Εάν η διαδικασία συνεχισθεί ως έχει, χωρίς να επιδιωχθεί μία συμφωνία μείωσης των χρεών παγκοσμίως, αφενός μεν η Δημοκρατία θα αποτελέσει παρελθόν, αφετέρου θα προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει από τη Γαλλία.
«Όταν η μεσαία τάξη μίας χώρας ευημερεί, ενώ η κατώτερη (πάντοτε με εισοδηματικά κριτήρια) δεν δυσκολεύεται να επιβιώσει, τότε το πολίτευμα που επιλέγεται είναι συνήθως ο φιλελευθερισμός –με περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικό πρόσωπο, ανάλογα με τις κοινωνικές ευαισθησίες και τον παραγόμενο πλούτο, σε καθεστώς Δημοκρατίας. Χώρες όπως η Γαλλία, η Βρετανία, η Σουηδία κοκ. επιβεβαίωναν έως πρόσφατα τον κανόνα – είτε επιλέγοντας συντηρητικά, είτε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με κριτήριο το δικαιότερο μοίρασμα του πλούτου, μεταξύ άλλων μέσω της ποιότητας του κράτους προνοίας.Αντίθετα, όταν μία χώρα, ειδικά με εξαθλιωμένη μεσαία και κατώτερη τάξη, απειλείται είτε από εξωτερικούς εχθρούς (όπως η Γερμανία τη δεκαετία του 1930, λόγω της υποχρέωσης της να πληρώσει υπέρογκες πολεμικές επανορθώσεις), είτε από μεταναστευτικά κύματα (τα οποία θεωρούνται εχθρικά, κυρίως λόγω του ότι επιδεινώνουν τις ήδη προβληματικές συνθήκες διαβίωσης), τότε κλίνει προς το φασισμό – θεωρώντας πως μόνο έτσι μπορεί να προστατευθεί, κινδυνεύοντας να σβηστεί από τον παγκόσμιο χάρτη»
Ανάλυση
Το πρόβλημα της υπερχρέωσης παγκοσμίως, καθώς επίσης του σημαντικά μειωμένου ρυθμού ανάπτυξης που προβλέπεται, ο οποίος κάνει ακόμη δυσκολότερη την αντιμετώπιση των χρεών, πόσο μάλλον της ύφεσης που τα αυξάνει, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα – αλλά, επίσης, πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία, όσον αφορά τις ανεπτυγμένες οικονομίες (την Κίνα, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Τουρκία κλπ. από τις αναπτυσσόμενες, ειδικά σε σχέση με τα εξωτερικά τους χρέη).
Η λύση τώρα, η οποία έχει από κοινού επιλεχθεί, ονομάζεται «χρηματοπιστωτική καταστολή» – ένας όρος που θα μπορούσε να μεταφρασθεί ως μία «σταδιακή συρρίκνωση των πραγματικών αποταμιεύσεων». Χαρακτηρίζει δε την κρατική επιρροή, κυρίως με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, μέσω της οποίας τα επιτόκια των καταθέσεων διατηρούνται αισθητά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό – έτσι ώστε οι αποταμιευτές κάθε είδους να χάνουν με την πάροδο του χρόνου την αγοραστική αξία των χρημάτων τους, προς όφελος του δημοσίου.
Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω των χαμηλών βασικών επιτοκίων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών – αφού τότε οι καταθέτες δεν μπορούν να απαιτήσουν υψηλότερους τόκους από τις τράπεζες, επειδή οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια από την κεντρική, αντί από τους αποταμιευτές τους.
Το ίδιο αποτέλεσμα έχει ουσιαστικά και η πολιτική της πιστωτικής χαλάρωσης (QE), την οποία έχουν υιοθετήσει όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες της Δύσης – εις βάρος των κατόχων ομολόγων του δημοσίου, οι οποίοι εισπράττουν λιγότερους τόκους λόγω της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού των κρατών (οπότε ουσιαστικά ενισχύονται έμμεσα τα κράτη). Παράλληλα δρομολογούνται προσπάθειες απαγόρευσης των μετρητών για να υποχρεώνονται οι αποταμιευτές να καταθέτουν τα χρήματα τους στις τράπεζες ακόμη και όταν επιβάλλονται αρνητικά επιτόκια, αλλά και με την προοπτική φορολόγησης των καταθέσεων από τα κράτη – ενώ η τιμή του χρυσού διατηρείται τεχνητά χαμηλή, για να μην γίνονται τοποθετήσεις (ανάλυση).
Με τον τρόπο αυτό καταπολεμάται η παραδοσιακή θεωρία (Crowding out), σύμφωνα με την οποία η αύξηση των δημοσίων χρεών συνοδεύεται από μία ανάλογη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους – οπότε στην πραγματικότητα διαστρεβλώνονται οι αγορές.
Ουσιαστικά λοιπόν μεταφέρονται πόροι από τους ιδιώτες στο δημόσιο, ενώ η μέθοδος αυτή (Reinhart, Sbrancia) χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω ιδιαιτερότητες:
(α) Τα επιτόκια για τα χρέη των κρατών περιορίζονται τεχνητά ως προς το ύψος τους, μέσω της αγοραπωλησίας ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες.
(β) Δρομολογείται η κρατικοποίηση των υφισταμένων τραπεζών επειδή αδυνατούν να λειτουργήσουν κερδοφόρα – ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται από την κυβέρνηση η ίδρυση καινούργιων.
(γ) Οι εθνικές τράπεζες ενθαρρύνονται να αγοράζουν ομόλογα των κρατών τους ή να τα διατηρούν στα αποθεματικά τους.
(δ) Επιβάλλεται έλεγχος στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων – ένα «καταναγκαστικό μέτρο» που έχει επιβληθεί ήδη από το 2015 στην Ελλάδα, με επώδυνες συνέπειες.
Συνεχίζοντας, η χρηματοπιστωτική καταστολή που εφαρμόσθηκε στη Δύση δεν οδήγησε στον αναμενόμενο από τις κεντρικές τράπεζες πληθωρισμό – οπότε οι απώλειες των καταθετών ήταν περιορισμένες, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν λιγότερο τα κράτη.
Το γεγονός αυτό, η μη άνοδος των τιμών, οφείλεται στο ότι οι επενδυτές, αυτοί δηλαδή που δανείζονταν χρήματα, παρά το ότι ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό εις βάρος των αποταμιευτών, δεν τοποθέτησαν τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία – αυξάνοντας τη ζήτηση, το ρυθμό ανάπτυξης και τον πληθωρισμό, με αναγκαίο επακόλουθο την αύξηση των βασικών επιτοκίων.
Αντίθετα, επένδυσαν τα δανειακά κεφάλαια τους στις αγορές (μετοχές, ακριβά ακίνητα κλπ.), αυξάνοντας εκεί τις τιμές – οπότε αφενός μεν δημιούργησαν τεράστιες φούσκες, αφετέρου εμποδίζουν μέχρι και σήμερα τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα βασικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ακόμη περισσότερες φούσκες.
Με τον τρόπο αυτό διαταράχθηκε η ισορροπία μεταξύ καταθέσεων και επενδύσεων, προκαλώντας τεράστιες διαστρεβλώσεις, ενώ δεν μειώθηκαν τα υψηλά δημόσια χρέη – αφού η μη διενέργεια επενδύσεων στην πραγματική οικονομία είτε οδήγησε κάποιες χώρες σε ύφεση, οπότε σε μειωμένα έσοδα του δημοσίου, σε ελλείμματα και σε νέα χρέη είτε δεν αύξησε το ρυθμό ανάπτυξης.
Με απλά λόγια, οι αυξήσεις των τιμών στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, μέσω των επενδύσεων σε αυτές (μετοχές, ακίνητα, μέταλλα κοκ.) δεν οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης/κατανάλωσης – οπότε δεν συμβάλλουν στην απαιτούμενη ισορροπία των αγορών κεφαλαίου (Αποταμιεύσεις = Επενδύσεις).
Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυτοπαγιδευτεί, τροφοδοτώντας παράλληλα επικίνδυνες φούσκες και διαστρεβλώσεις – αφού τυχόν αύξηση των βασικών επιτοκίων εκ μέρους τους εν μέσω μίας φάσης ύφεσης, όπως αυτή που προβλέπεται, για να αντιμετωπισθούν οι φούσκες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιπέτειες ανάλογες με αυτές της δεκαετίας του 1930.
Επίλογος
Η πολιτική εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την οικονομία – ενώ η μεσαία τάξη είναι αυτή που στηρίζει τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, μία από τις οδυνηρότερες παρενέργειες της αύξησης των χρεών στη Δύση, κυρίως δε του τρόπου, με τον οποίο γίνεται προσπάθεια περιορισμού τους, είναι η εξαθλίωση των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών τάξεων – παράλληλα με την υπερβολική ισχυροποίηση του πλουσιότερου 1%.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η διαδικασία συνεχισθεί ως έχει, χωρίς να επιδιωχθεί η μείωση των χρεών παγκοσμίως, μέσα από μία σύσκεψη της μορφής του Bretton Woods, αφενός μεν η Δημοκρατία θα αποτελέσει παρελθόν, αφετέρου θα προκληθούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – οι οποίες ήδη ξεκίνησαν από τη Γαλλία, με τα κίτρινα γιλέκα που θα ήταν ανόητο να υποτιμηθούν.
Σημείωση: Στο παράδειγμα της Γερμανίας, οι Πολίτες της διατηρούν κυρίως τα χρήματα τους σε καταθέσεις (τα χρηματικά τους διαθέσιμα είναι της τάξης των 6 τρις €, γράφημα), αντί να τα τοποθετούν σε ακίνητα όπως οι Έλληνες – επίσης σε ασφαλιστικά συμβόλαια που δεν αποδίδουν πλέον σημαντικά κέρδη.
Επομένως επιβαρύνονται κατά πολύ περισσότερο από τη χρηματοπιστωτική καταστολή και αντιδρούν στην πολιτική της ΕΚΤ – πόσο μάλλον όταν τα ενοίκια που πληρώνουν, λόγω της φούσκας που έχει δημιουργηθεί από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αυξάνονται κατά τέσσερις φορές περισσότερο από τους πραγματικούς μισθούς κάθε χρόνο.
Εύλογα λοιπόν και η Γερμανία οδεύει στον εκφασισμό της, παρά το ότι ως κράτος είναι ο μεγάλος κερδισμένος της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους – επίσης στην έξοδο της από το ευρώ, τόσο για τους παραπάνω λόγους, όσο και από φόβο απώλειας των δανείων που έχει δώσει στις άλλες χώρες, μεταξύ άλλων μέσω του Target 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου