ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥΣ (συνέχεια
2η)
Δεν ήταν επίσης δύσκολο για τους Έλληνες
να δεχτούν να εκπροσωπείται μια ολόκληρη φυλή από τον ήρωά της, δεδομένου ότι,
σύμφωνα με τον απλοϊκό νου, μόνο τα άτομα είναι ικανά να πράττουν. Έτσι δεν μας
εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας λαός αποκαλείται από το όνομα του ήρωά του και
όχι το αντίθετο, και ότι κάθε πόλη που ιδρύθηκε με αυτή την αντίληψη φέρει το
όνομα του ιδρυτή της. Μια πιο επισταμένη έρευνα όμως θα αποδείξει ότι τα
πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ότι δεν είναι μόνο μια φυλή, αλλά και μια τοπική
ιδιαιτερότητα, ένας ποταμός, ένα βουνό, ή μια ολόκληρη
περιοχή που εμφανίζεται στους γενεαλογικούς πίνακες με το όνομα ενός προσώπου.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι πολυάριθμα ονόματα ηρώων προσδιορίζουν γεγονότα
που σηματοδότησαν τη μοίρα του λαού, είτε πρόκειται για μεμονωμένες πράξεις,
για κάποιες δραστηριότητες, ή για το είδος της κατοικίας. Ασφαλώς όταν ο
Άποικος εποίκισε την Τέως, όταν ο Πάραλος και ο Αγιαλέας (αμφότεροι «κάτοικοι
των ακτών») επίκοισαν τις Κλαζομενές και την ακτή της Σικυώνας, υποθέτουμε ότι
πρόκειται για μια ύστερη ανακάλυψη· ήδη όμως ο γηραιός Ηρόδοτος πίστευε ότι ο
λαός των Αιγιαλέων έλκει το όνομά του από αυτόν τον ήρωα, ενώ είναι προφανές
ότι τόσο ο λαός όσο και ο ήρωάς του οφείλουν την ονομασία τους στον όρο ακτή (αιγιαλός).
Το ότι οι Έλληνες είχαν πολύ καλή σχέση με την ετυμολογία μάς είναι γνωστό, και
το προηγούμενο παράδειγμα αποδεικνύει του λόγου το αληθές· το ίδιο ακριβώς
συνέβη και με τον Παυσανία, που απέδωσε την ονομασία της Αρκαδικής πόλης Ηραία
στον ήρωά της τον Ηραίο, ενώ είναι προφανές ότι πρόκειται για την πόλη της Ήρας. Με μεγάλη ευκολία οι Έλληνες απέδιδαν
σε πολύ αρχαιότερες ονομασίες ιδιότητες που θεωρούσαν ότι συνδέονται με κάποιες
ασυνείδητες μεταμορφώσεις τους, και έφτασαν κάποτε στο σημείο να πιστεύουν ότι
Κουρέτες σήμαινε οι «Κουρεμένοι», και Ακαρνάνες αντίθετα οι «μη-Κουρεμένοι».
Μια ετυμολογία όμως που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους αρχαίους αφορά στον
μεγάλο Θησέα, που είναι «αυτός που θέτει», και η προέλευση του ονόματός του
συνδέθηκε πάντοτε με το ρήμα τίθημι. Υπάρχουν ερμηνείες που με
ευκολία απορρίπτονται, όπως το ότι ο πρώτος βασιλιάς της Ήλιδας, τοποθεσίας
γνωστής για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν ο Αέθλιος (που σημαίνει
«βραβευμένος αγωνιστής»), ή όταν η αμφικτιονία των Δελφών (αυτών που κατοικούν
στα περίχωρα, των γειτόνων) δημιουργεί έναν απίθανο ήρωα με το όνομα Αμφικτύων.
Αν τουλάχιστον όλα αυτά τα ονόματα,
οποιασδήποτε προέλευσης, ακολουθούσαν κατά κάποιο τρόπο μιαν έγκυρη γενεαλογική
συνέχεια, θα μπορούσαν τουλάχιστον να μας πληροφορήσουν για την ιστορία των
απογόνων και των επιδρομών. Δίπλα όμως σε πρόσωπα ιστορικών εποχών που μας
είναι γνωστά και των οποίων η ζωή συνδέεται με συγκεκριμένα γεγονότα, στις
γενεαλογίες αναφέρεται πληθώρα ανθρώπων μόνο εξ αιτίας του ονόματός τους, και
σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μιαν αυθαιρεσία χωρίς όρια, για μια
πλήρη αδιαφορία απέναντι στα γεγονότα, για μιαν ανεμπόδιστη μυθοπλασία. Αν για
παράδειγμα ο Απολλόδωρος μάς προσφέρει τους μεγάλους γενεαλογικούς πίνακες του
1ου Βιβλίου, ένα πραγματικό απαύγασμα, το καταστάλαγμα της επικής
ποίησης, βρίσκουμε διπλά σ’ αυτούς και άλλους πίνακες, όπως της τρωικής
δυναστείας, των Τυνδαριδών κ.ο.κ., στους
οποίους τα ονόματα, καμιά φορά μιας απλής τοποθεσίας – κοινότητας, ποταμού ή
βουνού – ομαδοποιούνται κατά βούληση και τοποθετούνται στην αρχή ή στο τέλος ή
στο περιθώριο, με διαφορετική κάθε φορά σειρά· το ίδιο συμβαίνει αρκετά συχνά
και με τον Διόδωρο ή τον Παυσανία, όπως για παράδειγμα στον μεγάλο γενεαλογικό
του πίνακα των Αρκάδων. Ο Κόνων και ο Παρθένιος, για παράδειγμα, αφηγούνται τον
μύθο της Παλλήνης έτσι, ώστε πολλές τοποθεσίες της διάσημης χερσονήσου και των
περιχώρων της να εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο σαν δρώντα πρόσωπα. Εκ πρώτης
όψεως θα πρέπει να παραιτηθούμε από την αναζήτηση, μέσα από τους βαθμούς
συγγένειας που εμφανίζονται (γιοί, αδελφοί και αδελφές, εγγόνια) και τις
αρχαίες, νεώτερες ή παράλληλες γενεαλογίες, της ακριβούς χρονολογίας ίδρυσης
μιας προσωποποιημένης πόλης, και ακόμα και μέσα από τις αντιπαραθέσεις που αναφέρονται
είναι ζήτημα αν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια από τις πραγματικές
συγκρούσεις της αρχαίας εποχής. Τα κενά που εμφανίζονται σ’ αυτό το σύμπλεγμα,
έχουν συχνά καλυφθεί με εμφανώς πρόχειρα μπαλώματα, τα οποία φαντάζουν ως απλά
προσχήματα. Όταν για παράδειγμα οι Κρήτες αποστέλλονται στους Δελφούς ως
αφιέρωμα στη θεά, αλλά μεταβαίνουν από κει στην Ιαπυγία, λέγεται μεταξύ άλλων
πως η αιτία είναι ότι δεν βρήκαν στους Δελφούς τα μέσα για τη συντήρησή τους.
Όταν μια μυθική γυναίκα αποχωρίζεται από τον ήρωά της και δημιουργεί μια νέα
οικογένεια σε άλλη χώρα, λέγεται ότι εγκατέλειψε αυτόν τον άνθρωπο «λόγω
ασυμφωνίας χαρακτήρων». Στον Παυσανία μπορούμε να μάθουμε πώς ο Δαναός
προμήθευσε συζύγους στις δολοφόνους κόρες του. Η πόλη Κύρνος στην ταυρική
Χερσόνησο ιδρύθηκε από τον ομώνυμο Αργείο ήρωα, ό οποίος δεν μπορούσε να
επιστρέψει στη χώρα του επειδή δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει την Ιώ, αδελφή του
βασιλιά του Άργους Ίναχου, ο οποίος τον είχε στείλε να την αναζητήσει.
Θα μπορούσε να
αποδώσει κανείς αποκλειστικά αυτή τη μανία των μαζικών και αυθαίρετων
γενεαλογιών στους ράθυμους αντιγραφείς της μετα-αλεξανδρινής περιόδου, δηλαδή
σε πολύ μεταγενέστερους πλαστογράφους. Αλλά κι αυτοί είχαν τους επιφανείς
προγόνους τους. Ας αναλογιστούμε με πόσο γαλήνια βεβαιότητα ο Αισχύλος
αυτοσχεδιάζει στις Ικέτιδες το
ακόλουθο γενεαλογικό δέντρο: από τον Δία και την Ιώ προήλθε ο Έπαφος, απ’ αυτόν
η Λιβύη, απ’ αυτήν ο Βέλος, απ’ αυτόν ο Δαναός και ο Αίγυπτος. Αλλά και η
αρχαία επική ποίηση δεν υπήρξε περισσότερο ακριβής. Για πολλούς ήρωες της Ιλιάδας, ο ποιητής σπεύδει να προσθέσει
στην αφήγησή του μια αυτοσχέδια καταγωγή! Γίνεται επομένως κατανοητό γιατί
ακόμη και η αρχή του γενεαλογικού δέντρου της Ελένης και των υιών της δεν
εμπνέει σοβαρότητα. Για τον σύγχρονο κόσμο η γενεαλογία αποτελεί μια σοβαρή και
σκληρή εργασία, αλλά για τους Έλληνες ήταν μια ψυχαγωγία που μπορούσε να
συμπεριλάβει ακόμη και μυθικά ζώα, όπως η χοιρομητέρα της Κρομμυώνος, που
σκότωσε ο Θησέας και πιστεύονταν ότι ήταν μητέρα του κάπρου της Καλυδώνας.
Αλλά και για τους υπόλοιπους αρχαίους
λαούς τα πράγματα δεν ήταν όπως για τους Έλληνες. Ο γενεαλογικός πίνακας του
δέκατου βιβλίου της Γενέσεως – είτε
πρόκειται για πληροφορίες εβραϊκής προέλευσης είτε κυρίως προερχόμενες από τους
Φοίνικες – είναι αποτέλεσμα της εγκυρότερης προσπάθειας σύμπτυξης σε μιαν
ενιαία αναπαράσταση της γνώσης των σχέσεων μεταξύ λαών. Με μιαν απίστευτη
ακρίβεια βλέπουμε να εμφανίζεται η Βαβέλ ως το σημείο εκκίνησης για τη
δημιουργία της Νινευή, την αρχαία παράδοση της Σιδώνας σε σχέση με τις
εσωτερικές φυλές, τον βαθμό της ευμενούς ή δυσμενούς συγγένειας που συνέδεε
τους απογόνους του Αβραάμ, εμπνέοντάς μας τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για ένα
ντοκουμέντο !
Είναι βέβαιο ότι κανένα απολύτως όνομα δεν
περισσεύει. Αντίθετα για τους Έλληνες, ο αυτοσχεδιασμός και η παράθεση
αναρίθμητων ονομάτων, ανεξαρτήτως γενεαλογίας, ήταν ένα μεγάλο χάρισμα, στο
οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Η απαρίθμηση ήταν η χαρά των επικών και
θεογονικών ποιητών, και όποιος συγκρατεί στη μνήμη του αυτό το γεγονός, σήμερα
που οι γενεαλογικές έρευνες αποτελούν την προϋπόθεση μιας σοβαρής και έγκυρης
επιστήμης, δεν θα παραμερίσει μόνο τους γενεαλογικούς πίνακες του Απολλόδωρου,
αλλά είναι πιθανόν να μην αντιμετωπίσει με σοβαρότητα ακόμη και τον Κατάλογο των πλοίων στη 2η
Ραψωδία της Ιλιάδας. Εν τούτοις, μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα είναι
αναμφισβήτητο ότι υπήρξαν εδώ κι εκεί στους αρχαίους χρόνους ονόματα βασιλέων
και γενεαλογίες που αντιστοιχούσαν με ακρίβεια στην πραγματικότητα.
Όπως γνωρίζουμε, και οι ίδιοι οι Έλληνες
προσπάθησαν αργότερα να προσεγγίσουν τη μυθική τους αρχαιότητα, και το
ενδιαφέρον τους για την χρονολογική αξιολόγηση των πρώιμων χρόνων υπήρξε αρκετά
έντονο εξ αιτίας του γεγονότος ότι πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν ότι κατάγονται
από θεούς και ήρωες· αλλά καλώς ή κακώς οι γενεαλογικοί πίνακες υπήρχαν και ο
Εκαταίος ο Μιλήσιος για παράδειγμα, θεώρησε ότι ήταν δέκατης έκτης γενιάς
απόγονος ενός θεού. Αλλά καμιά κοινωνική τάξη στην Ελλάδα δεν ανέλαβε υπεύθυνα
το έργο της χρονολόγησης· τα γραπτά κείμενα ήταν για πολύ καιρό εντελώς σπάνια,
ενώ ο τρόπος υπολογισμού του έτους ήταν πολύ ανακριβής και διαφορετικός για
κάθε περιοχή. Τα γεγονότα που εντοπίστηκαν πριν από την έναρξη της χρονολόγησης
σύμφωνα με τις Ολυμπιάδες (776 π. Χ.), χάρη στις καταγραφές των αργείων ιερειών
της Ήρας, των βασιλέων και των αρχόντων των Αθηνών, της Σικυώνας, τους Άργους
κ.λ.π. ήταν ελάχιστα ακριβή. Έτσι προσπάθησαν να καλύψουν τα κενά
συμπεριλαμβάνοντας στους υπολογισμούς τις γενεές· ακολουθώντας αυτή τη σχεδόν
ηρωική πρακτική ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να καταλήξει στην υπόθεση ότι ο Διόνυσος
έζησε 1600 χρόνια πριν απ’ αυτόν, ο Ηρακλής 900, ο Παν (ως γιός του Ερμή και
της Πηνελόπης) 800. Κατά τις εκτιμήσεις του η γενεά κάλυπτε περίπου 33 χρόνια
ζωής, παρότι σε κάποια περίπτωση η ακολουθία 22 γενεών προϋπέθετε ένα μέσο όρο
23 ετών ζωής. Δεν έβλεπε κανένα εμπόδιο στο να αναμειγνύει τις μυθικές
γενεαλογίες, οι οποίες συχνά επικαλύπτουν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος,
αλλά αναγκαστικά διαφεύγουν κάθε είδους χρονικού υπολογισμού, με τη μέση
διάρκεια ζωής του ανθρώπινου είδους. Ένα ακόμη παράδειγμα που μας αποκαλύπτει
την σαρκαστική όψη του πράγματος μας προσφέρει ο Ισοκράτης στο λόγο του Βούσιρις, στον οποίο αποστομώνει τον
αντίπαλό του αποδεικνύοντάς του με επιχείρημα τη χρονολογική τοποθέτηση, ότι ο
Ηρακλής δεν είναι δυνατόν να θανάτωσε τον Βούσιρι διότι ήταν νεώτερος κατά
τέσσερις γενεές, και ο Βούσιρις προηγήθηκε κατά 200 χρόνια του Περσέα. Σήμερα
γνωρίζουμε ότι ο Ηρακλής ήταν μια θεϊκή ύπαρξη και ο Βούσιρις ένα σκέτο
φόβητρο, δημιούργημα της φαντασίας των Ελλήνων. Αλλά ο Ισοκράτης φρόντισε να
κατακεραυνώσει τον αντίπαλό του λέγοντας: «Δεν σε ενδιαφέρει η αλήθεια,
πιστεύεις μόνο στις κακολογίες των ποιητών». Είναι αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε
τώρα και πάντοτε ένα κατανοητό σφάλμα που συνίσταται στην αντίληψη ότι ένας
τόσο ευφυής λαός όπως οι Έλληνες θα έπρεπε να κατέχει κάτι που εμείς σήμερα
αποκαλούμε κριτικό πνεύμα. Προσκολλήθηκαν με πάθος σε οτιδήποτε το ιδιαίτερο
και τοπικό τούς πρόσφερε ή πρωτόγονη συγκυρία, αλλά η κλίση τους για την
αρχαιολογία δεν θα μπορούσε να υπερβεί τον μυθικό ορίζοντα.
Χάρη σε τεχνάσματα και μεθόδους αυτού του είδους φαίνεται να είδε το
φως, περί τα μέσα του 3ου π. Χ. αιώνα, η μαρμάρινη επιγραφή που
αποκαλείται Πάριο Χρονικό, έργο κάποιου
λόγιου, στο οποίο αναφέρονται, ξεκινώντας από τον Δευκαλίωνα, μια πλειάδα
μυθικών γεγονότων και προσώπων, συνοδευόμενα από ημερομηνίες: ο Άρης και ο
Ποσειδών στον Άρειο Πάγο, ο Κάδμος στις Θήβες, οι Δαναΐδες στην Ελλάδα, ο
Εριχθόνιος, ο Μίνωας, η Δήμητρα και ο Τριπτόλεμος, πατέρας της γεωργίας, κ.ο.κ.
Λίγο αργότερα ο Ερατοσθένης, στην Χρονογραφία
του καθόρισε τουλάχιστον το έτος κατάληψης της Τροίας, η οποία σύμφωνα με τους
υπολογισμούς του έγινε όπως γνωρίζουμε
το έτος 1184 π. Χ., καθώς και τις ημερομηνίες κάποιων ακόμη σημαντικών
γεγονότων, ως την εποχή του υπολογισμού στη βάση των Ολυμπιάδων. Αλλά η
προοπτική αυτής της προσπάθειας ήταν αρκετά περιορισμένη και έτσι δεν κατόρθωσε
να προωθήσει σημαντικά τη μέθοδο της χρονολόγησης μέσω των γενεών, ενώ κάποιοι
άλλοι υπολόγισαν με εντελώς διαφορετική μέθοδο τις χρονολογίες που ακολουθούν
την πτώση της Τροίας.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου