Συνέχεια από Τρίτη, 8 Σεπτεμβρίου 2020
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
4.
«ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΗ» EΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ: ΑΥΤΟ-ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ;
( 3η συνέχεια )
«Και μπορεί έτσι να ασχολείται, όλο και πιο “ξέγνοιαστος”, αποκλειστικά με τον εαυτό του” (τελευταία φράση τής προηγούμενης ανάρτησης…).
Δεν «γεννιέται» όμως εδώ η υποψία – για να
περάσουμε απ’ την αφήγηση στην κριτική – ότι η αναγωγική εικόνα μιας «άσκοπης» (ελεύθερης από κάθε σκοπό!) φύσης, που παρασκεύασε για τον εαυτό της,
για καλά μελετημένους γνωσιακούς σκοπούς, κατάλληλους για ένα συγκεκριμένο
υπόδειγμα γνώσης η επιστήμη, δεν
αποτελεί ολόκληρη την αλήθεια για τη φύση, αλλά μια τεχνητά και μόνο
«κεκαλυμμένη» άποψη; Και δεν είναι καθόλου αβάσιμη μια τέτοια υποψία, εφ’ όσον «επέτρεψε» αυτή ακριβώς η αδιάφορη φύση να εμφανιστή, μέσα απ’ την
ίδια, το φαινόμενο του «ενδιαφέροντος» στα
όντα που αισθάνονται και «προσπαθούν»,
το να έχουν δηλ. έναν σκοπό μέσα από τη δική της έλλειψη κάθε σκοπού· που
επέτρεψε μάλιστα να «δημιουργηθή» η πολυτέλεια
της υποκειμενικότητας, στην οποία και εμφανίζονται το ενδιαφέρον και ο
σκοπός, παρ’ όλο που η εξωτερική, σωματική φύση θα τα είχε ασφαλώς καταφέρει
πολύ καλά από καθαρά φυσική άποψη, ακόμα
και χωρίς αυτήν την εσωτερική
διάσταση: εφ’ όσον θα μπορούσαν και
οι πιο πολύπλοκοι, και οι ανώτατοι ακόμα εγκεφαλικοί οργανισμοί, να είναι απλώς
«κυβερνητικά (kybernetisch) αυτόματα», χωρίς κανέναν υποκειμενισμό.
(( Σημ. τ. μετ.: Διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια: «Κυβερνητική είναι η επιστήμη τών συστημάτων ή συστημική επιστήμη, ένα διεπιστημονικό γνωστικό πεδίο που παρέχει
έναν κοινό τρόπο σκέψης με σκοπό την
ανάπτυξη μεθοδολογικών πλαισίων για τη μελέτη συστημάτων με εσωτερική δομή…»
- Υπάρχει δε και η εξής «παραπομπή» στον Πλάτωνα (Αλκιβιάδης, 135 Α): «Τι δ’ εν
νηί, ει τώ εξουσία είη ποιείν ό δοκεί, νού
τε καί αρετής κυβερνητικής εστερημένω, καθοράς ό άν συμβαίη αυτώ τε καί
τοίς συνναύταις;» - «Βλέπεις άραγες καθαρά τί θα συμβή σ’ ένα πλοίο, αν εκείνος
που έχει την εξουσία να πράττη αυτό που νομίζει (σωστό…) δεν διαθέτει ούτε νού ούτε
κυβερνητική αρετή, τί θα συμβή λοιπόν και σ’ αυτόν και στους ναύτες που
ταξιδεύουν μαζί του;» - Φυσικά ο Πλάτων μιλά για νού και αρετή, και όχι για
μιαν αυτονομημένη «κυβερνητική» επιστήμη, κατασκευασμένη βίαια απ’ την
ανθρώπινη αποκλειστικά σκέψη και διάνοια… )) . Τα «κυβερνητικά αυτόματα» δεν λειτουργούν όμως για ή προς κάτι, απλώς
λειτουργούν. Ενώ ο άνθρωπος, ακόμα και τα (άλογα…) ζώα, υπάρχουν πάντα για ή προς κάτι, και για το ίδιο
τους κατ’ αρχάς το Είναι (για να το πούμε με τα λόγια ενός Χάιντεγγερ). Αυτό το «πλεονάζον», και «περιττό» από φυσική
άποψη στοιχείο, έχει ωστόσο αναδυθή μέσα απ’ τη φύση: που δεν μπορεί να είναι
άρα εντελώς «ξένη» προς κάθε τι το «σχετικό», αλλά πρέπει να στηρίζεται και η
ίδια σ’ αυτό. Μια φύση εξάλλου, που
υπήρξε τελικά ικανή, ύστερα από
ατέλειωτη προετοιμασία, για την υποκειμενικότητα,
δεν μπορεί να είναι η απλή και μόνο φύση τής φυσικής επιστήμης. Είναι άρα πολύ
πιο πιθανό, να λειτουργούσε ήδη σ’ αυτήν ένα «ενδιαφέρον», να «αναγγελόταν»
μάλιστα μέσα απ’ αυτήν το ίδιο το ενδιαφέρον στον κόσμο,
αποκτώντας την αξία του και συνειδητοποιώντας
τον εαυτό του. Γνωρίζουμε άλλωστε, πως συνεισφέρει
και η ίδια η ύπαρξη τού φυσικού επιστήμονα, όπως και όλα όσα ανακαλύπτει
στον εαυτό του, στην «εικόνα» που έχουμε για τη φύση.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο παράδοξο, να μη μπορή να «στεγασθή» ούτε η ίδια η φυσική επιστήμη κάτω απ’ το σύγχρονο «κοσμοείδωλό» της, να μη μπορή να ερμηνεύση ούτε το ίδιο της το «γεγονός» μ’ αυτό! Έχοντας αποκλείσει ταυτόχρονα, με την εξελικτική διδασκαλία, τη δυνατότητα «καταφυγής» σ’ έναν καρτεσιανό (ή οποιονδήποτε άλλον) δυαλισμό (Dualismus), σύμφωνα με τον οποίον το ανθρώπινο πνεύμα αντίκειται με μοναδικό τρόπο σε όλη τη φύση. Ο άνθρωπος καλείται να αποδώση στη φύση, σύμφωνα με την απλή, βασική αρχή τής «συνέχειας», που καθορίζει καταγωγικά τη σκέψη, το ίδιο του το Είναι, μαζί με την εσωτερικότητά του, που προήλθαν σταδιακά απ’ την ιστορία τής φύσης, η οποία δεν μπορεί να ήταν εντελώς παθητική ως προς αυτό. Αυτή η επίγνωση μιας βαθύτερης αιτιότητας, που αποτελεί εξάλλου το εργαλείο για τον εξ ορισμού σκοπό του, δεν θα αλλάξη ασφαλώς την κυρίαρχη μέθοδο του φυσικού ερευνητή. Καλείται όμως αυτή η επίγνωση να εμβαθύνη τη μέθοδο, συνειδητοποιώντας τη μερικότητα και την «αφαίρεση» από ένα όλον, και να συμπληρώση έτσι η ίδια την «προ-διακριτική» απόδοση της μεθόδου. Παρ’ όλο που το αναγωγικό, φυσικό σχήμα παραμένει σε κάθε αιτιώδη και μεμονωμένη ερμηνεία σωστό, καλούμαστε ωστόσο να διαισθανθούμε και μια μυστική κατεύθυνση τού Συνόλου πίσω απ’ αυτό, η οποία είχε κάποιον σκοπό και σε κάτι οπωσδήποτε αφορούσε. Αν είναι όμως «εξουσιοδοτημένος» ο άνθρωπος να δη, επιθυμώντας βαθύτατα τη γνώση και αγωνιζόμενος για ένα «ήθος», το ύψιστο σημείο αυτής τής ενυπάρχουσας στη φύση «κατεύθυνσης», και μάλιστα όχι από ματαιοδοξία, αλλά σύμφωνα με τα κριτήρια των ίδιων των αναγνωρισμένων βαθμίδων τής ζωής, που τις συναντά ως εξελικτικούς σταθμούς στη φύση, τότε βλέπει πως είναι ένας υπαρξιακά υποχρεωμένος «εντολοδόχος», ούτως ειπείν, της «θελήσεως» της φύσης. Η κραυγή: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» υπήρξε, κάποτε, πραγματικά απελευθερωτική. Κι εκείνη η γυμνότητα άνοιξε τον δρόμο στην «αποφασιστική» ανατομία. Είναι λοιπόν σήμερα καιρός, να επαναφέρη ο ανατόμος τής μηχανικής επιστήμης το ίδιο του το «μυστήριο» στη διαπίστωση των πραγμάτων· και καθώς θα ξαναφωτίζεται απ’ τη δική του αυτο-αντίληψη η φύση απ’ την οποίαν έχει προέλθει, θα ξαναποκτήση και η «ξεγυμνωμένη» απ’ τον σύγχρονο άνθρωπο φύση το τιμητικό της ένδυμα, το μόνο που μπορεί να εμπνεύση τον σεβασμό – έναν σεβασμό, που μπορεί ακριβώς να μας παρακινήση στο να είμαστε υπεύθυνοι χρησιμοποιώντας τη δύναμη, που μας αποφέρει η γνώση, πάνω στη φύση.
Ας μην πούμε περισσότερα για το δόγμα (Dogma) τής αξιακά ουδέτερης φύσης και το προερχόμενο από εκεί χάσμα ανάμεσα στο Είναι και το Πρέπειν, στα οποία μπορεί να αντιπαρατεθή μόνο μια σχέση χρέους απέναντι σε μιαν καθ’ ολοκληρίαν (κατ)αξιωμένη φύση. Ένα χρέος που θα περιελάμβανε βέβαια και τη μελλοντική ακεραιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, άρα και μιαν ευθύνη ως προς αυτό. Από εδώ θα προέκυπτε μάλιστα, ότι ο άνθρωπος δεν επιτρέπεται να συναναστρέφεται «ξέγνοιαστος» ούτε με τον υπόλοιπο, εξωτερικό του κόσμο, ούτε με τον εαυτό του: ότι υπάρχει και το χρέος τής διαφύλαξης, εκτός απ’ την ελευθερία τής χρήσης – ακόμα και ανεξάρτητα από τη νηφάλια ωφελιμιστική υπενθύμιση, ότι ο άνθρωπος πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται σ’ ένα συνεχώς «εκμειούμενο» περιβάλλον.
Όσον αφορά στη δέουσα μεθοδολογική ουδετερότητα τής επιστήμης ως
ένα απλό χρέος αντικειμενικότητας, να «εκφράζεται» δηλ. μόνον το ίδιο το
πράγμα και όχι οι υποκειμενικές, αξιακές προτιμήσεις όταν το γνωρίζουμε, αυτή η
«προσταγή» εξακολουθεί να ισχύη, ακόμα και μετά την αναθεώρηση της οντολογικά εκλαμβανόμενης
«ουδετερότητας», που εξασφαλίζεται απ’ την καθεαυτή αναγωγική διαδικασία. Η «διευρυμένη» ωστόσο «αντικειμενικότητα», για την οποία μιλάμε
εδώ, μπορεί να αποδεχτή και πάλι την αξιακή
απαίτηση των πραγμάτων, αποδίδοντάς
τους μάλιστα περισσότερα «δικαιώματα» από εκείνα που θα μπορούσε να τους
αποδώση μόνη της η αναλυτικο-επαγωγική μέθοδος. Μόλις όμως εγκαταλείψουμε τη
σίγουρη περιοχή τής μετρήσιμης ποσότητας,
παραμονεύει ο κίνδυνος της υποκειμενικής αυθαιρεσίας, και καλούμαστε να
συναξιολογήσουμε την εντελώς διαφορετικά «δεδομένη» ποιότητα, που αποκαλύπτεται στην προσωπική και μόνον αντίληψη. Αυτός
ο αναπόφευκτος κίνδυνος δεν καταργεί ωστόσο την άποψη, ότι υπάρχει πράγματι κάτι για να το εκτιμήσουμε εκεί, κι ότι μπορούμε
να προσπαθήσουμε για μια σωστή, και
«δίκαιη» ακριβώς «εν τοις πράγμασι» εκτίμηση. Κανείς δεν θα μπορέση να «ξεφύγη»
εντελώς ατιμώρητος απ’ την προστασία τής
ασκήσεως, όσον αφορά στις αξιακές κρίσεις· προκαλούν
ωστόσο τα ίδια τα πράγματα, και όχι μια “αυτο-επιείκεια” του υποκειμένου, αυτό
το τόλμημα. Δεν θα ’θελα όμως να πω περισσότερα εδώ γι’ αυτό το φιλοσοφικά, ύψιστα
διαφιλονικούμενο θέμα.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου