ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
Συνέχεια απο : Παρασκευή, 1 Οκτωβρίου 2010
Βιβλία Α, α, Β, -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ
Βιβλίο Α
Ας ξεκινήσουμε όμως τώρα τήν εξέταση τού βιβλίου Α μεγάλο. Υπάρχουν δύο εκδόσεις τής Μεταφυσικής, συγκεκριμένα δύο κριτικές εκδόσεις. Δέν είναι δέ καθόλου πρόσφατες. Διότι η Μεταφυσική είναι ένα τόσο δύσκολο έργο πού κανείς πιά δέν τολμά να κάνει μιά καινούρια έκδοση. Αυτές όμως οι δύο εκδόσεις είναι απολύτως οι καλύτερες.
Η πρώτη είναι τού William David Ross, τού Άγγλου, ο οποίος τήν εξέδωσε στά 1924, γιά τίς εκδόσεις τού παν/μίου τής Οξφόρδης, μέ έναν σχολιασμό πού παραμένει ακόμη ένας από τούς καλύτερους. Η άλλη έκδοση έγινε καί αυτή γιά τίς εκδόσεις τής Οξφόρδης, από τόν Γερμανό μελετητή Werner Jaeger, στα 1957, δηλ. τριάντα χρόνια μετά τήν έκδοση τού Ross καί μετά δέν ξανάγινε άλλη προσπάθεια. Θά χρησιμοποιήσω τήν έκδοση τού Jaeger.
Σ’αυτό τό σημείο πρέπει να αρχίσουμε νά διαβάζουμε τό έργο καί δέν σάς κρύβω πώς νοιώθω μιά φοβερή συγκίνηση, κάθε φορά πού διαβάζω αυτές τίς υπέροχες γραμμές «Πάντες άνθρωποι τού ειδέναι ορέγονται φύσει» (980 α 21). Έτσι ξεκινά η μεταφυσική τού Αριστοτέλη. Λέει λοιπόν πάνω απ’όλα πάντες οι άνθρωποι. Στά Ελληνικά άνθρωπος σημαίνει τήν ανθρώπινη ύπαρξη. Στίς χώρες τής Αγγλικής γλώσσας προτιμούν νά πούν human beings. Άνθρωπος σημαίνει καί γυναίκες καί άνδρες καί τό πράγμα είναι πολύ σημαντικό διότι οι αρχαία Ελληνική κοινωνία είχε τίς τρείς βασικές διακρίσεις τής εποχής της. Οι γυναίκες λοιπόν δέν έπαιρναν καμμία μόρφωση, δέν πήγαιναν σχολείο, δέν είχαν καλλιέργεια, καί επομένως δέν μπορούσαν να φιλοσοφήσουν. Παρόλα αυτά ο Αριστοτέλης λέει πάντες οι άνθρωποι, άνδρες καί γυναίκες επιθυμούν νά γνωρίσουν, επιθυμούν τήν γνώση. Μία άλλη διάκριση πού κυριαρχούσε ήταν μεταξύ ελεύθερου καί σκλάβου. Όμως άνθρωποι είναι όλοι, τόσο οι ελεύθεροι όσο καί οι σκλάβοι, είναι επομένως μία έννοια πού αγκαλιάζει όλους τούς ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου ή όπως λέγεται σήμερα ανεξαρτήτως γένους καί ανεξαρτήτως κοινωνικών συνθηκών. Καί υπήρχε ακόμη μία διάκριση πού έκαναν οι Έλληνες : Έλληνες καί βάρβαροι. Οι Έλληνες πίστευαν πώς ήταν ο μοναδικός πολιτισμένος λαός καί θεωρούσαν τούς υπόλοιπους βάρβαρους. Καί όμως ο Αριστοτέλης λέει : όλοι οι άνθρωποι, καί μέ αυτή τήν έκφραση αγκαλιάζει άνδρες καί γυναίκες, ελεύθερους καί σκλάβους, Έλληνες καί βάρβαρους. Όλοι τους είναι άνθρωποι καί γιαυτό -συμπληρώνει ο Άριστοτέλης- φύσει επιθυμούν τήν γνώση, δέν τήν επιθυμούν δηλαδή γιά κάποιον τυχαίο λόγο, γιά κάποια ιστορική συγκυρία, γιά κάποια αιτία, όχι, αλλά φύσει, δηλαδή γιά τό γεγονός καί μόνον ότι είναι ανθρώπινα όντα, λόγω τής ανθρωποτητός τους. Γιά τό γεγονός πώς είναι ανθρώπινα όντα, επιθυμούν να γνωρίσουν. Η επιθυμία τής γνώσεως λοιπόν είναι ριζωμένη μέσα στήν ίδια τήν ανθρώπινη φύση, πέρα από κάθε διάκριση. Κάθε φορά πού διαβάζω αυτό το κείμενο, μού έρχεται στό νού αυτό πού θα πεί ο Απ.Παύλος : Δέν υπάρχει πιά Ιουδαίος καί ειδωλολάτρης, δέν υπάρχει δούλος καί ελεύθερος, δέν υπάρχει άντρας καί γυναίκα, όλοι σας είστε ένας, χάρη στόν Ιησού Χριστό (Γαλ. 3.28). Κάτι τέτοιο περίπου προαναγγέλλεται καί εδώ: όλοι εκ φύσεως επιθυμούν τήν γνώση.
Αμέσως μετά ο Αριστοτέλης συνεχίζει λέγοντας : «σημείο δ’ή τών αισθήσεων αγάπησις, καί μάλιστα τών άλλων η διά τών ομμάτων» (980 α 22-24) που σημαίνει : απόδειξη γι αυτό είναι η αγάπη πρός τίς αισθήσεις καί περισσότερο από όλες πρός τήν αίσθηση τών ματιών. Οι Έλληνες τιμούσαν τήν όραση περισσότερο από όλες τίς υπόλοιπες αισθήσεις, αλλά καί γιά όλους μας η όραση θεωρείται ένα πολύτιμο αγαθό, καθώς υπάρχουν καί πάρα πολλοί τρόποι μέ τούς οποίους τονίζεται η αξία τής οράσεως : λέμε π.χ. εσύ είσαι τό φώς τών ματιών μου, γιά να πούμε πώς είσαι γιά μένα κάτι πολύ σημαντικό, ή λέμε επίσης : εσύ είσαι η κόρη τών ματιών μου (pupil), για να πούμε πώς είσαι για μένα το πιό αγαπητό πράγμα. Αλλά βρίσκουμε επίσης στα Αγγλικά ότι pupil σημαίνει τον μαθητή... έτσι λοιπόν η όραση θεωρείται ένα μεγάλο καλό, είναι πολύτιμη για εμάς.
Η όραση λέει ο Αριστοτέλης, ανάμεσα σε όλες τις αισθήσεις, είναι εκείνη που μας βοηθά να συλλάβουμε τις περισσότερες διαφορές (980 α26-27) όλα τα χρώματα, οι μορφές, είναι άπειρες, όλη η ποικιλία του κόσμου της εμπειρίας συλλαμβάνεται μέσω της οράσεως και έτσι λοιπόν η όραση μας βοηθά στην γνώση περισσότερο από όλα τα άλλα αισθητήρια. Για αυτό και την προτιμούμε, για αυτό και μας προκαλεί ευχαρίστηση. Εάν όμως μας δίνει ευχαρίστηση η όραση, αυτό είναι απόδειξη πώς επιθυμούμε την γνώση, πώς επιθυμούμε εκ φύσεως εμείς οι άνθρωποι να γνωρίσουμε.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν δικαιολογεί την έρευνα του δηλώνοντας πώς ριζώνει στην πιο βαθειά φύση του ανθρώπου και συνεχίζει δείχνοντας μια σειρά από αναβαθμούς γνώσεως, οι οποίοι ξεκινούν από τον πιό χαμηλό, τον πιό απλό, αυτόν που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αίσθηση». Εννοούσε το σύνολο της γνώσεως που διαθέτουμε των αντικειμένων, μέσω των αισθήσεων της οράσεως, της ακοής, της αφής κ.τ.λ.
Μια επιπλέον τώρα μορφή γνώσεως, σε σύγκριση με την αίσθηση, είναι η «μνήμη», την οποία ορίζει σε άλλο του κείμενο ο Αριστοτέλης σαν αυτό που μένει μιας αισθήσεως όταν το αντικείμενο παύει πια να είναι παρόν. Διότι όταν το αντικείμενο είναι παρόν, το αντιλαμβανόμεθα με τις αισθήσεις, ενώ όταν το αντικείμενο απουσιάζει, σε μια επόμενη στιγμή, διατηρούμε την ανάμνηση του, την Μνήμη. Η ικανότης να διατηρούμε τις ενθυμήσεις είναι η μνήμη, που ανήκει στο ίδιο γνωστικό επίπεδο με την αίσθηση κατά βάθος, αλλά είναι δυνατή ακόμη και όταν το αντικείμενο δέν είναι παρόν.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο ο Αριστοτέλης ονομάζει εμπειρία, που μεταφράστηκε στα Λατινικά σαν πείρα (experience). Πρέπει όμως να προσέξουμε εδώ την ειδική σημασία που δίνει ο Αριστοτέλης σε αυτήν την πείρα, διότι υπάρχουν και σύγχρονοι φιλόσοφοι που ονομάζονται εμπειριστές, σαν τον Λόκ και σαν τον Χιούμ, οι οποίοι όμως εννοούν την εμπειρία σε ένα πιό χαμηλό επίπεδο, σαν μια απλή αίσθηση. Ενώ για τον Αριστοτέλη η εμπειρία είναι ένας πιό προχωρημένος βαθμός γνώσεως. Την ορίζει ώς εξής : «αι γάρ πολλαι μνήμαι του αυτού πράγματος μιας εμπειρίας δύναμιν αποτελούσιν» (980 b29).
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πώς η εμπειρία δείχνει εκείνον το βαθμό γνώσεως που αποκτάται όταν είμαστε έμπειροι. Μπορώ να πώ π.χ. ότι είμαι έμπειρος μιας πόλεως, όταν την έχω επισκεφθεί πολλές φορές και κατορθώνω να προσανατολίζομαι, να αναγνωρίζω τις οδούς και τις πλατείες. Αλλά εάν την έχω επισκεφθεί μια φορά μόνον, δέν μπορώ να πώ πώς είμαι έμπειρος. Αυτό σημαίνει λοιπόν, πολλές μνήμες ενός και του αυτού αντικειμένου.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Συνέχεια απο : Παρασκευή, 1 Οκτωβρίου 2010
Βιβλία Α, α, Β, -Ι, ΙΙ, ΙΙΙ
Βιβλίο Α
Ας ξεκινήσουμε όμως τώρα τήν εξέταση τού βιβλίου Α μεγάλο. Υπάρχουν δύο εκδόσεις τής Μεταφυσικής, συγκεκριμένα δύο κριτικές εκδόσεις. Δέν είναι δέ καθόλου πρόσφατες. Διότι η Μεταφυσική είναι ένα τόσο δύσκολο έργο πού κανείς πιά δέν τολμά να κάνει μιά καινούρια έκδοση. Αυτές όμως οι δύο εκδόσεις είναι απολύτως οι καλύτερες.
Η πρώτη είναι τού William David Ross, τού Άγγλου, ο οποίος τήν εξέδωσε στά 1924, γιά τίς εκδόσεις τού παν/μίου τής Οξφόρδης, μέ έναν σχολιασμό πού παραμένει ακόμη ένας από τούς καλύτερους. Η άλλη έκδοση έγινε καί αυτή γιά τίς εκδόσεις τής Οξφόρδης, από τόν Γερμανό μελετητή Werner Jaeger, στα 1957, δηλ. τριάντα χρόνια μετά τήν έκδοση τού Ross καί μετά δέν ξανάγινε άλλη προσπάθεια. Θά χρησιμοποιήσω τήν έκδοση τού Jaeger.
Σ’αυτό τό σημείο πρέπει να αρχίσουμε νά διαβάζουμε τό έργο καί δέν σάς κρύβω πώς νοιώθω μιά φοβερή συγκίνηση, κάθε φορά πού διαβάζω αυτές τίς υπέροχες γραμμές «Πάντες άνθρωποι τού ειδέναι ορέγονται φύσει» (980 α 21). Έτσι ξεκινά η μεταφυσική τού Αριστοτέλη. Λέει λοιπόν πάνω απ’όλα πάντες οι άνθρωποι. Στά Ελληνικά άνθρωπος σημαίνει τήν ανθρώπινη ύπαρξη. Στίς χώρες τής Αγγλικής γλώσσας προτιμούν νά πούν human beings. Άνθρωπος σημαίνει καί γυναίκες καί άνδρες καί τό πράγμα είναι πολύ σημαντικό διότι οι αρχαία Ελληνική κοινωνία είχε τίς τρείς βασικές διακρίσεις τής εποχής της. Οι γυναίκες λοιπόν δέν έπαιρναν καμμία μόρφωση, δέν πήγαιναν σχολείο, δέν είχαν καλλιέργεια, καί επομένως δέν μπορούσαν να φιλοσοφήσουν. Παρόλα αυτά ο Αριστοτέλης λέει πάντες οι άνθρωποι, άνδρες καί γυναίκες επιθυμούν νά γνωρίσουν, επιθυμούν τήν γνώση. Μία άλλη διάκριση πού κυριαρχούσε ήταν μεταξύ ελεύθερου καί σκλάβου. Όμως άνθρωποι είναι όλοι, τόσο οι ελεύθεροι όσο καί οι σκλάβοι, είναι επομένως μία έννοια πού αγκαλιάζει όλους τούς ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου ή όπως λέγεται σήμερα ανεξαρτήτως γένους καί ανεξαρτήτως κοινωνικών συνθηκών. Καί υπήρχε ακόμη μία διάκριση πού έκαναν οι Έλληνες : Έλληνες καί βάρβαροι. Οι Έλληνες πίστευαν πώς ήταν ο μοναδικός πολιτισμένος λαός καί θεωρούσαν τούς υπόλοιπους βάρβαρους. Καί όμως ο Αριστοτέλης λέει : όλοι οι άνθρωποι, καί μέ αυτή τήν έκφραση αγκαλιάζει άνδρες καί γυναίκες, ελεύθερους καί σκλάβους, Έλληνες καί βάρβαρους. Όλοι τους είναι άνθρωποι καί γιαυτό -συμπληρώνει ο Άριστοτέλης- φύσει επιθυμούν τήν γνώση, δέν τήν επιθυμούν δηλαδή γιά κάποιον τυχαίο λόγο, γιά κάποια ιστορική συγκυρία, γιά κάποια αιτία, όχι, αλλά φύσει, δηλαδή γιά τό γεγονός καί μόνον ότι είναι ανθρώπινα όντα, λόγω τής ανθρωποτητός τους. Γιά τό γεγονός πώς είναι ανθρώπινα όντα, επιθυμούν να γνωρίσουν. Η επιθυμία τής γνώσεως λοιπόν είναι ριζωμένη μέσα στήν ίδια τήν ανθρώπινη φύση, πέρα από κάθε διάκριση. Κάθε φορά πού διαβάζω αυτό το κείμενο, μού έρχεται στό νού αυτό πού θα πεί ο Απ.Παύλος : Δέν υπάρχει πιά Ιουδαίος καί ειδωλολάτρης, δέν υπάρχει δούλος καί ελεύθερος, δέν υπάρχει άντρας καί γυναίκα, όλοι σας είστε ένας, χάρη στόν Ιησού Χριστό (Γαλ. 3.28). Κάτι τέτοιο περίπου προαναγγέλλεται καί εδώ: όλοι εκ φύσεως επιθυμούν τήν γνώση.
Αμέσως μετά ο Αριστοτέλης συνεχίζει λέγοντας : «σημείο δ’ή τών αισθήσεων αγάπησις, καί μάλιστα τών άλλων η διά τών ομμάτων» (980 α 22-24) που σημαίνει : απόδειξη γι αυτό είναι η αγάπη πρός τίς αισθήσεις καί περισσότερο από όλες πρός τήν αίσθηση τών ματιών. Οι Έλληνες τιμούσαν τήν όραση περισσότερο από όλες τίς υπόλοιπες αισθήσεις, αλλά καί γιά όλους μας η όραση θεωρείται ένα πολύτιμο αγαθό, καθώς υπάρχουν καί πάρα πολλοί τρόποι μέ τούς οποίους τονίζεται η αξία τής οράσεως : λέμε π.χ. εσύ είσαι τό φώς τών ματιών μου, γιά να πούμε πώς είσαι γιά μένα κάτι πολύ σημαντικό, ή λέμε επίσης : εσύ είσαι η κόρη τών ματιών μου (pupil), για να πούμε πώς είσαι για μένα το πιό αγαπητό πράγμα. Αλλά βρίσκουμε επίσης στα Αγγλικά ότι pupil σημαίνει τον μαθητή... έτσι λοιπόν η όραση θεωρείται ένα μεγάλο καλό, είναι πολύτιμη για εμάς.
Η όραση λέει ο Αριστοτέλης, ανάμεσα σε όλες τις αισθήσεις, είναι εκείνη που μας βοηθά να συλλάβουμε τις περισσότερες διαφορές (980 α26-27) όλα τα χρώματα, οι μορφές, είναι άπειρες, όλη η ποικιλία του κόσμου της εμπειρίας συλλαμβάνεται μέσω της οράσεως και έτσι λοιπόν η όραση μας βοηθά στην γνώση περισσότερο από όλα τα άλλα αισθητήρια. Για αυτό και την προτιμούμε, για αυτό και μας προκαλεί ευχαρίστηση. Εάν όμως μας δίνει ευχαρίστηση η όραση, αυτό είναι απόδειξη πώς επιθυμούμε την γνώση, πώς επιθυμούμε εκ φύσεως εμείς οι άνθρωποι να γνωρίσουμε.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν δικαιολογεί την έρευνα του δηλώνοντας πώς ριζώνει στην πιο βαθειά φύση του ανθρώπου και συνεχίζει δείχνοντας μια σειρά από αναβαθμούς γνώσεως, οι οποίοι ξεκινούν από τον πιό χαμηλό, τον πιό απλό, αυτόν που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αίσθηση». Εννοούσε το σύνολο της γνώσεως που διαθέτουμε των αντικειμένων, μέσω των αισθήσεων της οράσεως, της ακοής, της αφής κ.τ.λ.
Μια επιπλέον τώρα μορφή γνώσεως, σε σύγκριση με την αίσθηση, είναι η «μνήμη», την οποία ορίζει σε άλλο του κείμενο ο Αριστοτέλης σαν αυτό που μένει μιας αισθήσεως όταν το αντικείμενο παύει πια να είναι παρόν. Διότι όταν το αντικείμενο είναι παρόν, το αντιλαμβανόμεθα με τις αισθήσεις, ενώ όταν το αντικείμενο απουσιάζει, σε μια επόμενη στιγμή, διατηρούμε την ανάμνηση του, την Μνήμη. Η ικανότης να διατηρούμε τις ενθυμήσεις είναι η μνήμη, που ανήκει στο ίδιο γνωστικό επίπεδο με την αίσθηση κατά βάθος, αλλά είναι δυνατή ακόμη και όταν το αντικείμενο δέν είναι παρόν.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο ο Αριστοτέλης ονομάζει εμπειρία, που μεταφράστηκε στα Λατινικά σαν πείρα (experience). Πρέπει όμως να προσέξουμε εδώ την ειδική σημασία που δίνει ο Αριστοτέλης σε αυτήν την πείρα, διότι υπάρχουν και σύγχρονοι φιλόσοφοι που ονομάζονται εμπειριστές, σαν τον Λόκ και σαν τον Χιούμ, οι οποίοι όμως εννοούν την εμπειρία σε ένα πιό χαμηλό επίπεδο, σαν μια απλή αίσθηση. Ενώ για τον Αριστοτέλη η εμπειρία είναι ένας πιό προχωρημένος βαθμός γνώσεως. Την ορίζει ώς εξής : «αι γάρ πολλαι μνήμαι του αυτού πράγματος μιας εμπειρίας δύναμιν αποτελούσιν» (980 b29).
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πώς η εμπειρία δείχνει εκείνον το βαθμό γνώσεως που αποκτάται όταν είμαστε έμπειροι. Μπορώ να πώ π.χ. ότι είμαι έμπειρος μιας πόλεως, όταν την έχω επισκεφθεί πολλές φορές και κατορθώνω να προσανατολίζομαι, να αναγνωρίζω τις οδούς και τις πλατείες. Αλλά εάν την έχω επισκεφθεί μια φορά μόνον, δέν μπορώ να πώ πώς είμαι έμπειρος. Αυτό σημαίνει λοιπόν, πολλές μνήμες ενός και του αυτού αντικειμένου.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου