Συνέχεια από : Δευτέρα, 4 Οκτωβρίου 2010
Κεφάλαιο 11ο
Η θεά Ίσις
Θα μπορούσε ν’ αναρωτηθή κανείς, γιατί ένα θείο και συγκλονιστικό γεγονός όπως η επαναμεταμόρφωση του Λούκιου σ’ ένα ανθρώπινο ον έπρεπε να εκτελεσθή με τόσο σοκαριστικό δημόσιο τρόπο; Οι τελευταίες γραμμές του βιβλίου θα μπορούσαν να δώσουν μιαν υπόδειξη. Ο Λούκιος μιλάει για τον εαυτόν του ως ιερέα της Ίσιδας: «…αυτός (ο Όσιρις) με εξύψωσε απ’ το κοινό πλήθος τών υπηρετών του στον σύλλογο των παστοφόρων, με εξέλεξε μάλιστα ακόμα και σε έναν απ’ τους επί πενταετίαν κατέχοντες το αξίωμα προϊσταμένους του. Άφησα πάραυτα να μου κουρέψουν πάλι τελείως τα μαλλιά˙ και χωρίς να κρύβω καθ’ οιονδήποτε τρόπο το κουρεμένο μου κεφάλι, εισήλθα γεμάτος χαρά σ’ αυτό το πολύ αρχαίο συμβούλιo (Kollegium), που είχε ήδη ιδρυθή στα χρόνια του Σύλλα (Sullas)» (σ.σ.: Οι παστοφόροι ήταν ιερείς, οι οποίοι έφεραν τα ιερά αντικείμενα στη λιτανεία). Το κεκαρμένο μέρος τής κεφαλής υποδηλώνει την υπηρεσία της Ίσιδας, γιατί όλοι οι ιερείς καi αφιερωμένοι είχαν το κουρεμένο κρανίο, ακριβώς όπως οι μοναχοί τής καθολικής (λατινικής…) εκκλησίας. Η πρόταση συνεχίζεται μετά, και πολλοί μεταφραστές την παραβλέπουν: «…χ ω ρ ί ς ν α ν τ ρ έ π ο μ α ι γ ι’ α υ τ ό». Εδώ βρίσκεται το κλειδί για την ερώτηση, γιατί πρέπει να εκτελεστή δημόσια η επαναμεταμόρφωση.
Μια θρησκευτική εμπειρία σημαίνει μιαν εμπειρία ολότητας, απ’ την οποία δεν επιτρέπεται να είναι τίποτα αποκλεισμένο. Για έναν σκωπτικό διανοούμενο φοβιτσιάρη όπως ο Λούκιος θα σήμαινε ύψιστο θάρρος, να σταθή με τα εσωτερικά του θρησκευτικά αισθήματα και με τη μεταμόρφωσή του μπροστά στο κοινό, ακόμα και το να μείνη, μπροστά στις ειρωνίες της μορφωμένης ρωμαϊκής κοινωνίας, στην οποίαν ανήκε, πιστός απέναντι σε μιαν απερίσκεπτη συλλογική στάση, που ήταν προηγουμένως και δική του. Κάνει έτσι την εσωτερική του εμπειρία κάτι το ολόκληρο, αποκλειόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο απ’ την κοινωνική κενοδοξία και τον διανοητισμό. Αυτά ταιριάζουν όλα και στη στάση του συγγραφέα Απουλήιου.
Γράφεται στη Βίβλο, πως ο άνθρωπος, που βρίσκει τον μαργαρίτη, τη βασιλεία των ουρανών, την κρύβει πάλι ξανά (σ.σ.: Ματθ. ιγ΄ 44-46). Π ρ έ π ε ι να κρυφτή κι έχει μόνον αξία, αν τη φυλάξη κανείς εσωτερικά και δεν αναγγείλη τίποτα γι’ αυτό δημόσια, δεν θεμελιώση καμμιάν καινούργιαν αίρεση (Sekte) ή επιχειρήση, να προσηλυτίση άλλους ανθρώπους. Και ο Απουλήιος δεν μιλά ακριβέστερα γι’ αυτό, το οποίο έζησε κατά την κάθοδό του στον κάτω κόσμο. Τελειώνει με τρεις σύντομες φράσεις: «ότι κατέβηκε στον κάτω κόσμο, ότι είδε τον ήλιο τού μεσονυχτίου κι ότι επέστρεψε στο κατώφλι του πάνω κόσμου». Φυλάει απόλυτη σιωπή για τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της μύησης, κι αυτό είναι σωστό. Αυτό είναι το κρύψιμο τού «μαργαρίτη», του πολύτιμου αντικείμενου, που δεν πρέπει να το δείξη κανείς σε κανέναν, παρά μόνο, σύμφωνα με μιαν εσωτερική προσταγή. Αυτό όμως δεν σημαίνει απ’ την άλλην πλευρά, ότι δεν θά ’πρεπε να συμμετέχη πια κανείς στις γενικές κοινωνικές δραστηριότητες. Πρέπει να εμμένη μόνον κανείς με σταθερήν ειλικρίνεια στην ίδια του την εσωτερική εμπειρία, χωρίς να τη γνωστοποιή δίχως ανάγκη, αλλά και χωρίς να την αρνείται. Αν γίνη αποδεκτό αυτό το θείο βίωμα με σοβαρότητα, γνησιότητα και θάρρος, είναι μια μετατροπή ή μια «μεταμόρφωση» («Metamorphose»), μια βαθύτατη μεταβολή ολόκληρης της ύπαρξης. Αυτό θα καταστή τότε ήδη αντιληπτό σε λεπτομέρειες της συμπεριφοράς και θα έχη αποτελέσματα στην κοινωνική ζωή.
Δυό τρόπους συμπεριφοράς θά ’πρεπε λοιπόν να αποφεύγη κανείς, να μη θέλης κατ’ αρχάς να διηγηθής με κάθε θυσία την εμπειρία σου σε κάποιον, γιατί αυτό κρύβει τον κίνδυνο, να επενεργήσης ακατανόητα και γελοία. Προκύπτει συχνά σ’ έναν πληθωρισμό, όταν πρέπη να εντυπωσιαστή από κενοδοξία το περιβάλλον και χάνονται έτσι όλα όσα έχουν δωρηθή. Είναι εξίσου λανθασμένο όμως απ’ την άλλην πλευρά, να θέλης να τα κρατήσης όλα για τον εαυτό σου και να περνάς εξωτερικά ως ο ίδιος παλιός διανοούμενος ή ευσεβής Φαρισαίος ή οτιδήποτε κι αν ήταν κανείς προηγουμένως.
Μπορεί να κρύβη κανείς όσο είναι δυνατόν τη θεϊκή εμπειρία κάτω απ’ την «persona» (σ.σ.: Στην αρχαιότητα ήταν η persona η μάσκα του ηθοποιού. Ο Γιουνγκ χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για τον κοινωνικό ρόλο του ατόμου, με τον οποίον προσπαθεί μερικές φορές λανθασμένα να ταυτιστή…), αν προκύψη όμως μια οποιαδήποτε εσωτερική εντολή, να την αποκαλύψη, θά ’πρεπε να το κάνη κανείς κι αυτό θαρραλέα. Θα μπορούσε να παρακινηθή π.χ. κανείς να πη: «Δεν θα το κάνω αυτό το πράγμα αύριο», όπου δεν είναι αναγκαίο να προσθέση, ότι πράττει έτσι βασισμένος σ’ ένα όνειρο, ή να παρουσιάση μιαν εσωτερικήν αιτία. Μπορεί όμως να συμβή, να λάβη κανείς μιαν εσωτερικήν οδηγία, να σηκωθή τώρα και να πη, αυτό που σκέφτεται, ακόμα κι αν αυτό του αποφέρη ένα οποιοδήποτε είδος καταδίωξης. Μπορεί να οδηγηθή π.χ. κάποιος, να καταπολεμήση μια συλλογική αδικία, χωρίς να θεωρήση γι’ αυτό ως τον μεγάλο σοφό τον εαυτό του, που η αποστολή του είναι ο διαφωτισμός των άλλων, ούτε και να ποζάρη ως μάρτυρας. Θα έχη φυσικά πάντα την τάση ο εσωστρεφής, να αποκρύψη υπερβολικά τα πράγματα στον εαυτό του, κι ο εξωστρεφής, να τα φλυαρήση κατά κόρον. Είναι και τα δυό λάθος. Η ταλάντευση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυό ρυθμούς ανήκει στην επενέργεια του Ταυτού, αν είχε κατανοηθή σωστά η εσωτερική εμπειρία. Γενικά δίνουν τα όνειρα σαφώς σε κάποιον να καταλάβη, πώς πρέπει να πράξη. Καθορίζει το Ταυτό, πότε πρέπει να εγκαταλείψη κανείς το μυστικό και πότε να το αποσιωπήση.
Είναι πολύ σημαντικό, ότι ο Απουλήιος, που διατηρούσε μια δειλία, να εγγυηθή για μιαν αφελή αισθηματική εμπειρία, έπρεπε να προσέλθη μπροστά στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπου και θα κατευθύνονταν σίγουρα όλα τα φιλόφρονα, μικρά ειρωνικά γέλια και τα αιχμηρά σχόλια των άλλων επάνω του. Οι ειρωνίες, ο διανοητισμός κι ο αισθητισμός ήταν οι προηγούμενοι αμυντικοί μηχανισμοί του απέναντι στις συγκινήσεις. Το να σταθή ανοιχτά σ’ αυτό θα ήταν άρα η απόδειξή του για μιαν πλήρη αποδοχή. Αυτήν τη φορά δεν είναι μόνον ένα καινούργιο μικρό γαργάλισμα των νεύρων, που θα μπορούσε το κρατήση για τον εαυτό του, ώστε να συνεχίση όπως πρωτύτερα στην προηγούμενη εξωτερική ζωή του. Η Ίσις γνώριζε τί έκανε, όταν του επέβαλε τη δημόσια ομολογία.
Τίθεται τώρα το ερώτημα, γιατί προκύπτει η λύτρωση του Λούκιου ακριβώς μέσα από μιαν α ι γ υ π τ ι α κ ή μυστηριακή λατρεία και γιατί είχε το μυστήριο της Ίσιδας και του Όσιρι μιαν τόσο λυτρωτική δύναμη γι’ αυτόν. Γιατί όχι η χριστιανική ή η λατρεία του Μίθρα; Ξεύρουμε, πως ο Απουλήιος γνώριζε πολλά και για τις άλλες μυστηριακές λατρείες κι ότι θά ’πρεπε να είχε γι’ αυτό έναν προσωπικό λόγο, γιατί προσελκύστηκε και συγκινήθηκε περισσότερο απ’ την αιγυπτιακή. Λόγω του μητρικού του συμπλέγματος, μια καθαρά πατριαρχική μυστική λατρεία με το αρσενικό αρχέτυπο της εικόνας του θεού στο προσκήνιο δεν θα είχε σημάνει πολλά γι’ αυτόν. Θα μπορούσε να ήταν αρχικά μια βοήθεια γι’ αυτόν, αν είχε εισέλθει σε μιαν αρσενική λατρεία, όπως η λατρεία του Μίθρα, αντί να πέση στα χέρια των ληστών. Τώρα όμως, που πρόκειται για το να φτάση στο βάθος του μητρικού του συμπλέγματος και να πραγματοποιήση τη βαθύτατη σημασία του, δεν θα συζητείτο η λατρεία του Μίθρα ή η χριστιανική θρησκεία, που έχουν κι οι δυό ένα πατριαρχικό χαρακτηριστικό. Ένας άλλος λόγος, που θα μπορούσε να έχη παίξει έναν ορισμένον ρόλο, ήταν το ότι καταγόταν ο Απουλήιος απ’ τη βόρεια Αφρική κι ότι όλος ο αφρικανικός πολιτισμός βρίσκονταν τότε κάτω απ’ την κυριαρχία της Αιγύπτου.Αν εμφανίζεται λοιπόν τώρα η λατρεία απ’ το ασυνείδητο σ’ αυτήν την αιγυπτιακή χαρακτηριστική έκφραση, ενεργεί σ’ αυτό ξανά το πατρικό του έδαφος. Είναι συνδεδεμένες οι πρώιμες παιδικές του αναμνήσεις μ’ αυτό το βίωμα. Είναι οι «ρίζες» του, για να υπαινιχθούμε μοντέρνα παραδείγματα.
Πριν μπορέσουμε όμως να απαντήσουμε περαιτέρω στο ερώτημα, πρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο και τη σημασία της λατρείας της Ίσιδας και του Όσιρι στην όψιμη αιγυπτιακή θρησκεία, στην οποίαν έπαιζε βέβαια πάντα ακόμα έναν ρόλο η θεά, ανέλαβε όμως μόνο στο τέλος της αιγυπτιακής θρησκείας την απόλυτη κυριαρχία.
Ο Χέλμουτ Γιάκομπσον υπερασπίστηκε στο εξέχον δοκίμιό του την άποψη, ότι υπάρχει μια εξέλιξη στην τρισχιλιετή διάρκεια ζωής αυτής της θρησκείας, που φαίνεται να αποπερατώνεται στο εσωτερικό τού χριστιανικού πολιτισμού. Φαίνεται, σαν να πρόκειται για το αρχέτυπο της εξέλιξης θρησκευτικών ιδεών, όπως ζωντάνεψαν περίπου στην αρχή της εποχής του δικού μας πολιτισμού. Αφού έχει εξάρει την αναλογία (Analogie) ανάμεσα στην αιγυπτιακή και τη χριστιανική Τριάδα, παρατηρεί ο Γιάκομπσον, ότι υπάρχουν στην εκπόρευση και συνειδητοποίηση ενός θεού δυό βασικοί ρυθμοί. Ο πρώτος ρυθμός θα ήταν η εκπόρευση και δημιουργία, ο δεύτερος η φάση της υποχώρησης και συμπερίληψης του αποχωρισμένου. Ο ρυθμός του Μπράμα θα αντιστοιχούσε π.χ. στη διαστολή, αυτός του Άτμαν, ως επαναταλαντευόμενη ροπή, στη συστολή, το οποίο παραδειγματίζεται στην Ινδία μερικές φορές με μιαν αράχνη, που κλώθει ένα δίχτυ και το απορροφά πάλι μετά. Ο θεός χάνεται μέσα στην ίδια του τη δημιουργία, αποσύρεται με μιαν αντίστροφη ενέργεια και συνειδητοποιεί έτσι τον ίδιον του τον εαυτό. Η ύψωση του Όσιρι στην όψιμη αιγυπτιακή θρησκεία θα αντιστοιχούσε στη συστολική ενέργεια, στην απόσυρση του θεού απ’ τη δημιουργία του, στην αυτο-επανα-συμπύκνωσή του και συνειδητοποίηση. Ενώ πρόκειται στην Ινδία για έναν κύκλο, που εκτείνεται σε δισεκατομμύρια χρόνια, περιέχει ο αιγυπτιακός μύθος ένα νέο στοιχείο της εξέλιξης, όπου η «επάνοδος» δεν μοιάζει (δεν ισοδυναμεί) με την πρώτην εμφάνιση. Δεν είναι απλώς μια επανάληψη, κι ούτε κυκλική, αλλά κινείται σε μια σπείρα, που λαμβάνει την ποιότητά της μέσα απ’ την ομοιότητα τού αναστημένου Όσιρι προς τον Ρα˙ προστίθεται κάτι στη θεότητα, το οποίο εισάγει σ’ αυτήν ως νέο την ανθρώπινη ατομικότητα.
Το συμβάν επαναλαμβανόταν στην εμφάνιση κάθε νέου βασιλιά-ήλιου. Όταν πέθαινε στην Αίγυπτο ο Φαραώ, γινόταν Όσιρις. Μετά ερχόταν η μορφή τού διαδόχου, που έπρεπε να διευθύνη όλα τα ιερά τελετουργικά και να αναλάβη τον ρόλο του ιερέα του Σεμ, κι άνοιγε μ’ ένα σιδερένιο αγκίστρι το στόμα του νεκρού, ώστε να μπορή να τρώη, να πίνη και να μιλά ο πεθαμένος στον άλλον κόσμο.
Τί θα σήμαινε αυτό ψυχολογικά; Ας μας επιτραπή να συγκρίνουμε αυτόν τον μύθο με την εξέλιξη, που λαμβάνει χώρα σε μιαν ανθρώπινη ύπαρξη. Ένας άνθρωπος ταυτίζεται κατ’ αρχάς στην ζωή του με την αρχή της συνειδητότητας και ιδιοποιείται τη σημασία της: ξεύρει να χαλιναγωγή τις ίδιες τις ορμές του, μπορεί να εργάζεται, να αναπαράγη το είδος του, γίνεται, εν συντομία, ένα κοινωνικά προσαρμοσμένο Εγώ. Αντιπροσωπεύει κατά ελάχιστον τρόπο την εξέλιξη τής θεότητας του ήλιου. Αισθάνεται πως «Εγώ είμαι», «Εγώ σκέπτομαι». Πιστεύει πως είναι κύριος των σκέψεών του και θεωρεί τον εαυτό του για έναν μικρόν ήλιο. Για την περίπτωση, ότι πέφτει στην πορεία της ζωής του σε μια θλίψη, το εξισώνει με μια δύση του ήλιου: Όλες οι αξίες του έχουν εξαφανιστή, δεν ξεύρει πια τί σκέφτεται, κι αμφιβάλλει ακόμα και για το ποιος είναι. Θα αντιστοιχούσε αυτό στον θάνατο τού βασιλιά-ήλιου σ’ αυτόν τον κόσμο. Ως αναλυτής προσπαθεί τότε κανείς, να τον βοηθήση πρώτα απ’ όλα ν’ αντέξη μέχρι τέλους. Μια ορισμένη εσωτερική διάθεση είναι στη διάρκεια αυτού του σταδίου απαραίτητη, και θα την παρομοίαζα με τον Χόρους τον νεώτερο: Είναι η εικόνα μιας συνείδησης, που επιζή στον εσωτερικό θάνατο και επενεργεί πάνω στον «νεκρό βασιλιά», την παλιά μορφή ζωής. Προξενεί έτσι ο Χόρους «την ανάσταση του πατέρα του».
Στην αναλυτική λειτουργία θα αντιστοιχούσε αυτό σε μιαν ψυχολογική στάση, που έχει αρκετή δραστηριότητα του Εγώ, ώστε να λέη: «Θα καταγράψω τα όνειρά μου (το άνοιγμα του στόματος), γιατί πρέπει να μου διαβιβάση η θλίψη, τί είδους είναι». Όταν επαγρυπνή κανείς σε μια βαθειά θλίψη όπως σ’ ένα νεκρό στάδιο για τον ίδιο του τον εαυτό, είναι στην πραγματικότητα το Ταυτό, το οποίο τρέφει και προστατεύει κάποιον σ’ αυτό το στάδιο. Πρόκειται για τον Χόρους, που αντιπροσωπεύει αυτήν την ψυχολογική στάση τη στιγμή του απόλυτου σκοταδιού. Στις μέρες του ενδιάμεσου βασιλείου, μετά τον θάνατο ενός Φαραώ, μπορούσε ο καθένας στην Αίγυπτο επί τρεις μέρες να κλέβη και να φονεύη, όπως ήθελε. Δεν υπήρχαν πια καθόλου νόμοι. Μπορούμε να φανταστούμε, τί συνέβαινε τότε. Δεν ξεσπούσε ωστόσο καμμιά πραγματική συλλογική τρέλλα, γιατί επαγρυπνούσε η «μορφή του Χόρους». Αντιπροσωπεύει γι’ αυτό την ψυχολογική ημι-συνείδηση, που εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμα και στη διάρκεια που είναι κάποιος εξωτερικά εξαντλημένος, μέχρι να ξυπνήση η καινούργια συνειδησιακή αρχή.
‘Επαιρνε κι ο θεός Θοτ μέρος στη λειτουργία της ανανέωσης απ’ το ασυνείδητο, αλλά καθώς δεν αναφέρονται ούτε ο Θοτ ούτε ο Άνουβις πιο λεπτομερώς στον Απουλήιο, δεν θέλω να επιληφθώ με τις λειτουργίες τους, αλλά να αναφέρω απλώς και μόνο, ότι έπαιζε ο Σεθ έναν θετικό ρόλο στην ανάσταση του βασιλιά, όταν ήταν συνδεδεμένος με το ανώτερο φως και σκότωνε κάθε νύχτα τα φίδια του Άποφι. Επειδή συνεπενεργούσε έτσι με τον βασιλιά-ήλιο, αντιπροσώπευε περισσότερο την ολοκληρωμένη επιθετικότητα αντί για μόνο την αυτονομία και κτηνωδία τής επίθεσης (προσβολής).
Αυτή η εξέλιξη της αιγυπτιακής θρησκείας μάς εμφανίζεται ως μια προβολή, ένα φαινόμενο της ολοκλήρωσης της ψυχικής ολότητας. Πρόκειται γι’ αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα το φαινόμενο της εξατομίκευσης (σ.σ.: …με τον όρον αυτόν χαρακτηρίζει ο Κ.Γκ.Γιουνγκ την πραγματοποίηση της ολότητας του ατόμου στο Ταυτό…), όμως εδώ έχει προβληθή το φαινόμενο σε μυθικές εικόνες και δράματα της μοίρας των θεών και των βασιλέων. Μπορεί να πη κανείς, πως στην πορεία αυτού του φαινομένου γίνονταν «ο θεός» σταδιακά συνειδητός στην ανθρώπινη ύπαρξη. Στην αρχή αποδέχονταν κανείς για τον Φαραώ, ότι άντεχε εκείνος μέχρι το τέλος αυτό το φαινόμενο, που οδηγεί στην αθανασία, επεκτάθηκε όμως αργότερα στην ολότητα και δεν θεωρούνταν πλέον ως βασιλικό προνόμιο.
Την ίδιαν εποχή, κατά το τέλος του αρχαίου βασιλείου, άρχισε να ζωντανεύη το ασυνείδητο τον μύθο της θηλυκής αρχής, πιθανώς γύρω στο έτος 2500 π.Χ. Αυτή η τελική φάση μοιάζει με κείνην του χριστιανισμού, στην οποίαν έχει αναδείξει ο Πάπας (Πίος ΧΙΙ.) τη θηλυκή αρχή κι έχει διακηρύξει την εις ουρανούς ανάληψη της Παρθένου Μαρίας σε δόγμα. Τότε, όταν έγινε πιεστικό το πρόβλημα της επανασύστασης της ολότητας, ήταν η μοναδική μορφή, η οποία περιείχε την ολότητα και δεν είχε ποτέ διασπαστή σε τρία αντί για τέσσερα, η Ίσις. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι η Ίσις που οδηγεί τον Λούκιο στην ολότητα. Στον μύθο συλλέγει η Ίσις τα οστά του νεκρού Όσιρι και επιτελεί την τελετή της αναγέννησης. Είναι αυτή το όργανο της αναγέννησής του, και γι’ αυτό δείχνουν συχνά αιγυπτιακές σαρκοφάγοι τον νεκρό να αναπαύεται στην αγκαλιά της θεάς-μητέρας. Το φέρετρο και το κάλυμμα έφεραν την εικόνα της˙ ο νεκρός περιμένει στην αγκαλιά της την αναγέννηση. Θα αντιπροσώπευε έτσι ψυχολογικά η Ίσις το συγκινησιακό και αισθηματικό βίωμα της ολότητας, που δείχνει τον δρόμο. Μπορεί να πραγματοποιήση κανείς αργότερα και πνευματικά (διανοητικά) το φαινόμενο, αλλά είναι
α υ τ ή το στοιχείο της θρησκευτικής α ι σ θ η μ α τ ι κ ή ς ε μ π ε ι ρ ί α ς.
Όμως το όλον σημαίνει και κάτι άλλο. Στην περίπτωση ενός άντρα, ο οποίος απωθούσε όπως ο Απουλήιος μέσω ενός αρνητικού μητρικού συμπλέγματος τα αισθήματά του, εμφανίζεται η anima μερικές φορές ως πόρνη, και στο όνειρο ερμηνεύεται αυτό συνήθως ως σεξουαλικότητα ή σεξουαλική φαντασία σε μια σχετικά απρόσωπη βαθμίδα. Έχει συχνά και πράγματι αυτήν τη σημασία, έχω όμως δη ανθρώπους, στους οποίους δεν είχαν τίποτα να κάνουν τέτοιες μορφές με σεξουαλικές φαντασίες, αλλά έπαιρναν πολύ περισσότερο τη σημασία μιας πνευματικής πορνείας, ότι δεν μπορούσε δηλαδή να είναι πιστός σε μιαν ιδέα ή σε μιαν πνευματικήν εικόνα ένας τέτοιος άντρας, αλλά φλέρταρε με ιδέες και τις καταχράτο, ακριβώς όπως μπορεί να εκμεταλλευτή κανείς μια πόρνη, πληρώνοντας τα χρήματά της και απλώς απερχόμενος. Τέτοιοι άντρες δεν είναι ικανοί να αναγνωρίσουν μιαν αλήθεια και να της μείνουν πιστοί, γιατί δεν έχουν κανένα αίσθημα γι’ αυτό. Γι’ αυτούς ανάγονται τα διανοητικά και πνευματικά φαινόμενα (συμβάντα) σ’ ένα είδος απόλαυσης ή παιχνιδιού ή σε κάτι, με το οποίο μπορεί να κάνη κανείς τον σπουδαίο. Όταν νομίζουν, ότι θα φτάσουν μ’αυτό σε μιαν μεγάλην επιτυχία, θα σταθούν σε κάτι, έστω κι αν δεν το πιστεύουν. Η πνευματική ζωή γίνεται έτσι γι’ αυτούς ένα εργαλείο για την απόκτηση γοήτρου και για την υποστήριξη προσωπικής κενοδοξίας.
Τέτοιοι άντρες δεν υπερασπίζονται λοιπόν μια γνώμη από πεποίθηση, αλλά μόνο, για να δείξουν την ίδια τους την ευφυΐα. Με τις μεθόδους αυτές παράγεται συχνά μια πελώρια διανοητική απόδοση, χωρίς να υπάρχη τίποτα από πίσω. Αυτό είναι πνευματική πορνεία και χαρακτηρίζεται έτσι συχνά σε όνειρα. Η anima ή η ψυχή ενός τέτοιου άντρα είναι μια πόρνη, που φλερτάρει με κάθε είδους φιλοσοφικές ιδέες ή πολιτικές θεωρίες, χωρίς να συνδέεται με καμμιάν συζυγικά και ν’ αποκτά παιδιά, έτσι ώστε μένουν οι σκέψεις του στείρες. Ο John Dee, ένας αλχημιστής του 17ου αιώνα, μιλούσε συχνά με τον Θεό. Μια μέρα τον προσέβαλε ο Θεός, ονομάζοντάς τον μια πόρνη Ο φτωχός Dee δεν μπορούσε να εξηγήση στον εαυτό του, τί έπρεπε να σημαίνη αυτό, αναλογίστηκε όλες τις αμαρτίες και τις σεξουαλικές φαντασίες του και δεν εύρισκε τίποτα, που θα μπορούσε να αντιστοιχή σ’ αυτήν την προσβολή. Όπως όμως τόνισε ο Γιουνγκ, βρίσκονταν η πορνεία του στο γεγονός, ότι δεν ενέμενε σ’ αυτό, το οποίο είχε αναγνωρίσει ως αληθινό, κι ότι δεν έμενε πιστός στην πνευματική του εργασία.
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου