Του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου από τον Α' Λόγο του περί του Υιού απάντησις στο χωρίο· «Γι' αυτό, ενώ ήταν από την αρχή μονάδα, προχώρησε στη δυάδα και σταμάτησε ως την Τριάδα». Και πάλι από τον δεύτερο Ειρηνικό του ιδίου στα λεγόμενα· «Εξαιτίας του πλούτου της κινήθηκε από τη Μονάδα, ξεπέρασε τη δυάδα, επειδή είναι πάνω από την ύλη και τη μορφή που συνιστούν τα σώματα, κι εγκαταστάθηκε στα όρια της Τριάδας εξαιτίας της τελειότητά της».
Αν προσέχοντας, δούλε του Θεού, τη φαινομενική διαφωνία, απορείς για την αληθινή συμφωνία, δεν είναι δυνατό να βρεις πιο ταυτόσημη έννοια από τις λέξεις αυτές. Γιατί είναι ταυτόσημη έννοια το να ξεπεραστεί η δυάδα και το να μη σταματήσει ως τη δυάδα, και επίσης να μείνει στα όρια της Τριάδας και το να σταματήσει η κίνηση της μονάδας ως την Τριάδα, εάν βέβαια πρεσβεύομε μοναρχία (αρχή του ενός) όχι φτωχική (ασήμαντη), που να περιορίζεται σ' ένα πρόσωπο, ή πάλι ακατάστατη, που να διαχέεται στο άπειρο, αλλά αυτήν που είναι Τριάδα ομότιμη κι αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, των οποίων πλούτος είναι η κοινή τους φύση και το ένα ανάβλυσμα της λαμπρότητας, που ούτε διαχέεται η θεότητα πάνω από αυτά για να μη δεχτούμε πλήθος θεών, ούτε πάλι περιορίζεται μέσα σ' αυτά, για να μην κατακριθούμε για πενία θεότητας.
Αυτό βέβαια δεν είναι δικαιολόγηση της υπερούσιας αιτίας των όντων, αλλά απόδειξη ευσεβούς αντίληψης γι' αυτήν, εφόσον η θεότητα είναι μονάδα και όχι δυάδα, και Τριάδα αλλά όχι πλήθος, ως άναρχη που είναι και ασώματη και ειρηνική.
Και είναι αληθινά μονάδα ή μονάδα· γιατί δεν είναι αρχή των έπειτα από αυτήν, σύμφωνα με μια συστολή του απλώματός της, για να διαχυθεί προχωρώντας φυσικά σε πλήθος, αλλά είναι ενυπόστατη οντότητα της ομοούσιας Τριάδας. Επίσης είναι αληθινά η Τριάδα τριάδα, που δεν συμπληρώνεται με ανεξάρτητους αριθμούς (γιατί δεν είναι σύνθεση μονάδων, ώστε να υποστεί διαίρεση), αλλ' είναι ενούσια ύπαρξη μονάδας τρισυπόστατης.
Γιατί η Τριάδα είναι αληθινή μονάδα, γιατί αυτή είναι η ουσία της, και είναι αληθινή Τριάδα η μονάδα, γιατί αυτή είναι η υπόσταση της, επειδή είναι και μια θεότητα με ουσία μοναδική και υπόσταση τριαδική. Αν όμως ακούοντας τη λέξη 'κίνηση' θαύμασες πώς κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητας, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι της, κι έτσι δεχόμαστε το φωτισμό για τον τρόπο του πως αυτή υφίσταται, αν βέβαια το είναι γενικά προηγείται από το συγκεκριμένο είναι. Κίνηση λοιπόν της θεότητας είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση προς εκείνους που μπορούν να τη δεχτούν σχετικά με την ουσία και τον τρόπο της υπόστασής της.
Αρχαίο κείμενο
Αρχαίο κείμενο
Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐκ τοῦ περί Υἱοῦ πρώτου λόγου εἰς τό· "Διά τοῦτο μονάς ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς δυάδα κινηθεῖσα μέχρι Τριάδος ἔστη." Καί πάλιν τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ δευτέρου (1036) Εἰρηνικοῦ εἰς τό· "Μονάδος μέν κινηθείσης, διά τό πλούσιον, δυάδος δέ ὑπερβαθείσης· ὑπέρ γάρ τήν ὕλην καί τό εἶδος, ἐξ ὧν τά σώματα, Τριάδος δέ ὁρισθεῖσης, διά τό τέλειον."
Εἰ μέν τήν δοκοῦσαν εἶναι διαφωνίαν, δοῦλε Θεοῦ, σκοπήσας τήν ἀληθῆ συμφωνίαν ἠπόρησας, οὐκ ἔστι κατ᾿ ἔννοιαν τούτων τῶν φωνῶν ἑνικωτέραν εὑρεῖν. Ταυτόν γάρ ἐστιν ὑπερβαθῆναι δυάδα καί μή στῆναι μέχρι δυάδος, καί πάλιν ὁρισθῆναι Τριάδα καί μέχρι Τριάδος στῆναι τῆς μονάδος τήν κίνησιν, εἴπερ μοναρχίαν πρεσβεύομεν οὐκ ἀφιλότιμον, ὡς ἑνί προσώπῳ περιγεγραμμένην, ἤ πάλιν ἄτακτον, ὡς εἰς ἄπειρον χεομένην, ἀλλ᾿ ἥν ὁμότιμος φύσει Τριάς Πατήρ καί Υἱός καί Πνεῦμα συνίστησιν ἅγιον, ὧν πλοῦτος ἡ συμφυΐα καί τό ἕν ἔξαλμα τῆς λαμπρότητος, οὔτε ὑπέρ ταῦτα τῆς θεότητος χεομένης, ἵνα μή δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν, οὔτε ἐντός τούτων ὁριζομένης, ἵνα μή πενίαν θεότητος κατακριθῶμεν. Οὐκ ἔστιν οὖν αἰτιολογία τοῦτο τῆς ὑπερουσίου τῶν ὄντων αἰτίας, ἀλλ᾿ εὐσεβοῦς περί αὐτῆς δόξης ἀπόδειξις, εἴπερ μονάς, ἀλλ᾿ οὐ δυάς, καί Τριάς, ἀλλ᾿ οὐ πλῆθος, ἡ θεότης, ὡς ἄναρχος, ἀσώματός τε καί ἀστασίαστος.
Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ μονάς· οὐ γάρ ἐστιν ἀρχή τῶν μετ᾿ αὐτήν, κατά διαστολῆς συστολήν, ἵνα χεθῇ φυσικῶς εἰς πλῆθος ὁδεύουσα, ἀλλ᾿ ἐνυπόστατος ὀντότης ὁμοουσίου Τριάδος. Καί Τριάς ἀληθῶς ἡ Τριάς, οὐκ ἀριθμῷ λυομένῳ συμπληρουμένη (οὐ γάρ ἐστι μονάδων σύνθεσις, ἵνα πάθῃ διαίρεσιν) , ἀλλ᾿ ἑνούσιος ὕπαρξις τρισυποστάτου μονάδος.
Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ Τριάς, ὅτι οὕτως ἐστί, καί Τριάς ἀληθῶς ἡ μονάς, ὅτι οὕτως ὑφέστηκεν· ἐπειδή καί μία θεότης οὖσά τε μοναδικῶς, καί ὑφισταμένη τριαδικῶς. Εἰ δέ κίνησιν ἀκούσας ἐθαύμασας πῶς ὑπεράπειρος κινεῖται θεότης, ἡμῶν, οὐκ ἐκείνης τό πάθος, πρῶτον τόν τοῦ εἶναι λόγον αὐτῆς ἐλλαμπομένων, καί οὕτω τόν τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τρόπον φωτιζομένων, εἴπερ τό εἶναι τοῦ πῶς εἶναι πάντως προεπινοεῖται. Κίνησις οὖν θεότητος ἡ δι᾿ ἐκφάνσεως γινομένη περί τε τοῦ εἶναι αὐτήν καί τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τοῖς αὐτῆς δεκτικοῖς καθέστηκε γνῶσις.
Εἰ μέν τήν δοκοῦσαν εἶναι διαφωνίαν, δοῦλε Θεοῦ, σκοπήσας τήν ἀληθῆ συμφωνίαν ἠπόρησας, οὐκ ἔστι κατ᾿ ἔννοιαν τούτων τῶν φωνῶν ἑνικωτέραν εὑρεῖν. Ταυτόν γάρ ἐστιν ὑπερβαθῆναι δυάδα καί μή στῆναι μέχρι δυάδος, καί πάλιν ὁρισθῆναι Τριάδα καί μέχρι Τριάδος στῆναι τῆς μονάδος τήν κίνησιν, εἴπερ μοναρχίαν πρεσβεύομεν οὐκ ἀφιλότιμον, ὡς ἑνί προσώπῳ περιγεγραμμένην, ἤ πάλιν ἄτακτον, ὡς εἰς ἄπειρον χεομένην, ἀλλ᾿ ἥν ὁμότιμος φύσει Τριάς Πατήρ καί Υἱός καί Πνεῦμα συνίστησιν ἅγιον, ὧν πλοῦτος ἡ συμφυΐα καί τό ἕν ἔξαλμα τῆς λαμπρότητος, οὔτε ὑπέρ ταῦτα τῆς θεότητος χεομένης, ἵνα μή δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν, οὔτε ἐντός τούτων ὁριζομένης, ἵνα μή πενίαν θεότητος κατακριθῶμεν. Οὐκ ἔστιν οὖν αἰτιολογία τοῦτο τῆς ὑπερουσίου τῶν ὄντων αἰτίας, ἀλλ᾿ εὐσεβοῦς περί αὐτῆς δόξης ἀπόδειξις, εἴπερ μονάς, ἀλλ᾿ οὐ δυάς, καί Τριάς, ἀλλ᾿ οὐ πλῆθος, ἡ θεότης, ὡς ἄναρχος, ἀσώματός τε καί ἀστασίαστος.
Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ μονάς· οὐ γάρ ἐστιν ἀρχή τῶν μετ᾿ αὐτήν, κατά διαστολῆς συστολήν, ἵνα χεθῇ φυσικῶς εἰς πλῆθος ὁδεύουσα, ἀλλ᾿ ἐνυπόστατος ὀντότης ὁμοουσίου Τριάδος. Καί Τριάς ἀληθῶς ἡ Τριάς, οὐκ ἀριθμῷ λυομένῳ συμπληρουμένη (οὐ γάρ ἐστι μονάδων σύνθεσις, ἵνα πάθῃ διαίρεσιν) , ἀλλ᾿ ἑνούσιος ὕπαρξις τρισυποστάτου μονάδος.
Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ Τριάς, ὅτι οὕτως ἐστί, καί Τριάς ἀληθῶς ἡ μονάς, ὅτι οὕτως ὑφέστηκεν· ἐπειδή καί μία θεότης οὖσά τε μοναδικῶς, καί ὑφισταμένη τριαδικῶς. Εἰ δέ κίνησιν ἀκούσας ἐθαύμασας πῶς ὑπεράπειρος κινεῖται θεότης, ἡμῶν, οὐκ ἐκείνης τό πάθος, πρῶτον τόν τοῦ εἶναι λόγον αὐτῆς ἐλλαμπομένων, καί οὕτω τόν τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τρόπον φωτιζομένων, εἴπερ τό εἶναι τοῦ πῶς εἶναι πάντως προεπινοεῖται. Κίνησις οὖν θεότητος ἡ δι᾿ ἐκφάνσεως γινομένη περί τε τοῦ εἶναι αὐτήν καί τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τοῖς αὐτῆς δεκτικοῖς καθέστηκε γνῶσις.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΕΘΕΣΕ ΠΟΤΕ ΤΗΣ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΟΤΙ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου