Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία του όντος) (11)

Συνέχεια από  Παρασκευή, 6 Μαΐου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Του Erich Przywara.


Στην βάση όσων ελέχθησαν είναι πρόδηλο πλέον όλο το φάσμα τών δυνατοτήτων οι οποίες συνεπάγονται και φωτίζονται από την διατύπωση τής συνόδου του Λατεράνου IV. Η γραμμή, χάρη σε έναν ιδιαίτερο τονισμό τής «ανομοιότητος κάθε φορά μεγαλύτερης», η οποία οδηγεί από την υπερφυσική τριαδικότητα στην φυσική σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα, υπονοεί μια κριτική θέση απέναντι σε μία «απαίτηση αποκλειστικότητος» την οποία προώθησαν η θεολογία των Ελλήνων ή η θεολογία του Αυγουστίνου. Αυτή η “αποκλειστικότης” οδηγεί σε μία ταυτότητα με τον θεό παρόμοια με εκείνη που εμφανίζεται στον Ιωακείμ. Η “αποκλειστικότης” της θεολογίας των Ελλήνων οδηγεί στην Ελληνο-ορθόδοξη θεολογία: η οποία είναι μια νέα εκδοχή τού παντός (νεοπαν-ισμός) τού υπερφυσικού Λόγου και του πνεύματος που ολοκληρώνεται στην γνώση. Η “αποκλειστικότης” τού Αυγουστίνου οδηγεί στην θεολογία της Μεταρρυθμίσεως (με την ανάπτυξη του γιανσενισμού και της ενυπάρχουσας θεολογίας τού γερμανικού Ιδεαλισμού): ένας θεοπαν-ισμός υπερφυσικός ο οποίος χαρακτηρίζεται από μία διαλεκτική ή την θεία τραγικότητα τού παραδόξου τού σταυρού.

Αυτή η ίδια ταυτότης ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο σαν μία ταυτότης τού θεού προς τα κάτω, με την έννοια δηλαδή με την οποία, σύμφωνα με την συνοδική περιγραφή, ο Ιωακειμισμός κάνει την Τριάδα του θεού μια ανθρώπινη κοινότητα τριών προσώπων. Η “αποκλειστικότης” της θεολογίας των Ελλήνων μοιάζει να διαλύει την φύση τού πλάσματος στον ρόλο ενός κομπάρσου απολύτως παθητικού. Αλλά ακριβώς με αυτόν τον τρόπο η θεολογία της “μετοχής” μεταμορφώνεται σ’ ένα μυστηριώδες φιλοσόφημα καθαρά φυσικό, τής αρχής τής συμμετοχής γενικώς: είμαστε στο πλαίσιο ενός φυσιοκρατικού πανθεϊσμού για τον οποίο η φύση είναι «συμμετοχή ανάμεσα στο μη-Είναι και στο Είναι», είμαστε δηλαδή σ’ έναν πλατωνισμό παρμενιδικό. [Ο οποίος δεν υπάρχει. Ο πλατωνισμός στηρίζεται στην πατροκτονία τού Παρμενίδη. Ο άνθρωπος έχει πέσει θύμα παραπληροφόρησης ή θέλει να καταστήσει εμάς θύματα παραπληροφόρησης].

Με τον ίδιο τρόπο η “αποκλειστικότης” της θεολογίας τού Αυγουστίνου μοιάζει να σπρώχνει προς την καταδίκη τής φύσεως του πλάσματος, σαν να ήταν ένα επαναστατημένο τίποτα ή κάτι ανίκανο. Αλλά ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο η θεολογία της “διαλεκτικής” μεταμορφώνεται σ’ ένα μυστηριώδες φιλοσόφημα καθαρά και απλά φυσικό γύρω από την διαλεκτική γενικώς: βρισκόμαστε και εδώ στο πλαίσιο ενός φυσικού πανθεϊσμού για τον οποίο η φύση είναι «διαλεκτική των αντιθέτων», είμαστε δηλαδή σε έναν Ηρακλείτιο Πλατωνισμό. [Γίνεται φανερό οπωσδήποτε ότι αγνοείται πλήρως η Ελληνική φιλοσοφία, και η γνώση της περιορίζεται από αναγνώσεις στα εγχειρίδια Ιστορίας της φιλοσοφίας ή από εφημερίδες].

Η τελική μοίρα αυτών τών θεολογιών οι οποίες διαπραγματεύονται αποκλειστικά το υπερφυσικό είναι λοιπόν μια ακόμη απόδειξη στην υποστήριξη τής σχολαστικής θεολογίας. Είναι προφανές λοιπόν ότι τα δύο πράγματα αποκλείονται μεταξύ τους. Ή αναγνωρίζεται το κτιστό στην ολότητα του υπερφυσικού (όπως κάνει η σχολαστική θεολογία) ή νικά το δύσκολα κρυμμένο ένστικτο το οποίο φυσικοποιεί την υπερφυσική πραγματικότητα!
Αλλά όμως και η σχολαστική θεολογία υφίσταται με αυτόν τον τρόπο έναν κριτικό περιορισμό προς την αντίθετη κατεύθυνση: η «ανομοιότης η κάθε φορά μεγαλύτερη» εμφανίζεται αληθινά μέσα σε μία «πολύ μεγάλη ομοιότητα» και η φυσική σχέση ανάμεσα στον κτίστη και στο κτίσμα παρουσιάζεται αληθινά “μέσα” στην τριαδική υπερφυσική ενότητα. Η «στοχαστική νοησιαρχική» θεολογία είναι αληθινή θεολογία μόνον καθόσον το αντικείμενό της είναι η ολοκληρωμένη και πραγματική αποκάλυψη και η πράξη της έχει καταγωγή, μέτρο και σκοπό στην πλήρη και πραγματική πίστη: όσον αφορά δε το αντικείμενο, οι «αιτιατές σχέσεις» είναι σχέσεις τής υπερφυσικής δημιουργίας, η οποία διακρίνεται από την μετοχή και την λύτρωση: όσον αφορά μάλιστα την πράξη, η «αιτιατή σκέψη» είναι μια σκεπτόμενη υπερφυσική πίστη! Η σχολαστική θεολογία λοιπόν είναι αληθινή θεολογία μόνο καθότι αναπαριστά μια μορφή πιο ώριμη από την θεολογία τών Ελλήνων και από την θεολογία τού Αυγουστίνου. Μία “αποκλειστικότης” τής φύσεως και της νοήσεως είναι η πιο σύντομη οδός προς την «φυσική θεολογία» τού διαφωτισμού και της νοησιαρχίας, δηλαδή προς έναν πανθεϊσμό της «καθαρής φύσεως» και της «καθαρής νοήσεως».

Ακόμη και για ότι αφορά τον χαρακτήρα τού «νοητικού στοχασμού», η αυθεντικότης τής σχολαστικής θεολογίας εξαρτάται από τις ρίζες τις οποίες έχει βαθιά ριζωμένες στην θεολογία τών Ελλήνων και σε εκείνη του Αυγουστίνου. “Φύση” και “νόηση”, δεν μπορούν να είναι μία φύση και μία νόηση οι οποίες έχουν ανυψωθεί πραγματικά και έχουν καθαρθεί στην υπερφυσική διάσταση. Κάθε μορφή τής φύσεως και της νοήσεως είναι “νεκρή” αφαίρεση. Μια “αποκλειστικότης” του “νοητικού στοχασμού” θα μας οδηγούσε λοιπόν σε μία φύση και σε μία νόηση φανταστικές. Θα μας οδηγούσε στην αντίθετη ύβρι (αλλά εσωτερικά αντίστοιχη) σε σχέση με εκείνη του διαφωτισμού και της νοησιαρχίας, δηλαδή του αφηρημένου νέοπαν-ισμού, μιας καθαυτής φύσεως και μιας καθαυτής νοήσεως καθαρά εννοιολογικές.

Η αυθεντική αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην φύση, την υπερφυσική μετοχή στον θεό και την υπερφυσική λύτρωση εξαρτάται λοιπόν από την κίνηση προς τα μπρος και προς τα πίσω της αναλογίας. Από το ένα μέρος αυτό σημαίνει: το γιατί (quia), το οποίο καθορίζει, μία τόσο μεγάλη υπερφυσικότης παραπέμπει στην φυσικότητα τής σχέσεως ανάμεσα στον κτίστη και το κτίσμα. Ακόμη δε και σ’ αυτή την σχέση «η μεγαλειώδης ομοιότης» καθορίζεται από το «δεν είναι δυνατόν να διαπιστώσω» τα οποία παραπέμπουν σε μία «ανομοιότητα κάθε φορά μεγαλύτερη». Από το άλλο μέρος όμως σημαίνει: η φυσική διάσταση τής σχέσεως ανάμεσα στον κτίστη και στο κτίσμα προσφέρεται μόνον μέσα στην “μεγαλειώδη” υπερφυσική διάσταση (εκείνου που πραγματικά είναι η μοναδική ιστορική τάξις της υπερφυσικής μετοχής και λύτρωσης). Και στην σχέση ανάμεσα στον κτίστη και στο κτίσμα η ανομοιότης κάθε φορά μεγαλύτερη» προσφέρεται κατ’ ουσίαν μόνον μέσα σε μια μεγαλειώδη ομοιότητα. Αυτή η αναλογία είναι, σύμφωνα με την σύνοδο, η μορφή τόσον τού αντικειμένου όσο και της πράξεως τής μοναδικά δυνατής θεολογίας.[ Αυτό σημαίνει η ενσάρκωση σάν αποκάλυψη. Η ενσάρκωση καταργείται καί στήν θέση της εγκαθίσταται η ενσωμάτωση]

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: