Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (2)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 
Συνέχεια από Τρίτη, 2 Απριλίου 2019

Jacob Burckhard
                                                     ΤΟΜΟΣ 1ος
                                 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ  (συνέχεια)

    Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η ιστορικο-πολιτισμική έρευνα προσκρούει σε δυσχέρειες μιας εντελώς διαφορετικής τάξεως από την καθαρά συμβατική αφήγηση γεγονότων. Κατ’ αρχήν, ενώ τα γεγονότα συνθέτουν ένα υπερμέγεθες σύνολο και σε μεγάλο βαθμό συμβαίνουν ταυτόχρονα, το αφήγημά μας είναι πάντοτε διαδοχικό και τα ακολουθεί κατά πόδας. Αυτό το κολοσσιαίο σύνολο που θα μπορούσαμε να του δώσουμε τη μορφή ενός ζωγραφικού πίνακα, αποπροσανατολίζει συνεχώς τον ερευνητή, και μόνο από το γεγονός ότι το ίδιο μεμονωμένο αντικείμενο μελέτης εμφανίζεται άλλοτε στην περιφέρεια, οπότε είναι εύκολο στην προσέγγιση, άλλοτε ήδη πιο απόμακρο, και άλλοτε εντελώς στο κέντρο.
     Είτε πρόκειται να αναπαραστήσουμε τα γεγονότα, είτε να τα μελετήσουμε, το ερώτημα που τίθεται είναι από πού να αρχίσει κανείς. Και η απάντηση είναι συνήθως η ακόλουθη: από οπουδήποτε.
     Πρώτον, επειδή τα πράγματα έχουν παντού κοινά σημεία, οι επαναλήψεις καθίστανται αναπόφευκτες· για παράδειγμα, ο μέγας μύθος στον οποίο αναβαπτίζεται οτιδήποτε οι Έλληνες πράττουν, οραματίζονται ή αισθάνονται, ο πραγματικός πνευματικός Ωκεανός αυτού του κόσμου, αναφέρεται σε διαφορετικά μέρη του έργου, και επιπλέον σε τρία ουσιαστικά σημεία, υπό τρείς διαφορετικές όψεις: 1/ ως διαρκής παρουσία στη ζωή των Ελλήνων· 2/ σε σχέση με το όραμά τους για τον κόσμο· 3/ως η απεικόνιση μιας συγκεκριμένης εποχής τού έθνους.
    Δεύτερον, θα πρέπει ενδεχομένως να ταξινομήσουμε μια πληθώρα από λεπτομέρειες.
   Στις συχνές περιπτώσεις που η μελέτη και οι γνώσεις μας αποδεικνύονται ανεπαρκείς, ελλείψει συμπεράσματος θα διατυπώσουμε ένα ερώτημα. Θα οικειοποιηθούμε επίσης το δικαίωμα στις υποθέσεις· όπου όμως κάνουμε χρήση θα το αναφέρουμε ρητά.
     Και τέλος είναι εντελώς αδύνατο να αποφύγουμε μια μεγάλη δόση υποκειμενικής αυθαιρεσίας στην επιλογή των θεμάτων. Είμαστε ένας «μη-επιστήμονας» και δεν ακολουθούμε κάποια μέθοδο, τουλάχιστον όχι τη μέθοδο των άλλων. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες μελέτες που μας επέτρεψαν να οικοδομήσουμε αυτές τις παραδόσεις, βασιζόμενοι στην ιδίαν επάρκεια και προσπαθώντας με την υποκειμενική μας μέθοδο να ρυθμίσουμε την σχετική αξία των γεγονότων, κάποιος άλλος θα είχε καταλήξει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα· μια περισσότερο επισταμένη μελέτη θα μπορούσε ίσως να καταλήξει σε ακριβεστέρα και σημαντικότερα αποτελέσματα· και ίσως κι εμείς οι ίδιοι, αν μας δωθεί η ευκαιρία, ελπίζουμε να επανεπεξεργαστούμε μελλοντικά αυτές τις παραδόσεις. Στο μεταξύ, δεδομένου του περιορισμένου χρόνου και του εν μέρει ευκαιριακού χαρακτήρα της μελέτης μας, θα παραδώσουμε εδώ το υλικό που αποτελεί μέχρι στιγμής αποτέλεσμα των ερευνών μας.
    Πρέπει να παραμερίσουμε αποφασιστικά πολλά πράγματα, δηλαδή όλα όσα δεν έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο αντίληψης και σκέψης, και κυρίως, μετά λύπης μας, την κριτική έρευνα της προέλευσης, που θα προϋπέθετε μιαν εκτεταμένη παράλληλη έρευνα της προέλευσης και πολλών άλλων λαών. Θα παραλείψουμε επίσης την αναφορά σε όλα όσα ανήκουν αποκλειστικά στον υλικό βίο της καθημερινότητας, όλα όσα ανήκουν επίσης σε άλλους λαούς της ίδιας εποχής και κλίματος, και θα περιοριστούμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στα χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε την ιδιαιτερότητα του ελληνικού πνεύματος.
     Αυτό το μάθημα όμως μπορεί να είναι επωφελές και για τους φοιτητές που δεν είναι φιλόλογοι. Επειδή ακριβώς αποφεύγουμε μια καθαυτό μαζική περιγραφή των αρχαιοτήτων, μπορούμε να τους προσκαλέσουμε να συνεργαστούν σ’ αυτή την έρευνα.
     Χάρη στην μελέτη των πηγών που προσφέρονται κατ’ εξοχήν εδώ, κάθε πνεύμα που διακατέχεται από ανθρωπισμό, υπό την προϋπόθεση ότι επιζητεί την καλλιέργεια, μπορεί να αναδειχθεί με τη σειρά του σε ερευνητή.
    Ενώ η αρχαιολογία είναι μια επιστήμη που απαιτεί ειδικευμένη μελέτη, με σκοπό τη συγκέντρωση και τη σύγκριση, γεγονός που προϋποθέτει αυτόματα τη δέσμευση του ενδιαφερομένου για μιαν ολόκληρη ζωή, σε ορισμένες ειδικότητες τουλάχιστον, και τον υποχρεώνει να ολοκληρώσει τις μελέτες του, εάν επιθυμεί αυτές να έχουν κάποιο νόημα, η ιστορικο-πολιτισμική επιστήμη, με την έννοια που εμείς τη συλλαμβάνουμε, μπορεί να προσφέρει σε ένα πνεύμα που πρόσκειται στον ανθρωπισμό, άμεσο εμπλουτισμό, και αυτός είναι ήδη ένας λόγος που θα μας υποχρεώσει να σεβαστούμε  τον ανθρωπιστικό «χαρτοφύλακα».
     Η διδασκαλία μιας ξένης λογοτεχνίας, δηλαδή μιας διαφορετικής κλίμακας αξιών από τη δική μας, όπως εξ άλλου και όλων των παρελθόντων και αλλότριων μορφών σκέψης, αποτελεί από μόνη της έναν εμπλουτισμό, με την έννοια των «tria corda» (τρεις καρδιές) του Έννιου· αυτό δε ισχύει κατ’ εξοχήν για την διδασκαλία της ελληνικής λογοτεχνίας.
   Εάν σε άλλες παραδόσεις η μορφή είναι τραχεία, το επικάλυμμα ερμητικά κλειστό και δύσκολο στην πρόσβαση, η έκφραση συμβολική σε βαθμό που να γίνεται ακατανόητη, τουλάχιστον στους Έλληνες το πνεύμα εκφράζεται με τον πλέον διάφανο τρόπο· η σκέψη και ο υποδοχέας της απαρτίζουν μιαν αρμονική ταυτότητα· μορφή και περιεχόμενο συνυπάρχουν με τον τελειότερο δυνατό τρόπο.
     Σε ό,τι αφορά όμως στο περιεχόμενο αυτής της μορφής, ο διδάσκων θα πρέπει να προσελκύει συνεχώς την προσοχή στο γεγονός ότι κάθε αρχαίος συγγραφέας, οποιασδήποτε κατηγορίας, αποτελεί πηγή γνώσης της ιστορίας του πολιτισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο ακριβώς η ιστορία του ελληνικού πολιτισμού αποτελεί ένα ιδιαίτερα σαφές και ευδιάκριτο τμήμα της ιστορίας της ανθρωπότητας.
     Ξεκινώντας από τους αφηγητές γεγονότων, το ζωντανό, το σημαντικό και το εμφανές στοιχείο σ’ αυτούς δεν είναι το περιγραφόμενο γεγονός, αλλά ο τρόπος αφήγησής του και οι υποθέσεις  που γεννά το πνεύμα τους. Δεν έχει σημασία αν συνέβη στ’ αλήθεια, εμείς διδασκόμαστε πώς να γνωρίσουμε τον Έλληνα και τον ορίζοντα που τον περιβάλλει, όπως επίσης και την αντίληψη που έχει γι’ αυτόν .
   Ακολουθούν η ποίηση και η φιλοσοφία. Ειδικευμένες επιστήμες μεγάλης εμβέλειας πραγματεύονται αυτού του είδους τα κείμενα σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα τού περιεχομένου τους, τη λογοτεχνική τους αξία και τη σημασία του αντικειμένου τους· η δική μας ιστορικο-πολιτισμική ανάλυση τα προσλαμβάνει ως μάρτυρες της ύπαρξης ενός λαού απαράμιλλα προικισμένου και εξαφανισμένου, μιας υψίστης τάξεως πνευματικότητας, παρελθούσης και ωστόσο πάντοτε ζωντανής.
     Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αφεθούμε στην αλλοτρίωση που συνεπάγεται η σύγχρονη λογοτεχνία (που απευθύνεται με πολύ αμεσότερο τρόπο στο νευρικό μας σύστημα).
     Και κυρίως όχι σ’ αυτήν που επιφέρει η ανάγνωση του τύπου.
     Παν ό,τι ανήκει στην καθημερινότητα δημιουργεί άκοπα μια προνομιακή σχέση μ’ αυτό που αντιπροσωπεύει την υλική μας υπόσταση· το παρελθόν έχει τουλάχιστον μεγαλύτερη δυνατότητα να αφυπνίσει το πνευματικό στοιχείο μέσα μας, και έναν υψηλότερο  στόχο.
     Έτσι σιγά-σιγά η όρασή μας οξύνεται, αρχίζουμε να μπορούμε να ανασύρουμε από το παρελθόν τα μυστικά του.
     Τι κι αν χιλιάδες άλλοι προηγήθηκαν σ’ αυτή την εργασία, τούτο δεν μας απαλλάσσει από τον προσωπικό μόχθο. Αυτού του είδους η εργασία δεν θεωρείται ποτέ «τελειωμένη», δεν ολοκληρώνεται ουδέποτε. Επιπλέον κάθε εποχή αντικρίζει το κάπως μακρινό παρελθόν από νέα και διαφορετική οπτική γωνία· για παράδειγμα στον Θουκυδίδη αναφέρονται γεγονότα ύψιστης σημασίας, των οποίων η αξία θα αναγνωριστεί εκατό χρόνια αργότερα.
   Δεν έχουμε την πρόθεση να ενθαρρύνουμε την ανάληψη εργασιών, ειδικευμένων μελετών με τη συνήθη έννοια του όρου, δηλαδή την κοινοποίηση, την ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός θέματος ή μιας ιδιαίτερης συνθήκης, η οποία στη συνέχεια θα πρέπει να μελετηθεί επισταμένα, αλλά να εγείρουμε το συνολικό ενδιαφέρον στην κατανόηση των Ελλήνων. Η σύγχρονη ιστορικό-πολιτιστική λογοτεχνία προσφέρει άφθονο υλικό στην πολυμάθεια· εμείς  προσφέρουμε ένα μέσο για την καλλιέργεια και μιαν αίσθηση απόλαυσης για την υπόλοιπη ζωή μας.
     Αυτός είναι επίσης και ο οδηγός μας στον τρόπο μελέτης των πηγών·  έτσι τα εμβληματικά μνημεία, οι ιστορικοί, οι ποιητές κ.ο.κ. λειτουργούν σαν συνολικές εικόνες, και δεν επιστρατεύονται μόνο σαν μαρτυρία επιβεβαίωσης κάποιας συγκεκριμένης υπόθεσης, η ανάγνωσή τους είναι δηλαδή σφαιρική. Αλλά και αυτός που εκθέτει γεγονότα έχει συμφέρον να μελετήσει επίσης πολλούς συγγραφείς δεύτερης και τρίτης κατηγορίας και να μην βασιστεί σ’ αυτούς που τους διάβασαν πριν απ’ αυτόν. Εμείς δεν θα παραλείψουμε να εξετάσουμε ολόκληρα μνημεία, επισημαίνοντας ότι και οι πηγές είναι μνημεία. Εξ άλλου το σημαντικότερο βρίσκεται συχνά στο πιο απόμακρο σημείο.
     Διατηρούμε το δικαίωμα να ανατρέξουμε σε μεταφράσεις και σχολιασμούς, που είναι κοινής αποδοχής και βρίσκονται με αρκετή ευκολία. Δεν είναι ντροπή να αναζητήσει κανείς βοήθεια στη μελέτη του Θουκυδίδη, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και ο Κικέρων ομολόγησαν ότι  ορισμένες φορές αδυνατούσαν να κατανοήσουν τον τρόπο που εκφράζεται. Όποιος φιλοδοξεί να προχωρήσει χωρίς τη βοήθεια κανενός θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει καθ’ οδόν, χωρίς να ολοκληρώσει τη μελέτη του.
     Επιπλέον η εμβάθυνση στη μελέτη των συγγραφέων δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως ό,τι είναι σημαντικό για μας δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεται και από κάποιον άλλο σαν τέτοιο. Κανένα έργο αναφοράς στον κόσμο, με όλες τις παραθέσεις του, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την οργανική σχέση που συνιστά μια διαπίστωση που ανακαλύψαμε μόνοι μας με τη διαίσθηση και την προσοχή μας, έτσι που βαθμιαία να συσσωρεύεται ένας πραγματικός πλούτος για το πνεύμα μας.
     Οτιδήποτε διασώζεται από την ελληνική αρχαιότητα μπορεί να αποτελέσει για μας πηγή, και όχι μόνον ο γραπτός λόγος, αλλά κάθε ίχνος, ξεκινώντας από τα μνημεία και την αρχιτεκτονική, και σε ό,τι αφορά στον κόσμο του γραπτού λόγου, όχι μονάχα ο ιστορικός, ο ποιητής και ο φιλόσοφος, αλλά και ο πολιτικός, ο ρήτορας, ο επιστολογράφος, ο εγκυκλοπαιδιστής, ο σχολιαστής, ο οποίος αναφέρεται συχνά σε δηλώσεις από αρχαιότερες εποχές. Δεν μας επιτρέπεται να παριστάνουμε τους δύσκολους όταν χρειάζεται να συμπληρώσουμε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο τη μνημειώδη απεικόνιση της αρχαιότητας. Ακόμη και ένας πλαστογράφος, από τη στιγμή που έχει αποκαλυφθεί, μπορεί, ακριβώς εξ αιτίας τής πλαστογράφησής του και των αποκαλυμμένων προθέσεών του – εντελώς παρά τη θέλησή του – να μας προσφέρει τη σημαντικότερη πληροφορία.
     Είναι όμως αλήθεια ότι θα έχουμε πάντοτε την τάση να επιστρέφουμε στα μεγάλα αριστουργήματα, συλλέγοντας για παράδειγμα από τους τραγικούς τα απαραίτητα για τον ιστορικό λάφυρα: τη μορφή του μύθου σε όλο το μεγαλείο και το βάθος του, τις μεγάλες ποιητικές φυσιογνωμίες και την ύπαρξη ενός ύφους που συνιστά από μόνο του μέγα ιστορικό-πολιτιστικό γεγονός.
     Και τέλος, εξ αιτίας ακριβώς της συνεισφοράς της, χρειάζεται να επισημάνουμε την ανάγκη επαναληπτικής ανάγνωσης των κειμένων. Στην πρώτη ανάγνωση ο μελετητής αντιμετωπίζει πολύ συχνά δυσχέρειες γλωσσικής φύσεως που είναι εγγενείς στο αντικείμενο που εξετάζει. Και μόνο στη συνέχεια μπορεί να πραγματικά να κατανοήσει ένα έργο και να ανακαλύψει τη μορφή και το περιεχόμενό του. Υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Ησίοδος, που σε κάθε ανάγνωση αναδεικνύουν καινούργια ερωτήματα και διανοίγουν νέες προοπτικές· ο Προμηθέας του Αισχύλου αποκαλύπτει σε κάθε νέα ανάγνωση καινούργια χαρακτηριστικά.
     Ποιες είναι άραγε οι σχέσεις της σύγχρονης εποχής και ιδιαίτερα του σύγχρονου γερμανικού πολιτισμού με τους Έλληνες ;
     Από την εποχή του Winckelann, του Lessing και τον Όμηρο του Voss, δημιουργήθηκε βαθμιαία η εντύπωση ότι μεταξύ του ελληνικού πνεύματος και του γερμανικού πνεύματος υπήρξε ένας ιερός γάμος, ένα είδος σχέσεων και μια ιδιαίτερη κατανόηση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των λαών της σύγχρονης Δύσεως. Ότι ο Γκαίτε και ο Σίλλερ ήταν οι εκπρόσωποι του κλασικισμού.
     Η αντίληψη αυτή οδήγησε εν μέρει στην ανανέωση και την εμβάθυνση των φιλολογικών μελετών στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, και την πεποίθηση ότι η αρχαιότητα αποτελούσε το απαραίτητο θεμέλιο για όλες εν γένει τις μελέτες, με ένα διαφορετικό και βαθύτερο πνεύμα απ’ αυτό που είχε επικρατήσει μετά την Αναγέννηση.
     Από την άλλη πλευρά όμως, η εν γένει αρχαιολογική έρευνα αναπτύχτηκε ραγδαία. Το ενδιαφέρον στράφηκε κυρίως προς τα αιγυπτιακά και ασσυριακά μνημεία, τα προϊστορικά ίχνη της Ευρώπης, την πρόσφατη δημιουργία της εθνογραφίας, τις έρευνες για την προέλευση του ανθρώπινου είδους και του λόγου, τη συγκριτική μελέτη των γλωσσών, και μέσα σ’ όλα αυτά σύντομα η Ελλάδα παραμερίστηκε.
     Η τάση αυτή συνοδεύτηκε όπως ήταν φυσικό από μιαν εξειδίκευση των ερευνών, της οποίας οι επιμέρους τομείς απαιτούν πολλές ζωές ερευνητών, ενώ την ίδια στιγμή το Κράτος αναλώνεται σε ινστιτούτα και συλλογές.
     Η μάθηση που προσφέρεται στους νέους στο Λύκειο «λέγεται ότι επιδιώκει  (προς το παρόν) να μετατρέψει τους έφηβους σε καθηγητές φιλολογίας» (Mommsen), και η ελληνική γλώσσα είναι και παραμένει βασικός παράγων της παιδείας.
    Μετά όμως από την απόκτηση του διπλώματος της μέσης εκπαίδευσης ακολουθούν τα στάδια που γνωρίζουμε. Εκτός από τους πραγματικούς φιλολόγους, ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς – δεν θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσουμε ποσοστά – εγκαταλείπει τους αρχαίους συγγραφείς. Κατ’ αρχήν, μετά από ένα τρίμηνο περίπου, εγκαταλείπεται το σοφό μέτρο του χορού της τραγωδίας, που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια, ακολούθως η μια μετά την άλλη οι μορφές του λόγου, και τέλος το ίδιο το λεξιλόγιο. Μερικοί τα εγκαταλείπουν ευχαρίστως και εκ προθέσεως. Από την άλλη πλευρά η μελέτη και η ζωή αναδεικνύουν διαφορετικές φιλοδοξίες.
    Έτσι προέκυψε βαθμιαία μια ανισορροπία ανάμεσα στο λύκειο και τη ζητούμενη κατεύθυνση σπουδών, εξέλιξη που μπορεί κάποια μέρα να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.
     Ας προσπαθήσουμε λοιπόν, επιστρατεύοντας τα πενιχρά μέσα μας, να διατηρήσουμε ζωντανό το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα.
     Το αποτέλεσμα έχει ως εξής:
     Δεν πρόκειται για κανενός είδους εξωραϊσμό, ούτε σκοπεύουμε να παραχωρήσουμε βήμα στην ενθουσιώδη αισιοδοξία. «Οι Έλληνες υπήρξαν περισσότερο δυστυχείς απ’ όσο νομίζουμε» (Böckh).
     Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε τη σημαντική θέση που κατέχει το ελληνικό πνεύμα στην παγκόσμια ιστορία, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
     Αυτά που κατόρθωσαν και αυτά που υπέμειναν τα κατόρθωσαν και τα υπέμειναν εν ελευθερία, και με διαφορετικό τρόπο από όλους τους αρχαίους λαούς.
    Αναδεικνύονται αυθεντικοί, αυθόρμητοι και συνειδητοί εκεί ακριβώς όπου στους υπόλοιπους βασιλεύει ένας σχετικά ασαφής εξαναγκασμός.
     Τα έργα τους και οι δυνατότητές τους αναδεικνύουν τον ευφυέστερο λαό επί γης, παρόλα τα σφάλματα και τα βάσανα που υπέμεινε.
     Σε όλους τους τομείς του πνεύματος κατέκτησαν επίπεδα, χαμηλότερα από τα οποία η ανθρωπότητα δεν επιτρέπεται να παραμείνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην αναγνώριση και την αποδοχή, ακόμη και στους τομείς που οι δυνατότητες της δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στο ύψος των Ελλήνων.
     Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που αυτός ο λαός μπόρεσε να επιβάλει την απαίτηση της μελέτης της ιστορίας του σε όλη τη μεταγενέστερη ανθρωπότητα. Αυτός που θα επιθυμούσε να απέχει, απλώς θα μείνει πίσω (στο περιθώριο).
     Ας έλθουμε τώρα στη γνώση τους και τον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα. Χάρη στην καθολικότητα της γνώσης τους, φωτίζουν όχι μόνο τη δική τους ύπαρξη αλλά και όλων των υπολοίπων αρχαίων λαών· χωρίς αυτούς, και χωρίς τους Ρωμαίους, που έγινα οι φίλοι τών Ελλήνων, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε από το παρελθόν, διότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί είχαν στραμμένη την προσοχή τους μόνο στον εαυτό τους, τα βασιλικά παλάτια τους, τους ναούς και τους θεούς τους.
     Έκτοτε, κάθε είδους αντικειμενική πληροφορία για τον κόσμο, προσθέτει κάτι ακόμα στον καμβά που ξεκίνησαν να υφαίνουν οι Έλληνες.
     Βλέπουμε με τα μάτια των Ελλήνων και ομιλούμε με τις δικές τους εκφράσεις.
     Ο μορφωμένος άνθρωπος έχει τη θεμελιώδη υποχρέωση να συμπληρώσει εντός του, με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο, την εικόνα της αδιάλειπτης συνέχειας στην εξέλιξη του κόσμου, προκειμένου να ταυτοποιηθεί ως συνειδητή ύπαρξη, διακριτή από το ασυνείδητο ον που είναι ο Βάρβαρος· όπως ακριβώς η δυνατότητα να συλλαμβάνει το παρελθόν και το μέλλον διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το κτήνος, το παρελθόν μπορεί επίσης να ακολουθείται από μομφές, και το μέλλον από μέριμνες, που κατ’ ουδένα τρόπο δεν απασχολούν το κτήνος.
    Γι’ αυτό θα μείνουμε για πάντα θαυμαστές των Ελλήνων σε ό,τι αφορά στα έργα και τις ικανότητές τους, οφειλέτες τους σε ό,τι αφορά στη γνώση τους για τον κόσμο. Εδώ είναι κοντινοί σ’ εμάς, εκεί μεγάλοι, ξένοι και απόμακροι.
     Κι αν η ιστορία του πολιτισμού  μπορεί να φωτίσει καλύτερα αυτή τη σχέση από την ιστορία των συμβάντων, ασφαλώς έχουμε χρέος να την προτιμήσουμε απ’ αυτήν.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: