Συνέχεια από: Τρίτη 12 Μαρτίου 2019
Το Θεολογικό πρόβλημα τού υπερφυσικού.
1. Η Θεολογία του υπερφυσικού.
Η ανθρωπολογία τών πατέρων, στο σύνολό της, μαρτυρεί μία μέριμνα βαθειά ενωτική τού ανθρώπου, χωρίς αυτό να εμποδίζει να αναγνωρίσουμε μία κάποια ένταση ανάμεσα στην δημιουργημένη (κτιστή) συνθήκη τού ανθρώπου και τον προορισμό τής σωτηρίας του εν Χριστό.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ
ΠΡΟΣΩΠΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.
Το Θεολογικό πρόβλημα τού υπερφυσικού.
Η ανθρωπολογική διαδρομή την οποία
χαράξαμε μέχρις εδώ θέλησε να προτείνει έναν στοχασμό στον άνθρωπο εν Χριστώ,
προκρίνοντας μία ενωτική προοπτική: Εξ' αρχής ο άνθρωπος λαμβάνει στην
δημιουργία μία κλήση, υιός εν Υιώ, η οποία δέν έχει άλλον λόγον υπάρξεως παρά
την ελεύθερη απόφαση του Θεού, εκφρασμένη στο ιστορικό γεγονός του Ιησού
Χριστού!
Οι παρατηρήσεις οι οποίες
συγκεντρώθηκαν στο τέλος τής μελέτης για την Ελευθερία, φανέρωσαν ότι η
απολυτοποίηση αυτού του θέματος
"λύνει, αλλά δέν προαποφασίζει το δράμα" της ζωής του
ανθρώπου, μάλιστα δέ εκείνο το γεγονός υποχρεώνει να συλλάβουμε την ποιότητα,
την απολύτως παράδοξη τής ανθρώπινης ύπαρξης: αυτό δηλαδή για το οποίο ο
άνθρωπος απο πάντα προορίστηκε και δημιουργήθηκε και το οποίο είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί
μόνον μέσα στην ιστορία. Μόνον μέσα στο συγκεκριμένο ένδυμα τής υπάρξεως του, ο
άνθρωπος επερωτάται, κατά χάριν, απο την Θεία πρωτοβουλία να συμμαχήσει με την
αλήθεια.
Αναγνωρίζοντας ότι ο Ιησούς Χριστός
δέν καταργεί με κανένα τρόπο την καταγωγική δραματική διάσταση τής ανθρώπινης
ύπαρξης, αλλά αντιθέτως, την εκθειάζει, κατανοούμε ότι η παρεμβολή του δέν
καταργεί την διάκριση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο (χωρίς την οποία δέν θα
μπορούσε να υπάρξει δράμα, αλλά αντιθέτως η αφομοίωση τού ανθρώπινου στο Θείο ή ο προμηθεϊκός πειρασμός τού ανθρώπου να γίνει Θεός! )
Το αποφασιστικό στοιχείο για να
διατηρηθεί σε όλο της τό βάθος αυτή η αξεπέραστη διάκριση, είναι η ελεύθερη
μορφή τού Χριστολογικού γεγονότος, το οποίο όπως είδαμε, συνεπάγεται ενδογενώς
τήν ελευθερία τού ανθρώπου. Διότι η ελευθερία κρατά ανοιχτή αυτή την διάκριση, εξασφαλίζοντας τόσο ότι ο άνθρωπος δέν μπορεί να διαθέσει με κανένα τρόπο την
ολοκλήρωσή του, διότι μπορεί να την αποκτήσει μόνον σαν δώρο, όσο και
ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό το δώρο δέν μπορεί να επιβληθεί στον άνθρωπο απ'έξω και
μάλιστα a'priori, αλλά προϋποθέτει την ενέργεια τής ανθρώπινης αποφάσεως!
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η
εισαγωγή στο μυστήριο τού Ιησού Χριστού, στο οποίο ο άνθρωπος μετέχει στην
αλήθεια της ανθρωπότητός του, είναι ένα δώρο τής χάριτος και ταυτοχρόνως δέν
μπορεί ποτέ να επιβεβαιωθεί σαν ένας εξωτερικός παράγοντας στον άνθρωπο σαν
άνθρωπο.
Εδώ εντάσσεται η σημασία με την οποία
η Χριστιανική Θεολογία χρησιμοποίησε το ζεύγος φύσις-χάρις για να πεί συνθετικά
την αναγκαία διάκριση ανάμεσα στην δημιουργημένη συνθήκη τού ανθρώπου και την
σωτηριώδη πρωτοβουλία τού Θεού. Σ'αυτό το πλαίσιο πρέπει να τονίσουμε την
σημασία την οποία απέκτησε στον χρόνο η έννοια τού υπερφυσικού! (Μία έννοια η
οποία έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στην γένεση τής ανθρωπολογίας πρίν την ΙΙη
Βατικάνειο σύνοδο).
Ούτε μπορούμε όμως και να ξεχάσουμε
ότι στην μοντέρνα Θεολογία, μία ιδιαίτερη ερμηνεία της έννοιας του υπερφυσικού
οδήγησε μερικές φορές σε έναν εξωστρεφή υπολογισμό του μυστηρίου τού Χριστού
απέναντι στο ερώτημα περί τού ανθρώπου.
Γι'αυτούς τους λόγους συμφέρει να
ξαναδούμε τους σταθμούς τής Θεολογίας τού υπερφυσικού, με τον σκοπό να
ξεκαθαρίσουμε την ειδική του προσφορά στην Θεολογική ανθρωπολογία, διακρίνοντας
εκείνα τα στοιχεία τα οποία είτε ανήκουν σε ιδιαίτερες Θεολογικές σχολές ή
υπερτονίστηκαν σε μερικές περιπτώσεις του διαλόγου, και εγκαταλείποντας τα ή
επαναδιατυπώνοντας τα να μήν χαθεί η σημασία τής αρθρώσεως ανάμεσα στον άνθρωπο
και του δώρου τής χάριτος τής κλήσεως στην Θεία-υιότητα, αποφεύγοντας απο το
ένα μέρος κάθε Χριστολογική μείωση και απο το άλλο, τον κίνδυνο κάθε
ανεπιθύμητης εξωτερικευσης.
1. Η Θεολογία του υπερφυσικού.
Μιά ενωτική προοπτική!
Η ανθρωπολογία τών πατέρων, στο σύνολό της, μαρτυρεί μία μέριμνα βαθειά ενωτική τού ανθρώπου, χωρίς αυτό να εμποδίζει να αναγνωρίσουμε μία κάποια ένταση ανάμεσα στην δημιουργημένη (κτιστή) συνθήκη τού ανθρώπου και τον προορισμό τής σωτηρίας του εν Χριστό.
Αυτό το δεδομένο όμως δέν αμφισβητεί
ποτέ την μοναδικότητά τού τέλους στο οποίο είναι προορισμένος ο άνθρωπος, η
πραγματοποίηση τού οποίου δέν μπορεί παρά να εξαρτάται απο το δώρο τής χάριτος
τής σωτηριώδους θελήσεως τού Θεού. Μεγάλης σημασίας σ'αυτή την προοπτική είναι
η δήλωση ότι η Θεία υιότης τού Ιησού Χριστού είναι εκ φύσεως, ενώ του ανθρώπου
είναι λόγω υιοθεσίας!
Ομιλούμε έτσι για την φύση τού ανθρώπου για να εκφράσουμε την κτιστή του συνθήκη αλλά ταυτοχρόνως είναι
καθησυχαστικό ότι αυτός έχει κληθεί να ζήσει την μετοχή στην Θεία ζωή η οποία
ξεπερνά και υπερβαίνει την κτιστότητά του. Έτσι για να εκφραστεί αυτό το
στοιχείο της Θείας πραγματικότητος θα χρησιμοποιηθούν όροι όπως υπερουράνιο,
υπερκόσμιο ή υπερούσιο, μέχρις ότου ο όρος υπερφυσικό δέν θα βρεί θέση στα
λατινικά στην Θεολογία αρχής γενομένης απο τον ΙΧ αιώνα!
Σ'αυτό το βάθος τοποθετείται η πορεία
τής μεσαιωνικής Θεολογίας η οποία προσέλαβε τα αποτελέσματα τού στοχασμού της
πατριστικής εποχής, τα επεξεργάστηκε, σύμφωνα με την ιδιαίτερη ευαισθησία της
και στο φώς τών προβλημάτων τών χρόνων της!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου