Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (3)


4. Διαίρεση της πρωτογενούς πραγματικότητας


Ο χωρισμός του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του δεν είναι μόνον αιτία για την παραβιασμένη σχέση φύσης και πολιτισμού (κουλτούρας), αλλά και για την αυταπάτη της αυτονομίας του ατόμου. Η συνείδηση προϋποθέτει τόσο μια διάκριση όσο και μια σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η διάκριση τού γνωρίζοντος υποκειμένου και του γνωσθέντος αντικειμένου είναι επιπλέον συστατική για τη φυσική επιστήμη, έτσι ώστε η αξίωση για μιαν απάρνηση ενός χωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου να είναι πολύ αφελής. Χωρίς αυτόν τον δυαδισμό δεν θα υπήρχε γενικώς καμμιά γνώση. Η καρτεσιανή επιστήμη του res extensa και η μεταγενέστερη μετεξέλιξη της κλασσικής μηχανικής είναι εκ κατασκευής απαλλαγμένη (ελεύθερη) από αξίες της αίσθησης. Αυτή η τοποθέτηση δεν αντιστοιχεί σε μια φυσική αλήθεια, δεν μπορεί όμως και να υποτιμηθή απλώς ως «λανθασμένη». Η προβληματική αυτής της ενέργειας είναι ωστόσο σήμερα πασίδηλη. Η εξάλειψη της αντιληπτικής λειτουργίας δεν μπορούσε να αποφευχθή απ’ την επιστημονική συζήτηση, ήταν για λόγους αρχής σημαντική για μιαν επιτυχημένη μαθηματικοποίηση των φυσικών επιστημών, επέτρεψε όμως να προκύψη και ένα σημαντικό κενό. Ο καρτεσιανός δυαδισμός είναι ένα αδιέξοδο (Holzweg), όμως εμείς προοδεύουμε μόνον πάνω σ’ αυτό το αδιέξοδο – βεβαίως μόνον αν κατανοήσουμε, πως η καρτεσιανή τομή ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα . Ο ακραίος καρτεσιανισμός οδηγεί σε αβυσσαλέες δυσκολίες κι αυτό έχει τις θετικές του πλευρές, γιατί χωρίς αυτήν την ανάγκη δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν καθόλου συμψηφιστικές αντίθετες δυνάμεις.

Πρέπει να ληφθή κατ’ αρχάς υπ’ όψιν, ότι τόσο η ύλη όσο και η επονομαζόμενη συνείδηση είναι κάτι πραγματικά άγνωστο. Δεν πρέπει να εγκαταλειφθή όμως η διάκριση αντικειμένου και υποκειμένου, πρέπει να εγκαταλειφθή η ιδέα, πως αυτός ο δυαδισμός αντικειμένου και υποκειμένου είναι θεόσδοτος ή προσδιορισμένος απ’ τον φυσικό νόμο. Κάθε διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου απαιτεί (προϋποθέτει) έναν χωρισμό της μιάς πρωτογενούς δυναμικής πραγματικότητας. Γράφει σ’ ένα γράμμα στον Πάουλι ο Γιουνγκ:

«Αν έχη συνενώσει όμως τώρα τις αντιθέσεις στον εαυτό του ο άνθρωπος, τότε δεν εμποδίζει πια τίποτα τη γνώση του, να δη αντικειμενικά τη μιαν όψη του κόσμου όπως την άλλη. Ο εσωτερικός ψυχικός διχασμός αντικαθίσταται με μια διχασμένη κοσμοθεωρία και μάλιστα με αναπόφευκτον τρόπο, γιατί χωρίς αυτήν τη διάκριση θα ήταν αδύνατη η συνειδητή γνώση. Δεν είναι στην πραματικότητα κανένας διχασμένος κόσμος, γιατί απέναντι στον συνενωμένο άνθρωπο στέκεται ένας «unus mundus» («ένας κόσμος»). Πρέπει να διχάση αυτόν τον έναν κόσμο, για να μπορέση να τον γνωρίση, χωρίς να ξεχνά επιπλέον, ότι αυτό το οποίο διχάζει, είναι πάντα ο ένας κόσμος, κι ότι ο διχασμός είναι μια πρόληψη της συνείδησης».

Για την έννοια του «unus mundus» λέει σ’ ένα γράμμα ο Γιουνγκ:

«Έχουμε… κάθε λόγο να αποδεχθούμε, ότι υπάρχει μόνον ένας κόσμος, στον οποίον ψυχή (Psyche) και ύλη είναι ένα και το ίδιο πράγμα, που το διακρίνουμε για τον σκοπό της γνώσης».

Η πρωτογενής (πρωταρχική) πραγματικότητα είναι αμέριστη, πρέπει εμείς να τη μερίσουμε. Σ’ ένα γράμμα στον Χάιζενμπεργκ τονίζει ο Πάουλι αυτήν τη συνάρτηση μεταξύ θραύσης της συμμετρίας και τομής με τα λόγια:

«Διχοτόμηση και μείωση της συμμετρίας, αυτή είναι η ουσία. Η διχοτόμηση είναι μια πολύ παλιά ιδιότητα του διαβόλου».

5. Για την τομή της φυσικής των κβάντων απ’ τον Χάιζενμπεργκ.

Οι εννοιολογικά και μαθηματικά με ακρίβεια διατυπούμενες στην κβαντική θεωρία σχέσεις συμπλήρωσης τού καθαρά υλικού κόσμου υποβάλλουν, να υπερνικηθή με παρόμοιον τρόπο ο ιστορικός δυαδισμός σώματος-ψυχής, όπως έχει υπερνικήσει η μοντέρνα φυσική τον ιστορικό δυαδισμό κύματος-σωματιδίων της παλιάς φυσικής των κβάντων.

Λέγεται συχνά στην εκλαϊκευμένη φιλολογία για τη φυσική των κβάντων, ότι η συμπερίληψη του «ανθρώπινου» παρατηρητή είναι ένα ουσιαστικό και καινούργιο χαρακτηριστικό αυτής της φυσικής. Εκφρασμένο σ’ αυτήν τη μορφή, είναι παραπλανητικό. Ακριβώς όπως και στην κλασσική φυσική έχει ο πειραματιστής την ελευθερία, να διαλέξη την πειραματική διάταξη. Άλλες ιδιότητες του παρατηρητή είναι και στην κβαντική φυσική ασήμαντες. Με τα σαφή λόγια του Βόλφγκανγκ Πάουλι:

«Εντός τής φυσικής δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθή όμως άμεσα η έννοια της συνείδησης, καθώς μπορούμε να σκεφτούμε ως μέσο παρατήρησης κι ένα αυτόματο καταχωρητικό μηχάνημα. Απ’ αυτό πρέπει να αποδεχτούμε μόνον, ότι είναι περιγραπτό στη συνήθη γλώσσα, συμπληρωμένη ενδεχομένως με την ορολογία της κλασσικής φυσικής».

Και σε άλλο σημείο:

«Αφού έχει διαλέξει μια φορά την πειραματική του διάταξη ο φυσικός παρατηρητής, δεν έχει πια καμμιάν επίδραση πάνω στο αποτέλεσμα, το οποίο υφίσταται, αντικειμενικά καταχωρημένο, προσιτό σε όλους. Υποκειμενικές ιδιότητες του παρατηρητή ή η ψυχική του κατάσταση εισέρχονται στους φυσικούς νόμους εξίσου λίγο όπως και στην κλασσική φυσική».

Διαβεβαιώνεται δυστυχώς συχνά – χωρίς γνώση της πρωτότυπης φιλολογίας για τα πειραματικά δεδομένα – το αντίθετο στη φιλοσοφικά και ψυχολογικά προσανατολισμένη φιλολογία, ότι τυχόν προκαθορίζουν οι ψυχικές προϋποθέσεις, με τις οποίες αρχίζει ο φυσικός ένα πείραμα, το αποτέλεσμά του. Πρέπει να επιμείνουμε γι’ αυτό κατηγορηματικά, ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ούτε ένα φυσικο-επιστημονικά αναγνωρισμένο πείραμα, που να παρουσιάζη μιαν υπερβαίνουσα την προκαθορισμένη με την ελευθερία της βούλησης του πειραματιστή εκλογή των όρων του πειράματος, επίδραση της ψυχής στο αποτέλεσμα ενός κβαντο-φυσικού πειράματος. Προς συζήτηση του προβλήματος παρατήρησης έχουν εισάγει οι φυσικοί την επονομαζόμενη τομή του Χάιζενμπεργκ . Η κβαντική φυσική είναι ακόμα πάντα μια καρτεσιανή επιστήμη και προϋποθέτει σιωπηρά έναν αυστηρό χωρισμό πνεύματος και ύλης. Το αποφασιστικό καινούργιο σημείο απέναντι στην κλασσική φυσική είναι, ότι εξαρτάται ένα παρατηρηθέν φαινόμενο απ’ τη διανομή σε παρατηρηθέν σύστημα και μέσο παρατήρησης. Ο Χάιζενμπεργκ μιλάει σαφώς για υλικά μέσα παρατήρησης και όχι για «ανθρώπινους» παρατηρητές:

«Η τομή ανάμεσα στο υπό παρατήρηση σύστημα και τα μηχανήματα μέτρησης παρέχεται φυσικά μέσα απ’ τη θέση των ερωτημάτων μας, δεν δηλώνει όμως προφανώς καμμιάν ασυνέχεια του φυσικού συμβάντος. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι ελεύθερα εκλέξιμη μέσα σε ορισμένα όρια η θέση της τομής: και η συμπεριφορά του μηχανήματος μέτρησης δεν πρέπει να αντιφάσκη ασφαλώς στους νόμους της μηχανικής των κβάντων».

Το ουσιαστικό σημείο δεν είναι ο «ανθρώπινος» παρατηρητής, αλλ’ ότι στην κβαντοφυσική η τομή του Χάιζενμπεργκ ανάμεσα στο εξεταζόμενο υλικό αντικείμενο και το υλικό όργανο μέτρησης δεν είναι βασικά αποφευκτή, δεν είναι όμως και καθορισμένη απ’ τον φυσικό νόμο. Η θέση αυτή οδηγεί στην καινούργια έναντι της κλασσικής φυσικής δυνατότητα ισότιμων βασικά , αλληλοαποκλειόμενων όμως συμπληρωματικών περιγραφών της φύσης . Μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση δείχνει, ότι συμπληρωματικές περιγραφές δεν είναι μόνο δυνατές, αλλά και αναγκαίες: ο υλικός κόσμος μπορεί να εννοηθή πλήρως μόνο μέσα από ένα πλήθος συμπληρωματικών περιγραφών. Κάθε μια είναι σωστή, καμμιά δεν αρκεί από μόνη της, είναι όλες αναγκαίες. Λανθασμένη γίνεται μια περιγραφή, μόλις διαβεβαιωθή ως η μοναδικά αληθινή. Μόνον η ολότητα όλων των συμπληρωματικών περιγραφών μπορεί να αντιπροσωπεύση την αμέριστη (αδιαίρετη) υλική πραγματικότητα.

Η αναγκαιότητα συμπληρωματικών περιγραφών είναι μια συνέπεια της ίδιας της φύσης της υλικής πραγματικότητας, και δεν μπορεί να αναχθή σε τυχόν επιδράσεις της ψυχής ή περιορισμούς του μετρητικού μας εξοπλισμού. Η δομή τού κόσμου, που για να εκφραστή, πρέπει να περιγραφή συμπληρωματικά, αντανακλά μιαν ολικήν όψη της υλικής φύσης . Ολική σημαίνει εδώ κάτι, που δε ν συνίσταται από μέρη, μπορεί όμως αναμφίβολα να διαιρεθή μέσω βίαιων επεμβάσεων ή μέσω καταπίεσης ορισμένων όψεων σε μέρη. Η συμπληρωματικότητα είναι μια συνέπεια του μη μονοσήμαντου τέτοιων βεβιασμένων διανομών.

Η ιδέα ενός αμέριστου κόσμου βρίσκεται σε αντίθεση προς την πολωτική πραγματικότητα της συνείδησής μας, που απαιτεί πάντα έναν χωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου. Αυτή η βεβιασμένη διχοτόμηση δημιουργεί κατ’ αρχάς τόσο τα εμπειρικώς απομονούμενα φαινόμενα όσο και τις εικόνες στον εσωτερικό μας χώρο των ιδεών. Η σημερινή κβαντοφυσική εργάζεται πάντοτε ακόμη με την παραδοσιακή καρτεσιανή τομή, συζητά όμως το υλικό μέρος από μιαν ολική (ολιστική) όψη. Αυτό σημαίνει, ότι όλες οι πραγματικά υπάρχουσες συσχετίσεις των κβάντων ανάμεσα στο υλικό αντικείμενο και τα υλικά μέσα παρατήρησης καταπιέζονται και συσκοτίζονται με την τομή του Χάιζενμπεργκ. Στην αργκό της κβαντομηχανικής μιλάει κανείς για μια «θραύση της ολιστικής συμμετρίας της ύλης» ή μιαν «επιστημική θραύση συμμετρίας». Μπορούμε να ανακαλύψουμε τις διάφορες συμπληρωματικές όψεις ενός συστήματος κβάντων, αν εφαρμόσουμε αλληλοαποκλειόμενους πειραματικούς όρους. Τέτοιες συμπληρωματικές περιγραφές του υλικού κόσμου είναι απολύτως αντικειμενικές (με την έννοια του διυποκειμενικά σωστού), γιατί όταν έχουμε αποφασίσει μια φορά για μιαν ορισμένη οπτική, κατασκευάζεται στο πλαίσιό της μια αντικειμενική πραγματικότητα.

6. Συμπληρωματικές τομές στην περιοχή ψυχής-ύλης.

Η κβαντομηχανική είναι μια θεωρία της ύλης και δεν κάνει ως τέτοια δηλώσεις στο πρόβλημα πνεύμα/ύλη. Το γεγονός όμως, ότι η κβαντομηχανική είναι μια ολιστική θεωρία, που μπορεί να αντιληφθή τους ελεύθερους από αντίφαση αλληλοαποκλειόμενους τρόπους θεώρησης, υποβάλλει, πως οι συμπληρωματικές σχέσεις που έρχεται εδώ η σειρά τους θα μπορούσαν να έχουν μιαν εξικνούμενη πέρα απ’ τη φυσική ισχύ. Ερευνούσε σ’ ένα γράμμα της 10ης Αυγούστου 1954 στον Μάρκους Φίρτς ο Πάουλι:

«Θα μπορούσε βέβαια να ισχύη, ότι δεν χειριζόμαστε “σωστά” την ύλη, θεωρημένη π.χ. με την έννοια της ζωής, όταν την παρατηρούμε έτσι όπως το κάνουμε στην κβαντομηχανική, παραβλέποντας δηλαδή εντελώς εκεί την εσωτερική κατάσταση του “παρατηρητή” … Η περίφημη “ατέλεια (ελαττωματικότητα)” της κβαντομηχανικής (Άινσταϊν) υπάρχει βέβαια κάπου-κάπως πράγματι, εντελώς όμως μη αιρέσιμη φυσικά μέσω επιστροφής στην κλασσική φυσική πεδίου (αυτό είναι μόνο μια “νευρωτική παρανόηση” του Άινσταϊν), έχει πολύ περισσότερο να κάνη με ολιστικές σχέσεις ανάμεσα στο “μέσα” και το “έξω”, τα οποία δεν περιλαμβάνει η σημερινή φυσική επιστήμη (τα έχει όμως προδιαισθανθή η αλχημεία…)».

Στην εργασία του για τον Κέπλερ μιλά ο Πάουλι για μια «διαφεύγουσα απ’ την αυθαιρεσία μας (ελεύθερη βούλησή μας) τάξη του Κόσμου (Kosmos)», στην οποίαν τόσο η ψυχή τού καθενός όσο και αυτό που γνωρίστηκε στην παρατήρηση υποτάσσονται σε μιαν αντικειμενικά προμνησθείσα τάξη» και λέει μετά στο τέλος της εργασίας: «Θα ήταν κατά το πλείστον ικανοποιητικό, αν μπορούσαν να εννοηθούν ως συμπληρωματικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας η Φύση και η Ψυχή (Physis und Psyche)». Αυτήν τη συνειδησιακά μεταφυσική, άχρονη ενότητα πίσω απ’ τον κόσμο της πολλαπλότητας έχει χαρακτηρίσει, στηριγμένος στην έννοια του «ενός κόσμου» του αλχημιστή Gerhard Dorn (γύρω στα 1600), ως unus mondus ο Γιουνγκ. Θα είχε αναιρεθή έτσι ο δυαδισμός ψυχής και ύλης σ’ ένα περιέχον τρίτο.

Ένα πρώτο βήμα στο όραμα του Πάουλι της συμπληρωματικότητας ψυχής και ύλης είναι η ιδέα, ότι η τομή ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη δεν είναι, ανάλογα όπως η τομή του Χάιζενμπεργκ ανάμεσα στο υλικό αντικείμενο και τα υλικά μέσα παρατήρησης, a priori (εξ αρχής) προσδορισμένη. Αυτό σημαίνει, πως μια διχοτόμηση του unus mondus σε ψυχή και ύλη είναι αναπόφευκτη, αλλά αιρετή (εκλέξιμη) από ’μάς μέσα σε ορισμένα όρια. Υπάρχει μια αντίστοιχη παρατήρηση σ’ ένα γράμμα του Πάουλι στον Γιουνγκ:

«… Παρ’ όλο που πέραν τούτου η θέση της “τομής” μεταξύ συνείδησης και ασυνείδητου επαφίεται (μέχρις έναν ορισμένον τουλάχιστον βαθμό) στην ελεύθερη εκλογή του “ψυχολογικού παρατηρητή”, μένει η ύπαρξη αυτής της “τομής” μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Το “παρατηρηθέν σύστημα” θα αποτελούνταν άρα απ’ τη σκοπιά της ψυχολογίας όχι μόνον από φυσικά αντικείμενα, αλλά θα συμπεριλάμβανε το ασυνείδητο, ενώ στη συνείδηση θα απόκεινταν ο ρόλος του “μέσου παρατήρησης”».

Η τομή αυτή δεν είναι η παραδοσιακή καρτεσιανή τομή. Αν βλέπω σωστά, είναι στον Ντεκάρτ η τομή μεταξύ res cogitans και res extensa θεόσδοτη. Απ’ τη δική μας όψη, είναι μεν η ρήξη της ολιστικής συμμετρίας του unus mundus αναγκαία, όχι όμως εκ των προτέρων προσδιορισμένη. Είναι αναμενόμενο, ότι υπάρχουν πολλές, διαφορετικές, ισότιμες κατ’ αρχήν (βασικά) τομές. Και τα δυό μέρη, που γεννιούνται μέσα από μιαν τέτοια ρήξη συμμετρίας του unus mundus, θα εμφανίζουν τόσο υλικές όσο και ψυχικές όψεις και δεν επιτρέπεται να ταυτιστούν απλώς με το πνεύμα και την ύλη ή τη res cogitans και τη res extensa. Διαφορετικές ρήξεις συμμετρίας του unus mundus θα οδηγούσαν τότε σε αλληλοαποκλειόμενες, λογικά όμως μη αντιφατικές, συμπληρωματικές όψεις του κόσμου.

Αν θεωρήση καποιος την κβαντομηχανική ως κατ’ αρχήν (βασικά) καθολικώς έγκυρη για ολόκληρη την υλική περιοχή, τότε είναι κατ’ αρχάς μια ολιστική θεωρία της ύλης, που δεν γνωρίζει a priori καμμιά διάκριση μεταξύ υλικού αντικειμένου και υλικού εξοπλισμού μέτρησης. Η περιγραφείσα μέσω του συμβολισμού της κβαντομηχανικής άρρηκτη ολότητα του υλικού κόσμου είναι προσδιοριστική . Αν θέλη να συνδέση κανείς αυτήν τη θεωρία με φυσικά πειράματα, τότε πρέπει να θραύση την ολιστική δομή της ύλης με μιαν τομή του Χάιζενμπεργκ. Η τομή αυτή ορίζει αντικείμενο και εξοπλισμό παρατήρησης και οδηγεί αναπόφευκτα σε μιαν μη αναγόμενη, μη προσδιοριστική περιγραφή, η οποία επιτρέπει πια μόνο δηλώσεις πιθανοτήτων. Ακριβώς ανάλογα, όπως εξαλείφει αυτή η τομή του Χάιζενμπεργκ τον προσδιορισμό του άρρηκτου κβαντικού κόσμου, έτσι καταστρέφει (αχρηστεύει) η ρήξη συμμετρίας του unus mundus την εννοιολογική ανταπόκριση ανάμεσα στα δυό ημίσεα, που μπορούν να χαρακτηριστούν κρυπτογραφικά ως πνευματικού είδους και υλικού είδους.

(συνεχίζεται)

Αμέθυστος

4 σχόλια:

amethystos είπε...

ΑΚΟΥ ΓΝΩΣΤΗ ΤΟΥ ΣΧΙΖΟΕΙΔΟΥΣ :

ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τ.1, Ευάγριος, Περί διακρίσεως παθών καί λογισμών.
....
7. Οι διαφορές μεταξύ των αγγελικών, των ανθρωπίνων και των δαιμονικών λογισμών, αφού μελετήσαμε πολύ και παρατηρήσαμε, καταλάβαμε ότι είναι οι εξής: Οι αγγελικοί εξετάζουν τις φύσεις των πραγμάτων και ερευνούν και εξιχνιάζουν τους πνευματικούς λόγους τους. Για παράδειγμα. για ποιο λόγο έγινε ο χρυσός και γιατί είναι σπαρμένος σας άμμος βαθιά μέσα στη γη και βρίσκεται με πολύ κόπο. Και πως, αφού βρεθεί πλένεται με νερό, μπαίνει στη φωτιά και τότε παραδίνεται στους τεχνίτες για να κατασκευάσουν τη λυχνία της σκηνής του μαρτυρίου και το θυμιατήριο και τα μικρά θυμιατήρια και τις κούπες(19), από τις οποίες μετά τη χάρη του Σωτήρα σ' εμάς, δεν πίνει πλέον ο βασιλιάς της Βαβυλώνας(20). Ενώ του Κλεόπα η καρδιά καίγεται από αυτά τα μυστήρια(21).
Ο δαιμονικός λογισμός ούτε τα γνωρίζει αυτά, ούτε τα καταλαβαίνει. Φέρνει με αναίδεια στο νου μόνη την απόκτηση του χρυσού και προλέγει την τροφή και τη δόξα που θα προκύψει από αυτόν. Ο ανθρώπινος πάλι λογισμός ούτε την απόκτηση του χρυσού ζητάει, ούτε εξετάζει τίνος σύμβολο είναι ο χρυσός, αλλά απλώς φέρνει στο νου τη μορφή του, χωρίς πάθος και πλεονεξία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα πράγματα, όπου το λογικό, σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, γυμνάζεται μυστικά.

Σού ξέφυγε μάλλον καί η ανθρώπινη φύσις καί ο άνθρωπος. Τρέχα γύρευε τώρα... Καί η αρχαία ψυχική τέχνη δέν έχει καμία σχέση μέ τη σύγχρονη ψυχολογία.
Καί να πάψεις να μάς απειλείς, μαφιόζε.

amethystos είπε...

Δώσε ευκαιρία στον αμόρφωτο να γίνει αγράμματος, δώσε ευκαιρία στον ανόητο να γίνει βάρβαρος, δώσε ευκαιρία στον φανατισμένο να γίνει ζηλωτής.

amethystos είπε...

Οι ανόητοι είναι μεθυσμένοι πρίν αρχίσουν να πίνουν μπύρες.

Ανώνυμος είπε...

Αμέθυστε και ανώνυμε,

χωρίς να θέλω να ρίξω λάδι στην φωτιά...

..μου αρέσει η 'διαμάχη' σας!

Μου αρεσουνε τα σχόλια που γραφετε ο ενας ΄εναντίον΄ του άλλου!

Διαφωνία σε ενα διαφορετικό επίπεδο!

:)

Μυρμιδόνας