ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Τετάρτη, 30 Ιανουαρίου 2019
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Ότι τις μαρτυρίες που φέρει (ο Ακίνδυνος) από τους θείους Πατέρες τις προφέρει εναντίον του· γι’ αυτό και φανερώνεται απ' αυτές ότι διατελεί ομόδοξος του Ευνομίου
80. Έτσι λοιπόν κι’ εσύ έπειτα από εκείνον, ερανιζόμενος από παντού λέγεις· «“αγαθόν είναι το άγιο Πνεύμα όπως αγαθός είναι ο Πατήρ, και αγαθός ο από τον αγαθό γεννηθείς που έχει ουσία την αγαθότητα”·-και “φύσις του αγίου Πνεύματος είναι ο αγιασμός, όπως του Πατρός και του Υιού”· και “αν βέβαια, είναι κάτι διαφορετικό από αυτό η αγιότης, και πως νοείται, ας πει ποια είναι”». Φέρεις επίσης το του θείου Μητροφάνους, «φως μοναδικό και τριλαμπές, ουσία άναρχε, κάλλος απαράμιλλο, κατοίκησε στην καρδιά μου και δείξε με ψάλλοντα ναό της θεοτητός σου φωτοειδή και καθαρόν» . Γιατί μαζεύεις αυτά τα χωρία και τί θέλεις να κατασκευάσεις με αυτά; Ότι όλα τα αποδιδόμενα στο Θεό, η αγιότης, η αγαθότης, η ζωή, το φως, ένα πράγμα σημαίνουν, την ουσία μόνο. Και ούτε την συμφωνία σου προς τον Ευνόμιο ντρέπεσαι, η οποία φανερώνεται από τον μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης ότι συμβαίνει, ούτε εκείνες τις καλές και μακρές αντιρρήσεις τους προς εκείνον ευλαβείσαι· και δεν γίνεσαι πειθήνιος σ’ αυτούς (τον μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης) υποτάσσοντας τη γνώμη σου σ’ εκείνους· αντιθέτως από ανοησία προβάλλεις και τις γνώμες εκείνων κατά (εναντίον) εκείνων, μάλλον δε κατά (εναντίον) της δικής σου κεφαλής και ψυχής.
81. Επειδή πράγματι δεν καταλαβαίνεις το νόημα κάθε προτάσεως που προβάλλεις κι’ έχεις, θα έλεγα, την απόνοια1 σύζυγο της άνοιας, γεννάς μέσα σου πονηρές δοξασίες. Αποξενώθηκες από εκείνους που ευχόσουν να έχεις πατέρες και καθηγητές της ανώτερης διδαχής, έγινες ένα είδος αυτοπάτορος μοναχού και καινοτόμησες για τον εαυτό σου όχι μόνο βίο υποκριτικό αλλά και πίστιν, η οποία μεν περιφέρει μόρφωση ευσεβούς ομολογίας, αρνείται όμως τη δύναμίν της κι’ απομακρύνεται από τον Θεό και παρουσιάζει τον κάτοχό της άθεο στον κόσμο. Έπειτα συναθροίζεις και παράγεις μαρτυρίες από τους άγιους για την από τους άγιους ανηρημένη κακοδοξία, οι οποίες δεν συμφωνούν μεταξύ τους· διότι η διάχυτη σκοτεινιά της διανοίας σου δεν επιτρέπει να δεις ούτε τούτο.
82. Εμείς λοιπόν σύντομα, όσο είναι δυνατό, θα δείξουμε την μεταξύ τους διαφορά και ότι ελάχιστα συνηγορούν προς τις απόψεις σου τα προσαγόμενα από σένα προς επιβεβαίωση της μαρτυρίας σου. Τί νομίζεις πράγματι ότι ζητεί ο θείος Μητροφάνης ψάλλοντας αυτά που προέβαλες; Το να ενοικήσει ο Θεός στην καρδιά του κατ’ ούσίαν; Και πώς να γίνει αυτό με τον ενυπάρχοντα και χωρίς αίτησιν (στην καρδιά); Διότι, λέγει ο θεολόγος Γρηγόριος, «το Πνεύμα πληροί τα πάντα κατά την ουσία» . Δεν ζητεί λοιπόν τέτοια ενοίκησιν, κατά την οποία το θείο είναι παντού και πουθενά, αλλά εκείνη την ενοίκησιν κατά την οποία το σώμα των καταξιωμένων συνθεούται με την ψυχή κατά την αναλογούσα του μέθεξιν της θεώσεως· γι’ αυτό και απαιτείται επιπλέον να δειχθεί «φωτοειδής», δηλαδή θεοειδής.
83. Ότι λοιπόν αυτή η ενοίκησις δεν είναι κατ’ ουσία κι’ όποιος δεν το δέχεται τούτο είναι Μεσσαλιανός, είναι ικανή να το επιμαρτυρήσει η εναντίον των Μεσσαλιανών σύνοδος που έχει τα εξής επί λέξεως στις αποφάσεις της· «γίνεται κάποια επιδημία του Πατρός και του Υιού και ενοικεί στους άξιους κατά την επαγγελία η θεότης, αλλά όχι ως έχει κατά την φύσιν της η θεότης». Ας προσμαρτυρήσει όμως και ο θεολογικώτατος από τους Γρηγορίους που λέγει, στο δεύτερο λόγο Περί του Υιού, «Χριστός ονομάζεται για τη θεότητα· διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητος, πού δεν αγιάζει όπως στους άλλους χριστούς δια της ενεργείας, αλλά δια της παρουσίας όλου του χρίοντος». Βλέπεις ότι όλα θεούνται (θεώνονται) κατά την ενέργεια, όχι κατά την ουσία ούτε κατά την υπόσταση βέβαια, διότι εκείνο είναι το γνώρισμα του δεσποτικού προσλήμματος; Εσύ λοιπόν επειδή θεοποιείς δια της θείας ουσίας και όχι δια της θείας ενεργείας, θα μας δείξεις πολλούς ομοθέους και χριστούς αυτού τού είδους, αλλ’ όχι ο θεόληπτος μελωδός Μητροφάνης. Αλλά ζητεί μεν την ενοίκησιν δια της χάριτος και ενεργείας, τα άλλα δε τα λέγει εξυμνώντας τον δοτήρα για τη δωρεά. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με κάποιον που, ενώ διαβαίνει σε βαθύσκιους τόπους, θα ευχόταν να δει με τα μάτια του τον ανώτερο κατά την ουσία της τετράδος των στοιχείων, τον μεγαλύτερο στο μέγεθος από όλη τη γή, τον υπερλάμποντα από όλα τ’ αστέρια· αυτός όμως δεν εύχεται να δει με τα μάτια του ούτε πόσο είναι το μέγεθος τού ηλίου, άλλα μόνο την ακτίνα και την λαμπρότητα εκείνου, μάλλον δε ένα μέρος της λαμπρότητος, όσο χωρεί στους οφθαλμούς του, ενώ με τα άλλα λόγια εγκωμιάζει τον χορηγό του ποθητού στις όψεις φωτός· έτσι είναι ο ύμνος του Μητροφάνους.
84. Ότι δε η αγιότης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Πνεύμα το άγιον, έχει θεολογηθεί καλώς. Άλλωστε ούτε η κυριότης, ούτε η απλότης, ούτε η αΐδια ζωή και αφθαρσία, ούτε το άκτιστο φως, ούτε το φοβερό και δίκαιο και φιλάνθρωπο, αν δε θέλεις και το αόρατο και άπειρο και ανεξιχνίαστο και το καθένα από όλα τα άλλα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Πνεύμα το άγιον. Διότι μόνο αυτό έχει όλα τούτα εκ φύσεως σύμφωνα με τον Παύλο που είπε, «ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο μόνος που έχει αθανασία, που κατοικεί απρόσιτο φως» , και γι’ αυτό το καθένα από αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Θεός. Όμως δεν είναι για το λόγο τούτο το καθένα τους ουσία τού Θεού. Διότι ο Θεός θα είχε πολλές ουσίες, αφού η κυριότης διαφέρει από την αγιότητα, η απλότης από αυτές τις δύο και από τη φύσιν, και η αφθαρσία πάλι από τις τρεις, μάλλον δε από τις τέσσερις· και ομοίως για τα άλλα. Πράγματι καλώς οι Πατέρες διδάσκουν ότι ενέργειες μεν του Θεού υπάρχουν πολλές, εκείνη όμως η υπερουσιότης στην οποία ανήκουν αυτές είναι μία.
85. Εξάλλου ούτε η διάνοια δεν είναι τίποτε άλλο από τον νού· αλλ’ όμως για τον λόγο τούτο δεν είναι ουσία του νου η διάνοια. Είναι φανερό ότι και σ’ αυτό το σημείο ο Ακίνδυνος συμφωνεί με τον Ευνόμιο. Διότι έτσι λέγει κι’ εκείνος- «δεν είναι άλλο παρά ο Πατήρ το αγέννητο· διότι μόνο αυτός είναι αγέννητος. Αυτό επομένως σημαίνει ότι ουσία του Πατρός είναι το αγέννητο· όποιος λοιπόν δέχεται και το γεννητό άκτιστο, είναι φανερό ότι δέχεται ή δύο άκτιστους θεούς ή ένα σύνθετο από αυτούς τους δύο». Εμείς όμως αντίθετα από τον Ευνόμιο και τον Ακίνδυνο αποδίδουμε το αγέννητο στον Πατέρα μόνο και την αγιότητα και κυριότητα και τα παρόμοια μόνο στον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα, αλλά το καθένα τους δεν το θεωρούμε ουσία του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος, όπως δεν θεωρούμε ούτε το αγέννητο ουσία τού Πατρός2, επειδή και ο σοφός στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «όχι μόνο τα αποφατικά άλλα και όσα αποδίδουμε καταφατικά στον θεό δηλώνουν όχι τη φύσιν αλλά τα γύρω από τη φύσιν, είτε αγαθό είτε σοφό είτε δίκαιο είτε κάτι άλλο πεις, δεν ονομάζεις τη φύσιν του Θεού αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν» .
86. Πως δε λέγεται ότι ο υπεράγαθος και υπερούσιος έχει ουσία την αγαθότητα και φύσιν τον αγιασμό, το διευκρινίσαμε και εδώ και σε πολλά άλλα μέρη προηγουμένως. Και εκείνη η φύσις πού είναι πέρα από κάθε επωνυμία μεταλαμβάνει ονομασίες των ενεργειών, καλουμένη από αυτές ζωή, αγαθότης, φως και όλα γενικώς· και στις ενέργειες μπορεί κανείς να βρει την επωνυμία της φύσεως. Επειδή δηλαδή το όνομα κι’ αυτής της φύσεως και της ουσίας δεν είναι κυρίως της υπερουσιότητος εκείνης, όπως λέγει και ο θεοφάντωρ Διονύσιος -διότι αυτή είναι εντελώς ανώνυμη και υπερώνυμη- κάπου κάπου χρησιμοποιούν αυτήν την προσηγορία, όπως λέγει και Γρηγόριος ο θεολόγος κάπου στα ποιήματά του·
«τούτη είναι η φύσις του άνακτός μου, να χορηγεί ευδαιμονία»
δηλαδή φυσικώς ενυπάρχει στο Θεό ως ιδιότης το να ενεργεί μεγάλως· διότι σε κανένα δεν είναι φύσις το να δίδει, όπως ούτε το να λαμβάνει. Εκείνος λοιπόν πού βυθίζει το λόγο στο νου και δεν ασχολείται με ήχους και φθόγγους και συλλαβές επιπολαίως, αντιλαμβάνεται και κατανοεί ποιά είναι η θέλησις του γράφοντος.
Σημειώσεις
1. ἀπόνοια: η έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται• α) για φόβο, απελπισία, απόγνωση• εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση, σε Θουκυδίδη. β) για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη, Λατ. dementia, σε Δημοσθένη.
2. Π. Χρήστου: Ο Ευνόμιος ισχυριζόταν ότι ουσία του Πατρός η αγεννησία, του δε Υιού η γέννησις, επομένως η ουσία του Υιού όχι μόνο διαφέρει της ουσίας του Πατρός, αλλά είναι και εντελώς αντίθετη.
Ότι τις μαρτυρίες που φέρει (ο Ακίνδυνος) από τους θείους Πατέρες τις προφέρει εναντίον του· γι’ αυτό και φανερώνεται απ' αυτές ότι διατελεί ομόδοξος του Ευνομίου
80. Έτσι λοιπόν κι’ εσύ έπειτα από εκείνον, ερανιζόμενος από παντού λέγεις· «“αγαθόν είναι το άγιο Πνεύμα όπως αγαθός είναι ο Πατήρ, και αγαθός ο από τον αγαθό γεννηθείς που έχει ουσία την αγαθότητα”·-και “φύσις του αγίου Πνεύματος είναι ο αγιασμός, όπως του Πατρός και του Υιού”· και “αν βέβαια, είναι κάτι διαφορετικό από αυτό η αγιότης, και πως νοείται, ας πει ποια είναι”». Φέρεις επίσης το του θείου Μητροφάνους, «φως μοναδικό και τριλαμπές, ουσία άναρχε, κάλλος απαράμιλλο, κατοίκησε στην καρδιά μου και δείξε με ψάλλοντα ναό της θεοτητός σου φωτοειδή και καθαρόν» . Γιατί μαζεύεις αυτά τα χωρία και τί θέλεις να κατασκευάσεις με αυτά; Ότι όλα τα αποδιδόμενα στο Θεό, η αγιότης, η αγαθότης, η ζωή, το φως, ένα πράγμα σημαίνουν, την ουσία μόνο. Και ούτε την συμφωνία σου προς τον Ευνόμιο ντρέπεσαι, η οποία φανερώνεται από τον μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης ότι συμβαίνει, ούτε εκείνες τις καλές και μακρές αντιρρήσεις τους προς εκείνον ευλαβείσαι· και δεν γίνεσαι πειθήνιος σ’ αυτούς (τον μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο Νύσσης) υποτάσσοντας τη γνώμη σου σ’ εκείνους· αντιθέτως από ανοησία προβάλλεις και τις γνώμες εκείνων κατά (εναντίον) εκείνων, μάλλον δε κατά (εναντίον) της δικής σου κεφαλής και ψυχής.
81. Επειδή πράγματι δεν καταλαβαίνεις το νόημα κάθε προτάσεως που προβάλλεις κι’ έχεις, θα έλεγα, την απόνοια1 σύζυγο της άνοιας, γεννάς μέσα σου πονηρές δοξασίες. Αποξενώθηκες από εκείνους που ευχόσουν να έχεις πατέρες και καθηγητές της ανώτερης διδαχής, έγινες ένα είδος αυτοπάτορος μοναχού και καινοτόμησες για τον εαυτό σου όχι μόνο βίο υποκριτικό αλλά και πίστιν, η οποία μεν περιφέρει μόρφωση ευσεβούς ομολογίας, αρνείται όμως τη δύναμίν της κι’ απομακρύνεται από τον Θεό και παρουσιάζει τον κάτοχό της άθεο στον κόσμο. Έπειτα συναθροίζεις και παράγεις μαρτυρίες από τους άγιους για την από τους άγιους ανηρημένη κακοδοξία, οι οποίες δεν συμφωνούν μεταξύ τους· διότι η διάχυτη σκοτεινιά της διανοίας σου δεν επιτρέπει να δεις ούτε τούτο.
82. Εμείς λοιπόν σύντομα, όσο είναι δυνατό, θα δείξουμε την μεταξύ τους διαφορά και ότι ελάχιστα συνηγορούν προς τις απόψεις σου τα προσαγόμενα από σένα προς επιβεβαίωση της μαρτυρίας σου. Τί νομίζεις πράγματι ότι ζητεί ο θείος Μητροφάνης ψάλλοντας αυτά που προέβαλες; Το να ενοικήσει ο Θεός στην καρδιά του κατ’ ούσίαν; Και πώς να γίνει αυτό με τον ενυπάρχοντα και χωρίς αίτησιν (στην καρδιά); Διότι, λέγει ο θεολόγος Γρηγόριος, «το Πνεύμα πληροί τα πάντα κατά την ουσία» . Δεν ζητεί λοιπόν τέτοια ενοίκησιν, κατά την οποία το θείο είναι παντού και πουθενά, αλλά εκείνη την ενοίκησιν κατά την οποία το σώμα των καταξιωμένων συνθεούται με την ψυχή κατά την αναλογούσα του μέθεξιν της θεώσεως· γι’ αυτό και απαιτείται επιπλέον να δειχθεί «φωτοειδής», δηλαδή θεοειδής.
83. Ότι λοιπόν αυτή η ενοίκησις δεν είναι κατ’ ουσία κι’ όποιος δεν το δέχεται τούτο είναι Μεσσαλιανός, είναι ικανή να το επιμαρτυρήσει η εναντίον των Μεσσαλιανών σύνοδος που έχει τα εξής επί λέξεως στις αποφάσεις της· «γίνεται κάποια επιδημία του Πατρός και του Υιού και ενοικεί στους άξιους κατά την επαγγελία η θεότης, αλλά όχι ως έχει κατά την φύσιν της η θεότης». Ας προσμαρτυρήσει όμως και ο θεολογικώτατος από τους Γρηγορίους που λέγει, στο δεύτερο λόγο Περί του Υιού, «Χριστός ονομάζεται για τη θεότητα· διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητος, πού δεν αγιάζει όπως στους άλλους χριστούς δια της ενεργείας, αλλά δια της παρουσίας όλου του χρίοντος». Βλέπεις ότι όλα θεούνται (θεώνονται) κατά την ενέργεια, όχι κατά την ουσία ούτε κατά την υπόσταση βέβαια, διότι εκείνο είναι το γνώρισμα του δεσποτικού προσλήμματος; Εσύ λοιπόν επειδή θεοποιείς δια της θείας ουσίας και όχι δια της θείας ενεργείας, θα μας δείξεις πολλούς ομοθέους και χριστούς αυτού τού είδους, αλλ’ όχι ο θεόληπτος μελωδός Μητροφάνης. Αλλά ζητεί μεν την ενοίκησιν δια της χάριτος και ενεργείας, τα άλλα δε τα λέγει εξυμνώντας τον δοτήρα για τη δωρεά. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με κάποιον που, ενώ διαβαίνει σε βαθύσκιους τόπους, θα ευχόταν να δει με τα μάτια του τον ανώτερο κατά την ουσία της τετράδος των στοιχείων, τον μεγαλύτερο στο μέγεθος από όλη τη γή, τον υπερλάμποντα από όλα τ’ αστέρια· αυτός όμως δεν εύχεται να δει με τα μάτια του ούτε πόσο είναι το μέγεθος τού ηλίου, άλλα μόνο την ακτίνα και την λαμπρότητα εκείνου, μάλλον δε ένα μέρος της λαμπρότητος, όσο χωρεί στους οφθαλμούς του, ενώ με τα άλλα λόγια εγκωμιάζει τον χορηγό του ποθητού στις όψεις φωτός· έτσι είναι ο ύμνος του Μητροφάνους.
84. Ότι δε η αγιότης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Πνεύμα το άγιον, έχει θεολογηθεί καλώς. Άλλωστε ούτε η κυριότης, ούτε η απλότης, ούτε η αΐδια ζωή και αφθαρσία, ούτε το άκτιστο φως, ούτε το φοβερό και δίκαιο και φιλάνθρωπο, αν δε θέλεις και το αόρατο και άπειρο και ανεξιχνίαστο και το καθένα από όλα τα άλλα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το Πνεύμα το άγιον. Διότι μόνο αυτό έχει όλα τούτα εκ φύσεως σύμφωνα με τον Παύλο που είπε, «ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο μόνος που έχει αθανασία, που κατοικεί απρόσιτο φως» , και γι’ αυτό το καθένα από αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Θεός. Όμως δεν είναι για το λόγο τούτο το καθένα τους ουσία τού Θεού. Διότι ο Θεός θα είχε πολλές ουσίες, αφού η κυριότης διαφέρει από την αγιότητα, η απλότης από αυτές τις δύο και από τη φύσιν, και η αφθαρσία πάλι από τις τρεις, μάλλον δε από τις τέσσερις· και ομοίως για τα άλλα. Πράγματι καλώς οι Πατέρες διδάσκουν ότι ενέργειες μεν του Θεού υπάρχουν πολλές, εκείνη όμως η υπερουσιότης στην οποία ανήκουν αυτές είναι μία.
85. Εξάλλου ούτε η διάνοια δεν είναι τίποτε άλλο από τον νού· αλλ’ όμως για τον λόγο τούτο δεν είναι ουσία του νου η διάνοια. Είναι φανερό ότι και σ’ αυτό το σημείο ο Ακίνδυνος συμφωνεί με τον Ευνόμιο. Διότι έτσι λέγει κι’ εκείνος- «δεν είναι άλλο παρά ο Πατήρ το αγέννητο· διότι μόνο αυτός είναι αγέννητος. Αυτό επομένως σημαίνει ότι ουσία του Πατρός είναι το αγέννητο· όποιος λοιπόν δέχεται και το γεννητό άκτιστο, είναι φανερό ότι δέχεται ή δύο άκτιστους θεούς ή ένα σύνθετο από αυτούς τους δύο». Εμείς όμως αντίθετα από τον Ευνόμιο και τον Ακίνδυνο αποδίδουμε το αγέννητο στον Πατέρα μόνο και την αγιότητα και κυριότητα και τα παρόμοια μόνο στον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα, αλλά το καθένα τους δεν το θεωρούμε ουσία του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος, όπως δεν θεωρούμε ούτε το αγέννητο ουσία τού Πατρός2, επειδή και ο σοφός στα θεία Δαμασκηνός λέγει, «όχι μόνο τα αποφατικά άλλα και όσα αποδίδουμε καταφατικά στον θεό δηλώνουν όχι τη φύσιν αλλά τα γύρω από τη φύσιν, είτε αγαθό είτε σοφό είτε δίκαιο είτε κάτι άλλο πεις, δεν ονομάζεις τη φύσιν του Θεού αλλά τα περί (γύρω από) τη φύσιν» .
86. Πως δε λέγεται ότι ο υπεράγαθος και υπερούσιος έχει ουσία την αγαθότητα και φύσιν τον αγιασμό, το διευκρινίσαμε και εδώ και σε πολλά άλλα μέρη προηγουμένως. Και εκείνη η φύσις πού είναι πέρα από κάθε επωνυμία μεταλαμβάνει ονομασίες των ενεργειών, καλουμένη από αυτές ζωή, αγαθότης, φως και όλα γενικώς· και στις ενέργειες μπορεί κανείς να βρει την επωνυμία της φύσεως. Επειδή δηλαδή το όνομα κι’ αυτής της φύσεως και της ουσίας δεν είναι κυρίως της υπερουσιότητος εκείνης, όπως λέγει και ο θεοφάντωρ Διονύσιος -διότι αυτή είναι εντελώς ανώνυμη και υπερώνυμη- κάπου κάπου χρησιμοποιούν αυτήν την προσηγορία, όπως λέγει και Γρηγόριος ο θεολόγος κάπου στα ποιήματά του·
«τούτη είναι η φύσις του άνακτός μου, να χορηγεί ευδαιμονία»
δηλαδή φυσικώς ενυπάρχει στο Θεό ως ιδιότης το να ενεργεί μεγάλως· διότι σε κανένα δεν είναι φύσις το να δίδει, όπως ούτε το να λαμβάνει. Εκείνος λοιπόν πού βυθίζει το λόγο στο νου και δεν ασχολείται με ήχους και φθόγγους και συλλαβές επιπολαίως, αντιλαμβάνεται και κατανοεί ποιά είναι η θέλησις του γράφοντος.
Σημειώσεις
1. ἀπόνοια: η έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται• α) για φόβο, απελπισία, απόγνωση• εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση, σε Θουκυδίδη. β) για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη, Λατ. dementia, σε Δημοσθένη.
2. Π. Χρήστου: Ο Ευνόμιος ισχυριζόταν ότι ουσία του Πατρός η αγεννησία, του δε Υιού η γέννησις, επομένως η ουσία του Υιού όχι μόνο διαφέρει της ουσίας του Πατρός, αλλά είναι και εντελώς αντίθετη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου