Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1)

 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Καθηγήτρια Δέσπω Αθ. Λιάλιου
ΜΕΛΗ: Καθηγητής Κωνσταντίνος Χρήστου
Καθηγητής π. Χρίστος Βλαχάβας


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» είναι η θεολογική πεποίθηση σύμφωνα με την οποία η κτιστή φύση των όντων είναι ανάλογη με την άκτιστη φύση του Θεού1.  Αποτελεί μία προσπάθεια του κτιστού νου να κατανοήσει και να περιγράψει την ουσία του Θεού, μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας2. Πρόκειται για μία μέθοδο προσέγγισης του Θεού, η οποία βασίζεται στις δυνάμεις της διανοίας και της ανθρώπινης νόησης. Στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις θεολογικές κακοδοξίες: (α) ότι τα πάντα στον κόσμο αποτελούν κτιστές εικόνες των θείων αρχετύπων που υπάρχουν στο νου του Δημιουργού3, (β) ότι δεν υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στην κτιστή και στην άκτιστη αλήθεια, αφού αμφότερες υπάγονται σε ένα ενιαίο σύστημα πραγματικότητας4, (γ) ότι η ανθρώπινη διάνοια με τη βοήθεια της θείας χάριτος μπορεί να εξιχνιάσει την ουσία του Θεού, διεισδύοντας στην ουσία και στην ύπαρξη των κτιστών όντων5. Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» αποτελεί το γνωσιολογικό θεμέλιο της σχολαστικής θεολογίας. Η αποδοχή του υποβιβάζει τη θεολογία σε σύστημα μεταφυσικής, μέσα στο οποίο υπάγεται τόσο η κτιστή όσο και η άκτιστη πραγματικότητα6. Η πρωτοβουλία του Θεού να αποκαλύψει τον εαυτό του στον άνθρωπο, μεταστρέφεται κατ’ αυτό τον τρόπο σε πρωτοβουλία του ανθρώπου να γνωρίσει με τις διανοητικές του δυνάμεις το Θεό7. Οι δυνάμεις του κτιστού λόγου απολυτοποιούνται και η ανθρώπινη διάνοια αντιμετωπίζεται ως η μοναδική γέφυρα ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα. Η λατινική θεολογία κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαμέσου της αναλογίας του όντος «νομιμοποίησε» τις προσπάθειές της να επιβάλει το αντικειμενικό κύρος της μεταφυσικής ιδεολογίας του ρωμαιοκαθολικισμού και να καταδείξει τον λογικά υποχρεωτικό χαρακτήρα του8. Η γνώση του Θεού λοιπόν, όπως θεμελιώνεται στη λατινική θεολογία, με βάση την αναλογία του όντος, εξαντλείται σε μία νοητική προσέγγιση της θείας ουσίας, η οποία υποβιβάζεται έτσι σε ένα υπερβατικό αντικείμενο της ανθρώπινης διάνοιας9. Παρά το γεγονός ότι η αναλογία του όντος αποτελεί γνωσιολογικό θεμέλιο της απόκλισης της Δυτικής θεολογίας από την Πατερική παράδοση, καμία αυτοτελής εργασία δεν έχει συνταχθεί έως τώρα από πλευράς ορθοδόξου, με σκοπό τη μελέτη της αναίρεσής της από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, ωστόσο, πολύ σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του π. Ιω. Ρωμανίδη, ο οποίος σε όλα σχεδόν τα συγγράμματά του αναφέρεται με συνοπτικό αλλά ουσιαστικό τρόπο στην αναίρεση της αναλογίας του όντος, με βάση την ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων. Σ’ αυτές τις αναφορές θα προσφύγουμε πολλές φορές κατά την ανάπτυξη της παρούσης εργασίας, με σκοπό την όσο το δυνατό πιο ακριβή παρουσίαση της στάσης που τηρεί η ανατολική-ορθόδοξη θεολογική παράδοση, απέναντι στις γνωσιολογικές βάσεις της σχολαστικής θεολογίας.
Βασική θέση της παρούσης εργασίας είναι ότι στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά μπορούν να εντοπιστούν όλες οι διδαχές για την αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», με σκοπό την αποκατάσταση της θεολογικής αλήθειας όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατά τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ό.π., σελ. 130-131, «ἡ περὶ ἀρχετύπων εἰδῶν ἐν τῶ νοῒ τοῦ Θεοῦ διδασκαλία τῶν μὴ νομιναλιστῶν φραγκολατίνων, ἥτις καταργεῖ οὐσιαστικῶς τὴν θείαν ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ὅλη γνωσιολογικὴ βάσις τῆς λεγόμενης Σχολαστικῆς θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς παραδόσεως, καθ’ ἥν πιστεύεται ὅτι ὑπάρχει μία ἀναλογία τοῦ ὄντος καὶ τῆς πίστεως μεταξὺ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καὶ τῶν ἐν τῶ Θεῶ ἀκτίστων ἀρχετύπων εἰδῶν ἤ ἰδεῶν ἤ λόγων καὶ ὡς ἐκ τούτου δύναταί τις νὰ ἐξιχνιάση τὰ περὶ τῆς θείας οὐσίας διὰ τῆς διεισδύσεως μέσω τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου εἰς τὴν οὐσίαν καὶ τὴν καθ’ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων. Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐπιστεύετο ἀφελῶς ὑπὸ τῶν φραγκολατίνων ὅτι ἡ περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλήθεια εἶναι μία ἑνιαία ἑνότηςἥτις ἀνήκει εἰς ἕν ἑνιαῖον σύστημα ἀληθείας».
2. Κατά τον Σ. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Philosophy and Theology: The Demonstrative Method in the Theology of Saint Gregory Palamas, GOThR, 41:1 (1996), σελ. 6, η analogia entis αποτελεί μία υπαρξιακή αναλογία ανάμεσα στο είναι των όντων και στις πνευματικέςαρχετυπικές ιδέες οι οποίες ενυπάρχουν στο ΘεόΑυτή η αναλογία, υποστηρίζει, παρέχει στο ανθρώπινο μυαλό τη δυνατότητα να εισδύσει στο είναι του Θεού, μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εκείνος που θα καταφέρει να αποκτήσει γνώση των πιο άγνωστων πτυχών της δημιουργίας, θα έλθει πιο κοντά στη θέα του Θεού από εκείνον που δε θα αποκτήσει αυτή τη γνώση.
3. Κατά τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα, εκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2001., σελ. 24, για τους σχολαστικούς η «ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία εἶναι ἁπλῶς ἐν χρόνω ἀπεικόνισμα τῶν ἀγεννήτων τῆς θείας οὐσίας ἀρχετύπων». Ο π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ θεωρεί ως «πασιφανῆ πανθεϊσμό» το σόφισμα των σχολαστικών σύμφωνα με το οποίο «ὁ Θεὸς ἔχει οὐχὶ ἄμεσον καὶ πραγματικὴν πρὸς τὸν κόσμον σχέσιν, διότι τοῦτο θὰ ἐσήμαινε οὐσιαστικὴν ἐκ τοῦ κόσμου ἐξάρτησιν τῆς θείας οὐσίας, ἀλλ’ ἔχει ἔμμεσον μόνον σχέσιν, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ἀγαπᾶ τὸν κόσμον ἐν τοῖς ἀρχετύποις αὐτοῦ».
4. Σύμφωνα με τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΠΘΣΓΠ, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 75, 85, σε αντίθεση με την ανατολική θεολογία, η δυτική υιοθετούσε κατά βάσιν την ίδια μέθοδο που είχαν οι θύραθεν επιστήμες. Οι σχολαστικοί δέχονταν ότι το επιστητό της θεολογίας είχε τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα με το επιστητό των άλλων επιστημών. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη λογική προτεραιότητα της θεολογίας, η οποία έτσι από το ένα μέρος έκανε τη φιλοσοφία υπηρέτριά της, από το άλλο η ίδια έμπαινε σε περιορισμένα και κλειστά σχήματα μίας φιλοσοφίας.
5. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ Θεολογική Γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σελ. 46-47, «η αναλογική γνώση είναι δυνατόν να αναπτυχθεί στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι ανάμεσα στην ουσία του Θεού και στις ενέργειές της υπάρχει σύγχυση και όχι διάκριση. Μία τέτοια εκδοχή παρατηρείται στη σχολαστική θεολογία του Χριστιανισμού της Δύσης. Σύμφωνα με τον Thomas de Aquino υπάρχουν δύο ειδών θείες ενέργειες, η άκτιστη και η κτιστή (Summa TheologicaI, 22, 3 και ΙΙ, 91, 1-2). Η άκτιστη ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή. Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και στη γνώση της θείας ουσίας»
6. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο P. RICOEUR, Η Ζωντανή Μεταφορά, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1998, σελ 517, η θεωρία της αναλογίας του όντος γεννιέται από τη φιλοδοξία να περιληφθεί σε μία ενιαία θεωρία η οριζόντια σχέση των κατηγοριών προς την ουσία και η κάθετη σχέση των δημιουργημένων πραγμάτων με τον Δημιουργό.
7. Κατά τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 87 «το ἐπιστητό τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἕνα μέρος τῆς ὅλης κτιστῆς πραγματικότητας. Ἑπομένως και τα ‘‘μαθήματα’’ τῆς φιλοσοφίας ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ἄμεση συγγενική σχέση προς το χῶρο τῆς θεολογίας. Ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προικισμένη με τις ‘‘κοινές ἔννοιες’’ και τις ‘‘ὁριστικές και διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις’’, τις οποίες η θεολογία χρησιμοποιεί για να ἐρευνήσει το ἐπιστητό της και να φτάσει στη θεογνωσία».
8. Σύμφωνα με την καθ. Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α’, ΦΘΒ 35, εκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 243-244, «ἡ τραγικὴ κατάληξη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἦταν νὰ θεωρηθῆ ὁ πάπας Ρώμης ὡς τὸ ἀλάθητο κριτήριο γιὰ τὴ διατύπωση τοῦ δόγματος καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν προβολὴ τῆς ἀτομικῆς ἐμπειρίας ἔναντι τῆς μαθητείας στὴν ἐμπειρία τῶν πατέρων καὶ ἀποστόλων…ὁδήγησε τὸ λεγόμενο δυτικὸ κόσμο σὲ ἕνα εἶδος στοχαστικῆς θεολογίας, παρόμοιο πρὸς ἐκεῖνο τῶν φιλοσοφικῶν ἀξιωμάτων καὶ τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας».
9. Βλ. ΧΡ. ΓIANNAΡΑ, Τὸ πρόσωπο καὶ ο ἒρως, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1992, σελ 265-268.

Δεν υπάρχουν σχόλια: