Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Η εποχή των μάγων(2)

 Συνέχεια από:Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ

Η εποχή των  μάγων

Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας

1919-1929

Wolfram Eilenberger

Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018

Η άφιξη τού θεού β

Και τώρα τι; Κανένας στο Cambridge δεν αμφισβητεί το ιδιαίτερο χάρισμα του Wittgenstein. Ο καθένας, ακόμα και οι μεγάλης επιρροής προσωπικότητες του Πανεπιστημίου, θέλουν να τον κρατήσουν και να τον βοηθήσουν. Χωρίς όμως ακαδημαϊκό τίτλο, ακόμα και στην οικογενειακή ατμόσφαιρα του Cambridge ήταν αδύνατο να του δοθεί κάποια υποτροφία ή κάποια μόνιμη θέση, σε αυτόν που κάποτε διέκοψε τις σπουδές του.

Και έτσι καταλήγουν στο σχέδιο, να του επιτρέψουν να καταθέσει το «Tractatus logico-philosophicus» ως διδακτορική διατριβή. Ο Russell είχε προσωπικά αναμειχθεί στην έκδοση του έργου το 1921/22 και είχε γράψει τον πρόλογο, για να καταστήσει δυνατή την έκδοση, καθώς θεωρούσε το έργο του αλλοτινού μαθητή του, πολύ ανώτερο του δικού του, το οποίο επίσης ανήκε στις ιδιαίτερα σημαντικές εργασίες στον τομέα της φιλοσοφίας, λογικής, μαθηματικών και γλώσσας.

Δεν είναι παράξενο λοιπόν, που ο Russell έβριζε όταν έμπαινε στην αίθουσα εξετάσεων, αφού «σε όλη του τη ζωή δεν είχε βιώσει κάτι πιο ανώμαλο»4. Και όμως: μια εξέταση είναι μια εξέταση. Έτσι μετά από μερικά λεπτά φιλικής συνομιλίας, οι Moore και Russell αποφάσισαν να κάνουν κάποιες κριτικές ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις αφορούσαν ένα κεντρικό αίνιγμα της Πραγματείας, που δεν είναι φτωχή σε σκοτεινά αποφθέγματα και μυστηριώδη μονόστιχα. Ήδη η πρώτη πρόταση του έργου, που είναι δομημένο βάσει ενός δεκαδικού συστήματος, μας δίνει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα περί τούτου:

1 Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.

 Αλλά και οι παρακάτω προτάσεις αποτελούσαν αίνιγμα για τους ειδικούς επί της φιλοσοφίας του Wittgenstein (και αποτελούν ακόμα):

6.432 Το πως είναι ο κόσμος, είναι για το ανώτερο αδιάφορο. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο.

6.44 Το μυστηριώδες δεν είναι το πως είναι ο κόσμος, αλλά το ότι είναι.

Παρά τον αινιγματικό του χαρακτήρα, το θεμελιώδες κίνητρο του βιβλίου είναι σαφές. Το «Tractatus» του Wittgenstein βρίσκεται στα πλαίσια μιας μακράς παράδοσης μοντέρνων έργων, όπως «Η ηθική, παρουσιασμένη με γεωμετρική μέθοδο» του Baruch de Spinoza, (μετά θάνατον, 1677), η «Διερεύνηση της ανθρώπινης λογικής» του David Hume (1748) και η «Κριτική του καθαρού λόγου» του Immanuel Kant (1781). Όλα αυτά τα έργα προσπαθούν να βάλουν ένα όριο ανάμεσα στις προτάσεις της γλώσσας μας, αυτών που περιέχουν νόημα και είναι επομένως ικανές να εκφράσουν την αλήθεια, και εκείνων που απλώς φαίνονται πως είναι τέτοιες, και οδηγούν την σκέψη και τον πολιτισμό μας στην πλάνη, ακριβώς επειδή φαίνονται, χωρίς να είναι. Το «Tractatus» είναι λοιπόν μια θεραπευτική συμβολή στον ορισμό του προβλήματος, για ποια πράγματα μπορεί ο άνθρωπος να μιλήσει με νόημα- και για ποια όχι. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο τελειώνει με την πρόταση:

7 Για τα πράγματα για το οποίο δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, περί αυτών πρέπει να σιωπήσει.

Και μόνο μια δεκαδική θέση προηγουμένως, στο 6.54, ο Wittgenstein αποκαλύπτει την θεραπευτική του μέθοδο:

6.54 Οι προτάσεις μου εξηγούν δια του γεγονότος, πως εκείνος που με καταλαβαίνει, αντιλαμβάνεται εν τέλει πως δεν έχουν νόημα, εάν μέσω αυτών-πάνω σε αυτές-τις υπερέβη. (Πρέπει λοιπόν να πετάξει την σκάλα, αφού έχει ανεβεί πάνω σε αυτήν.)

Πρέπει να υπερβεί τις προτάσεις, τότε βλέπει σωστά τον κόσμο.

Από αυτό ακριβώς το σημείο καταπιάνεται ο Russell στην εξέταση. Πως είναι ακριβώς η διαδικασία: να οδηγήσεις κάποιον στη μια και μοναδική ορθή κοσμοθεωρία μέσω μιας σειράς ανόητων προτάσεων; Μήπως δεν ήταν ξεκάθαρος στον πρόλογο του ο Wittgenstein, όπου διακηρύσσει πως «η αλήθεια των στο παρόν έργο διατυπωμένων σκέψεων» του φαίνεται «αδιαμφισβήτητη και τελειωτική»; Πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα έργο που κατά δική του ομολογία περιέχει αποκλειστικά προτάσεις χωρίς νόημα;

Η ερώτηση δεν ήταν καινούργια για τον Wittgenstein. Πάνω απ’ όλα από τα χείλη του Russell. Είχε μάλλον καταστεί κατά τη διάρκεια των χρόνων, και μέσα από μια έντονη αλληλογραφία, κλασσικό χαρακτηριστικό της γεμάτης έντασης φιλίας τους. Για μια ακόμη φορά λοιπόν, „for old times sake“, θέτει ο Russell το ερώτημα.

Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τι απάντησε προς υπεράσπιση του ο Wittgenstein. Μπορούμε να υποθέσουμε όμως, πως το έκανε όπως πάντα, τραυλίζοντας ελαφρά με πύρινα μάτια και μια ιδιαίτερη προφορά, που δεν είχε να κάνει με την προφορά μιας ξένης γλώσσας, αλλά χαρακτήριζε την ομιλία ενός ανθρώπου που στις λέξεις της ανθρώπινης γλώσσας συλλάμβανε μια ιδιαίτερη σημασία και μουσικότητα. Και σε κάποια στιγμή, μετά από λεπτά μονολογικού τραυλίσματος, ψάχνοντας την διατύπωση που θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, και στο σημείο αυτό βρισκόταν μια ιδιαιτερότητα του Wittgenstein, θα είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως αρκετά μίλησε και αρκετά εξήγησε. Είναι απλώς αδύνατο στον κάθε άνθρωπο να τα καταστήσεις όλα κατανοητά. Ακριβώς έτσι το σημείωσε στον πρόλογο του «Tractatus»: «Το βιβλίο αυτό θα το καταλάβει ίσως μόνο εκείνος, ο οποίος, τις σκέψεις που εκφράζονται εδώ-ή κάποιες παρόμοιες σκέψεις-τις έχει ήδη σκεφτεί».

Το πρόβλημα όμως ήταν (και ο Wittgenstein το γνώριζε): υπήρχαν πολύ λίγοι, ίσως και κανένας άνθρωπος, που να είχε σκεφτεί και διατυπώσει παρόμοιες σκέψεις. Και ήταν απολύτως βέβαιο, πως ο πολύ αξιοσέβαστος δάσκαλος του, Bertrand Russell, ο συγγραφέας των „Principia Mathematica“, τον οποίο ο Wittgenstein θεωρούσε φιλοσοφικά περιορισμένο, δεν είχε κάνει τέτοιες σκέψεις. Και σε καμιά περίπτωση ο G. E. Moore, ένας από τους πιο λαμπρούς στοχαστές και λογικούς της εποχής του, για τον οποίο ο Wittgenstein είχε εμπιστευτικά πει, πως ο Moore «είναι ένα τέλειο παράδειγμα, για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που δεν διαθέτει καμιά ευφυία».

Πως θα μπορούσε σε αυτούς τους ανθρώπους να εξηγήσει την υπόθεση με την σκάλα των ανόητων σκέψεων, την οποία πρέπει να ανέβει κανείς, και μετά να την σπρώξει μακριά του, για να δει σωστά τον κόσμο; Μήπως και ο σοφός του Πλάτωνα από τον μύθο του σπηλαίου, αφού είχε ανέβει στο φως, δεν απέτυχε να καταστήσει κατανοητές τις διαπιστώσεις του στους άλλους κρατούμενους;

Αρκετά για σήμερα. Αρκετά εξήγησα. Ο Wittgenstein σηκώνεται, προχωρά στην άλλη άκρη του τραπεζιού, χτυπά φιλικά τον Moore και τον Russell στον ώμο, και λέει εκείνη την πρόταση, την οποία πρέπει να ονειρεύεται κάθε φοιτητής φιλοσοφίας την νύχτα πριν την εξέταση του: «Μη σκοτίζεστε, το ξέρω, δε θα το καταλάβετε ποτέ».

Η παράσταση είχε λοιπόν τελειώσει. Ο Moore συνέταξε την αναφορά της εξέτασης: «Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, η διδακτορική διατριβή του κυρίου Wittgenstein είναι έργο μιας μεγαλοφυίας. Αλλά ας είναι όπως θέλει, πάντως πληρεί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτεί το πανεπιστήμιο του Cambridge για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου.»5

Η υποτροφία για την διεξαγωγή ερευνητικού έργου είχε εγκριθεί. Ο Wittgenstein είχε επιστρέψει στη φιλοσοφία.

Τέλος υποκεφαλαίου

«Πέπτωκεν ο άνθρωπος ισοθεΐαν φαντασθείς»

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΠΡΙΝ τυπωθεί το tractatus είχε "φάει" 35 ΑΠΟΡΡΙΨΕΙΣ διάβαζα κάπου. Το αγόρασα και το διάβασα στα νιάτα μου, ΜΙΑ φορά. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, ΔΕΝ κατάλαβα ΤΙΠΟΤΑ.

amethystos είπε...

Απόγονος τού Παρμενίδη, τού νέου θεού. Αλλά επιμένουμε νά αγνοούμε τήν αυγή τής νοήσεως καί τό πληρώνουμε.