Συνέχεια από Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2019
Τ Ε Λ Ο Σ
Αρχεία Φιλοσοφίας
ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤΆΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΣΤΟΝ ΘΕΌ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Το
φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ αποτελεί αυτούσιο παράδειγμα της ένταξης της
φιλοσοφίας στη θεολογία, ή της θεολογίας στη φιλοσοφία. Η αρχική θεολογική
παιδεία του Χέγκελ προδιέθετε την επιτυχία αυτής της αλληλοδιείσδυσης η οποία
μετά την επανεμφάνιση των παλαιών εντάσεων και την επανάκαμψη επουλωμένων ρηγμάτων, έδωσε λαβή στις
αντιφατικές ερμηνείες που γνωρίζουμε. Ο Χέγκελ ξεκίνησε καταπολεμώντας τις
δυαλιστικές τάσεις που εξέφραζαν συνήθως τις αντιθέσεις γνώση-πίστη, και
φιλοσοφία ή μη-φιλοσοφία, και διεκδίκησε το Απόλυτο για τη γνώση, όχι όμως
εντονότερα από τον Φίχτε, τον Σέλινγκ και λίγο αργότερα τον Σλαϊερμάχερ (που
υπήρξε και εχθρός του εξ αιτίας της θέσης που παραχώρησε στην ατομικότητα) : η
γνώση του Απόλυτου είναι η απόλυτη γνώση. Επανέλαβε επίσης την άποψη του
Σέλινγκ ότι το απόλυτο αυτοαναδεικνύεται, ότι δηλαδή η αποκάλυψη βρίσκεται στην
ουσία του Απόλυτου. Η πρωτοτυπία του επομένως εντοπίζεται μάλλον στην
ιστορικότητα του Απόλυτου και όχι στην υποκειμενικότητά του. Το Απόλυτο έχει
μια ιστορία, το Απόλυτο είναι ιστορία. Η ύψιστη μορφή της παρουσίας του είναι η
επιστήμη ή η φιλοσοφία, και καθώς η φιλοσοφία είναι «κατανοητή θρησκεία»,
μπορούμε να πούμε ότι το χεγκελιανό σύστημα είναι ολοκληρωτικά θρησκευτικό, ότι
αξιοποιεί πλήρως την οντολογική επαλήθευση, διότι το πνεύμα γίνεται χρόνος, η
έννοια γίνεται ύπαρξη. Το όλο σύστημα οικοδομείται πάνω σε μια τριαδική
σχηματοποίηση, και η Ενσάρκωση, το ιστορικό Απόλυτο, το πραγματικό σημείο επαφής
του Αιώνιου και του πεπερασμένου, συνιστά τον κεντρικό πυρήνα, ενώ ο θάνατος
στον Σταυρό, η απόλυτη αντίφαση, είναι η στιγμή της μετουσίωσης του
πεπερασμένου, η απόδειξη της αλήθειας ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ζωή.
Δεν έχουμε την πρόθεση να
σκιαγραφήσουμε το κραταιό οικοδόμημα του Χέγκελ. Σε ό,τι αφορά το θέμα μας,
γίνεται αυτονόητο ότι ο Θεός των φιλοσόφων είναι ο αποκεκαλυμμένος Θεός, ο Θεός
του χριστιανισμού. Δεν διαφαίνεται όμως καμιά μετάβαση, και επομένως το ερώτημα
αφορά σ’ αυτή τη θεωρητική θεολογία,
η οποία δεν οριοθετείται από την πίστη.
Η πίστη που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στη λογική, είναι ακόμη πίστη; Πού
τοποθετούνται τα κριτήριά της; Ασφαλώς ούτε στις αυθεντίες, ούτε στην κοινωνία
των πιστών. Είναι η ίδια που κατέχει την αυτοκατανόησή της και συνεπώς
εμφανίζεται σαν μια λογική μετάθεση. Ο χριστιανισμός επιθυμεί επομένως να γίνει
κατανοητός με τον τρόπο που αυτός ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Η
καθολική Εκκλησία δεν πήρε φυσικά θέση απέναντι στον Χέγκελ, καταδίκασε όμως τον
χεγκελιανισμό του Günter και του Frohschammer. Η χεγκελιανή φιλοσοφία της θρησκείας όμως επιτρέπει ασφαλώς λιγότερο
αρνητικές ερμηνείες. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι από ιστορική άποψη καταλήγει
στον Feuerbach και τον Strauss. Σε γενικές
γραμμές, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης από τους οπαδούς της, έγινε δεκτή
σαν μια φιλοσοφία αποδόμησης της θρησκείας. Στον πρόλογο του Athanasius, o Gorrès
περιλαμβάνει μια σπινθηροβόλο παρωδία του χεγκελιανού «Πιστεύω». Και το έργο
του Κίρκεγκαρντ αποτελεί μια παθιασμένη διαμαρτυρία, πολύ πιο διεισδυτική και
περισσότερο «μετασχηματιστική» από ότι
είχε αρχικά θεωρηθεί, εναντίον του ιστορικο-κοσμικού Χέγκελ· ο δανός στοχαστής
ορθώνει και οικοδομεί τις κατηγορίες του – την υποκειμενικότητα, το άτομο, τα
στάδια, το παράδοξο, την επανάληψη, την εξαίρεση – προκειμένου να αντιμετωπίσει
το χεγκελιανό σύστημα.
Αλλά και ο ώριμος Σέλινγκ
συνέγραψε επίσης τη Φιλοσοφία της
Αποκάλυψης ενάντια στον Χέγκελ – όπως επίσης και όλη την ύστερη φιλοσοφία
του – έχοντας πάντα στο στόχαστρο τον Χέγκελ. Δεν θα καταγράψουμε εδώ την
δαιδαλώδη διαδρομή του, κατά την οποία το νόημα των αντιθέσεων
φιλοσοφία-θρησκεία ή πίστη-γνώση μεταλλάσσεται. Θα ξεκινήσουμε από το σημείο
στο οποίο κατέληξε, από την φιλοσοφία δηλαδή την οποία ονόμασε θετική. Άξονας
της κριτικής του ρασιοναλισμού είναι το ερώτημα περί του Θεού, περί της
υπάρξεώς του και των γνωρισμάτων του. Η παρακμή της σύγχρονης φιλοσοφίας – στην
οποία εντάσσει και την προηγούμενη δική του – συνίσταται στην αποτυχία της
απέναντι στο ερώτημα περί του Θεού· αδυνατεί να προσεγγίσει τον Θεό της
κατήχησης, της παράδοσης, της «κοινής πίστης»· με άλλα λόγια δεν μπορεί να
μεταβεί από τον Θεό ως σύλληψη της
λογικής, ως Απόλυτο, ως Αρχέτυπο (Urwesen), δηλαδή ως
Πρόσωπο και ως Πρόνοια – στον αποκεκαλυμμένο Θεό του χριστιανισμού. Μόνο μια
ριζικά μεταμορφωμένη φιλοσοφία που «διευρύνεται», ή ακόμη και αλλάζει
προσανατολισμό, θα μπορούσε να το πετύχει. Σε
τί συνίσταται αυτή η μεταμόρφωση – αυτή η διεύρυνση ή ο
αναπροσανατολισμός – που χαρακτηρίζουν μια θετική φιλοσοφία; Κατ’ αρχήν σε ένα
συστηματικό διαχωρισμό από την ορθολογική ή αρνητική φιλοσοφία, διαχωρισμό ο
οποίος σχηματοποιήθηκε εκ των υστέρων – και στη συνέχεια σε ένα εμπειρικό
προσανατολισμό, που αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία του γεγονότος και παραπέμπει
κάθε ύπαρξη σε έναν προαιώνιο χρόνο, και κάθε ενέργεια σε μια ανεξιχνίαστη
ελευθερία: η θετική φιλοσοφία με αυτή την έννοια γίνεται μια φιλοσοφία της
δημιουργίας – σε τελική ανάλυση και στα πλαίσια μιας ομολογίας πίστεως, μιας
πίστεως στη νοημοσύνη του υπερφυσικού – γίνεται ένα στιβαρό crede ut intelligas (πίστη στη
νοημοσύνη). Παρότι ο Σέλινγκ οραματίστηκε συχνά μια μεγαλύτερη διεύρυνση, η
θετική φιλοσοφία περιορίζεται σε μια φιλοσοφία της θρησκείας, ή μάλλον των
θρησκειών και καταλήγει να είναι μια προσπάθεια κατανόησης του παγανισμού και
του χριστιανισμού.
Το πέρασμα, (Übergang) από την
αρνητική ή λογική φιλοσοφία στη θετική φιλοσοφία αντιστοιχεί επομένως στη
μετάβαση από το Θεό της λογικής θρησκείας στον αληθινό και προσωπικό Θεό του
χριστιανισμού, στο Θεό δημιουργό και λυτρωτή. Ο Σέλινγκ διατύπωσε πολλές
ερμηνείες, οι οποίες όμως αλληλεπικαλύπτονται διότι υπάρχει μια συνεχής
επικάλυψη απόψεων. Ας απλοποιήσουμε κατά το δυνατόν το λόγο του. Αν ο Σέλινγκ
είχε περιοριστεί στη θεωρητική θεολογία, δεν θα είχε ανάγκη να αναζητήσει τόσο
επίμονα τη μετάβαση. Αλλά στόχος του ήταν να διαφυλάξει την αυτονομία της
φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα οι ίδιες αρχές διέπουν την αρνητική φιλοσοφία
και τη θετική φιλοσοφία. O Σέλινγκ σε πρώτη φάση
ανέδειξε κυρίως το μεγαλείο του Γεγονότος, και παραδόξως του Γεγονότος της
Αποκάλυψης, του οποίου η αλήθεια επιβάλλεται έτσι ώστε να είναι αδύνατον να παραμεριστεί
εκ των προτέρων – και συνακόλουθα την αδυναμία
των ορθολογιστών να αναδειχθούν στο ύψος του Γεγονότος. Μήπως λοιπόν η
φιλοσοφία θα πρέπει να παραδεχτεί την ήττα της; Ασφαλώς όχι, αλλά υπό τον όρο
ότι θα αλλάξει πορεία, θα παραβιάσει τα υπάρχοντα σύνορά της. Θα πρέπει να
αποκτήσει την τόλμη τής μετάβασης στο χώρο του δια-λογικού και του
υπερ-εμπειρικού, προκειμένου να ανακαλύψει εκ νέου, με μια καθοδική κίνηση, μια
συμφυή με το εμπειρικό στοιχείο κατανόηση, που θα υποστηρίζεται και θα
επαληθεύεται από τα κατάλληλα και αυθεντικά κείμενα. Το κίνητρο γι’ αυτή την
διαδικασία είναι η πίστη, αλλά όχι αυτή που στηρίζεται στην αθεμελίωτη γνώση· η
πίστη που μετά από κοπιώδη προσπάθεια της σκέψης, καταλήγει στην ανάπαυση και
την ασφάλεια του πνεύματος, ενώ ξεκινά ως πίστη στη γνώση, εμπιστοσύνη στη
σκέψη. Μια πίστη που απαιτεί «κουράγιο», γενναιοδωρία, το «θάρρος του
στοχασμού»: «η Αποκάλυψη απευθύνει μιαν έκκληση στον άνθρωπο: πίστευε μόνο,
πίστευε μόνο, δηλαδή τόλμησε να αποδεχτείς κάτι ως αληθινό· με αυτή την έννοια
και η ίδια η επιστήμη, μόλις διεισδύσει στο ανώτερο επίπεδο, διεκδικεί την πίστη,
δηλαδή το θάρρος και την ικανότητα να υποδέχεται ακόμη και το εξωπραγματικό,
στην περίπτωση που κάτι τέτοιο εμφανιστεί. Τα magnalia Dei ξεπερνούν
απολύτως την ανθρώπινη αντίληψη και απαιτούν για την κατανόησή τους
υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αυτό είναι όμως το τίμημα που θα πρέπει να καταβάλει
το ανθρώπινο πνεύμα για να ικανοποιήσει την αναζήτησή του. Tentandum et experiendum est.
Αργότερα ο Σέλινγκ επανήλθε
στις προϋποθέσεις της θετικής διαδικασίας και διευκρίνισε την προβληματική της
λογικής. Πρόκειται για μια λογική «εκστατική», που ακινητοποιείται αποστομωμένη
και εμβρόντητη, στο κατώφλι της θετικής φιλοσοφίας. Διότι αναγνωρίζει τη δική
της «άβυσσο», δηλαδή την αναγκαία και απροϋπόθετη ύπαρξη, που ο Σέλινγκ
αποκαλεί επίσης το Προαιώνιο (Unfordenkliches), το απόλυτο Πρότερον
– και συγκεκριμένα την καθαυτό ύπαρξη, που είναι ασύλληπτη στη σκέψη. Πώς
μπορεί να αποδράσει από αυτή την ελεατική σιωπή, πώς να απαλείψει τη γοητεία
του προαιώνιου; Με μια αναδρομή, με μια αντιστροφή της διαδικασίας,
προσπαθώντας να αποδείξει, ή μάλλον να επαληθεύσει, ότι το απόλυτο Πρότερον είναι Θεός…· αλλά ανάμεσα στο
απόλυτο Πρότερον, το έσχατο, την
«ασύλληπτη σύλληψη» της λογικής και την θεότητα αυτού του Προτέρου, υπάρχει το ρήγμα της ελευθερίας της πράξης. Το απόλυτο Πρότερον μπορεί να είναι ο Θεός, το αναγκαίο ον είναι ο Θεός, εάν
συγκατανεύσει, δηλαδή αν ο ίδιος ο Θεός θέλησε να ανυψωθεί στον Εαυτό του, να
συντρίψει το μυστήριο της προαιώνιας ύπαρξής του, και να αποκαλυφθεί στον κόσμο
δια της δημιουργίας. Στο σημείο αυτό ο Σέλινγκ επανακάμπτει στην προηγούμενη
φιλοσοφία του, ή μάλλον προσχωρεί στο «σύστημα της ελευθερίας» του. Ίσως να
διακινδυνεύει έτσι την αυτονομία της θεολογικής του φιλοσοφίας. Αλλά το πέρασμα
από το λογικό στο υπέρλογο δεν γίνεται αυτόματα. Η λογική δεν αποφασίζει από
μόνη της να μεταβεί στο «ανώτερο επίπεδο». Ωθείται από μια πρακτική, και
υπαρξιακή συνθήκη: Πρόσωπο αναζητεί Πρόσωπο
(Person sucht Person). Η προσχώρηση
στην θετική φιλοσοφία ανταποκρίνεται σε μια προσωπική πρόσκληση, και αποτελεί
καθαυτή ανταπόκριση σε μια κλήση, το συναπάντημα μιας «ισάξιας καρδιάς» με την
προσδοκία μιας ανθρώπινης καρδιάς. Ο Σέλινγκ το συγκρίνει αβίαστα με το πέρασμα
από το Νόμο στο Ευαγγέλιο, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη.
Η αξία της συμβολής του Σέλινγκ είναι
σημαντική αν αναλογιστούμε την προηγούμενη ιδεαλιστική τοποθέτησή του, την
επίμονη επισήμανση τού αδιεξόδου του ορθολογισμού και την ασυνήθιστη ακρίβεια
με την οποία υπογράμμισε τη σχέση συνέχειας και ρήξης ανάμεσα στο χριστιανισμό
και τη φιλοσοφία. Διότι η Φιλοσοφία της
Αποκαλύψεως αναγνωρίζει και σέβεται συνειδητά τον υπερφυσικό χαρακτήρα της
χριστιανικής θρησκείας, και δύναται θα θεωρηθεί συνολικά ως θεολογία
επικεντρωμένη αποκλειστικά στη θεία οικονομία,
μια θεολογία αρκετά ιδιόμορφη, που όμως διατηρεί τον τίτλο της, αν την
απομονώσουμε από το σύστημα στο οποίο μοιάζει εγκλωβισμένη. Οφείλουμε όμως να
αποδώσουμε στον Σέλινγκ την ευθύνη ενός σημαντικού σφάλματος που συνίσταται στο
ότι για την ερμηνεία του φαινομένου του χριστιανισμού, επέλεξε αρχές και
κατηγορίες που προορίζονταν για άλλου είδους χρήση, διακινδυνεύοντας την
αποδυνάμωση του μυστηριακού και του απόλυτα καινοφανούς χαρακτήρα του. Χρησιμοποιώντας
όμως σε τελική ανάλυση μια πολύ πιο ορθή προσέγγιση (Ansatz), επανέρχεται
στην «κατανοητή θρησκεία» του Χέγκελ και προτείνει μια ‘συμμαχία’ του
χριστιανισμού με την επιστήμη, που θα αποκαλέσει θρησκεία του πνεύματος,
θρησκεία οικουμενική, ιωαννίκεια εκκλησία, Ευαγγέλιο της αιωνιότητας – άποψη
που προϋποθέτει την κατάργηση του χριστιανισμού. Μπορούμε να αποδεχτούμε το
γεγονός ότι αποστολή της φιλοσοφίας είναι να συμπεριλάβει τα πάντα, ακόμη και τή θρησκεία. Αλλά η αναζήτηση μιας φιλοσοφίας του χριστιανισμού, διαφορετικής από
τη «χριστιανική φιλοσοφία» με τις επιμέρους σημασίες της, (προσδιορισμός που ο
Σέλινγκ αρνείται ρητά), προσκρούει σε ακανθώδεις δυσχέρειες· παράδειγμα οι
πρόσφατες κριτικές που συνόδευσαν το έργο του H. Dumery. Ακόμη και ο Frédérik Schlegel, ένθερμος ζηλωτής και φιλόσοφος πολύ
κατώτερος του Σλέγκελ, δεν κατόρθωσε να παραμείνει μέσα σε λελογισμένα όρια,
παρότι επεχείρησε να καταστήσει τη Φιλοσοφία
της Ιστορίας του αντιπροσωπευτικό έργο μιας χριστιανικής φιλοσοφίας.
Η φαρμακερή αμφισβήτηση του Κίρκεγκαρντ
οδηγεί σε σκέψεις. Μήπως η ορμή που ωθεί τους φιλοσόφους προς τον χριστιανισμό,
όπως τον Σέλινγκ, ή τον Σέλερ, ενέχει κάποιο μοιραίο στοιχείο που τους
εμποδίζει να παραμείνουν ; Μήπως και οι θεολόγοι που προσεταιριστήκαν την
φιλοσοφία δεν μολύνθηκαν από το ίδιο πνεύμα; Όπως κάποιοι από τους συγχρόνους
μας ,μεταξύ των οποίων ο Bultmann και ο Buri. Ή μήπως θα πρέπει να ενστερνιστούμε μια διπλή ζωή και μια διπλή
σκέψη όπως ο Lachelier ; Μήπως να
ξαναζωντανέψουμε τη διαμάχη όπως έκαναν, ο καθένας από τη σκοπιά του, ο
Γιάσπερς και ο Καρλ Μπαρτ ; Ασφαλώς όχι, αλλά η αμοιβαία δυσπιστία είναι ιδιαίτερα επίμονη. Ένας φλογερός
πιστός και φιλόσοφος όπως ο Blondel που δεν δίστασε
να χρησιμοποιήσει τον όρο «καθολική φιλοσοφία», συνάντησε σοβαρά εμπόδια. Το
ίδιο και οι θεολόγοι, όπως ο Laberthonnière, που αναζήτησαν μέσα σε ένα εχθρικό κλίμα, τη σύνδεση με τη σύγχρονη
σκέψη. Είναι επίσης αλήθεια ότι η
καταδίκη των εκκλησιαστικών κύκλων δεν εμπόδισε τον Μπεργκσόν να
προσεγγίσει ακόμη περισσότερο τον χριστιανισμό.
Παρουσιάσαμε συνοπτικά κάποιους επιλεγμένους
εκπροσώπους της αμφιλεγόμενης σχέσης φιλοσοφία-χριστιανισμός. Η συμφιλίωση
είναι εξίσου προβληματική με τη ρήξη. Μας θυμίζει το στίχο του Σίλερ που
αγάπησε ο Σέλινγκ: αυτοί που αενάως αναζητούν τον εαυτό τους είναι αυτοί που
αενάως τον αποφεύγουν. Οι απόψεις διαφέρουν ανάλογα με το αν ο «Θεός των
φιλοσόφων» είναι θεός του ‘ντεϊσμού’ ή του θεϊσμού, το Εν και το Παν, το καθαρό
Απόλυτο, ο Θεός εν εξελίξει, ο ηθικός Νόμος, ο Θεός Τριάδα, ο Ιησούς Χριστός…
και σύμφωνα με τις υπάρχουσες θεωρητικές ή θεολογικές προϋποθέσεις, νομίζω ότι
ο δρόμος που μας ανοίχθηκε από τον Πασκάλ και τον Μπλοντέλ, μέσα από την
οντολογική ανεπάρκεια και τη φυσική επιθυμία για το υπερφυσικό, είναι
περισσότερο επίκαιρος από ποτέ, ακόμη και αν χρειάζεται να τον απαλλάξουμε από
την αντίστροφη απαίτηση σύμφωνα με την οποία ο Θεός εμφανίζεται επίσης «σε ό,τι
πιο βαθύ διαθέτει ο άνθρωπος» (Bonhoeffer). Τόσο η
αδυναμία όσο και η δύναμη της λογικής είναι γνωστές στον Πασκάλ ! Η φιλοσοφία
της θέλησης συνοδεύεται πάντοτε από μια φιλοσοφία της λογικής. Η έρευνα
επομένως θα πρέπει να κατευθυνθεί όχι προς την αναζήτηση μιας λογικής βάσης του
υπερφυσικού, αλλά μιας θεολογικής λογικής. Τί σημαίνει «δια της πίστης
φωτιζόμενη λογική»; Υπάρχει ικανοποιητική ερμηνεία της θεολογικής χρήσης της
λογικής; Τί σημαίνει η ratio theologica στην οποία αναφέρεται η παπική εγκύκλιος Humani generis η οποία αναμένει την κριτική της; Δεν μπορεί να αφορά μόνο στη
συλλογιστική λογική των «θεολογικών συμπερασμάτων»…
Ο πειρασμός του φιλοσόφου, όσο και του θεολόγου είναι να εγκατασταθεί
στις θέσεις του: «Εγώ θα υπηρετήσω το Θεό μου κι’ εσείς το δικό σας. Πρόκειται
για δύο κραταιούς Θεούς». Αλλά η συναλλαγή πίστης και λογικής, θεολογίας και
φιλοσοφίας δεν απαλείφεται. Ίσως πρόκειται για ένα χρέος που θα συνοδεύει κάθε
νέα εποχή. Και αποτελεί αποδεδειγμένα ένα οικουμενικό χρέος αφού είναι γνωστό
ότι οι θεολογικές αντιπαραθέσεις αναδεικνύουν φιλοσοφικές τάσεις. Το λανθάνον
κίνητρο του καθηγητή Castelli ο οποίος πρότεινε
τη διοργάνωση σεμιναρίου με θέμα το «Όνομα του Θεού» ήταν να αφυπνίσει το
ενδιαφέρον μας σχετικά με αυτή την οικουμενική πτυχή. Να επιχειρήσουμε δηλαδή
μια υγιή αντιμετώπιση της συνθήκης που ο Hamann αποκαλούσε splendida miseria (υπέροχη δυστυχία) της γλώσσας μας.
Τ Ε Λ Ο Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου