Συνέχεια από: Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021
Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ
Η εποχή των μάγων
Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας
1919-1929
Wolfram Eilenberger
Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018
ΙΙ. Άλματα ε
Η απομάκρυνση του Heidegger από το «σύστημα του Καθολικισμού», φαίνεται, κατά τον Benjamin, που αναφέρεται σε «χαρακτήρα» και «μοίρα», «εσωτερική προδιάθεση» και «εξωτερικές συνθήκες», πάνω απ’ όλα ως εξής: εξαιρετικά λογική. Θα ήθελε να πει κανείς, λογική εντός του συστήματος (systemlogisch).Ο αρχέγονος επιστήμονας
Αυτό ακριβώς το ίχνος
πιάνει ο Heidegger -ως
ο νέος βοηθός του Husserl- στην πρώτη του διάλεξη. Η θεμελιώδης ερώτηση της
φαινομενολογίας, στην απλούστερη μορφή, σύμφωνα με το πρόγραμμα του Heidegger, έχει ως εξής: Υπάρχει κάτι; (Gibt es etwas; Κατά λέξη: Δίνει αυτό κάτι;). Και αν ναι, πως είναι
αυτό το κάτι, αυτό (es) τό κάθε
φορά δεδομένο στη συνείδηση μας; Πώς επιδεικνύεται; Οπωσδήποτε όχι χωρίς μια
πικρία από πίσω, ο λέκτορας Heidegger ονομάζει την αρχέγονη αυτή ερώτηση για το «Υπάρχει;» (Gibt es),
υπονοώντας το «Βίωμα του Αυγούστου στις αρχές του πολέμου το 1914, «το βίωμα
της ερώτησης» (Frageerlebnis). Ας τον ακούσουμε:
§ 13. Το βίωμα τής
ερώτησης: Υπάρχει κάτι;
Ήδη μέσα στην πρόταση της ερώτησης
«Υπάρχει…;» υπάρχει κάτι. Ολόκληρη η προβληματική μας έφτασε σε ένα αποφασιστικό
σημείο, ώστε μέσα σε όλη την πενιχρότητά της, δεν δίνει αυτή την εντύπωση. Όλα
εξαρτώνται από το γεγονός…ότι ακολουθούμε το νόημα αυτής της πενιχρότητας,
κατανοώντας και παραμένοντας σε αυτή. Βρισκόμαστε στη μεθοδολογική διχάλα του
δρόμου, η οποία αποφασίζει για τη ζωή και τον θάνατο τής φιλοσοφίας: σε ένα
γκρεμό: είτε στο τίποτα, δηλαδή την απόλυτη αντικειμενικότητα, είτε
επιτυγχάνεται το άλμα σε άλλο κόσμο, ή ακριβέστερα: για πρώτη φορά μέσα στον
κόσμο…Ας υποθέσουμε, πως δεν ήμαστε καθόλου εδώ. Τότε, δε θα υπήρχε η ερώτηση
αυτή…»35
Και λίγο αργότερα, απέδωσε
για ακόμα μια φορά με μεγάλη ακρίβεια το αποφασιστικό κίνητρο της ερώτησης:
Τι σημαίνει: «υπάρχει;»
(αυτό δίνει, es gibt)
Υπάρχουν (αυτό δίνει)
αριθμοί, υπάρχουν τρίγωνα, υπάρχουν πίνακες του Rembrandt, υπάρχουν υποβρύχια. Εγώ λέω, σήμερα θα υπάρχει ακόμα
βροχή, αύριο υπάρχει (αυτό δίνει) ψητό μοσχαρίσιο, και κάθε φορά έχει ένα άλλο
νόημα, αλλά και πάλι σε κάθε τι συναντούμε μια ταυτόσημη σημασία…Επίσης:
Ερωτάται αν κάτι (etwas) υπάρχει. Δεν ερωτάται αν υπάρχουν καρέκλες ή τραπέζια,
σπίτια ή δέντρα, αν υπάρχουν σονάτες του Mozart ή θρησκευτικές δυνάμεις, αλλά εάν υπάρχει καθόλου κάτι. Τι
θα πει: καθόλου κάτι; Ένα εντελώς γενικό, το πιο γενικό απ’ όλα, θα θέλαμε να
πούμε, αυτό που αντιστοιχεί σε κάθε πιθανό αντικείμενο. Μπορεί να ειπωθεί περί
αυτού, πως είναι κάτι - και όταν εγώ λέω αυτό, εκφράζω το ελάχιστο από αυτά που
μπορούν να ειπωθούν για το αντικείμενο. Βρίσκομαι χωρίς προϋποθέσεις απέναντι
του36.
Στέκεται λοιπόν εκεί ένας
29χρονος άνδρας, δίνει την πρώτη του διάλεξη ως ακαδημαϊκός φιλόσοφος και προτρέπει
τους ακροατές του, με μια φωνή που τρέμει από αποφασιστικότητα, χρησιμοποιώντας
μια από τις πιο πενιχρές διατυπώσεις της γερμανικής γλώσσας, να αναγνωρίσει το μοιραίο
ερώτημα της φιλοσοφίας. Ποιος μιλά εκεί: ένας κλόουν; Ένας μάγος; Ένας
προφήτης;
Αξίζει να παραμείνουμε
λίγο περισσότερο σε αυτό το απόσπασμα-κλειδί της πρώτης του μεταπολεμικής διάλεξης,
καθώς αποτελεί το πρωτογενές κύτταρο ολόκληρης της φιλοσοφίας περί Dasein που ανέπτυξε ο Heidegger. Αν ακολουθήσουμε την προτροπή τού Heidegger, να παραμείνουμε λίγο περισσότερο στην διατύπωση «es gibt»
(υπάρχει, αυτό δίνει) -να βυθιστούμε, διαλογιζόμενοι κατά κάποιο τρόπο, στις
πιθανές εφαρμογές και νοήματά της-αναδεικνύεται πράγματι ένα αίνιγμα ιδιαίτερου
βάθους: Τι εννοεί στην πραγματικότητα αυτό το «αυτό δίνει»; Σε τι συνίσταται το
αληθινό του νόημα; Στην πιο γενική του μορφή αναφέρεται σε όλα και στο κάθε τι.
Απλά σε όλα όσα είναι (ist).
Ακριβώς δέκα χρόνια
αργότερα, στην ίδια θέση, ο Heidegger θα πει, πως ολόκληρη
η φιλοσοφία του γυρίζει μόνο γύρω από το ερώτημα περί του νοήματος τής λέξης
«Είναι» (Sein). Και σε
κάθε καθέδρα που υπάρχει στο Freiburg θα κηρύξει, πως είναι
ο πρώτος άνθρωπος, εδώ και 2500 χρόνια, που επανακάλυψε και ξύπνησε φέρνοντας πάλι
στη ζωή, το νόημα αυτής της ερώτησης, και πάνω απ’ όλα τη σημασία της για τη
συγκεκριμένη ζωή και σκέψη όλων των ανθρώπων. Μια δραματική, που άρχισε ήδη από
το 1919 να σχηματίζεται, όταν μιλά για το ερώτημα περί του «υπάρχει, αυτό
δίνει», ως το «πραγματικό σταυροδρόμι», που αποφασίζει για «τη ζωή και τον
θάνατο της φιλοσοφίας».
Αν επιλέξει κανείς το
δρόμο της «απόλυτης αντικειμενικότητας» και παραδώσει την ερώτηση για το
«υπάρχει» στην επιστήμη, την φιλοσοφία απειλεί η μοίρα που διέγνωσε και ο Wittgenstein: θα καταντήσει περιττή, και στην καλύτερη μπορεί να
θεωρήσει τον εαυτό της ως την υπηρέτρια τής επιστήμης. Στην χειρότερη περίπτωση
όμως, καταπίπτει σε ένα είδος αβάσιμου κοινότοπου, που στηρίζεται σε ψεύτικα
αξιακά θεμέλια, φορτισμένα με προκαταλήψεις, τα οποία ο Heidegger συνδέει με την έννοια
της κοσμοθεωρητικής φιλοσοφίας. Όλα λοιπόν εξαρτώνται από το αν μπορεί να
επιτευχθεί το «άλμα» σε ένα άλλο κόσμο, σε ένα άλλο φιλοσοφείν και συνεπώς σε μια
άλλη κατανόηση του Είναι. (Άλμα) μέσα σε ένα τρίτο δρόμο.
Χωρίς άλλοθι
Διαλέγοντας την έννοια τού «άλματος» -μια κεντρική έννοια τής φιλοσοφίας τής θρησκείας τού Kierkegaard- ο Heidegger υπονοεί, πως αυτή η
σωστική εναλλακτική, δεν μπορεί να είναι μια επιλογή που έχει κίνητρα καθαρά
λογικά, επιχειρηματολογικά ή μόνο διανοητικά. Αντί λοιπόν να είναι μια επιλογή
όπως την περιγράψαμε, είναι μάλλον μια απόφαση, που απαιτεί περισσότερα, και άλλα.
Δηλαδή κάτι, που δεν στηρίζεται σε λόγους (θεμέλια), αλλά στη βούληση και την
τόλμη, κυρίως όμως σε συγκεκριμένες προσωπικές εμπειρίες, παρόμοιες με ένα
θρησκευτικό βίωμα μεταστροφής: μια κλήση.
Και ακόμα ένα δεύτερο, για
την ύστερη σκέψη του Heidegger απολύτως αποφασιστικό
σχήμα σκέψης, αναδεικνύεται στο απόσπασμα περί «Βιώματος τής ερώτησης». Κρύβεται
πίσω από υπόθεση, πως «εμείς»-ως άνθρωποι-δεν είμαστε καθόλου «εδώ» (da). Δηλαδή όχι στον
κόσμο. Τι λοιπόν;
Ο Heidegger διαπιστώνει: Τότε δεν θα υπήρχε ούτε αυτή η ερώτηση περί «Υπάρχει κάτι». Εμείς οι άνθρωποι με άλλα
λόγια, είμαστε το μοναδικό ον, που μπορεί να θέσει το ερώτημα «Υπάρχει;» (Δίνει
αυτό)-και με τον τρόπο αυτό να ρωτήσει για τον νόημα τού Είναι. Μόνο για μας είναι
όλο αυτό που υπάρχει «εδώ» - και εξαιτίας αυτού αμφίβολο. Μόνο για μας «υπάρχει»
ένας κόσμος. Για τον λόγο αυτό, ο Heidegger θα αντικαταστήσει μετά
από λίγο την έννοια «άνθρωπος» με την έννοια του «Dasein». [ΠΡΟΣΩΠΟ]
Το νέο βασίλειο
Ήδη στην πρώτη του διάλεξη
λοιπόν, ο Heidegger ανακοινώνει στο ακροατήριο του, το τραυματισμένο από τον
πόλεμο, τίποτα μικρότερο από τη δυνατότητα ενός «άλλου κόσμου»-του κόσμου και
του τρόπου ζωής του αληθινού φιλοσοφικού ερωτάν. Γιατί και αυτό εννοείται
αναγκαστικά με την αναφορά του στο άλμα. Η κατάκτηση αυτού του νέου βασιλείου
μπορεί να επιτευχθεί μόνο από τον καθένα ατομικά για τον εαυτό του. Στον δρόμο
προς την φιλοσοφία δεν υπάρχουν άλλοθι. Αυτό που προετοιμάζει το άλμα και το καθιστά
δυνατό, δεν μπορεί να μεταδοθεί αφηρημένα ή μόνο από καθέδρας, αλλά πρέπει να
βιωθεί και να γίνει αντιληπτό, ξεκινώντας από μέσα, και να φανεί στη
συγκεκριμένη διεξαγωγή της ζωής.[ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ Ο ΗΡΩΑΣ;]
Η «προθεωρητική αρχέγονη
επιστήμη», τον δρόμο της οποίας θέλει να ετοιμάσει το βίωμα της ερώτησης κατά
τον Heidegger, δεν
είναι μια επιστήμη με την κλασική έννοια. Στοχεύει σε περισσότερα και άλλα,
πέραν της απλής περιγραφής του δεδομένου, δηλαδή σε ένα θεμελιωδώς νέο τρόπο αντίληψης
του είδους αυτού τού δεδομένου. Και με τον τρόπο αυτό το δεδομένο του εαυτού
του. Από την Άνοιξη του 1919 φαίνεται ήδη, πως η σκέψη του Heidegger είναι διαποτισμένη από μια αδιάρρηκτη συμπλοκή των
«ερωτήσεων περί του Είναι» (οντολογία) και των «ερωτήσεων περί του Dasein» (υπαρξισμός). Στα καταληκτικά λόγια της διάλεξης του:
Μια συμπλοκή, η οποία βρίσκεται
ταυτόχρονα, με την ίδια ριζοσπαστικότητα και αδιαλλαξία, και στη σκέψη του Ludwig Wittgenstein, ο οποίος είχε εμπειρία πολέμου.
Πίστη στο συμβάν
Την ιδιαίτερη πρόκληση,
ενώπιον της οποίας βρίσκονταν οι νεαροί φιλοσοφούντες το 1919, μπορούμε να την
περιγράψουμε ως εξής: πρέπει να εγκαθιδρύσει κανείς ένα σχέδιο ζωής, για τον
εαυτό του και τη γενιά του, το οποίο κινείται πέρα του προκαθορίζοντος πλαισίου
που αποτελείται από «μοίρα και χαρακτήρα». Εφαρμοσμένο στην βιογραφία (του
καθενός), αυτό σημαίνει να τολμήσει κανείς τη διαφυγή από τις μέχρι τώρα
κυρίαρχες δομές (οικογένεια, θρησκεία, έθνος, καπιταλισμός). Κατά δεύτερον, να
βρει κανείς ένα μοντέλο ύπαρξης, το οποίο επιτρέπει την επεξεργασία της έντασης
της πολεμικής εμπειρίας και να οδηγήσει στην περιοχή της σκέψης και του
καθημερινού Dasein.
Ο Benjamin θέλει να φέρει σε
πέρας την ανανέωση με τα ρομαντικά μέσα της κριτικής, η οποία προσδίδει
δυναμικότητα στα πάντα. Ο Wittgenstein έχει ως σκοπό, αυτή
την πλήρη μυστικιστική ηρεμία και συμφιλίωση με τον κόσμο, την οποία βίωσε σε
στιγμές που ο φόβος του θανάτου είχε την ύψιστη ένταση, να την καταστήσει
τέτοια, ώστε η διάρκεια της να είναι καθημερινή. Ο στόχος τον οποίο έβλεπε
ενώπιόν του ο Heidegger, στην
εγώ-κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά το 1919, μπορεί να περιγραφεί ως εξής: έχοντας
ως υπόστρωμα την ήδη διαθέσιμη αυτοεικόνα του, ως «άγριος στοχαστής», ψάχνει
ένα τρόπο ζωής, που θα του επιτρέπει να συμφιλιώσει την ένταση της πολεμικής
εμπειρίας -που γι’ αυτόν επιδεικνύει βασικές ομοιότητες με την ένταση της
σκέψης- με την απαίτηση της καθημερινότητας την οποία επιδιώκει. Από την μια
επομένως, μια ζωή στην καταιγίδα της σκέψης, και από την άλλη συμφιλίωση με το
καθημερινό. Πρόκειται για ένα καθήκον, που ήδη το 1919 είχε απαιτήσει τα πάντα
από τον οριακό χαρακτήρα του: Γράφει λοιπόν στην Elisabeth Blochmann (για χρόνια η
καλύτερη φίλη τής γυναίκας του) την 1η Μαΐου 1919:
Μάλλον σπάνια θα εξήγησε
ένας δεσμευμένος άνδρας πιο φιλοσοφικά, πως θα παραμείνει απλώς μια περιπέτεια,
που πρέπει να περιοριστεί σε μερικές συναντήσεις «ύψιστης έντασης». Αλλά αυτό
που ισχύει για τον Heidegger ως ερωτιάρη, ισχύει
και για τον έρωτα της σκέψης του: θέλει να κρατηθεί ανοιχτός για τις μεγάλες
στιγμές, τα πραγματικά συμβάντα βαθιάς κατανόησης, και το υπόλοιπο της ύπαρξης
να το ζήσει με πίστη στα μεγάλα αυτά συμβάντα. Για την πίστη αυτή -την μοναδική
που τον ενδιαφέρει μέσα στο Dasein του- πρέπει να είναι
προ πάντων ένα: ελεύθερος. Στη σκέψη. Πράξη. Έρωτα. Την Άνοιξη του 1919 αρχίζει
να σπάει τελειωτικά τις αλυσίδες: αυτές τού συστήματος τού Καθολικισμού, τού πατρικού του σπιτιού, τού γάμου, και να προσέξουμε καλά, τής φαινομενολογίας
τού Husserl.
Συνεχίζεται
ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΚΑΙ Ο ΡΑΜΠΟ, ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΑΛΛΑ ΕΨΑΧΝΕ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΑΛΛΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ.
ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΝ ΣΤΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ Ο ΜΑΡΚΟΥΖΕ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΚΗΡΥΞΕ ΣΤΗΝ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΧΙΠΙΣ.ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΙΩΣΑΝ ΜΕ ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΣΤΑ ΜΑΤΑΛΑ. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΚΑΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΓΟΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΟΝ ΝΙΤΣΕ. ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΟΥΤΕ ΚΑΡΔΙΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ, ΤΟΥΛΕΙΠΕ Η ΧΗΜΕΙΑ.
ΘΑ ΗΤΑΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ, ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ.
ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕ ΤΑ ΓΛΕΙΠΤΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.
1 σχόλιο:
Διαφωτιστικότατα τα κείμενα της σειράς.
Κανονικά θα έπρεπε να χορηγούνται στους νέους σπουδαστές τουλάχιστον θεολογίας-φιλοσοφικής μπας και σωθεί κανένας από αυτούς.
Στο ερώτημα κλόουν, μάγος ή προφήτης η απάντηση είναι απλά ΚΛΟΟΥΝ
Το λυπηρό φίλε αμέθυστε είναι πόσους έχουν πάρει στο λαιμό τους όλοι αυτοί οι χτυπημένοι.
Αυτό που έχω καταλάβει σε απλά ελληνικά. Έχουμε έναν ασχημούλη γιωτά με ικανότητες αποστήθισης, έναν καταπιεσμένο στρατόκαβλο, και έναν χρήστη lsd πριν το lsd. Οι δύο από αυτούς στην καθημερινότητά τους ανθρωπάκια και τίποτα παραπάνω και ο άλλος απλά για δέσιμο και αυτοί τώρα αποτελούν το πάνθεο της σκέψης της σύγχρονης Ευρώπης. Και μετά αναρωτιόμαστε τι έχουν τα έρημα και ψοφάνε.
Δημοσίευση σχολίου