Απειλείται το λιμάνι του Πειραιά από την Τεργέστη;
Η τάση που κυριαρχεί, ολοένα περισσότερο, στις πρόσφατες εξελίξεις, είναι η αποστασιοποίηση ορισμένων χωρών της Δύσης (όχι όμως και της Ελλάδας), από το δόγμα του «Ανήκουμε εις την Δύση». Πρόκειται, γενικά, για οικονομίες με κυβερνήσεις, «λαϊκίστικες», όπως με περιφρόνηση χαρακτηρίζονται από τους παραδοσιακούς πολιτικούς, ή ακόμη για χώρες με κυβερνήσεις, στις οποίες η συμμετοχή «λαϊκίστικων» κομμάτων ασκεί σημαντική επίδραση στις αποφάσεις τους.
Η αντίδραση της Δύσης, δυστυχώς, ενδύεται με ολοένα συχνότερες αυταρχικές συμπεριφορές, που υποκρύπτουν τον πανικό της σταδιακής απώλειας της παγκόσμιας κυριαρχίας της. Στο άρθρο αυτό θα περιοριστώ στην προβολή πρόσφατων σχετικών συμβάντων που, εκτός των άλλων, κινδυνεύουν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για τη χώρα μας.
Η άφιξη στη Ρώμη κλιμακίου πολυάριθμων αξιωματούχων, υπό τον Xi Jinping, προβλέπει την υπογραφή 50 συμφωνιών συνεργασίας, ανάμεσα στην Κίνα και στην Ιταλία. Η συνεργασία αυτή αφορά πολύπλευρους κλάδους της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής οικονομίας της Ιταλίας, και θα υλοποιηθεί με τη διενέργεια σημαντικών κινέζικων επενδύσεων, κυρίως σε έργα υποδομής. Προς το παρόν η προτεραιότητα δίνεται στο λιμάνι της Τεργέστης, με προοπτική να συμπεριληφθούν στη συνέχεια και άλλα ιταλικά λιμάνια.
Η Ιταλία καθίσταται, έτσι, η πρώτη οικονομία του G7, που εισέρχεται, δυναμικά στο δρόμο του μεταξιού, δηλαδή στη νέα παγκοσμιοποίηση, που υποκαθιστά με επιταχυνόμενους ρυθμούς την απερχόμενη παραδοσιακή της Δύσης (βλ. σχετικά στο βιβλίο μου τις σελίδες 251 και επ.). και που φέρει, ολοκληρωτικά, τα χρώματα της Κίνας. Συμμετέχουν ήδη, σε αυτήν, 80 χώρες, που περιστρέφονται γύρω από την Κίνα, την οποία εκλαμβάνουν ως μητρόπολή τους, και σε αυτές τώρα προστίθεται και η Ιταλία.
Είναι κατανοητή η έντονη δυσαρέσκεια της Δύσης, και ιδιαιτέρως των ΗΠΑ, για τη σαφή αυτή υποστήριξη, των επεκτατικών τάσεων της Κίνας, από την Ιταλία. Να υπογραμμιστεί ακόμη, ότι η Ιταλία δεν είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, που αποστασιοποιείται από τις αυστηρές οδηγίες του «Ανήκουμε εις την Δύση». Αντιθέτως, εκτός από αυτήν, αρκετές οικονομίες της Ευρώπης και της Βαλκανικής, των οποίων οι «λαϊκίστικες» κυβερνήσεις τους ή οι κυβερνήσεις τους, που επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από λαϊκίστικες προδιαγραφές, έχουν ήδη καλωσορίσει τις κινέζικες επενδύσεις, κυρίως, σε έργα υποδομής.
Τι συμβαίνει στην Τεργέστη;
Το χτύπημα, ωστόσο, της Ιταλίας, εναντίον της Δύσης, είναι προς το παρόν το ηχηρότερο, εξαιτίας του μεγέθους της οικονομίας της και κυρίως της συμμετοχής της στο G7. Οι ΗΠΑ, βέβαια, προσπάθησαν να αποτρέψουν την Ιταλία από του να προσχωρήσει στο μεγαλεπήβολο κινέζικο σχέδιο «Μία Ζώνη-Ένας δρόμος» (BRI). Το βασικό επιχείρημά της Αμερικής, που άλλωστε υποστηρίζεται πάγια σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι το ότι η Ιταλία θα εκτεθεί εξαιτίας αυτών των αποφάσεών της, θα πληγεί ανεπανόρθωτα το παγκόσμιο γόητρό της, θα αποθαρρυνθεί πιθανότατα η προσέλκυση επενδύσεων από άλλες κατευθύνσεις, και οπωσδήποτε η οικονομία της δεν θα ωφεληθεί.
Και τούτο, επειδή (όπως οι ΗΠΑ, πάντοτε, υποστηρίζουν) «οι κινέζικες επενδύσεις αποβλέπουν στο να ωφελήσουν αποκλειστικά και μόνο την Κίνα«, δεδομένου ότι το BRI «είναι προϊόν της Κίνας και για την Κίνα«, που εφαρμόζει «αρπακτικό καπιταλισμό». Οι ΗΠΑ προσθέτουν, ακόμη, ότι «οι επενδύσεις αυτές της Κίνας, σε ιταλικά λιμάνια, είναι επικίνδυνες για την Ιταλία, διότι συνήθως περιβάλλονται από εμπιστευτικές ρήτρες«, αλλά και διότι επιβαρύνουν τις συμβαλλόμενες οικονομίες με υπέρογκα δάνεια, που δεν θα είναι δυνατόν να αποπληρωθούν από αυτές.
Να επανέλθω στο λιμάνι της Τεργέστης. Η πρόθεση της Κίνας είναι να το ανασύρει από τη λήθη επτά αιώνων, και να το χρησιμοποιήσει ως πύλη για τη διακίνηση κινέζικων προϊόντων προς την Ευρώπη. Να σημειωθεί ότι το λιμάνι της Τεργέστης έχει, προς το παρόν, κυκλοφορία φορτίου, επτά φορές κατώτερη της αντίστοιχης του λιμανιού του Πειραιά. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός που επικρατεί γύρω από αυτό, το προβάλλει ως μελλοντική Σιγκαπούρη ή ως Hong Kong. Αλλά, όμως, τι γίνεται μέσα σε όλα αυτά, με το δικό μας λιμάνι του Πειραιά (το Cosco); Άραγε η αναβάθμιση του λιμανιού της Τεργέστης σημαίνει υποβάθμιση της σημασίας του Cosco;
Τα σχέδια για τον Πειραιά
Όπως είναι γνωστό, η Κίνα αγόρασε το λιμάνι του Πειραιά, και τα σχέδιά της, όπως ανακοινώθηκαν, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξα. Ανάμεσα και σε άλλα, η Κίνα ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε επενδύσεις της τάξης των 293,8 εκ. ευρώ, με μακροχρόνια προοπτική αυτές να αγγίξουν το 1 δισ. ευρώ. Χάρη στις επενδύσεις αυτές το λιμάνι του Πειραιά θα αναδεικνύονταν στη σπουδαιότερη βάση της Ανατολικής Μεσογείου, με δυνατότητες επισκευής 450 πλοίων το χρόνο, καθώς και σε εφαλτήριο για την οικονομική και πολιτιστική πρόσβαση της Κίνας στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στη Βόρεια Αφρική.
Παράλληλα, είχε αρχικά προβλεφθεί η ανέγερση πέντε πολυτελών ξενοδοχείων, καθώς και εμπορικών κέντρων, που χάρη στα θετικά πολλαπλασιαστικά τους αποτελέσματα, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν σημαντική απασχόληση και ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή. Το λιμάνι του Πειραιά έμελλε, έτσι, να εξελιχθεί στη σπουδαιότερη πύλη εισόδου κινεζικών προϊόντων, στην Ευρώπη.
Ο πρόσφατος εναγκαλισμός της Κίνας με την Ιταλία, με έναρξη την αναβάθμιση του λιμανιού της Τεργέστης, ως πύλη προς την Ευρώπη, αλλά και δευτερευόντως προς την Αφρική θέτει, από την πλευρά της Ελλάδας, το ακόλουθο αγωνιώδες ερώτημα: Η ανάδειξη του λιμανιού της Τεργέστης, από την Κίνα, έρχεται να ενισχύσει ή και να συμπληρώσει το ρόλο του Cosco, ως πύλη εισόδου των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη; Ή, αντιθέτως, η νέα αυτή επιλογή της Κίνας αποβλέπει στην υποβάθμιση ή και στην υποκατάσταση του;
Να ανησυχούμε;
Η απάντηση στο παραπάνω αυτό ερώτημα δεν είναι εύκολη, διότι οι λόγοι της επιλογής της Τεργέστης από την Κίνα, αναθέτοντάς της ρόλους παράλληλους με αυτούς του Cosco, δεν είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, ξεκάθαροι. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά σημεία, τα οποία προκαλούν ανησυχίες, επειδή ενισχύουν το σενάριο υποβάθμισης του λιμανιού του Πειραιά.
Πράγματι, η νέα αυτή πρωτοβουλία της Κίνας, που γίνεται σε περίοδο εντατικοποίησης του εμπορικού, ή ορθότερα του ψυχρού πολέμου, με τη Δύση, είναι φυσικό να δίνει λαβή σε πολλά ερωτηματικά, αναφορικά με το μέλλον του Cosco και με την εμβέλεια του ρόλου του στην ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, της απροκάλυπτης πια στοχοποίησης της Κίνας ως εχθρό των ΗΠΑ, αλλά και του πανικού με τον οποίον η Αμερική αντιμετωπίζει τη νέα κινέζικη τεχνολογία πέμπτης γενιάς (5G), την Huawei, δικαιολογούνται κάθε μορφής υποθέσεις, σχετικά με την ανάσυρση από τη λήθη του ξεχασμένου για αιώνες λιμανιού της Τεργέστης.
Δεδομένη θεωρείται η οργή της Αμερικής, για την προγραμματισμένη εισβολή της Κίνας στην Ευρώπη, μέσω του Cosco, καθώς και οι προσπάθειές της να την παρεμποδίσει με κάθε μέσο. Παρότι δεν διαθέτω αποδείξεις, είναι ωστόσο περισσότερο από πιθανό ότι ασκήθηκαν έντονες αμερικανικές πιέσεις (παράλληλα με πιέσεις από τοπικά συμφέροντα που δεν ήθελαν την Cosco στον Πειραιά) προς την Επιτροπή Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων (ΕΣΑΛ), προκειμένου να μην εγκριθούν οι προτεινόμενες, από την Κίνα, επενδύσεις, στο λιμάνι του Πειραιά.
Με βάση μια τέτοια υπόθεση θα μπορούσε να ερμηνευθεί η καθυστέρηση ενός περίπου έτους για τη λήψη απόφασης από την ΕΣΑΛ, που ωστόσο έκανε δεκτό μόνο το τμήμα εκείνο των κινέζικων επενδύσεων, το οποίο ήταν υποχρεωτικό (προφανώς, διότι δεν ήταν δυνατόν να πράξει διαφορετικά), αλλά απέρριψε ( χωρίς και να προσκομίσει πειστικές εξηγήσεις), το σύνολο των προαιρετικών. Αυτές οι τελευταίες περιλάμβαναν ξενοδοχεία, εμπορικό κέντρο (mall) και λογιστικό κέντρο, που προβλέπονταν ότι θα απασχολούσαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Οι συνέπειες του «Ανήκουμε εις την Δύση»
Παρότι, ολόκληρη η Ευρώπη «ανήκει εις την Δύση», καταγράφονται ωστόσο τον τελευταίο καιρό σοβαρές αποκλίσεις χωρών, από τα κελεύσματα αυτού του δόγματος. Τα κρούσματα ανυπακοής προέρχονται από οικονομίες, που έχουν ενστερνιστεί τον «λαϊκισμό», σε διαφορετικό αναγκαστικά βαθμό και με εναλλακτικές μορφές του. Αναζητώντας, ωστόσο, ένα και μοναδικό στοιχείο του «λαϊκισμού», το οποίο ασπάζονται γενικότερα οι οικονομίες αυτής της κατηγορίας, αυτό θα ήταν η σαφής αναβάθμιση της σημασίας του κράτους-έθνους.
Το κράτος-έθνος, είχε περιθωριοποιηθεί στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, αλλά με την από-παγκοσμιοποίηση τώρα επανέρχεται στο διεθνές προσκήνιο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, στην εθνική κυριαρχία, αλλά και στον έλεγχο των εθνικών συνόρων.
Μέσα από το πρίσμα αυτό θα πρέπει να ιδωθεί η πολύ διαφορετική συμπεριφορά της Ιταλίας και της Ελλάδας, απέναντι στις επενδύσεις της Κίνας. Και οι δύο αυτές οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, που δεινοπάθησαν εξαιτίας της αέναης πολιτικής λιτότητας της ΕΕ, αλλά όχι με τον ίδιο βαθμό βαρύτητας, είχαν μεγάλη ανάγκη από επενδύσεις, για την ανόρθωση των οικονομιών τους. Και ενώ η Ελλάδα ισοπεδώθηκε, όπως όλα δείχνουν, στην επιθυμία της Αμερικής να ανακόψει την πρόοδο και τις επεκτατικές διαθέσεις της Κίνας, η Ιταλία αντιθέτως φαίνεται ότι προέταξε το εθνικό της συμφέρον.
Σε μικρότερης σημασίας από τις κινέζικες επενδύσεις σε ευρωπαϊκά λιμάνια, και όχι μόνο, κινείται και η αμερικανική απαγόρευση χρησιμοποίησης της νέας γιγαντιαίας κινέζικης τεχνολογίας 5G, που φέρει το όνομα Huawei, με κύρια δικαιολογία ότι είναι επικίνδυνη για την άσκηση τεχνολογικής κατασκοπείας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο βαθμός υπακοής, και στο κέλευσμα αυτό της Δύσης, είναι ανάλογος με το κατά πόσο επηρεάζονται ή δεν επηρεάζονται οι επί μέρους οικονομίες της από το περιεχόμενο του «λαϊκισμού».
Τι συμφέρει την Ελλάδα;
Η υπακοή του «Ανήκουμε εις την Δύση», δεν είναι απαιτητή μόνο σε ότι αναφέρεται στην οικονομία, αλλά επεκτείνεται και στα εθνικά συμφέροντα των επί μέρους κρατών. Η προσπάθεια εξαγωγής ενός οριστικού συμπεράσματος για το πως θα έπρεπε να πορευθεί η μικρή Ελλάδα, μέσα στο διεθνές ναρκοπέδιο στο οποίο κινείται, είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη. Ωστόσο, τα συμβάντα του τελευταίου, κυρίως, καιρού πείθουν ότι οι ελληνικές επιλογές ήταν, τραγικά, εσφαλμένες. Και αντιθέτως, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι οικονομίες, που αντιστάθηκαν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στις διαταγές του δόγματος «Ανήκουμε εις την Δύση», είχαν καλύτερη τύχη της αντίστοιχης ελληνικής.
Δεν θα προέτρεπα, ασφαλώς, η Ελλάδα να ακολουθήσει ριζοσπαστικές λύσεις, παρότι ενδεχομένως αυτές να έθεταν τέρμα στην προϊούσα γενοκτονία της, και παρότι έχω υποστηρίξει κάποιες από αυτές στο παρελθόν. Και τούτο γιατί τέτοιας μορφής επιλογές απαιτούν την ύπαρξη ηγέτη, που για χρόνια τώρα στερείται η Ελλάδα. Υπάρχουν, όμως, ειδικά τώρα που τα πάντα μεταβάλλονται στη διεθνή οικονομική τάξη, κάποιες μικρότερης εμβέλειας επιλογές, που εξασφαλίζουν εθνική αξιοπρέπεια και που αποτρέπουν δραματικές εξελίξεις.
Με βάση τη λογική υπόθεση ότι τίποτε δεν θα σταματήσει την τελική παγκόσμια επικράτηση της Κίνας (εκτός από έναν απευκταίο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο), θα αρκεστώ στα ακόλουθα απλά και όπως πιστεύω αυταπόδεικτα:
Ευχής έργο θα είναι όπως εφεξής συγκρίνουμε, με σχολαστική σοβαρότητα, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε μας απόφασης. Π.χ. τι κέρδισε και τι έχασε η ελληνική οικονομία, εξαιτίας της ισοπέδωσής της με την απαγόρευση της Δύσης, να δεχθεί για το Cosco τις επενδύσεις που της πρόσφερε η Κίνα, παρότι τις είχε τόση μα τόση ανάγκη; Και πόση ζημία θα έχει ακόμη, στο μέλλον, αν το λιμάνι της Τεργέστης υποσκελίσει το λιμάνι του Πειραιά, επειδή δυσαρεστήθηκαν οι Κινέζοι με την αργοπορία λήψης της σχετικής απόφασης και τελικά της άρνησης να προχωρήσουμε στις επενδύσεις που ήταν πρόθυμοι να κάνουν;
Τι εμποδίζει την Ελλάδα;
Για ποιους ακριβώς λόγους η μικρή Ελλάδα υποχρεώνεται, με πολλαπλούς εμφανείς και αφανείς τρόπους, να μην αναπτύσσει αρκετά καλές σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία; Εκτός του ότι αυτές οι δύο χώρες, όπως όλα δείχνουν, θα είναι ισχυρές στο άμεσο μέλλον, σε τι μπορεί αλήθεια να ωφελήσει τη χώρα μας μια τέτοιας μορφής μονομέρεια στις διεθνείς σχέσεις της, που όμως την υποχρεώνουν να ακολουθεί;
Τι, ακριβώς, εμποδίζει την Ελλάδα από του να συζητεί, και ενδεχομένως, να διαφωνεί με τους δυτικούς εταίρους της, κάθε φορά που την υποχρεώνουν να ακολουθεί οδούς με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την ίδια. Όπως, λ.χ. την πολιτική της για τους πρόσφυγες. Όπως, λ.χ. την υπογραφή της στη προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών;
Είναι, ασφαλώς, νωρίς ακόμη για σοβαρό απολογισμό της πολιτικής, που ακολουθείται από οικονομίες με διαχείριση «λαϊκίστικων» προδιαγραφών. Οπωσδήποτε, ωστόσο, αυτές εξελίσσονται καλύτερα από την Ελλάδα, σε όλους σχεδόν τους τομείς. Είναι απλές διαπιστώσεις, με βάση επίσημα δεδομένα, που όμως παραβλέπουν, την συνηθισμένη κριτική, εναντίον αυτών των χωρών: ότι δηλαδή ο βαθμός δημοκρατίας τους δε είναι επαρκής.
Και στο σημείο αυτό, βέβαια, χρειάζεται συζήτηση, γιατί δεν είμαι σίγουρη για το πόσο ανώτερο βαθμό δημοκρατίας διαθέτουν οι οικονομίες με παραδοσιακές κυβερνήσεις. Πιο συγκεκριμένα δεν θεωρώ δεδομένο ότι είναι προτιμότερος ο περιορισμός της δημοκρατίας, όταν έρχεται έξωθεν, σε σύγκριση με αυτόν, που επιβάλλεται εντός, και που όμως προσπαθεί να εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου