Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Απαρχές και μεταμορφώσεις τού περί Θεού ερωτήματος στην σκέψη του Martin Heidegger (θ)

Συνέχεια από: Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Απαρχές και μεταμορφώσεις τού περί Θεού ερωτήματος στην σκέψη του Martin Heidegger 
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann                                                            
                                                            

2. Η φιλοσοφία «στην ριζική της αμφιβολία, την οποία η ίδια θέτει περί τού εαυτού της» ως «επί τής αρχής αθεϊστική»

Αν η ερμηνευτική-φαινομενολογική αναλυτική του Dasein περιορίζεται στο καθαρά φαινομενολογικά αναδεικνυομένο, που είναι δικαίωμα της να το κάνει, θα υπερέβαινε τον αυτοπεριορισμό της στην περίπτωση, που θα θεωρούσε την πίστη η οποία πηγάζει από την αποκάλυψη ως αντίθετη προς την φαινομενολογική ανάδειξη τής περατότητας του Dasein που επιτελεί η ίδια. Γιατί θα ήταν αλαζονικό, έχοντας ως βάση την ανάδειξη τού θανάτου ως την αληθινή μη-δυνατότητα του Dasein, να αποφανθεί πως είναι παράλογο το περιεχόμενο της πίστεως περί ‘αναστάσεως’ και αιώνιας ζωής, το οποίο βρίσκεται πέραν του θανάτου, που αφορά στο Dasein. Εφόσον λοιπόν η φιλοσοφία του Dasein παραμένει εντός των ορίων τού καθαρά φαινομενολογικά αναδεικνυόμενου, δεν έρχεται σε καμιά αντίθεση προς το αποκαλυπτικό περιεχόμεο της πίστεως. Με μια τέτοια στάση, η φαινομενολογία του Dasein δεν είναι μια ‘χριστιανική’ φιλοσοφία, αλλά ούτε και αντιχριστιανική φιλοσοφία.
Με αυτό όμως το δεδομένο δεν αποκλείεται η δυνατότητα, μια ερμηνευτική-φαινομενολογική φιλοσοφία του Dasein, έχοντας σαφή γνώση τής διαφοράς μεταξύ του φαινομενολογικώς αναδεικνυόμενου και τής πηγής τής αποκαλύψεως, να τοποθετηθεί σε δεύτερο χρόνο στο έδαφος της εξ αποκαλύψεως γνώσης. Με τον τρόπο αυτό μπορεί στο έδαφος τού καθαρά φαινομενολογικώς αναδεδειγμένου να αναπτυχθεί μια φαινομενολογική φιλοσοφία της θρησκείας, χωρίς να καταντήσει ‘ξύλινο σίδερο’. Τον δρόμο αυτό είχε πάρει ο Heidegger στις παραδόσεις του περί φαινομενολογίας τής θρησκείας. Μετά από τα όσα εμείς παρουσιάσαμε περί της σχέσης τού φαινομενολογικώς αναδεικνυόμενου και του αποκαλυπτόμενου μέσα στην αποκάλυψη, έχουμε το δικαίωμα να συνεχίσουμε τον πρώιμο αυτό γόνιμο δρόμο τού Heidegger, χωρίς να μας εμποδίζουν οι τρομακτικές εικόνες του ‘θανάσιμου εχθρού’ και του ‘ξύλινου σίδερου’.
Στο δοκίμιο που συνέταξε το 1937/38 με τον τίτλο  Ein Rückblick auf den Weg58 (Μια ανασκόπιση τού δρόμου), και εδώ στο πρώτο από τα δυο κείμενα με την επιγραφή Mein bisheriger Weg57 (Ο μέχρι τώρα δρόμος μου), ο Heidegger μας δίνει μια επισκόπιση τής πορείας τής σκέψης του από την διατριβή του με τον τίτλο Die Lehre vom Urteil im Psychologismus (Η διδασκαλία περί κρίσεως στον ψυχολογισμό) μέχρι την ολοκλήρωση του θεμελιώδους έργου του στο πεδίο της ιστορίας τού Είναι, Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis) (1937/38). Συνεχίζοντας, αναφέρεται, μέσα σε μια εκτενή παράγραφο, στην ‘αντιπαράθεσή του με τον Χριστιανισμό’. Παραθέτουμε ολόκληρη την παράγραφο: «και ποιος θα ‘θελε να παραγνωρίσει, πως σε όλον αυτόν τον μέχρι τώρα δρόμο σιωπηλά συμπορευόταν η αντιπαράθεση με τον Χριστιανισμό,- μια αντιπαράθεση που δεν ήταν, ούτε είναι ένα ‘πρόβλημα’ με το οποίο καταπιαστήκαμε, αλλά διαφύλαξη τής προσωπικής καταγωγής-τού πατρικού σπιτιού, της πατρίδας και της νεότητας- και η επώδυνη απόσχιση από αυτά, μαζί. Μόνο όποιος ήταν τόσο ριζωμένος στόν πραγματικό, βιωμένο καθολικό κόσμο, μπορεί να διαβλέψει τις αναγκαιότητες, που στο μέχρι τώρα δρόμο τών ερωτήσεων μου επέδρασαν σαν υπόγειοι σεισμοί. Η περίοδος στο Μαρβούργο πρόσθεσε και την εμπειρία εκείνου τού προτεσταντικού Χριστιανισμού-όλα όμως ως εκείνο, που πρέπει να ξεπεραστεί εκ θεμελίων, όχι όμως να καταστραφεί.- Δεν είναι δόκιμο να μιλάμε γι’ αυτές τις εσώτατες αντιπαραθέσεις, που δεν αναφέρονται σε ερωτήματα της δογματικής ή των άρθρων της πίστεως, αλλά που περιστρέφονται γύρω από μια μόνο έρωτηση, αν δηλαδή ο Θεός βρίσκεται σε φυγή από εμάς ή όχι, και αν εμείς το βιώνουμε αυτό αληθινά, και ως δημιουργούντες»58.
Πάνω σε ‘ολόκληρη την μέχρι τώρα πορεία’, συμπορεύτηκε σιωπηλά «η αντιπαράθεση με τον Χριστιανισμό»: πρώτα ως αντιπαράθεση με το σύστημα του Καθολικισμού (1916), κατόπιν ως η πρώτη και αποφασιστική για κάθε επόμενη αντιπαράθεση με τον Χριστιανισμό καθ’ εαυτόν (από τον Χειμώνα 1921/22). Για τον λόγο αυτό η φιλοσοφία τής ερμηνευτικής φαινομενολογίας τής πραγματικής ζωής αυτοπροσδιορίζεται ως ‘α-θεϊστική’, με τον τρόπο που εξηγήσαμε. Η αντιπαράθεση χαρακτηρίζεται ως ‘επώδυνη απόσχιση’ με ταυτόχρονη διαφύλαξη της προσωπικής καταγωγής.[ Σύμφωνα μέ τόν τρόπο τού Διαφωτισμού.Μέ τό χρέος τής ωρίμανσης] Η απόσχιση έγινε λόγω ‘αναγκαιοτήτων’, που στην μέχρι τώρα πορεία ενέργησαν ως υπόγειοι σεισμοί’. Η ‘εμπειρία τού προτεσταντικού Χριστιανισμού’ κατά την περίοδο στο Μαρβούργο, ανήκει ήδη σε αυτό, που πρέπει να ‘υπερβαθεί εκ θεμελίων’. Στην πραγματικότητα, όταν το χειμερινό εξάμηνο 1923/24 ο Heidegger συνάντησε τον Bultmann στο Μαρβούργο, είχε ήδη αποκοπεί από τον Χριστιανισμό και το χριστιανικό περί Θεού ερώτημα, από το χειμερινό εξάμηνο 1921/22. Όταν όμως ο Heidegger λέει για την αντιπαράθεση του με τον Χριστιανισμό, πως  «περιστρέφεται γύρω από μια μόνο έρωτηση, αν δηλαδή ο Θεός βρίσκεται σε φυγή από εμάς ή όχι, και αν εμείς το βιώνουμε αυτό αληθινά, και ως δημιουργούντες», χαρακτηρίζει τότε την αντιπαράθεση αυτή από την οπτική γωνία της σκέψης του, η οποία μεταβλήθηκε από υπερβατική-οριζόντια (στο «Είναι και Χρόνος») σε ιστορία του Είναι. Η σκέψη που βασίζεται στην ιστορία του Είναι ή του γίγνεσθαι, σκέφτεται στηριζόμενη στην εμπειρία της ‘φυγής’, με χαρακτήρα ιστορίας του Είναι, του Θεού της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Εντοπίζεται δηλαδή στην μια, την αποφασιστική ερώτηση, ‘εάν ο Θεός βρίσκεται σε φυγή από μας ή όχι’. Η ερώτηση αυτή λοιπόν διατυπώνεται με την μορφή ‘εάν-ή’. Στην ερώτηση αυτή ανήκει και, το εάν και εμείς βιώνουμε την φυγή ή την μη-φυγή ως αληθινά ‘δημιουργούντες’. Στο σημείο αυτό ο Heidegger στηρίζεται στον Hölderlin και τον Nietzsche: στο «ίχνος των Θεών που έχουν φύγει» από την ελεγεία του Hölderlin Brot und Wein, 9. στροφή, στίχος 14759, και στην φράση του Nietzsche από το Ο Αντιχριστος: «Σχεδόν δυο χιλιετίες και ούτε ένας νέος Θεός»60, που περικλείει την ιδέα μιας δημιουργούσας 

διανοητικής επινόησης ενός νέου Θεού.

Τέλος Κεφαλαίου

ΜΙΑ ΨΥΧΗ ΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: