Συνέχεια από: Τετάρτη, 8 Σεπτεμβρίου 2021
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Αλλ’ όμως επειδή ούτε στους δεχομένους τις ελληνικές δοξασίες ούτε στους υπερασπιστές των ιουδαϊκών δογμάτων φαίνονται αυτά (που ειπώθηκαν προηγουμένως) ότι είναι αποδείξεις της θείας ενσαρκώσεως, καλόν θα ήταν να διεξέλθουμε τις αντιρρήσεις επισταμένως, κυρίως για ποιον λόγο η θεία φύσις συμπλέκεται προς την δική μας, σώζουσα τον άνθρωπο δι’ εαυτής και μη πραγματοποιούσης την πρόθεσίν της δι’ απλού προστάγματος. Ποια αρχή λοιπόν να τοποθετηθεί για να κατευθύνει εν συνεχεία τον λόγον προς τον προκείμενο σκοπό; Ποια άλλη παρά η μεθοδική εξέτασις των ευσεβών περί Θεού αντιλήψεων;
Κεφάλαιο 20
1. Λοιπόν ομολογείται παρά πάντων ότι πρέπει να πιστεύσουμε ότι ο Θεός είναι όχι μόνον δυνατός, αλλά και δίκαιος και αγαθός και σοφός και παν ό,τι η διάνοια φέρει προς το υψηλότερο. Κατά συνέπεια λοιπόν στην παρούσα οικονομία δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει η μία μεν των ιδιοτήτων των πρεπουσών σε αυτόν να επιφαίνεται στα δημιουργήματα η άλλη δε να μην παρουσιάζεται. Γενικώς άλλωστε καμμία από τις υψηλές αυτές ιδιότητες του Θεού χωρισμένη από τις άλλες δεν είναι μόνη της αρετή. Ούτε η αγαθότης του Θεού είναι αληθώς αγαθόν, εάν δεν είναι, συνηνωμένη μετά της δικαιοσύνης και της σοφίας και της δυνάμεως· διότι η αδικία, η ασοφία, η αδυναμία δεν είναι αγαθόν. Ούτε πάλι η δύναμις, χωρισμένη από την σοφία και την δικαιοσύνη, θεωρείται αρετή. Διότι αυτό το είδος δυνάμεως είναι θηριώδες και τυραννικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες ιδιότητες. Εάν δηλαδή η σοφία είναι έκτος της δικαιοσύνης, ή εάν η δικαιοσύνη δεν συνυπάρχει μετά της δυνάμεως και του αγαθού, τότε μάλλον κακία θα έπρεπε να ονομάζονται ταύτα. Διότι εκείνο το οποίο είναι ελλιπές του καλυτέρου πώς θα καταχωρείτο μεταξύ των αγαθών;
2. Εάν δε όλα πρέπει να υπάρχουν στις περί Θεού αντιλήψεις, τότε ας ερευνήσουμε εάν από την ενανθρώπησιν του Θεού απουσιάζει κάποια από τις θεοπρεπείς ιδιότητες. Εκείνο το οποίον πάντως ζητούμε εις τον Θεόν είναι τα σημεία της αγαθότητος. Και ποια απόδειξις του αγαθού θα ήταν φανερωτέρα από το ότι αυτός μετεποιήθει εις τον αυτομολήσαντα προς το εναντίον χωρίς όμως η παγία προς το αγαθόν και αμετάβλητον φύσις του να παρασυρθεί από την ευμετάβλητο ανθρώπινη προαίρεσιν; Ασφαλώς δεν θα ήρχετο να μας σώσει καθώς λέγει o Δαβίδ, εάν δεν εκίνει την τοιαύτην πρόθεσίν του η αγαθότης. Αλλ’ η αγαθότης της προαιρέσεως σε τίποτε δεν θα ωφελεί, αν η σοφία αυτού δεν καθιστά ενεργό την φιλανθρωπία.
3. Και στην περίπτωσιν των αρρώστων βέβαια πολλοί είναι ίσως εκείνοι οι οποίοι δεν θα ήθελαν να υποφέρει ο ασθενής, αλλά την αγαθήν προαίρεσιν υπέρ των ασθενών φέρουν εις πέρας μόνον εκείνοι τους οποίους συνοδεύει και η τεχνική δύναμις προς την θεραπεία του ασθενούς. Επομένως η σοφία πρέπει να συνδυάζεται οπωσδήποτε με την αγαθότητα. Πώς λοιπόν φαίνεται στα δημιουργήματα η σύζευξις της σοφίας με την αγαθότητα; Με το ότι είναι αδύνατον να εννοηθεί γυμνό το κατά πρόθεσιν αγαθόν. Διότι πώς θα εφαίνετο η πρόθεσις, εάν δεν φανερωθεί (εμπράκτως) δια των γινομένων; Τα δε δημιουργήματα, προελθόντα κατά κάποιον ειρμό και τάξιν συνεπή, φανερώνουν την σοφία και την τεχνικότητα της θείας οικονομίας. Επειδή δε, ως ελέχθη προ ολίγου η σοφία συνεζευγμένη μετά της δικαιοσύνης γίνεται πάντως αρετή, εάν δε χωρισθεί, δεν δύναται να παραμείνει καθ’ εαυτήν ως κάτι αγαθόν, διά τούτο καλόν θα ήταν και στον λόγο επί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου να εννοήσουμε τα δύο ταύτα συνεζευγμένα, δηλαδή την σοφία και την δικαιοσύνη.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο19Ἀλλ' ὅμως, ἐπειδὴ μήτε τοῖς ἑλληνίζουσι μήτε τοῖς τῶν Ἰουδαικῶν προεστῶσι δογμάτων δοκεῖ ταῦτα θείας παρουσίας ποιεῖσθαι τεκμήρια, καλῶς ἂν ἔχοι περὶ τῶν ἀνθυπενεχθέντων ἡμῖν ἰδίᾳ τὸν λόγον διαλαβεῖν, ὅτου χάριν ἡ θεία φύσις πρὸς τὴν ἡμετέραν συμπλέκεται, δι' ἑαυτῆς σώζουσα τὸ ἀνθρώπινον, οὐ διὰ προστάγματος κατεργαζομένη τὸ κατὰ πρόθεσιν. τίς οὖν ἂν γένοιτο ἡμῖν ἀρχὴ πρὸς τὸν προκείμενον σκοπὸν ἀκολούθως χειραγωγοῦσα τὸν λόγον; τίς ἄλλη ἢ τὸ τὰς εὐσεβεῖς περὶ τοῦ θεοῦ ὑπολήψεις ἐπὶ κεφαλαίων διεξελθεῖν;
Κεφάλαιο 20
1. Οὐκοῦν ὁμολογεῖται παρὰ πᾶσι μὴ μόνον δυνατὸν εἶναι δεῖν πιστεύειν τὸ θεῖον, ἀλλὰ καὶ δίκαιον καὶ ἀγαθὸν καὶ σοφὸν καὶ πᾶν ὅ τι πρὸς τὸ κρεῖττον τὴν διάνοιαν φέρει. ἀκόλουθον τοίνυν ἐπὶ τῆς παρούσης οἰκονομίας μὴ τὸ μέν τι βούλεσθαι τῶν τῷ θεῷ πρεπόντων ἐπιφαίνεσθαι τοῖς γεγενημένοις, τὸ δὲ μὴ παρεῖναι· καθ' ὅλου γὰρ οὐδὲν ἐφ' ἑαυτοῦ τῶν ὑψηλῶν τούτων ὀνομάτων διεζευγμένον τῶν ἄλλων ἀρετὴ κατὰ μόνας ἐστίν· οὔτε τὸ ἀγαθὸν ἀληθῶς ἐστὶν ἀγαθόν, μὴ μετὰ τοῦ δικαίου τε καὶ σοφοῦ καὶ τοῦ δυνατοῦ τεταγμένον· τὸ γὰρ ἄδικον ἢ ἄσοφον ἢ ἀδύνατον ἀγαθὸν οὐκ ἔστιν· οὔτε ἡ δύναμις τοῦ δικαίου τε καὶ σοφοῦ κεχωρισμένη ἐν ἀρετῇ θεωρεῖται· θηριῶδες γάρ ἐστι τὸ τοιοῦτον καὶ τυραννικὸν τῆς δυνάμεως εἶδος. ὡσ αύτως δὲ καὶ τὰ λοιπά, εἰ ἔξω τοῦ δικαίου τὸ σοφὸν φέροιτο, ἢ τὸ δίκαιον, εἰ μὴ μετὰ τοῦ δυνατοῦ τε καὶ τοῦ ἀγαθοῦ θεωροῖτο, κακίαν ἄν τις μᾶλλον κυρίως τὰ τοιαῦτα κατονομάσειεν· τὸ γὰρ ἐλλιπὲς τοῦ κρείττονος πῶς ἄν τις ἐν ἀγαθοῖς ἀριθμήσειεν;
2. εἰ δὲ πάντα προσήκει συνδραμεῖν ἐν ταῖς περὶ θεοῦ δόξαις, σκοπήσωμεν εἴ τινος ἡ κατὰ ἄνθρωπον οἰκονομία λείπεται τῶν θεοπρεπῶν ὑπολήψεων. ζητοῦμεν πάντως ἐπὶ τοῦ θεοῦ τῆς ἀγαθότητος τὰ σημεῖα. καὶ τίς ἂν γένοιτο φανερωτέρα τοῦ ἀγαθοῦ μαρτυρία ἢ τὸ μεταποιηθῆναι αὐτὸν τοῦ πρὸς τὸ ἐναντίον αὐτομολήσαντος, μηδὲ συνδιατεθῆναι τῷ εὐμεταβλήτῳ τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως τὴν παγίαν ἐν τῷ ἀγαθῷ καὶ ἀμετάβλητον φύσιν; οὐ γὰρ ἂν ἦλθεν εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς, καθώς φησιν ὁ Δαβίδ, μὴ ἀγαθότητος τὴν τοιαύτην πρόθεσιν ἐμποιούσης. ἀλλ' οὐδὲν ἂν ὤνησε τὸ ἀγαθὸν τῆς προθέσεως, μὴ σοφίας ἐνεργὸν τὴν φιλανθρωπίαν ποιούσης. καὶ γὰρ ἐπὶ τῶν ἀρρώστως διακειμένων πολλοὶ μὲν ἴσως οἱ βουλόμενοι μὴ ἐν κακοῖς εἶναι τὸν κείμενον, μόνοι δὲ τὴν ἀγαθὴν ὑπὲρ τῶν καμνόντων προαίρεσιν εἰς πέρας ἄγουσιν, οἷς τεχνική τις δύναμις ἐνεργεῖ πρὸς τὴν τοῦ κάμνοντος ἴασιν. οὐκοῦν τὴν σοφίαν δεῖ συνεζεῦχθαι πάντως τῇ ἀγαθότητι. πῶς τοίνυν ἐν τοῖς γεγενημένοις τὸ σοφὸν τῷ ἀγαθῷ συνθεωρεῖται; ὅτι οὐ γυμνὸν τὸ κατὰ πρόθεσιν ἀγαθὸν ἔστιν ἰδεῖν. πῶς γὰρ ἂν φανείη ἡ πρόθεσις, μὴ διὰ τῶν γιγνομένων φανερουμένη; τὰ δὲ πεπραγμένα εἱρμῷ τινὶ καὶ τάξει δι' ἀκολούθου προιόντα τὸ σοφόν τε καὶ τεχνικὸν τῆς οἰκονομίας τοῦ θεοῦ διαδείκνυσιν. ἐπεὶ δέ, καθὼς ἐν τοῖς φθάσασιν εἴρηται, πάντως τῷ δικαίῳ τὸ σοφὸν συνεζευγμένον ἀρετὴ γίγνεται, εἰ δὲ χωρισθείη, μὴ ἂν ἐφ' ἑαυτοῦ κατὰ μόνας ἀγαθὸν εἶναι, καλῶς ἂν ἔχοι καὶ ἐπὶ τοῦ λόγου τῆς κατὰ ἄνθρωπον οἰκονομίας τὰ δύο μετ' ἀλλήλων κατανοῆσαι, τὸ σοφόν φημι καὶ τὸ δίκαιον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου