πηγή : ΑΚΤΙΝΕΣ
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Τά βαθύτερα αἴτια καί ὁ χαρακτήρας τῆς κρίσεως, τρόποι ἀντιμετωπίσεώς της καί ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας
(Ὁμιλία στό Πολεμικό Μουσεῖο Ἀθηνῶν, 14 Ἰανουαρίου 2012)
Σεβαστοί πατέρες, ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, ἀξιότιμε κ. πρόεδρε τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Σπουδῶν, ἀξιότιμε κ. συντονιστά τῆς ἀποψινῆς ἐκδηλώσεως, προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας.
Τό ζήτημα τῆς κρίσεως, πού μέ τόση σφοδρότητα πλήττει τήν χώρα μας, ἔχει γίνει ἀντικείμενο σωρείας μελετῶν, προσεγγίσεων, ἀναλύσεων καί ἑρμηνειῶν τά τελευταῖα χρόνια. Τά αἴτια καί οἱ συνέπειές της ἔχουν ἀπασχολήσει πληθώρα εἰδημόνων, ἐμπειρογνωμόνων, εἰδικῶν ἐπιτροπῶν καί ἔχουν ἀποτυπωθεῖ σέ ποικίλα πορίσματα, ἄρθρα, μελέτες, εἰσηγήσεις καί τοποθετήσεις. Ἡ κρίση ἀποτελεῖ τό κυρίαρχο θέμα στήν εἰδησεογραφία, στίς συζητήσεις, στίς ἔρευνες, στίς ἀναφορές.
Κυρίως, ὅμως, ἔχει γίνει ὁ ἐφιάλτης τῆς καθημερινότητας τῶν πολιτῶν· ἔχει γίνει ἡ ἀγωνία τοῦ κάθε οἰκογενειάρχη, πού ἀδυνατεῖ νά συντηρήσει τά παιδιά του· ἔχει γίνει τό δράμα τῶν ἀπολυμένων, τῶν ἀνέργων, τῶν ἀστέγων, τῶν φτωχῶν καί τῶν πολυτέκνων· ἔχει γίνει ἀπογοήτευση καί ἀπελπισία γιά ὅλους αὐτούς πού βλέπουν τήν ζωή τους ρημαγμένη καί χωρίς ἐλπίδα, μέλλον καί προοπτική.
Μάταια οἱ οἰκονομολόγοι καί οἱ ἀναλυτές ἐπιδίδονται σέ μία σειρά ἀπό λογιστικούς ὑπολογισμούς καί προσθαφαιρέσεις γιά τήν μείωση τοῦ δημοσίου χρέους, ἀφοῦ παραδόξως ἡ αὔξηση τοῦ χρέους συνεχῶς διογκώνεται καί καταρτίζονται νέοι πίνακες μέ τούς ρυθμούς καί τά ποσοστά προσαυξήσεώς του μέ νέες περικοπές καί φοροεισπρακτικά μέτρα.
Μία τέτοια προσέγγιση, στηριγμένη ἀποκλειστικά καί μόνο σέ οἰκονομοτεχνικά κριτήρια, δέν λαμβάνει ὑπόψη της μία σειρά ἀπό ἄλλους παράγοντες ἐξωγενεῖς καί ἐνδογενεῖς. Κι αὐτό γιατί ἡ κρίση δέν εἶναι μονοδιάστατη, δέν εἶναι ἀποκομμένη καί ἀνεξάρτητη ἀπό τήν σύνολη διεθνή, πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική, ἀλλά καί τήν προσωπική τοῦ καθενός μας πραγματικότητα.
Ἡ ἀπορία, βεβαίως, πού πλανᾶται ἀναπάντητη ἀφορᾶ στήν ξαφνική, ἀκαριαία σχεδόν, ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς κρίσεως ἤ ἔστω τῆς δημοσιοποιήσεώς της στήν περίπτωση πού ἡ κρίση αὐτή προϋπῆρχε σέ τέτοια ὀξύτητα. Τό γεγονός αὐτό πιστοποιεῖ ὅτι ἡ κρίση εἶναι τεχνητή, ὅτι ἀποτελεῖ μία καλή εὐκαιρία νά ἐπιβληθοῦν μέ τόν πλέον ἄμεσο καί ἀποτελεσματικό τρόπο οἱ ἐπιλογές καί οἱ σχεδιασμοί τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς στήν χώρα μας καί ἡ εἴσοδός μας στήν παγκόσμια διακυβέρνηση.
Ἡ αἰφνιδιαστική ἐκδήλωση τῆς κρίσης στήν σημερινή της τραγική μορφή, εἶναι ἡ ἀποκορύφωση μίας ὁλόκληρης σειρᾶς σχεδιασμένων καί στοχευμένων μεθόδων πού ἐφαρμόστηκαν τίς τελευταῖες δεκαετίες στήν πατρίδα μας.
Ἡ καθολική, δηλαδή, ἀπαξίωση τῶν παραδόσεων, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν συμβόλων, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τοῦ κράτους καί τῆς κοινωνίας μας, ὁ εὐνουχισμός τῆς ἱστορικῆς μας κρίσεως καί συνειδήσεως, ἡ νόθευση τῆς γλώσσας καί τῆς παιδείας μας, ἡ ἐπιχείρηση τῆς ἐθνικῆς καί ἐθνολογικῆς μας μεταλλάξεως, ἡ ἐπιβολή τῆς πολυπολιτισμικότητας καί τοῦ συγκρητισμοῦ εἶναι ὅλα ὅσα προηγήθηκαν, ὥστε νά ἀμβλυνθοῦν οἱ συνειδήσεις καί νά καμφθοῦν οἱ πνευματικές ἀντιστάσεις καί τά ἀντισώματα τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ στόχος εἶναι ὁρατός καί προδιαγεγραμμένος. Πρόκειται γιά τήν σαφή καί ὀργανωμένη ἐπιδίωξη, ὄχι γιά τήν ἁπλή ἔνταξη, ἀλλά γιά τήν ὁλοκληρωτική ὑποδούλωση τῆς πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας στούς σχεδιασμούς τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς, γιά τήν ὑπαγωγή μας στήν δουλεία καί τό παρακράτος τῶν τοκογλύφων, τῶν κερδοσκόπων καί τῶν καιροσκόπων, τῶν πανίσχυρων οἰκονομικῶν λόμπυ, τῶν οἰκονομικῶν κολοσσῶν καί τῶν νεόκοπων κροίσων. Πρόκειται γιά τήν ὑποδούλωσή μας στό ἀνελεύθερο καθεστώς τῶν διεθνῶν κέντρων ἐξουσίας, τῶν κλειστῶν ὁμάδων ἀποφάσεων, προωθήσεως καί ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας, τύπου Μπίλντεμπεργκ καί Τριμεροῦς Ἐπιτροπῆς, τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, τῆς Μασονίας, πού κατασκευάζουν ἡγέτες μαριονέτες, πειθήνια ἐκτελεστικά ὄργανα δικά τους, πρίν ἀκόμη οἱ λαοί τούς ἐπιλέξουν καί τούς ψηφίσουν. (Ἀνάλογα φαινόμενα βιώνουμε ἐσχάτως καί στήν χώρα μας μέ τίς γνωστές τραγικές καί καταστροφικές συνέπειες).
Προεπιλέγουν καί προκατασκευάζουν, ἔτσι, τό πολιτικό, κοινωνικό, οἰκονομικό σύστημα, τό σύγχρονο παγκόσμιο κατεστημένο πού ἐπιβάλλουν στόν κόσμο. Μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐκλεκτῶν καί δοτῶν ἡγετῶν κυβερνᾶ τόν κόσμο μιά πανίσχυρη πολιτική, οἰκονομική, κοινωνική καί θρησκευτική ὀλιγαρχία προκαλώντας καί κατασκευάζοντας κοινωνικές, οἰκονομικές, θρησκευτικές, πολιτικές, ἐθνικές κρίσεις σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἐπιβάλλοντας κατόπιν τίς δικές της «λύσεις» καί ἰσορροπίες. Εἶναι ἡ ἴδια αὐτή παγκόσμια ὀλιγαρχία πού, μέσῳ τῶν μηχανισμῶν τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ὁμογενοποιεῖ, νωθεύει, μεταλλάσσει, παραλύει, ἀποδυναμώνει καί ἀποσυνθέτει θεσμούς, πιστεύματα, παραδόσεις, πολιτισμούς, ἤθη, ἀρχές, ἀξίες, ἐθνότητες, λαούς καί πατρίδες, πού ἀπεργάζεται τήν φθορά καί τήν ἐξάλειψη τῆς ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἐπενεργεῖ ἀλλοιωτικά καί ἀλλοτριωτικά εἰς βάρος τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.
Εἶναι, ὅμως, ἀλήθεια ὅτι στά κελεύσματα αὐτά τῶν ξένων ἔχουμε ἐνδώσει ἀσυγχώρητα καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Οἰκειοποιηθήκαμε ἀβασάνιστα τά νέα ἤθη, τίς ἀξίες, τά ἰδανικά, τίς συνήθειες καί τά πρότυπα πού μᾶς προέβαλαν. Ἐνδώσαμε ἀμαχητί στίς πιέσεις, τίς ἀπειλές, τούς πειθαναγκασμούς. Παγιδευτήκαμε ἀδιάκριτα στά ψευδοδιλήμματα τῆς εὐημερίας, τῆς ἀναπτύξεως, τῆς προόδου, τῆς ἀσφάλειας. Ἀποδεχτήκαμε αὐτάρεσκα τήν εὐμάρεια, τήν ἄνεση, τήν πολυτέλεια, τήν εὐδαιμονία καί τήν ἐπίπλαστη εὐτυχία πού μᾶς προσέφεραν.
Χάσαμε τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου στήν ζωή, στίς ἀπολαύσεις, στίς δραστηριότητες, στίς ἐκδηλώσεις, στίς ἐπιδιώξεις, στά κέρδη. Χάσαμε τήν εὐλογημένη καί πάντοτε ἐπιτυχημένη μεσότητα, αὐτό τό μέτρο πού στήν ὀρθοδοξία ἐκφράζεται μέ τήν χαρμολύπη, μέ τήν σταυροαναστάσιμη πορεία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, μέ τήν καρτερικότητα καί τήν ὑπομονή στίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις. Ἐκφράζεται μέ τήν συμφιλίωση καί τήν ὑπομονή στίς δυσκολίες καί τόν πόνο, μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ πόνου, πού πάντοτε εἶναι ὠφέλιμος καί εὐεργετικός γιά τήν ζωή μας.
Ἡ σύγχρονη κρίση εἶναι κατά βάθος κρίση πνευματική· κρίση ἀρχῶν καί ἀξιῶν. Εἶναι κρίση σκοπῶν καί στοχεύσεων, ἐπιλογῶν καί προτεραιοτήτων. Εἶναι πρωταρχικά μία κρίση ταυτότητος· μιά κρίση αὐτοσυνειδησίας καί αὐτοπροσδιορισμοῦ. Αὐτό πού κρίθηκε καί ἀπέτυχε ἦταν ὁ τρόπος πού ὀργανώσαμε τήν πορεία τῆς ζωῆς μας τίς τελευταῖες δεκαετίες, σέ προσωπικό, συλλογικό καί ἐθνικό ἐπίπεδο. Εἶναι τραγικό νά διαπιστώνει κανείς ποιά πρόοδο ἐπιλέξαμε, σέ ποιά ἀνάπτυξη ἐπενδύσαμε, ποιοί ἦταν οἱ τρόποι καί τά μέσα πού μετήλθαμε γιά νά τά πραγματοποιήσουμε ὅλα αὐτά. Ποιό ἦταν τό νόημα καί ὁ σκοπός πού δώσαμε στήν ζωή μας· ποιά ἀξιολογήσαμε ὡς οὐσιώδη καί σημαντικά καί ποιά ἀπορρίψαμε ὡς περιθωριακά, σέ ποιά ἀλλοίωση καί ἀλλοτρίωση τελικά καταλήξαμε!
Τό εἶχε προδιαγράψει χρόνια πρίν ὁ κυρ-Φώτης ὁ Κόντογλου ὅταν παρατηροῦσε ὅτι «Ἡ ψευτιά καί ὁ πνευματικός ἐκφυλισμός ἁπλώνει μέρα μέ τήν ἡμέρα ἀπάνω στούς Ἕλληνες καί τούς παραμορφώνει. Ἕναν λαό πού ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ἔθνη καί πού εἶναι γεμάτος πνευματική ὑγεία, πᾶμε νά τόν κάνουμε ἐμεῖς, οἱ λογῆς-λογῆς καλαμαράδες, κι οἱ ἄλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς πνευματικό νεῦρο, χωρίς πνευματική ἀνδροπρέπεια, χωρίς χαρακτῆρα».
Εἶναι πλέον ἀδιαμφισβήτητο τό γεγονός ὅτι ὅλη ἡ εὐημερία καί ἡ ἀνάπτυξη τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ὑπῆρξε παντελῶς ἐπίπλαστη καί ἐπιφανειακή καί στηρίχθηκε σέ μία παντελῶς σαθρή καί ἀνορθολογική βάση: Ἕνα διαβρωμένο πολιτικό σύστημα, μία ἀχανής καί ἀναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ἕνας στρατός δημοσίων ὑπαλλήλων σέ ἕνα διογκωμένο δημόσιο τομέα, ἕνα κράτος μέ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ καί μακρόπνοου σχεδιασμοῦ. Ἕνα πλαίσιο ἀναξιοκρατίας, ἀναποτελεσματικότητας, ἀδιαφάνειας, καταχρήσεων καί κακοδιοικήσεως, τό ὁποῖο διαμόρφωσε τό νοσηρό πολιτικό μας σύστημα καί μέσα στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκαν καί ἀφομοιώθηκαν οἱ λανθασμένοι στόχοι καί οἱ ἐπιδιώξεις τῶν πολιτῶν.
Καί γίναμε, ἔτσι, κοπιώδεις ἐκζητητές τοῦ εὔκολου καί γρήγορου καί πολλές φορές ἀθέμιτου κέρδους, τῆς εὐμάρειας, τῆς ἄνεσης, τῆς εὐκολίας, τῆς καλοπέρασης, τοῦ καταναλωτισμοῦ. Ποδοπατήσαμε ἀρχές, θεσμούς, δίκαια, γραπτούς καί ἄγραφους νόμους, φιλίες, οἰκογένειες, ἀνθρώπους. Κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας, στόν ἀτομισμό μας, στό ἰδιωτικό μας συμφέρον. Ἀποκοπήκαμε ἀπό τούς οἰκείους μας, τούς συναδέλφους μας, τούς γείτονές μας, τούς συντοπίτες μας. Γίναμε ἀγχώδεις, νευρικοί, ἄφιλοι, μονίμως βιαστικοί, κουραστικοί καί κουρασμένοι. Γίναμε ἀλαζόνες, αὐτάρκεις καί μονίμως αὐτοδικαιωμένοι καί δυστυχισμένοι.
Κι ὅλα αὐτά μέ τίμημα τήν ἀπώλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς συνειδήσεώς μας, τῆς ψυχικῆς μας ἠρεμίας καί ἰσορροπίας, τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς μας γαλήνης καί εὐτυχίας.
Ξεχάσαμε τήν παράδοσή μας, ξεχάσαμε τήν πίστη μας, ξεχάσαμε τήν πατρίδα μας, τήν Ἑλλάδα μας! Γιατί, ὅπως μᾶς λέει ὁ Κόντογλου: «Ὅποιος μετρᾶ τήν εὐτυχία καί τήν χαρά τῆς ζωῆς μέ τά χοντροειδῆ μέτρα τῆς ὑλικῆς καλοπέρασης, δέν θά καταλάβει τίποτα ἀπ’ τήν Ἑλλάδα».
Ξεχάσαμε τήν πονεμένη ρωμηοσύνη. Ξεχάσαμε τούς ἁγίους της καί τούς ἥρωές της, τίς ἀρετές της καί τήν ἀρχέγονη σοφία της. Νοθεύσαμε τήν μακραίωνη πατροπαράδοτη βιοθεωρία καί κοσμοθεωρία μας. Ἀπεμπολήσαμε ἀπό τήν ζωή μας ὅλα αὐτά, στά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες στηριζόταν ὁ λαός μας: τήν ὀλιγάρκεια καί τήν ἀσκητικότητα, τόν ἀπέριττο βίο, τήν λιτή ἀρχοντιά· τόν μόχθο, τόν ἱδρώτα καί τήν τιμιότητα γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐπιούσιου· τά σταράτα λόγια, τήν ντομπροσύνη καί τήν εἰλικρίνεια τῶν σχέσεων, τήν συμφωνία κυρίων. Ἀποποιηθήκαμε τίς ἀληθινές φιλίες, τήν ἀνθρωπιά, τήν ἀδόλευτη καλωσύνη, τήν ζεστή ἀγάπη καί τήν πρόθυμη προσφορά· τά καθαρά μάτια, τό σφίξιμο τῶν χεριῶν· τό φιλότιμο καί τήν ἀνδρειοσύνη, τόν πόθο γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀληθινή δημοκρατία.
Καί χαράξαμε, ἔτσι, τήν ἀλλοτριωτική πορεία μας πρός τήν παρακμή καί τήν ἰσοπέδωση, πρός τήν φθορά καί τήν ἀπαξία· φτιάξαμε τόν λαβύρινθο τῆς ματαιοπονίας, τῆς ἀναποτελεσματικότητας, τῶν ἀτελέσφορων ἐπιλογῶν καί τῶν ἀδιεξόδων, τήν δίνη καί τόν κυκεώνα τῶν κρίσεων καί τῶν καταστροφικῶν συνεπειῶν τους. Θά μποροῦσε νά θεωρήσει κανείς βέβαιο ὅτι, ἀκόμη κι ἄν, κατά ἀπρόσμενο τρόπο, τό ΔΝΤ καί οἱ δανειστές μας χάριζαν ὁλόκληρο τό δημόσιο χρέος τῆς χώρας μας ἤ, καί στήν ἀπίθανη ἀκόμη περίπτωση πού κάποια τρίτη χώρα μᾶς προσέφερε ἐπιπλέον ἕνα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, δισεκατομμυρίων εὐρώ, ὡς δωρεά, γιά τήν οἰκονομική μας ἀνάπτυξη, δέν θά ἀργούσαμε καί πάλι νά περιέλθουμε, σέ μικρό χρονικό διάστημα, στήν ἴδια δεινή θέση, ἄν δέν ἀλλάξει ριζικά, ἄν δέν ἀνατραπεῖ ὁριστικά ἡ παθογόνος νοοτροπία μας καί τό νοσηρό καί διεφθαρμένο σύστημα πού προκάλεσαν καί συντηροῦν τήν κρίση.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ποικιλόμορφη αὐτή κρίση δείχνει νά ἔχει ἐπηρεάσει καί τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου, ἐπίσης, συναντᾶ κανείς παθογένειες καί νοσηρά φαινόμενα. Πολλές φορές ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, γινόμαστε ἀχθοφόροι τοῦ ὀνόματος καί τῆς ἰδιότητός μας ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μετατρέπουμε λαθεμένα σέ θρησκεία, σέ ἰδεολογία, σέ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας, σέ πολιτιστικό καί οἰκονομικό ὀργανισμό, σέ διοικητικό κατεστημένο. Τήν μετατρέπουμε σέ σύστημα ἐξουσίας, σέ ὁρμητήριο φιλοδοξιῶν καί σκοπιμοτήτων, σέ πηγή διενέξεων καί ἀντεγκλήσεων.
Αὐτός, ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι καί ὁ λόγος, πού ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι στίς μέρες μας ἀνεπαρκής καί ἔχει κλονισθεῖ στήν συνείδηση τῶν πιστῶν. Καί αὐτό τό λέμε ὄχι κατακριτικά οὔτε ἐλεγκτικά, ἀλλά μέ ἀληθινό πόνο ψυχῆς καταθέτοντας ἁπλά καί σεμνά τόν καλογερικό μας λογισμό, χωρίς νά ἐξαιροῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ἀποποιούμαστε τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἀφοῦ καί τά μοναστήρια μας, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως καί τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ, νοσοῦν κατά ἀνάλογο τρόπο.
Ὅπως παρατηροῦσε πολύ εὔστοχα καί διαχρονικά, ἀλλά καί προφητικά, γράφοντας πολλά χρόνια πρίν, ὁ Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης, «Τό αἴτημα πού ὑπάρχει γιά ἄμεση μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνική ἤ τήν πολιτική ζωή δέν ὀφείλεται οὐσιαστικά στήν ἀνεπάρκεια τῆς μαρτυρίας αὐτῆς ἀλλά στήν ἀπουσία της. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζεται ὡς κατεστημένο, συχνά μάλιστα πιό δύσκαμπτο καί πιό ἀναχρονιστικό ἀπό τό κοινωνικό ἤ τό πολιτικό κατεστημένο, ὅταν ἡ χαρισματική καί ἐσχατολογική προοπτική της συμπιέζεται σέ μονολιθική καί ἐγκοσμιοκρατική ὀργάνωση, ὅταν ἡ ἀρχή τῆς θυσίας καί τῆς διακονίας διαστρέφεται σέ ἀπολυταρχική ἐξουσία, πού ἀρνεῖται μάλιστα κάθε ἐποικοδομητική κριτική καί ἐπικαλεῖται τό κῦρος τῆς θείας αὐθεντίας, γιά νά καλύψει τήν αὐθαιρεσία καί τήν ἀσυναρτησία, δέν μπορεῖ νά δώσει θετική μαρτυρία» (Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ἠθική, σελ. 151).
Οἱ πολύ εὔστοχες αὐτές παρατηρήσεις τοῦ σεβαστοῦ Καθηγητοῦ εἶναι περισσότερο ἐπίκαιρες ἀπό ποτέ στίς ἡμέρες μας, πού ἡ ἐκκωφαντική σιωπή χαρακτηρίζει τήν μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ τά πρῶτα φέροντες στήν Ἐκκλησία μας, ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καί μοναχοί, μέ πολλές, βέβαια, ἐξαιρέσεις, δείχνουν ἀδύναμοι νά ἀντιληφθοῦν καί νά παρακολουθήσουν τά τεκταινόμενα τῶν καιρῶν καί τίς σύγχρονες πνευματικές ἀπαιτήσεις καί ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί νά ἀντιδράσουν σθεναρά καί ἀποφασιστικά.
Ἰδιαιτέρως δέ στίς τόσο δύσκολες καί ἐπώδυνες στιγμές γιά τήν πατρίδα μας, πού βρίσκεται ὑπό νέα κατοχή, χειρότερη ἐκείνης τοῦ 1940-41, καί ἀσφυκτιᾶ κάτω ἀπό τήν βάρβαρη καί ἀνελέητη πίεση τῶν ξένων κέντρων ἐξουσίας καί ἐλέγχου, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ἐγκαταλείπεται ἀπορφανισμένος ἀπό τούς ταγούς του καί νά ὁδηγεῖται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση, πού ὅλο καί περισσότερο πληθαίνει στίς μέρες μας ὡς συνέπεια τοῦ τραγικοῦ ἀδιεξόδου πού βιώνει.
Γιά τήν ἀντιμετώπιση καί τήν ἔξοδο ἀπό τήν πολύμορφη αὐτή κρίση ἔχουν διατυπωθεῖ ποικίλες προτάσεις καί σωρεία μεταρρυθμίσεων καί ἀλλαγῶν ἀπό ἀνθρώπους πολύ πιό εἰδικούς ἀπό ἐμᾶς. Δέν παραβλέπουμε, βεβαίως, τήν κυρίαρχη οἰκονομική παράμετρο τῆς ὅλης ὑποθέσεως καί τίς ἀναγκαῖες διορθώσεις πού ἐπιβάλλονται.
Πιστεύουμε, ὅμως, ἀκράδαντα καί μέ ὅλη μας τήν ψυχή ὅτι τήν λύση στήν γενικευμένη κρίση πού πλήττει τήν πατρίδα μας μπορεῖ νά τήν δώσει μόνον ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν ἄνθρωπο, νά τόν μεταμορφώσει, νά τόν ἀνακαινίσει, νά τόν καθαρίσει ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες του, νά τόν φωτίσει, νά τόν ἁγιάσει, νά τόν θεώσει.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νά συγχωρεῖ ὀντολογικά, πραγματικά,μπορεῖ νὰ παίρνει ληστές, φονιάδες, ἐγκληματίες· ἔκφυλους, πόρνους καὶ μοιχούς· φιλάργυρους, φίλαυτους, κλέφτες, ἀπατεώνες καὶ διεφθαρ-μένους καί καὶ νὰ τοὺς μεταπλάθει σὲ δικαίους καὶ ἁγίους. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ παίρνει σκιὲς ἀνθρώπων, συντρίμματα ψυχῶν· νὰ παίρνει λάσπη καὶ βοῦρκο καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ νὰ δημιουργεῖ καλλιτεχνήματα, ἀνθρώπινα πρότυπα. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτή, μπορεῖ νὰ παίρνει βαρυποινίτες ἀπὸ τὰ κάτεργα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς ἀναδεικνύει ἀσκητὲς καὶ ὁσίους, μάρτυρες καὶ ὁμολογητές.
Κι ὅλα αὐτά γιατί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἁγίων μυστηρίων της θεραπεύει τούς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι νοσοκομεῖο ψυχῶν καί θεραπευτήριο παθῶν. «Εἶναι πάντα, ὅπως μᾶς λέει ὁ π. Μωυσής ὁ Ἁγιορείτης, ἕνα ἀνοιχτό φαρμακεῖο καί θεραπευτήριο γιά τόν ἄνθρωπο πού τόν περιμένει γιά νά τόν σώσει ὡς μόνη πηγή ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας».
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπαναλάμβανε συχνά στίς ὁμιλίες του καί στά γραπτά του ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νά θεραπεύη τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κατάσταση πού βρίσκονται, νά τούς περάση ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐτό καί παρομοίαζε τήν Ἐκκλησία μέ νοσοκομεῖο «τό ὁποῖο θεραπεύει τούς ἀρρώστους. Ὁπότε ὁ ἀρχηγός τοῦ νοσοκομείου αὐτοῦ λέγεται Ἐπίσκοπος. Καί οἱ γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι. Οἱ διάκονοι καί Διακόνισσες, ἄς ποῦμε, εἶναι οἱ νοσοκόμες. Καί οἱ Πρεσβύτεροι εἶναι οἱ γιατροί». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 273).
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος τονίζει, ἐπίσης, τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:
«Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφία οὔτε θρησκεία μέ τήν ἔννοια πού χαρακτηρίζουν τίς “φυσικές” θρησκεῖες, ἀλλά εἶναι κυρίως θεραπεία. Εἶναι θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη του γιά νά φθάση στήν συνέχεια σέ κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Θεό». Καί συμπληρώνει: «Ὅταν μιλᾶμε γιά θεραπεία ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο-νοσοκομεῖο, ἡ ὁποία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική ζωή θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Οἱ θεραπευτές-πνευματικοί ἰατροί εἶναι οἱ Κληρικοί, κυρίως ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι. Ὅποιος θέλει νά θεραπευθῆ παραμένει στήν Ἐκκλησία, δέχεται τήν πνευματική καθοδήγηση ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, πού κάνουν διάγνωση καί θεραπεία, καί συμμετέχοντας στά Μυστήρια ἀποκτᾶ σιγά-σιγά τήν πνευματική ὑγεία».
Ἡ στοργική μας Μάνα, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, λοιπόν, πρέπει νά ξανακάνει καί πάλι κύριο μέλημά της, κύριο ἔργο καί σκοπό της τήν θεραπευτική της ἰδιότητα γιά ὅλα τά μέλη της, κληρικούς καί λαϊκούς. Καί ἡ θεραπεία αὐτή θά πρέπει νά ξεκινήσει πρῶτα ἀπό τούς ἴδιους τούς ἰατρούς καί τούς νοσηλευτές τῶν πνευματικῶν νοσοκομείων καί θεραπευτηρίων της, δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους, τούς πρεσβυτέρους, τούς διακόνους, τούς μοναχούς καί τίς μοναχές.
Θά πρέπει νά θεραπευθοῦν νοσηρά φαινόμενα, πού ἐκδηλώνονται συχνά στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ ἰδιοποίηση καί ὁ σφετερισμός τῶν θείων χαρισμάτων γιά ἴδιον ὄφελος καί προσωπική προβολή.
Στήν Ἐκκλησία, ἄλλωστε, δέν ὑπάρχουν ἐξουσιαστικά ἀξιώματα, ἀλλά διακονήματα ἀγάπης, θυσίας καί χάριτος. Γι’ αὐτό καί δέν νοεῖται ἡ διάκριση σέ ἄρχοντες καί ἀρχομένους, σέ προϊσταμένους καί ὑφισταμένους, δέν νοεῖται ὁ δεσποτισμός, ὡς κτητικότητα καί ἀναγκαστική ἐπιβολή καί ὁ ραγιαδισμός, ὡς δειλία καί δουλική ὑποτέλεια, καθώς καί ὁ ταξικός χαρακτήρας στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Θά πρέπει, ἐπίσης, νά θεραπευθεῖ ὁ πνευματικός ἐφησυχασμός, ἡ ἔλλειψη ὁμολογιακοῦ φρονήματος, ἡ ἀδιαφορία γιά τήν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί δογματικῆς συνειδήσεως καί τῆς λατρευτικῆς παραδόσεώς μας. Νά θεραπευθεῖ ἡ διαβρωτική ἐκκοσμίκευση καί ὁ ἀλλοτριωτικός νεωτερισμός, ἡ χλιαρότητα καί μαλθακότητα τοῦ βίου, ἡ ἀποφυγή τῆς εὐλογημένης ἀσκήσεως, ἡ πολυτέλεια καί ἡ ἐπιθυμία πλουτισμοῦ καί ἐπιδείξεως. Νά θεραπευθεῖ ἡ κενοδοξία, ἡ ἀλαζονεία, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐτοδικαίωση καί ἡ αὐτονομία, ἡ ἐμμονή σέ ἀτομικές θέσεις καί ἀπόψεις, πού ὁδηγεῖ ἀκόμη καί στήν πλάνη.
Καί ταυτόχρονα μέ τήν θεραπεία τους νά ξεκινήσει μέ γοργούς ρυθμούς ὁ καταρτισμός καί ἡ ἐκπαίδευσή τους σέ ἰατρούς καί νοσηλευτές ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, πού θά συμβάλει καταλυτικά στήν ἐπάνδρωση, τήν ἀνακαίνιση, τήν ἀναβάθμιση καί τήν ἀνανεωμένη λειτουργία τῶν πνευματικῶν νοσοκομείων, θεραπευτηρίων καί κλινικῶν, πού εἶναι οἱ ἐνορίες καί τά μοναστήρια καί οἱ Μητροπόλεις μέ τό συνολικό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό τους ἔργο, τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται στά ποικίλα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα μέ σκοπό τήν πνευματική θεραπεία τῶν ἀνθρώπων παράλληλα μέ τήν σωματική καί ὑλική ἀνακούφιση καί ὑποστήριξη.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καθίσταται ὁ ἀνακαινιστής, ὁ ἀναμορφωτής καί ὁ ἀναδημιουργός τοῦ λαοῦ μας, τῆς πατρίδας μας, τῆς οἰκουμένης ὁλόκληρης. Ἡ προσωπική θεραπεία τῶν πιστῶν καί ὁ ἀναβαπτισμός τους στήν χάρη καί τόν ἁγιασμό τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας σηματοδοτεῖ, κατά ἀνάλογο τρόπο, τήν θεραπεία καί τόν ἀναβαπτισμό τῆς κοινωνίας μας καί συμβάλλει κατά συνέπεια στήν ἀναβάθμιση καί τήν ποιότητα τῆς πολίτειας, τῶν θεσμῶν της καί τῆς λειτουργίας της, ἀφοῦ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί πολίτες τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας.
Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀντιταχθεῖ στίς αἰτίες πού προκάλεσαν καί προκαλοῦν κάθε φορά τήν κρίση. Νά ἐξαλείψει τήν φθορά καί τήν ἀλλοτρίωση πού τήν ἐξέθρεψαν· νά θεραπεύσει τόν καταναλωτισμό, τήν πλεονεξία καί τήν ἔμμονη ἐκζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τοῦ ἄκοπου κί ἄλυπου βίου καί νά ἐμπνεύσει τήν ὀλιγάρκεια, τήν ἀρετή καί τήν ἐντιμότητα τοῦ βίου· νά ἀναχαιτίσει τόν ὀρυμαγδό τοῦ ἀφελληνισμοῦ, τῆς ἀπορθοδοξοποιήσεως καί τῆς λεηλασίας τοῦ πνευματικοῦ καί ἐθνικοῦ πλούτου τῆς πατρίδας μας καί τῆς συνειδήσεως τοῦ λαοῦ μας· νά ὑψώσει κυματοθραῦστες στήν φουρτούνα καί τήν δοκιμασία τοῦ λαοῦ πού ὑποφέρει κάτω ἀπό ἀσήκωτα οἰκονομικά μέτρα· νά ἀφουγκρασθεῖ τόν βαθύ πόνο τῆς κουρασμένης ψυχῆς του, νά ἐπουλώσει τίς ἀνοιχτές πληγές του. Νά τοῦ προσφέρει καί πάλι ὅραμα καί ἐλπίδα. Ὅραμα καί ἐλπίδα γιά ἕνα νέο ξεκίνημα, γιά μία ἄλλη προοπτική, γιά τήν ἠθική, πνευματική καί ἐθνική μας ἀνόρθωση.
Ὁ ρόλος τελικά καί ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά φανερώσει τό ἀληθινό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ πραγματική δηλαδή καί μόνιμη πατρίδα μας. Σέ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή εἴμαστε, ἄλλωστε, ὁδίτες καί ὄχι κάτοικοι καί ἔνοικοι τῆς γῆς. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά πορευόμαστε ἐδῶ μέ τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος.
Ὅλη, ἄλλωστε, ἡ θεολογία, ἡ φιλοσοφία, ἡ κουλτούρα, ὁ πολιτισμός, καί ἡ ἀνθρωπολογία τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας συντείνουν πάντοτε καί ἐμπνέουν τήν αἰωνιότητα, τήν ἄκτιστη Δόξα καί Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, μᾶς προσφέρουν τόν ἰδανικότερο σκοπό καί τόν ὑψηλότερο προορισμό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ τόσο δοκιμασμένος καί πονεμένος στίς μέρες μας, περιμένει νά βρεῖ καί νά ἀναγνωρίσει στήν Ἐκκλησία του τήν ἀληθινή καί στοργική Μάνα. Περιμένει τήν ἀπαντοχή, τό καταφύγιο, τήν παρηγοριά, τήν πνευματική καί ὑλική στήριξη καί τήν θαλπωρή, πού θα τόν ἐνισχύσουν καί θά τόν ἐνδυναμώσουν στόν ἀγώνα του. Περιμένει τήν ἀληθινή θεολογική ἑρμηνεία γιά τήν αἰτία, τίς συνέπειες, ἀλλά καί τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ὅλων τῶν δεινῶν πού τόν πλήττουν. Ἀναζητᾶ τό χαροποιό νόημα τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων, τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐπιστροφῆς, τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ καί τῆς ἐπανανοηματοδοτήσεως τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς μας. Πρωτίστως, ὅμως, προσδοκᾶ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα γιά τήν ὑπέρβαση, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τῶν δυσχερειῶν καί τῶν προβλημάτων στήν οἰκογενειακή καί ἐπαγγελματική του καθημερινότητα· προσδοκᾶ ἀνυπόμονα τήν θεραπευτική καί μεταμορφωτική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐξυγίανση τόσο τῶν ἀρχόντων ὅσο καί τῶν πολιτῶν τοῦ τόπου μας, ὥστε νά ἀνατραπεῖ τό διεφθαρμένο καί νοσηρό προσωπικό, κοινωνικό καί πολιτικό κατεστημένο καί νά φθάσουμε μέ γοργούς ρυθμούς στήν ἀνάκαμψη καί τήν προκοπή, τήν πνευματική καί τήν οἰκονομική. Προσδοκᾶ, ἐπίσης, τήν ποιμαντική της μέριμνα καί καθοδήγηση καί τήν ἐπιβεβλημένη πρωτοβουλία καί δραστηριοποίησή της γιά τήν ἔγκαιρη πρόληψη καί ἀναχαίτιση τῶν ἀπειλῶν καί τῶν ἐπιβουλῶν τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού βρίσκονται πλέον ὄχι πρό, ἀλλά ἐντός τῶν πυλῶν.
Βιώνοντας αὐτή τήν τόσο τραγική καί ὀδυνηρή πραγματικότητα, εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά βροῦμε, σύν Θεῶ, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας, τήν δύναμη καί τό κουράγιο νά ἀντιταχθοῦμε, νά ἀντιδράσουμε, νά ἀντισταθοῦμε γενναῖα, νά ἀνανεώσουμε καί πάλι τίς ἀποφάσεις μας καί νά μείνουμε ἀμετακίνητοι στίς πατρογονικές μας ρίζες. Ἡ Οἰκουμενική Ὀρθόδοξη πίστη μας καί μέσῳ αὐτῆς ὁ οἰκουμενικός Ἑλληνικός πολιτισμός μας, ἡ πνευματική καί ἐθνική καταγωγή μας, ξεπερνοῦν κάθε παγκοσμιοποίηση καί νέα Ἐποχή. Ἀποτελοῦν τή Μοναδική Ἐποχή στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πού εἶναι καί Παλαιά καίΝέα καί Μέλλουσα καί Παντοτινή, γιατί εἶναι ἡ Ἐποχή τῆς Ἀλήθειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ἐπιβάλλεται σθεναρή καί ἄκαμπτη ἀντίσταση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί πρός κάθε κατεύθυνση. Ἀντίσταση στήν διαφθορά, τήν ἀναξιοκρατία, τήν κοινωνική ἀδικία καί τό διαβρωμένο πολιτικό κατεστημένο. Ἀντίσταση στόν ἀφελληνισμό καί τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας μας, ἀντίσταση στήν περιθωριοποίηση καί τόν ὑποβιβασμό τῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος μας, ἀντίσταση στήν ποδηγέτηση καί τόν ἔλεγχο τῶν ἐπιλογῶν καί τῆς συνειδήσεώς μας, ἀντίσταση στούς σχεδιασμούς καί τίς ἐπιβολές τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων καί τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῶν ἐγχώριων ἐντολοδόχων τους.
Ἀντίσταση συνειδητοποιημένη, ὀργανωμένη καί ὄχι ἐπιφανειακή, πού θά στηρίζεται στόν προσωπικό μας ἁγιασμό, στήν μετάνοιά μας καί τόν ἀναβαπτισμό μας στά νάματα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Ἀντίσταση ὀργανωμένη σέ προσωπικό, οἰκογενειακό, ἐπαγγελματικό καί κοινωνικό ἐπίπεδο. Ἀντίσταση παντί σθένει καί πάσῃ δυνάμει.
Ἄς κάνουμε τά σπίτια μας, τίς ἐκκλησιές μας καί τά μοναστήρια μας ντάπιες καί μετερίζια, ἐπάλξεις καί ὀχυρά, θύλακες πνευματικῆς ἀντιστάσεως καί βάσεις ὀρθοδόξου ἀνεφοδιασμοῦ, κέντρα ἁγιασμοῦ καί κατηχήσεως. Ἄς τά κάνουμε κρυφά καί φανερά σχολειά κι ἄς γαλουχήσουμε τά παιδιά μας μέ τίς ζωηφόρες παραδόσεις τοῦ γένους μας ὑποκαθιστώντας ἐμεῖς τήν πλημμελή σχολική ἐκπαίδευση πού τούς παρέχεται. Νά προβάλουμε στά παιδιά μας τά πρότυπα τῶν ἁγίων καί τῶν ἡρώων μας, νά τούς ἐμπνεύσουμε τήν φιλοπατρία, νά τούς διδάξουμε σωστά τήν γλώσσα μας καί τήν ἱστορία μας.
Ἄς κρατήσουμε ζωντανή τήν ἐλπίδα στίς καρδιές μας, ἄς ἔχουμε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στόν γλυκύτατο Κύριό μας καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅλα μπορεῖ νά τά διορθώσει καί νά τά ἀνατρέψει καί νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι θά τά διορθώσει καί θά τά ἀνατρέψει. Ὁ κόσμος λέγει ὅτι ἡ ἐλπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ἀδελφοί, ἡ δική μας Ἐλπίδα εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν πεθαίνει ποτέ! Εὐχαριστῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου