακηρύσσεται από πολλά σημεία, μάλλον δε από όλα τα σημεία της θεόπνευστης Γραφής. Ας προσαχθούν όμως και γι’ αυτό το θέμα τρεις μάρτυρες από εκείνους που έρχονται στη μνήμη μας. Λέγει λοιπόν ο μακάριος Αναστάσιος ο από το Σιναίο Όρος· «η ονομασία Θεός είναι προδήλως ενεργητική, διότι δεν μας παριστάνει την ίδια την ουσία του Θεού (είναι αδύνατο να την γνωρίσει αυτήν κανείς), αλλά μόνο τη θεωρητική του ενέργεια δηλώνει ο Θεός». Ο δε θείος Γρηγόριος Νύσσης, γράφοντας Προς Αβλάβιον, λέγει, «το όνομα Θεός είναι δηλωτικό ενεργείας· διότι ετυμολογείται από το θέειν παντού ή το θεάσθαι, ή το αίθειν την μοχθηρία. Εφ’ όσον δε μία και απαράλλακτη είναι στα τρία η αναφερθείσα ενέργεια, μία είναι και η θεότης, κι’ ένας Θεός σε τρεις υποστάσεις. Επί της άκτιστης Τριάδος δεν είναι πράγματι δυνατό να ευρεθεί όνομα που δηλώνει τη φύσιν της». Και πάλι ο ίδιος λέγει, «ο όρος Θεός δηλώνει τον ενεργούντα, θεότης την ενέργεια. Κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, άλλα μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν».
94. Ο δε μέγας Βασίλειος γράφοντας προς τον ιατρό Ευστάθιο, λέγει, «η ταυτότης της ενεργείας επί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος δεικνύει σαφώς το απαράλλακτο της φύσεως, ώστε κι’ αν ακόμη το όνομα της θεότητος σημαίνει φύσιν, η κοινότης της ουσίας συμφωνεί ότι η προσηγορία αυτή εφαρμόζεται κυρίως στο άγιο Πνεύμα. Αλλά δεν γνωρίζω πώς οι μηχανευόμενοι τα πάντα φέρουν την προσηγορία της θεότητος σ’ ένδειξη της φύσεως, σαν να μην έχουν ακούσει από την Γραφή ότι χειροτονητή φύσις δεν γίνεται. Ο δε Μωυσής χειροτονήθηκε θεός των Αιγυπτίων, αφού ο αποκαλυπτής είπε προς αυτόν έτσι, ότι «σ’ έδωσα θεό στον Φαραώ». Επομένως το όνομα φέρει κάποια ένδειξη εξουσίας, είτε εποπτικής είτε ενεργητικης∙ η δε θεία φύσις με όλα τα επινοούμενα ονόματα μένει αδήλωτη κατά την ουσία της, όπως βεβαιώνει η διδασκαλία μας».
95. Εμάς πού συμφωνούμε με τούτους, καθώς λέγουν προφανώς ότι η θεότης δεν είναι επωνυμία της ουσίας, αλλά της θείας εξουσίας και μερικώς άλλων άκτιστων ενεργειών του Θεού, λέγεται όμως μερικές φορές και επί της ουσίας, μας θεωρεί διθεΐτες και δεν παύει να το διακηρύττει παντού ο καλός Ακίνδυνος. Και ισχυρίζεται ότι εμείς λατρεύουμε δύο θεότητες, όχι μόνο την ουσία, την οποία αυτός δέχεται ως μόνη άκτιστη θεότητα και φρονεί ότι μόνο αυτή είναι ο Θεός, αλλά και τη θεία ενέργεια. Και όμως όποιος θέλει να ευσεβεί δεν θα μπορούσε να πει ότι είναι τέτοια ενέργεια ούτε ο Υιός, ούτε το Πνεύμα, εφ’ όσον και στους άλλους δώσει προσοχή και από τους αδελφικούς και αδελφικά φρονούντες πληροφορηθεί σχετικώς, που κηρύττουν το ενιαίο και την ταυτότητα της κοινής ενεργείας των τριών προσώπων και ότι κανένα από αυτά δεν είναι τέτοια ενέργεια.
96. Από την παραπάνω ρήση του μεγάλου Βασιλείου έγινε και τούτο φανερό, ότι η δοξασία του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου δεν διαφέρει σε τίποτε από την του Ευνομίου, ο οποίος επίσης δογματίζει ότι ουσία είναι όλα τα αποδιδόμενα στο Θεό ονόματα, όπως και τούτοι και για την ίδια αιτία, για να μην περιπέσουμε σε πολυθεΐα κατά την αφροσύνη εκείνου δηλαδή, ή αλλιώς το θειο θα μάς γίνει σύνθετο, συναγόμενα σ’ ένα από αντίθετα πράγματα. Γι’ αυτό εκείνος έλεγε και το αγέννητο ουσία, διότι είναι άκτιστο, όπως τούτοι την άκτιστη ενέργεια θεωρούν ουσία, διότι είναι άκτιστη, θα επιβεβαιώσει δε τη συμφωνία τούτων προς τον Ευνόμιο και η φωνή εκείνου. Πράγματι γράφει στους Αντιρρητικούς προς αυτόν ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, «λέγει ο Ευνόμιος ότι ο Θεός δεν παριστάνεται από μάς να είναι απλός, διότι μετέχει των εννοιών που σημαίνονται με κάθε όνομα και διά της μετουσίας εκείνου συμπληρώνει στον έαυτό του την τελείωση της υπάρξεως του».
Καλό είναι ν’ ακούσουμε κι’ αυτήν την αντίρρηση. Ομιλεί ο Γρηγόριος, για ν’ απολογηθεί μόνο υπέρ του μεγάλου θεοσόφου Βασιλείου, αλλ’ επίσης και για εμάς, που κατηγορούμαστε από τον Ακίνδυνο τα ίδια πού κατηγορείτο από τον Ευνόμιο ο θεόσοφος εκείνος. Λέγει λοιπόν «ποιός είναι έξω από τα λογικά, ώστε, ακούοντας ότι οι περί θεού ευσεβείς αντιλήψεις συνάγονται από πολλές έννοιες να νομίζει ότι το θειο είναι σύνθετο από διάφορα στοιχεία ή ότι εξασφαλίζει την τελειότητά του από τη μετοχή με ορισμένα στοιχεία; Ας υποτεθεί ότι κάποιος εφεύρε τη γεωμετρία και ότι ο ίδιος είναι ευρετής και της αστρονομίας, καθώς επίσης της ιατρικής και της γραμματικής και της γεωπονίας και άλλων ακόμη επιτηδευμάτων τούτου του είδους. Άρα, επειδή είναι πολλά και διάφορα τα νοήματα των επιτηδευμάτων που παρατηρούνται στη μία ψυχή, θα θεωρηθεί γι’ αυτό το λόγο σύνθετη η ψυχή; Βέβαια διαφέρει πολύ η σημασία της Ιατρικής από την αστρονομική επιστήμη, και η γραμματική δεν έχει τίποτε το κοινό με τη γεωμετρία κατά τη σημασία, ούτε η ναυτιλία και η γεωπονία επίσης. Αλλ’ όμως είναι δυνατό να συναθροισθεί γύρω από την μια ψυχή ή έννοια του καθενός από αυτά τα επιτηδεύματα, και η ψυχή δεν γίνεται πολυσύνθετη γι’ αυτό το λόγο ούτε αναμιγνύονται σε μια σημασία όλα τα ονόματα των επιτηδευμάτων. Αν λοιπόν ο ανθρώπινος νους δεν βλάπτεται στην απλότητα του κατά τίποτε, αν και τόσα ονόματα αποδίδονται σ’ αυτόν, πώς θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι ο Θεός, με το να καλείται σοφός και δίκαιος και αγαθός και αΐδιος και κάθε άλλο θεοπρεπές, αν δεν θεωρηθεί μια η σημασία σε όλα τα ανόμοια, ή γίνεται πολυμερής ή από τη μετουσία τούτων τελειοποιεί τη φύσιν του;».
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου