Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (3)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 8 Απριλίου2019
            
                                 Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
                           ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥΣ  
     

Αυτός ο ιδιαίτερα προικισμένος λαός που αποκαλούμε Έλληνες έκανε τα πρώτα του βήματα στο έδαφος που θα γινόταν βαθμιαία δικό του με τη μορφή πολλαπλών φύλων, όπως συνέβη με τους Γερμανούς, τους Σλάβους, τους Κέλτες, τους Ιβηροκέλτες και τους Ιταλούς, αλλά σε έναν γεωγραφικό χώρο πολύ πιο περιορισμένο  απ’ αυτούς. Ποιοι είναι όμως οι κάτοικοι που συνάντησαν εκεί ; Η μελέτη των προϊστορικών μνημείων μπορεί ίσως να μας δώσει κάποια απάντηση. Ήδη ο Στράβων κι ο Παυσανίας ανέφεραν κάποτε συμπτωματικά ότι ολόκληρη η Ελλάδα, ή σχεδόν ολόκληρη, κατοικείτο άλλοτε από Βαρβάρους.
     Με τον καιρό οι Έλληνες επέβαλαν την ονομασία τους στο σύνολο των διαφόρων φύλων. Όσοι είχαν την δυνατότητα προσχώρησαν σ’ αυτά και απετέλεσαν μέρος τους, ενώ τα σχετικά αρχαιότερα φύλα, όπως οι Λέλεγες, οι Κάρες, οι Δαρδανίωνες, οι Δρύοπες, οι Καύκωνες, οι Πελασγοί, παραμερίστηκαν ως ημι-Βάρβαροι και βαθμιαία αποδυναμώθηκαν ή εξαφανίστηκαν εντελώς, πιθανόν επειδή κανείς δεν επιθυμούσε πλέον να προσχωρήσει σ’ αυτά.
      Ίσως όμως να προσπερνούμε αυτή τη διαδικασία με επιφανειακό τρόπο. Ήταν άραγες οι Έλληνες το πιο δυναμικό στοιχείο του έθνους; Πλεονεκτούσαν στο φυσικό, το πολεμικό και το θρησκευτικό πεδίο; Ή το όνομα αυτό επιβλήθηκε τυχαία; Τον 15ο αιώνα, οι Ομόσπονδοι που εγκαταστάθηκαν στους πρόποδες των Άλπεων έλαβαν το όνομα Ελβετοί (Suisses), επειδή οι κάτοικοι του καντονιού Schwyz έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στις διαμάχες που προηγήθηκαν για ένα μεγάλο διάστημα. Είχαν οι Έλληνες συμφέρον να μην απωθήσουν όσους ήθελαν να ενωθούν μαζί τους; Διάλεξαν οι ίδιοι το όνομά τους ή τους επιβλήθηκε;  Κάποια αρχαία συλλογική ονομασία φαίνεται να έχει υπάρξει: οι Γραικοί, η οποία και επανεμφανίζεται την εποχή των Ρωμαίων· δεν ήταν αρκετό αυτό το όνομα; Και γιατί; Μια σειρά ερωτημάτων στα οποία αδυνατούμε να απαντήσουμε. Το μόνο ασφαλές είναι ότι ο όρος Ελλάδα, σύμφωνα με τις αρχαιότερε μαρτυρίες, προσδιόριζε δύο περιοχές του Βορρά, τη θεσσαλική Φθιώτιδα και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τα περίχωρα της Δωδώνης στην Ήπειρο, ενώ αργότερα περιέλαβε το σύνολο της Θεσσαλίας, καθώς και όλες τις περιοχές βορείως του Ισθμού, και τέλος την Πελοπόννησο και τα νησιά, καταλήγοντας τελικά η λέξη Έλληνες να προσδιορίζει όλους τους μη-Βαρβαρικούς λαούς.
     Εξίσου δυσερμήνευτος είναι επίσης ο διαχωρισμός των Ελλήνων στις τέσσερις διάσημες φυλές. Μια απ’ αυτές, οι Αιολείς, χρησίμευσε επίσης και ως ονομασία ολόκληρου του έθνους, και μία άλλη, οι Αχαιοί, απέκτησε κι αυτή στον Όμηρο εκτεταμένο γεωγραφικό κύρος, ενώ οι δύο άλλες, οι Δωριείς και οι Ίωνες, είχαν πάντοτε περιορισμένη εμβέλεια, εμφανίζοντας στην διάρκεια της ιστορίας τους σημαντικές διαφορές στα ήθη, τα έθιμα και τη γλώσσα. Σε ό,τι αφορά τώρα στη γνωστή γενεαλογική απεικόνιση, σύμφωνα με την οποία γιοί τού Έλληνα ήταν ο Αίολος, ο Δώρος και ο Ξούθος, και γιοί του Ξούθου ο Ίων και ο Αχαιός, στερείται κάθε αξίας και συνιστά  έναν απολύτως λανθασμένο συσχετισμό. Έτσι γίνεται σαφές ότι το περιεχόμενο της ελληνικής εθνογραφίας εμφανίζει ιδιαίτερες δυσκολίες.
     Σύμφωνα με τις παραδόσεις, η αρχέγονη ελληνική εποχή χαρακτηρίζεται από μιαν αδιάλειπτη συνέχεια επιδρομών· η μία φυλή απωθεί την άλλη και εγκαθίσταται στο έδαφός της μέχρι που μια τρίτη τής επιβάλλει την ίδια μοίρα, διαδικασία που πιθανότατα διήρκεσε   επί αιώνες. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η δωρική επιδρομή, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, τον 11ο αιώνα, για να επιβληθεί ένας σταθερός και διαρκής επιμερισμός του λαού, σε μια σειρά από πόλεις (γεγονός που επιβεβαιώνεται από σχετικά αξιόπιστη πηγή), επιτρέποντας στους Θεσσαλούς, στους Βοιωτούς, στους Δωριείς, στους Αιολείς, στους Αχαιούς, στους Ίωνες κ.ο.κ. να αποκτήσουν νέες πατρίδες στις δύο πλευρές του Αιγαίου πελάγους, και να εγκαθιδρύσουν νέα Κράτη, ενώ κάποια από τα παλαιότερα εξαφανίζονταν. Το ότι οι επιδρομές αυτές συνοδεύτηκαν από μια γενική αναστάτωση συμπεραίνεται ήδη από τις διπλές και συχνά πολλαπλές μετονομασίες μεγάλου αριθμού τοπωνυμίων· λεγόταν ότι τα αρχαία ονόματα προέρχονταν από τη γλώσσα των θεών· αλλά, σε μια περίπτωση τουλάχιστον, σε σχέση με ένα διάσημο νησί, το νεότερο όνομα είχε κι αυτό θεία προέλευση: «Άλλοτε, λέει ένας παλιός επικός ποιητής, οι αιώνιοι θεοί αποκαλούσαν Αβαντίς το νησί που ο Δίας ονόμασε Εύβοια, από το όνομα του βοός». Τα στρώματα των λαών που έφθαναν κατά διαδοχικά κύματα φαίνεται ότι μετονόμαζαν διάφορες περιοχές.
     Είναι βέβαιο ότι οι θρύλοι που συνόδεψαν τους αρχαίους μεταναστευτικούς λαούς, περιλαμβάνουν πληθώρα ιστορικών γεγονότων· αλλά για μας δεν έχουν πλέον καθαυτοί κανένα ενδιαφέρον, διότι οι αφηγήσεις τους είναι αποσπασματικές και απομονωμένες μέσα στο χρόνο, έτσι που να μην μπορεί να διακρίνει κανείς τί προηγείται και τί έπεται για να μπορέσει να ακολουθήσει τη μετακίνηση των φύλων. Χρησιμοποιούνται πιθανότατα οι ίδιες εκφράσεις για την αφήγηση μιας χρονικά περιορισμένης κατάκτησης, ή μιας σταδιακής κατάκτησης που διαρκεί αρκετούς αιώνες. Οι γενεαλογίες των δυναστειών μπορεί να προσφέρουν έναν οδηγό για τις μετακινήσεις και τον προορισμό των φύλων, μέχρι που χάνεται όμως τελικά κάθε βεβαιότητα ως προς την εγκυρότητα μιας τέτοιας βοήθειας.
   Ο λόγος είναι ότι τελικά ο μύθος περιέβαλε ερμητικά τα πάντα με την λαμπυρίζουσα ομίχλη του, μέσα στην οποία περιέκλεισε γιγαντιαίας σημασίας  κοσμοϊστορικές  αλήθειες, λατρείες και ποίηση, ασυνείδητους στοχασμούς περί του κόσμου, έναν απεριόριστο πλούτο εμπειριών. Οι εικόνες που αναδύθηκαν απ’ αυτό το σύμπλεγμα θεωρήθηκαν ως καθρέφτισμα των αρχαίων χρόνων, αλλά με μιαν εντελώς ελεύθερη και αυθόρμητη μορφή. Οι παραλλαγές και οι έντονες αντιφάσεις που αναπόφευκτα προέκυψαν από πράγματα τόσο διαφορετικής προέλευσης δεν έβλαψαν το έθνος. Σ’ αυτή την εξέλιξη προστέθηκε η συνεισφορά μιας ανεμπόδιστης μυθοπλασίας σε σχέση με τη γενεαλογία. Οι συγγραφείς, αρχαίοι ή μεταγενέστεροι, ακόμη και όταν διεκδικούν την ακρίβεια των διηγήσεών τους, όχι μόνο είναι και παραμένουν οπαδοί του μύθου, ατενίζοντας τα γεγονότα με μάτια μυθικά, αλλά συνεχίζουν να τις φαντάζονται και να τις συμπληρώνουν με έναν τρόπο απόλυτα ξένο προς την σύγχρονη κοσμοαντίληψη.
    Η εξέλιξη αυτή ήταν σε κάποιο βαθμό συνειδητή. Ξεκινώντας αρχικά από τους ραψωδούς και τους ποιητές των θεογονιών, η παράδοση έφτασε στους λογογράφους, τους συλλέκτες των τοπικών και οικογενειακών θρύλων, για τους οποίους ο Θουκυδίδης πιστεύει ότι έγραφαν μάλλον για να κολακέψουν παρά για να υπηρετήσουν την αλήθεια. Ο Στράβων αργότερα θα δηλώσει: «Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν πολλά που δεν συνέβησαν, επειδή ανατράφηκαν μέσα στο ψεύδος και έμαθαν να διηγούνται μόνο μυθεύματα». Αυτό το λέει για τον σημαντικότερο από τους λογογράφους, τον Εκαταίο τον Μιλήσιο· αλλά κι αυτός ο ίδιος, μισή χιλιετία πριν από τον Στράβωνα είχε γράψει: «Οι Έλληνες έχουν πολλά παράλογα αφηγήματα». Ο Έφορος, ο πρώτος που επεχείρησε ( τον 4ο π.Χ. αιώνα) να συγγράψει μια καθολική ιστορία των Ελλήνων σε σχέση και με την ιστορία άλλων χωρών, είχε ασφαλώς τους λόγους του που την ξεκίνησε μετά την κάθοδο των Δωριέων.
     Θα πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε μια προϋπόθεση που κυριαρχεί απόλυτα στον ελληνικό ορίζοντα. Παρότι οι Έλληνες, όπως εικάζεται, ήρθαν στον τόπο τους από άλλα μέρη – ακόμη κι αν φανταστούμε ότι είχαν εγκατασταθεί για τελευταία φορά στον Καύκασο, τη Μικρά Ασία ή την Ευρώπη – η αλήθεια είναι ότι ο λαός δεν είχε καθόλου επίγνωση αυτού του πράγματος. Οι επιδρομές για τις οποίες πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε κάτι, δεν προήλθαν από το εξωτερικό αλλά έγιναν σε ελληνικό έδαφος· όσο για τις εν γένει αποδεκτές εξαιρέσεις (Κάδμος, Πέλοψ, Δαναός κ.λ.π.), αυτές αφορούσαν σε δυναστείες και όχι σε λαούς. Και ενώ ολόκληρο το έθνος θεωρούσε ότι αποτελεί έναν αρχαίο αυτόχθονα πληθυσμό, ορισμένες φυλές επαίρονταν για το γεγονός ότι κατοικούσαν στην ίδια περιοχή στην οποία γεννήθηκε άλλοτε το ανθρώπινο γένος, του οποίου ήσαν απόγονοι. Παρότι οι έννοιες αυτόχθων, γηγενής συχνά αποκτούν αρνητικό νόημα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει γνώση για το τί προηγήθηκε, παρότι επίσης προσδιορίζουν μερικές φορές τούς κατοίκους που δεν προέρχονται από μετανάστευση, οι οποίοι στους μυθικούς χρόνους  εξ αιτίας των μετακινήσεων, των διώξεων, της συνεχούς φυγής από τις ανθρωποκτονίες ήταν σχεδόν  μειοψηφία, πλήθος από ρητές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι κατά κανόνα επικράτησαν με την κυριολεκτική τους έννοια ως τίτλος τιμής. Στον πρώτο άνδρα και βασιλιά της Αρκαδίας, ένας παλιός ποιητής (ο Άσιος)  αφιέρωσε τον ακόλουθο ύμνο: «Η μαύρη γη ανέδειξε τον θείο Πελασγό μέσα από τα βουνά με τις δασύτριχες κορφές, για να δημιουργήσει μια φυλή θνητών». Στο έρημο νησί της Αίγινας, κατά παράκληση του Αιακού, ο Δίας ανέδειξε ανθρώπους από τα σπλάχνα της γης, ή μεταμόρφωσε μυρμήγκια σε ανθρώπους· η νήσος Ρόδος κατοικήθηκε πρώτα από έναν αυτόχθονα λαό, υπό την δυναστεία των Ηλιαδών· ο δε αττικός λαός ήταν περήφανος για την αυτοχθονία του, η οποία συνοδευόταν και από τη συμβολική της έκφραση: το κάτω μέρος του σώματός του Κέκροπα, σύμφωνα με την εκδοχή που τον θεωρούσε αυτόχθονα και όχι αιγύπτιο, είχε μορφή φιδιού. Οι Έλληνες είχαν πολύ διαφορετικές απόψεις για την προέλευση του ανθρώπινου γένους· συμφωνούσαν όμως ότι αυτό το γένος γεννήθηκε σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο. Σε μεταγενέστερη εποχή, όταν πίστεψαν ότι ο Προμηθέας σμίλεψε τους ανθρώπους από  άργιλο, κοντά στην Πανοπέα της Φωκίδας υπήρχαν σωροί από αυτόν τον άργιλο που ανέδυαν μάλιστα οσμή σάρκας. Και επειδή ακριβώς οι άνθρωποι ήταν απόγονοι των θεών, οι Έλληνες ανέδειξαν στην ίδια τους τη χώρα τις τοποθεσίες γέννησης αυτών των θεών, τους μύθους τους, τις μάχες των Γιγάντων, τους μεγάλους κατακλυσμούς που προηγήθηκαν και τέλος τον θρύλο του οριστικού κατακλυσμού. Ένα πράγμα ήταν επίσης βέβαιο, ότι η δεύτερη δημιουργία των ανθρώπων – από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα – υπήρξε ένα αυτόχθον γεγονός.
     Παρομοίως, στη δική τους τη χώρα το ανθρώπινο γένος απέκτησε τα μέσα επιβίωσης, τα οποία αποτελούσαν ευπρόσδεκτα δώρα των θεών, για τα οποία θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρώτους αποδέκτες της ανθρωπότητας. Η αμπελουργία γεννήθηκε στις Θήβες· στο Ναύπλιο έμαθαν για πρώτη φορά να κλαδεύουν τα κλήματα, βλέποντας τον γάιδαρο να τρώει τα περίσσεια φύλλα, βοηθώντας έτσι το φυτό να αυξήσει την παραγωγή του· η Αττική ήταν όμως η τοποθεσία που διεκδικούσε τις καλύτερες καλλιέργειες. Η κοιλάδα του Ράρου, κοντά στην Ελευσίνα, με το αλώνι και τον βωμό του Τριπτόλεμου, ήταν ο αρχαιότερος σιταγρός της γης· η Ακρόπολη των Αθηνών προστάτευε την ιερή Ελαία, δώρο της Αθηνάς· στην Ιερά Οδό, που οδηγούσε στην Ελευσίνα, υπήρχε το σημείο στο οποίο η Δήμητρα, ευχαριστώντας τον Φύταλο για την φιλοξενία του, έκανε να φυτρώσει η πρώτη συκιά· στον δήμο των Αχαρνών, όπου τιμούσαν τον κισσό του Διόνυσου, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του αυτό το φυτό, και ίσως ακόμη και τα κουκιά να είναι φυτό αυτόχθον.
     Κατά τον ίδιον τρόπο ορισμένες εφευρέσεις ήταν αποκλειστικά ελληνικές: η Αργώ ήταν το πρώτο σκάφος που ταξίδεψε στη θάλασσα· στις Αλέζιες, κοντά στη Σπάρτη, ο Μύλης (μυλωνάς) γιός του πρώτου βασιλιά Λέλεγα, είχε τον αρχαιότερο μύλο, ενώ οι Αχαιοί υπερηφανεύονταν ότι αυτοί δίδαξαν στους ανθρώπους πώς να ανάβουν φωτιές. Γενικώτερα όμως οι Έλληνες παραδέχονταν με ευκολία ότι τα εργαλεία που συνόδευαν τον ανθρώπινο μόχθο, τη χειρωνακτική εργασία, τα είχαν δανειστεί από ξένους λαούς, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον σύγχρονο κόσμο, που θεωρεί τις βιομηχανικές εφευρέσεις τίτλο τιμής και δίνει το δικαίωμα στους λαούς στους οποίους ανήκουν, ακόμη και να συγκρούονται για προτεραιότητες αυτού του είδους.
     Έτσι οι Έλληνες αναγνώριζαν ότι ο Τύρσενος από τη Λυδία εφεύρε την τρομπέτα, ότι η ασπίδα και το κράνος, τα άρματα μάχης και η γεωμετρία προήλθαν από την Αίγυπτο, οι πτυχώσεις των αγαλμάτων της Αθηνάς από τη Λιβύη, τα γράμματα της αλφαβήτου από τους Φοίνικες, το ηλιακό ρολόι και η διαίρεση της ημέρας σε δώδεκα τμήματα από την Βαβυλώνα. Τους αρκούσε ότι υπήρξαν το κέντρο του κόσμου και ότι στο δικό τους ιερό έδαφος, στο ναό των Δελφών, κείται ο «ομφαλός της γης».
     Σχετικά με τις επιδρομές ο μυθικός λόγος υπήρξε συχνά απόλυτα διάφανος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Όταν μια κόρη, διάδοχος θρόνου, παραχωρούνταν στον γιό ενός ξένου βασιλιά, ο οποίος θα έπρεπε να αποδείξει τις ικανότητές του νικώντας στον πόλεμο, όπως ο Πέλοπας, ή όταν μια αντίστοιχη κόρη αποκτούσε γιό από τον θεό Ποσειδώνα και καταλάμβανε το θρόνο, εικάζονταν αβίαστα ότι επρόκειτο για αλλαγή δυναστείας ή αλλαγή του λαού που βρισκόταν στην εξουσία, και ότι επρόκειτο, στη δεύτερη περίπτωση, για κάποια επιδρομή προερχόμενη από τη θάλασσα. Η συγγένεια ανάμεσα σε δύο λαούς συμβολίζονταν από έναν ποταμό που συνέχιζε τη ροή του κάτω από την θάλασσα και επανεμφανιζόταν με την μορφή μιας πηγής σε μιαν άλλη χώρα· το παγκοσμίως γνωστό παράδειγμα του πελοποννησιακού Αλφειού και της κρήνης της Αρετούσας στην Ορτυγία των Συρακουσών δεν είναι το μόνο, και ο Παυσανίας, που αναφέρει πολλά αντίστοιχα, δεν φαίνεται να αμφισβητεί αυτό το φυσικό φαινόμενο. Η υπερηφάνεια για την κατοχή μιας προικισμένης γης, οι σαρκασμοί απέναντι σε μια γειτονική φυλή, λιγότερο προικισμένη και θεωρούμενη ανόητη, συνοδευόταν από θρύλους που αναφέρονταν στην κατάκτηση εδαφών μέσα από μια επιτυχημένη απάτη· ήδη από την εποχή της δωρικής επιδρομής, οι Αιτωλοί, οι οποίοι προσχώρησαν στους υπόλοιπους αποίκους, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μια καλύτερη εδαφική περιοχή (την Ήλιδα) από οποιαδήποτε απέκτησαν πότε οι Δωριείς, ενώ ένας απ’ τους Δωριείς, ο Κρεσφόντης, οικειοποιήθηκε ένα πιο εύφορο έδαφος (τη Μεσσηνία), σε βάρος τών Σπαρτιατών, χάρη σε μια νοθευμένη κλήρωση. Σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη άποψη, η κατάκτηση ενός εδάφους ήταν αποτέλεσμα μονομαχίας ανάμεσα σε δύο αρχηγούς φυλών· «Συγκρούστηκαν, λέει ο Στράβων, σε μιαν ιδιάζουσα μάχη, σύμφωνα με ένα παλαιό έθιμο των Ελλήνων». Το πνεύμα του έθνους εκφράζεται με την επικράτηση του επιλεγμένου όπλου ενός λαού επί ενός άλλου. Ο Αιτωλός Πυραίχμης πολέμησε με τον Επειό Δέγμενο· ο τελευταίος, επειδή ήταν τοξότης, πίστευε ότι θα νικούσε εύκολα τον Αιτωλό που ήταν οπλίτης, σημαδεύοντάς τον από απόσταση· αλλά ο αντίπαλός του, εφοδιασμένος με σφεντόνα και ένα σακί πέτρες, όπλο που είχαν εφεύρει οι Αιτωλοί, του επιτέθηκε από μεγαλύτερη απόσταση· ο Δέγμενος σκοτώθηκε και οι Αιτωλοί παρέμειναν κυρίαρχοι της χώρας, από την οποία έδιωξαν τους Επειούς. Ο συνήθης τρόπος που εκφράζονταν οι προθέσεις απέναντι σε μια χώρα ήταν η αποδοχή ως δώρου ή η απόκτηση μιας χούφτας χώματος από την εν λόγω περιοχή. Αλλά η τμηματική απεικόνιση αυτών των χρονολογικά αποκομμένων θρύλων δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε οριστικά συμπεράσματα.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: