Συνέχεια από Πέμπτη, 7 Αυγούστου 2014
GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
ΩΡΑΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ : Η ΟΥΣΙΑ (Η ΦΥΣΗ…) ΤΗΣ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ
Η βαθμίδα τών ωραίων επιστημών δείχνει να μεταβάλλουν, για μια τελευταία φορά, μορφή, οι χαρακτήρες κάθε χρονικού Ωραίου. Αυτό που διεγείρει κι εδώ τον ενθουσιασμό (Enthusiasmus) στον εραστή, είναι πάλι και κατ’ αρχάς η εντύπωση τής «γονιμότητας» του γνωστού (αυτού που καθίσταται γνωστό…). Η δε έλξη τού ωραίου μαθήματος (Mathema) οφείλεται στην υπόσχεσή ‘του’, να οδηγήση σε «πολλές» νέες σκέψεις όποιον ασχολείται μαζί του (Συμπ. 210d). Μ’ αυτήν την έννοια διερεύνησε (μάλιστα…) στην «Κριτική τής κριτικής δύναμης» την «ικανότητα προς λύση πολλών προβλημάτων σύμφωνα με μια μοναδικήν αρχή», αναμιμνησκόμενος συνειδητά τον Πλάτωνα ως ‘κριτήριο’ μιας ιδιαίτερης «αντικειμενικής» και «τυπικής σκοπιμότητας», που χαρακτηριζόταν ως Ωραιότης (( sic! )), ο Καντ (ό.π. πργρφ. 62). Στη γλώσσα τού Πλάτωνα εμφανίζεται η συγγένεια αυτής τής γονιμότητας με τη σωματική, καθώς χαρακτηρίζεται ως «υγιές» και «ισχυρό» αυτό που έχουμε σκεφτή. Όπως συνέβη ήδη με την ψυχή (π.χ. Φαίδων 69b, 90e) και με την πολιτεία (Πολιτεία 372e, 496c), χρησιμεύει και στα «πράγματα», που αποτελούν το περιεχόμενο της γνώσης, το ‘κατηγορούμενο’ του υγιούς στο να χαρακτηρίση τη δύναμη, με την οποία και φαίνεται να ‘αποσπάται’ απ’ το να «καταστή τυχαίο» το θεωρούμενο και διαβεβαιούμενο Αληθές (Φαίδ. 90c, Φαίδρ. 242e, Πολιτεία 603b, Σοφ. 232a, 233a). Η «δύναμη», με την οποία και καθισταται γόνιμος ένας λόγος (Logos), συνδέεται (μάλιστα…) στενότατα με την προβολή μιας υπόθεσης (Hypothesis) στον «Φαίδωνα», καθώς βασιζόμαστε κάθε φορά σε κείνον τον λόγο, τον οποίον και θεωρούμε ως τον «ισχυρότερον» (100a). Προϋποτίθεται δε πάντοτε η «χρονικότητα» του διανοητικού (στοιχείου…- Dianoёtisch) εδώ, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων τών υποθέσεων – και όχι μόνον τών μαθηματικών, αλλά και των Ιδεών ως εννοιών ή όρων. Είναι λοιπόν η δύναμη εκείνη η ισχύς και η υγεία, με την οποίαν και «θεωρείται» και «διαβεβαιώνεται» μια έκφραση ή μια υπόθεση ενός στοχαστή. Εμείς συνηθίζουμε να αποδίδουμε βέβαια, όχι τόσο στο πράγμα που «διαβεβαιώνεται» αλλά στον άνθρωπο που το «διαβεβαιώνει» και στο πνεύμα του αυτή τη δύναμη (( Σημ. τ. μετ.: «Σε διαβεβαιώνω ότι…» - Πόσο ‘τεχνική’ και ‘υποκριτική’ εν τέλει φαίνεται μια τέτοια πρόταση… )) , ιδιαιτέρως επειδή θα θέλαμε να φανταστούμε μάλιστα ως «επιθέσεις» («αμφισβητήσεις»…) ανάμεσα στους επιστημονικούς αντιπάλους τις «επιθέσεις» που δέχεται (‘φυσιολογικά’…) με τον καιρό ο (ανθρώπινος…) λόγος (Logos). Υπάρχει ωστόσο στην πραγματικότητα μια αυστηρή συνάρτηση εδώ στον Πλάτωνα: πρέπει να είναι κι ο ίδιος σε υγιή κατάσταση, για να φτάση κανείς στον υγιή λόγο. ΄Πράγμα’ που σημαίνει, πως προστατεύεται ακριβώς κανείς απ’ τη σύγχυση της δικής του κατάστασης με την ‘κατάσταση’ των λόγων: στερούνται οι «μισόλογοι» (Misologen), που δεν δοκιμάζουν παρά μόνον απογοητεύσεις στη γνώση λόγω τής ελλείψεώς τους σε επιστημονική μόρφωση, το υγιές (που υπάρχει…) στους ίδιους τους Λόγους, και το στερούνται στ’ αλήθεια μόνον αυτοί (Φαίδ. 89c – 91c). Δεν είναι όμως μόνον υπόθεση της ψυχικής προοπτικής, στην οποία και θα εμφανιζόταν χρονικά π.χ. κάτι το άχρονο, η χρονικο-συλλογιστική δομή τών Μαθημάτων, αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό, που επιστρέφει πάντοτε σε όλες τις κοσμικές βαθμίδες τού Ωραίου. Έχουν εντούτοις κάτι το πρόσκαιρο και μιαν ισχύ ιδιαιτέρου είδους τα Μαθήματα, και δεν μοιάζουν μόνον, ως προς αυτό, στην ψυχή, αλλά την ξεπερνούν. Είναι κάτι το αυτοτελές ο Λόγος στον Πλάτωνα, και δεν εξαρτάται απ’ τον σκεπτόμενο άνθρωπο, αλλά τον θέτει αντίθετα, απ’ τη δική του πλευρά να τον υπηρετή (ο άνθρωπος τον Λόγο…). Προκύπτει δε ήδη απ’ το ότι αποκτά με τη στροφή της προς τα Μαθήματα την ίδια της την ωραιότητα και ισχύ η ψυχή, το ότι είναι ανώτερη απ’ την ωραία ψυχή η ωραία γνώση: «καθαίρεται» («καθαρίζεται»…) κοιτάζοντας κάτι, που δεν χρειάζεται το ίδιο καθαρμό, για να είναι καθαρή η ψυχή (( Σημ. τ. μετ.: Ω πόσο, πόσο μακριά βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον αρχαίον κόσμο, απ’ τη σύγχρονή μας υπερηφάνεια του υποκειμένου, που τα θεωρεί όλα ‘δικά’ του, μένοντας απελπιστικά απομονωμένο απ’ τον κόσμο τής αληθείας… Δεν μπορεί να πιστέψη ένα τέτοιο υποκείμενο στον αληθινόν Θεό… )) . Και φαίνεται εδώ, πως ακόμα κι αν καταλαμβάνη τη θέση τού ερώμενου, δεν έχει ακόμα παρά τη φύση εκείνου που είναι απλώς εραστής η ωραία ψυχή. Συνίσταται δε στη δύναμη της αγάπης της η ισχύς τής αρετής της· η οποία αγάπη ζη ωστόσο κοιτάζοντας ένα Ωραίο, το οποίο πρέπει να είναι περισσότερο από ωραία αγάπη το ίδιο (Συμπ. 204c). Βασίζεται λοιπόν και στη δύναμη, με την οποίαν και αφοσιώνεται στα ωραία Μαθήματα, η εσωτερική εκείνη ωραιότητα του Σωκράτη· και βασίζεται και στην ανιδιοτέλεια, με την οποίαν και παραδέχεται «φιλοσοφικά» τη φτώχεια της, και άρα την αδυναμία της, ώστε να περιμένη απ’ το περιεχόμενο της σκέψης της ισχύ, ωραιότητα και δύναμη, κάθε γονιμότητα της ψυχής. Κι ενώ βλέπει, μέσα στην υπεροχική της αυτάρκεια (Autarkie), εκ των προτέρων κάθε περιεχόμενο ως δικό της και ως αντικείμενό της η σύγχρονη σκέψη, έχει την «υγιή» απλοϊκότητα να γνωρίζη πως ‘υπόκειται’ στο «καλό» και «ωραίο», σωτήριο δηλ. και ‘συγκινητικό’ (κυριολεκτικά…) «αντικείμενο» της αγάπης του, ο πλατωνικός εραστής. Και συνίσταται η υψίστη ισχύς αυτού που αγαπάται, και το οποίο το ‘χρειάζεται’ η ψυχή, στο ότι εξαίρεται ακριβώς πάνω απ’ την επιθυμία. Είναι ‘αχρείαστα’, δεν υπάγονται δηλ. στην ανάγκη (ή χρεία…) τα Μαθήματα . Γι’ αυτό και τείνει κανείς να τα σκέπτεται ακίνητα και δίχως ζωή ως άνθρωπος. Ενώ έχουν στ’ αλήθεια μια «ζωή», που ξεδιπλώνεται σε περιοχές πέρα απ’ την ψυχική γονιμότητα, θεϊκά, σχεδόν χωρίς κόπο: έχει τη «ζωντάνια» τού «αντικειμενικού» πνεύματος η ωραία σκέψη, που είναι κάτι περισσότερο (άλλωστε…) απ’ τον σκεπτόμενον άνθρωπο, και γεννά (η ίδια…) τις συνέπειές της και τραβά με τη δύναμή της αυτόν που σκέπτεται προς αυτές, ακόμα κι αν αυτός θα επιθυμούσε να αντισταθή. Κι ενώ θα σκεφτή εδώ την «αντικειμενικότητα» προπάντων τού πνεύματος στην ιστορία ο σύγχρονος άνθρωπος, πρέπει εμείς να θυμηθούμε, ότι δεν είναι παρά ‘τάξεις’ (ταξιθεσίες…) τού κόσμου τα Μαθήματα εδώ (εκεί…) στον Πλάτωνα. Κι ότι ταυτίζεται με τη «θεϊκότητα» της απρόσβλητης και αυτάρκους κοσμικής τάξης η «θεϊκή» τους, απέναντι στη ‘δαιμονική’ βαθμίδα τής αγαπώσας ψυχής, υπεροχή. Βρίσκεται δε η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον υλισμό, που νομίζει πως βρίσκει στο άψυχο το αιώνιο, και την πυθαγόρεια διδασκαλία τού «Τίμαιου», που το αναζητά (το αιώνιο…) στο υπερ-ψυχικό, στο ότι διαβεβαιώνουν πολλούς, παροδικούς κόσμους οι υλιστές, ενώ σημαίνει ο κόσμος, ως η «αποπερατωμένη» και αληθινά ωραία ύπαρξη (ή: όν…), το παν-περιέχον και γι’ αυτό απαράβλαπτο Διαρκές στον «Τίμαιο», κατά απομίμησιν ενός εντελώς παρόμοιου νοητικού όντος (31a – b). Όπως δεν χρειάζεται δηλ. κανένα (αισθητικό…) όργανο αντίληψης, αναπνοής και διατροφής το «αγέραστο» και «ανασθενές» (που δεν ασθενεί, δεν αρρωσταίνει…) σώμα τού κόσμου, αλλά είναι κλεισμένο, με αυτάρκεια, και σφαιρικά στον εαυτό του, έτσι ακριβώς και το πρωτότυπο (33b κ.ε.). Καθώς ταυτίζεται όμως με τα πολλά διανοήματα (Dianoёmata) η πολλαπλότητα των μελών τού νοητικού (αυτού…) όντος, μπορούμε και να πούμε, πως αποτελεί τη δύναμη ακριβώς και την ισχύ τής απαράβλαπτης πνευματικής «ζωής» σε όλα τα μέλη, το περίκλειστο και μοναδικό τής «ιδανικής» (εκείνης…) διάρθρωσης του κόσμου. Μπορεί να δώση δηλ. ισχύ η θέα αυτής τής δύναμης στις ψυχές, γιατί δεν έχει να πολεμήση με καμμιάν (άλλη…) θετική αντίσταση. Μπορούμε να το πούμε, πως υπερέχει (πράγματι…) η ωραιότητα της κοσμικής τάξης. Και πως βρίσκεται υψηλότερα απ’ την ενάρετη «σ’αυτόν» τον κόσμο ψυχή, η απαρασάλευτα αληθινή σκέψη στον πνευματικόν κόσμο (( Μεγαλειώδες!... Ούτε η αρετή δεν αρκεί… )) . Βρίσκεται σε τέτοια θέση απέναντι σε κείνον τον κόσμο, όπως και τα αισθητά πράγματα η ψυχή, τα οποία και «επιθυμούν» να είναι (να υπάρχουν…) όπως η Ιδέα, αλλά είναι «πιο αδύναμα» (Φαίδ. 74d – e, 75a – b). Και δεν έχει στην αυτοτέλειά της παρά μόνον το πλεονέκτημα, ότι μπορεί να γνωρίζη (η ψυχή…) τη φτώχεια της.
Ας παρατηρήσουμε όμως περαιτέρω την αμετάβλητη μονομορφία τών Μαθημάτων, η οποία και είναι τόσο ουσιώδης για τον χαρακτηρισμό τής επιστήμης, ώστε να μην χρειάζεται καμμιάν ιδιαίτερη πλέον ανάπτυξη. Αν διατηρή π.χ. σε όλους τους υπολογισμούς αδιάσπαστα και ενιαία την ίδια μορφή το μαθηματικό Ένα (Πολιτεία 525/26), τότε υπερέχει πάλι αυτή η ενιαία σε όλες τις «κινήσεις» τής σκέψης παρουσία ως προς την παρουσία τής ωραίας ψυχής, που χρειάζεται την ανάμνηση και την ελπίδα. Γιατί πρέπει να ανυψωθή βέβαια κατ’ αρχάς, στρεφόμενη μόνιμα προς το μονοειδές περιεχόμενο τής γνώσης, πάνω απ’ την ιλιγγιώδη πολυμορφία τού πάθους (Pathos) η ψυχή. Και πρέπει να ‘αντιμετωπίση’ την απειλητική και αιφνίδια μεταβολή απ’ την ζωή στον θάνατο με την εμπιστοσύνη εκείνη, που δεν καταλαμβάνεται, ‘πεισματικά’ μάλιστα, απ’ το πάθος. Πρέπει (ας μην το ξεχνάμε…) να «έχουν ψιθυρίσει» και στον Σωκράτη «οι χρησμοί», ο οποίος και «χρονοτριβεί γι’ αυτό επί μακρόν στον μύθο (Mythos)» (Φαίδ. 114d). Το Ωραίο βρίσκεται ακριβώς εδώ στον κίνδυνο (που αναλαμβάνει κανείς…) (ό.π.), ενώ διατηρεί αντίθετα δίχως κίνδυνο το σταθερό της νόημα η ωραία γνώση. Και δεν είναι παρά το αξιόπιστο εκείνο (ασφαλές), που δεν αφήνει κάποιον να ‘πέση’ κατά τη φύση του, η (ονομαζόμενη…) υπόθεση (Hypothesis) (Φαίδ. 100d – e, 101d, 105b), της οποίας είναι «σταθερός (απτώς)» ο Λόγος (Πολιτεία 534c), επειδή έχει ακριβώς αυτό που παραμένει ως περιεχόμενο (Τίμ. 29b). Δεν χρειάζονται δηλ. καμμιά ‘γνωστική ψηλάφηση’ στο παρελθόν και το μέλλον τα γνωστά (που έγιναν γνωστά…) αντικείμενα της θεμελίωσης, καθώς δεν είναι (απλώς…) ενιαία με τον «εαυτό» τους, αλλά εκ των προτέρων «ενότητες (ενάδες, μονάδες)» (Φιλ. 15a – b). Ανυψώνεται εδώ πάνω κι απ’ την πίστη η αξιοπιστία, που είναι κάτι περισσότερο από έναν «χαρακτήρα» (Charakter). Κι είναι εδώ που βρίσκεται και η ελκυστική και θαυμαστή της σημασία. Αν αναλογιστούμε μάλιστα ξανά, ότι είναι οι κατανοημένες στην (με την…) καθαρότητα τάξεις τού κόσμου (Kosmos) τα Μαθήματα, τότε εκφράζεται αισθητά η μόνιμη (η σταθερή…) και αναμφισβήτητη παρουσία τους στην απαρασάλευτη παρουσία τού κοσμικού οικοδομήματος, δηλ. του ουρανού, που «έγινε, είναι και θα είναι και περαιτέρω ένας και μοναδικός» (Τίμ. 31b). Είναι δε αρχέτυπο της κίνησής του, καθ’ όσον «καταλήγουν» (κι εκεί…) όλα, μες στη συνάφεια των σκέψεων, «σ’ αυτό το ίδιο», το νοητικό όν: όπως οι τροχιές τών άστρων, έτσι «είναι σταθεροί» και οι «ειρμοί τών ιδεών» τής επιστήμης, όπως π.χ. οι γεωμετρικές αποδείξεις. Κι αυτό μπορεί να ξαφνιάζη τη σύγχρονη σκέψη, για την οποίαν είναι βασικά έρευνα και πρόοδος η επιστήμη (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο εγκλωβισμένος μένει μέσα στον κόσμο ο σύγχρονος άνθρωπος, καταδικασμένος να ψάχνη δίχως τέλος απάντηση με το ‘δικό του’ μυαλό, και χάνοντας για πάντα δυστυχώς την απλήν όραση την οποία μάς χάρισε ο Θεός να κοιτάξουμε την Δημιουργία… )) . Όμως ο Πλάτων, που γνωρίζει εντελώς ανεκπλήρωτες για την επιστήμη εργασίες, όπως την ανοικοδόμηση π.χ. μιας στερεομετρίας (Πολιτεία 528a κ.ε.), βλέπει την ουσία τής επιδιωκόμενης γνώσης στην απόκτηση και τη διατήρηση ενός σταθερού ακριβώς περιεχομένου. Περιστρέφεται στον εαυτό της η ζωή τού αυτάρκους (autark), νοητικού όντος, χωρίς να ‘προεξοφλή’ ένα «μονόπλευρο» μέλλον ούτε να ανατρέχη σε ένα «μονόπλευρο» παρελθόν, καθώς είναι όλα δηλ. εξίσου παρόντα σ’ αυτήν. – Και έχει κάτι το εξουσιαστικό για τον εραστή αυτή η περισσότερο από ανθρώπινη και εξέχουσα ωραιότητα. Μιλήσαμε προηγουμένως για το ότι αποτελούν τρόπον τινά τούς κόμβους σε ένα υφαντό οι έννοιες της διαλεκτικής (συνομιλητικής, συλλογιστικής…) σκέψης, και ότι είναι κάτι το αναφορικό ως τέτοιες, και μάλιστα και σχετικό στη βαθμίδα τους· ότι εμφανίζεται δηλ. ως το απλό αποτέλεσμα της συνάρτησης με τα άλλα περιεχόμενα το «ίδιο» τους το περιεχόμενο και ακριβώς ως αποτέλεσμα (καθώς «τίθενται» ως υποθέσεις απ’ τον σκεπτόμενον αυτά τα περιεχόμενα) του ‘συλλογισμού’ τής ψυχής και ως σκέψη «της». Γι’ αυτό και μπορεί να προσδιοριστή (άλλωστε…) ακριβώς ως ουσία τής δόξας (Doxa – η αρχαία ‘γνώμη’…) το ‘κατηγορηματικό’ και «εξακριβωμένο» αποτέλεσμα αυτού τού εσωτερικού μονολόγου τής ψυχής στον «Θεαίτητο» (ό.π. 189/90). Μόλις αναφερθούμε όμως στην ωραιότητα της (ίδιας της…) γνώσης, εμφανίζεται στο υπερ-ψυχικό του Είναι και με το δικό του και «απόλυτο» βάρος το εννοούμενο στη γνώμη περιεχόμενο. Γιατί δεν είναι τότε στ’ αλήθεια ένα εξαρτημένο και μόνον απ’ τη συνάφεια ‘περιεχόμενο’, αλλά καθορίζει, λόγω τής αυτοτέλειάς του ως αυτό το περιεχόμενο, ταυτόχρονα το ίδιο τη συνάφεια· και είναι αυτό ακριβώς που το καθιστά και ελκυστικό για τον στοχαστή, προσκαλώντας αυτόν που αναζητά να του αφοσιωθή . Και είναι βέβαια σαφές εδώ, ότι μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ωραίο, ανάλογα με τη σημασία και τη γονιμότητά του για τη συνάφεια, το κάθε ξεχωριστό Μάθημα, ενώ πρέπει και να συμπεράνουμε τελικά, ότι δεν είναι καθόλου ωραίο ένα ατελές «καθεαυτό», παρά μόνον ολόκληρο το νοητικό όν, το «Ωραιότατο και από κάθε άποψη Τέλειο» στην περιοχή τής Συνέσεως (Τίμ. 30d). Χωρίς να αλλάζη τίποτα βέβαια αυτή η διαλεκτική αναίρεση της ωραιότητας της κάθε ξεχωριστής γνώσης, στο ότι υπάρχει ακόμα μια βαθμίδα τέτοιας ωραιότητας κάτω απ’ το θεϊκό. ‘Προσκρούουμε’ ωστόσο ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά στην ‘αποξένωση’ που επικρατεί εδώ, ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη επιστήμη: αποτελεί πράγματι ένα αναφορικό και μόνον προϊόν τής μεθοδικής κατασκευής κάθε τι το ξεχωριστό για τη σύγχρονη και κυρίαρχη σκέψη – και για την υποδειγματική πάντως ανάπτυξή της στις συγκεκριμένες επιστήμες (( Είναι η ανθρώπινη μέθοδος που ‘φτιάχνει’ τα πράγματα!... )) · και δεν είναι «ωραία» εδώ παρά μόνον ως η κυρίαρχη μεθοδικότητα η επιστήμη, που υποτάσσει με επιτυχία όλα τα «αντικείμενα» στον εαυτό της, παρ’ όλο που χάνει ως προς το περιεχόμενό του ακόμα και το «σύστημα» αυτού που γνωρίζεται την ωραιότητά του, εφ’ όσον μένει ουσιωδώς «ανοιχτό» (( ‘ατακτοποίητο’ και ‘εκκρεμές’ με όλην αυτήν, ή και λόγω ακριβώς τής ανθρώπινης αυτής ‘αυθαιρεσίας’· και θυμόμαστε και μια ‘φράση’ εδώ απ’ τον Ήράκλειτο: «Δεν φανερώνονται, παρά μόνο στην πίστη»… - Σημ. τ. μετ. )) . Αποδεικνύεται δε απέναντι σ’ αυτό, το περιεχόμενο ως εκείνο που πράγματι κυριαρχεί (άρχει και ‘κυβερνά’…) στην αρχαία ωραία γνώση. Όπου και δεν εξαρτάται από τυπικές και μεθοδικές ‘απαιτήσεις’ η συνάφεια του γνωστού (αυτού που γνωρίζεται…) και η διάρθρωσή του, αλλά απ’ το μεμονωμένο, και ιδιαιτέρως πλήρες και εντελές περιεχόμενό του – γι’ αυτό και η «προκατάληψη» π.χ. για την κυκλική και σφαιρική μορφή στην αρχαία αστρονομία, απ’ την οποίαν και ‘αποσπάστηκε’, με τις τροχιές τών πλανητών, κατ’ αρχάς ο Κέπλερ -, και όπου δεν αποτελεί μιαν έννοια ή ένα αξίωμα (Axiom) η «αρχή» ολόκληρου του νοητικού κόσμου της επιστήμης, αλλά το ίδιο το θεϊκά Ωραίο: «το πιο Ευδαίμον ανάμεσα σ’ αυτά, που υπάρχουν (τό ευδαιμονέστατον τού όντος)» (Πολιτεία 526e) . Αυτό που απαιτεί όμως απ’ τον άνθρωπο το Περιεχόμενο είναι να του αφοσιωθή (να του παραδοθή…), γιατί δεν αποτελεί ένα αντικείμενο και μόνο τής σκέψης (μας… - αλίμονο!...), αλλά είναι το απαραίτητο για εμάς Αγαθό, κι επειδή εμφορείται απ’ τη συγκίνηση της ερωτικής αναζήτησης για το Ωραίο η ‘αυτοτέλεια’ κι η ‘ανεξαρτησία’ τής διανοητικής (μας…) σκέψης στις Υποθέσεις (Hypothesen). Προκύπτει δηλ. κατ’ αρχάς βασισμένη στην αυθεντικότητα του Γνωστού, που περιέχει στον εαυτό του την κυρίαρχη σημασία του, η κάθε αυθεντικότητα και ελευθερία τού ανθρώπου. Και δεν διαθέτει την ωραία και κυρίαρχή του ελευθερία μπροστά στο πλήθος τών Αθηναίων και στο δικαστήριό τους, παρά μόνον επειδή υπηρετεί ως ‘ερευνητής’ μιαν ανώτερη δύναμη ο ίδιος ο Σωκράτης· που ‘κυριαρχεί’, ως «βοηθός», με όλην τη φτώχεια του και την απουσία κάθε επίσημης αυθεντίας, του Θεού, στην κατάσταση (Απολ. 23b – c). – Ενώ δεν λείπει και η αισθητή και απεικονιστική έκφραση για την κυρίαρχη (αυτή…) θέση τών Μαθημάτων (( Όπως λέμε: «Μου έγινε μάθημα…»… )) : φανερώνεται δηλ. με την ‘αντιπαράθεση’ του ουρανίου οικοδομήματος ως ορατού Θεού απέναντι στον άνθρωπο η αυθεντικότητα της «ιδανικής» κοσμικής τάξης (Τίμ. 34b, 92c). Κι όπως δεσπόζει και εμφορεί τον γήινον άνθρωπο αυτό το παν-περιεκτικό και ζωντανό Όλον, έτσι ‘πείθει’ και εμφορεί και ο νοητικός κόσμος (Kosmos) την ερευνητική ψυχή. Γι’ αυτό και παροτρύνεται απ’ το μάτι, που κοιτά με θαυμασμό και σέβας τον έναστρον ουρανό, να σκεφθή τον αριθμό και τον χρόνο και να φτάση έτσι στη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο θεϊκό για τους θνητούς δώρο, η ψυχή (ό.π. 47a – b).
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου