Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger ζ

Συνέχεια από: Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger 
Της Susan Anima Taubes,
The Journal of Religion, Volume XXXIV, Number 3 , July 1954
V
Στα γραπτά τού Heidegger μπορούμε να δούμε δυο παραλλαγές τού δράματος τής αυτό-αποξένωσης τού εαυτού, οι οποίες, από την οπτική γωνία τού γνωστικισμού, αλληλοσυμπληρώνονται. Η μία παραλλαγή οδηγεί τον εαυτό στην αναγνώριση τής ξενότητάς του, και με τον τρόπο αυτό στην αυθεντικότητά του, δια του βιώματος τού φόβου (Angst). Στην δεύτερη παραλλαγή, ο εαυτός βρίσκει τον δρόμο του προς τον εαυτό του συνειδητοποιώντας πως βρίσκεται σε πλάνη (Irrtum). Δείξαμε στα προηγούμενα πως τα μοτίβα τού φόβου και τού σφάλματος συμπληρώνουν και ενισχύουν το ένα το άλλο μέσα στον γνωστικιστικό μύθο. Αξίζει να σημειωθεί, πως η διαπραγμάτευση του φόβου όπως και η ανάλυση τού προβλήματος αλήθειας και σφάλματος που κάνει ο Heidegger, βρίσκονται στο ίδιο κεφάλαιο. Ενώ όμως το μοτίβο τού φόβου κυριαρχεί στο «Είναι και Χρόνος», στα μεταγενέστερα κείμενα παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση στο να επικεντρωθεί η ανάλυση του εαυτού και το δράμα της ιστορίας, στο πρόβλημα αλήθειας και σφάλματος.
Η αντίθεση τού Heidegger προς την ιουδαιο-χριστιανική θεολογία και την ελληνική κοσμολογική οντολογία φτάνει στην ακραία της έξαρση στην ανάλυση τού προβλήματος τής αλήθειας. Η κοινή έννοια τής αιώνιας αλήθειας δέχεται την επίθεση τού Heidegger, καθώς είναι «κατάλοιπο της χριστιανικής θεολογίας μέσα στα πλαίσια τής φιλοσοφίας, το οποίο δεν έχει ξεριζωθεί ριζικά»39. Η διδασκαλία περί τής αιώνιας αλήθειας είναι πεποίθηση μιας φιλοσοφίας, η οποία προέρχεται από την πίστη σε ένα αιώνιο Θεό. Ο Θεός αυτός, έχοντας δημιουργήσει τα πράγματα σύμφωνα με την ιδέα του, εγγυάται την αντιστοιχία μεταξύ των πραγμάτων και της διάνοιας. Η θεωρία τής αντιστοιχίας κρατάει από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Καντ. Για τον ιδεαλισμό, αλλά και για τον ρεαλισμό, αλήθεια σημαίνει την αλήθεια του αντικειμένου για το υποκείμενο. Η ιδέα της ικανής συνθήκης προϋποθέτει πως το αντικείμενο (το οποίο συλλαμβάνεται ρεαλιστικά ή με τον υπερβατικό τρόπο τού Καντ) είναι «πάντα σωστό». Δηλαδή, η δυνατότητα αλήθειας και σφάλματος δεν βρίσκεται στο αντικείμενο, αλλά μόνο στην κρίση περί του αντικειμένου. Στην παραδοσιακή επιστημολογία το σύμπαν είναι σταθερό. Μόνο το υποκείμενο μπορεί να σφάλλει.
Η επεξεργασία του προβλήματος τής αλήθειας στον Heidegger βασίζεται στην ερμηνεία τριών πηγών. 1) Στο «Είναι και Χρόνος» στην ερμηνεία τού πρώτου αποσπάσματος τού Ηράκλειτου και την σχέση μεταξύ των δυο κομματιών τού ποιήματος τού Παρμενίδη. 2) Στο «Holzwege» στην ερμηνεία τής διάσημης πρότασης τού Αναξίμανδρου. 3) ακολουθώντας τον Ηράκλειτο, ο Heidegger ερμηνεύει την αλήθεια και την πλάνη ως «απο-κάλυψη» (Unverborgenheit) και «κάλυψη» (Verborgenheit). Ο Heidegger αναδεικνύει το α-στερητικό στον ελληνικό όρο α-λήθεια. Αλήθεια σημαίνει να αρθεί κάτι από την λήθη.
Σε συμφωνία με τον Παρμενίδη, ο Heidegger ερμηνεύει την αλήθεια και την δόξα ως έννοιες που είναι απαραίτητα συσχετισμένες μέσα στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα με την ερμηνεία τού ποιήματος, είναι η λειτουργία που έχει το δεύτερο κομμάτι τού ποιήματος: μήπως ο Παρμενίδης περιγράφει απλώς την εσφαλμένη  γνώμη κάποιων ανθρώπων, ή μήπως είναι η δόξα συστατικό μέρος της πραγματικότητας; Ο Heidegger αποδέχεται την δεύτερη ερμηνεία. Η ανάλυση τού αποσπάσματος τού Αναξίμανδρου αποκαλύπτει  την σχέση μεταξύ κάλυψης και αποκάλυψης, ως κοσμογονικού δράματος μεταξύ Είναι (Sein) και Υπαρκτού (Seiendes). «Η λήθη τού Είναι, είναι η λήθη τής διαφοράς του Είναι ως προ; το Υπαρκτό»40. Επειδή ο εαυτός χάθηκε στον κόσμο και ξέχασε πως ανήκει στο Είναι, ξέχασε την διαφορά κόσμου και Είναι, ο εαυτός βρίσκεται σε πλάνη. Επειδή ο εαυτός έπεσε θύμα του κόσμου (wesenhaft verfallend), ο εαυτός βρίσκεται εν αναληθεία. Η αναλήθεια είναι το πέπλο του Είναι. Το κάλυμμα δεν είναι απλώς ένα σκοτάδι. Έχει το δικό του φως, την παρουσία του, ένα «σκοτεινό» φως, όπως θα έλεγε ο γνωστικιστικός μύθος.  Η παρουσία τού καλύμματος είναι η παρουσία τού κόσμου, τού «δημόσιου». Η αναλήθεια τού δημόσιου κόσμου δεν είναι λιγότερο «πραγματική» από την αλήθεια τού εαυτού. Μετρημένη με το μέτρο τής πραγματικότητας, το «δημόσιο» είναι πολύ πιο πραγματικό από τον εαυτό. Η ζωή μέσα στον κόσμο, μέσα και δια τού «δημόσιου» είναι ο τρόπος ύπαρξης της πλάνης. Ο άνθρωπος δεν «πέφτει» στην πλάνη, γιατί είναι πάντα μέσα στην πλάνη.

Η πλάνη βασίζεται στο errdom: το βασίλειο της πλάνης. Η πλάνη δεν είναι ένα απλό θεωρητικό σφάλμα, αλλά κυριαρχεί σε όλα τα στρώματα της ζωής41. Η αλήθεια και η πλάνη είναι με ένα παράδοξο τρόπο φορτισμένα με δύναμη. Η έννοια errdom είναι διαλεκτική: η έννοια αυτή εμπεριέχει την δυνατότητα τής άρνησης. Η άρνηση μπορεί δηλαδή να στραφεί εναντίον του βασιλείου τής πλάνης. Στην αποκάλυψη τής errdom ως errdom, ανοίγεται η δυνατότητα για την αλήθεια. Το όλο δράμα τού εαυτού ανακεφαλαιώνεται στην έννοια errdom.  Ο εαυτός μέσα στον κόσμο βρίσκεται στο βασίλειο της πλάνης. Το ξύπνημα του είναι ένα ξύπνημα που οδηγεί από την πλάνη στην αλήθεια πως ο κόσμος είναι το βασίλειο τής πλάνης. Η ανακάλυψη της αλήθειας κατανοείται ως ξύπνημα που είναι το πρώτο βήμα προς την λύτρωση από τον κόσμο της πλάνης. Κρίσμο ερώτημα είναι: γιατί ο κόσμος ως τέτοιος (Seiendes) θεωρείται πως βρίσκεται εν πλάνη; Πως θεμελιώνει ο Heidegger την ύπαρξη του κόσμου ως τρόπο ύπαρξης της πλάνης; Μια πιθανή απάντηση οδηγεί στην διαλεκτική του Είναι (Sein) και Υπαρκτού (Seiendes), μεταξύ τίποτα και κόσμου.
Η διάκριση μεταξύ Είναι και Υπαρκτού δίδεται ως το κλειδί για την κατανόηση τής οντολογίας, ήδη από την εποχή τού «Είναι και Χρόνος» και «Ο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής». Στα μεταγενέστερα έργα του, ο Heidegger προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση τού γιατί το Είναι πρέπει να καλύπτεται από το Υπαρκτό. Γιατί το Είναι είναι το τίποτα τού κόσμου. Ο κόσμος (Seindes) λαμβάνει το φως του από το τίποτα (Sein). Ως τίμημα για την σαφήνεια, την αποκάλυψη του κόσμου, πρέπει να πληρωθεί η επικάλυψη τού τίποτα. «Η αποκάλυψη του κόσμου, και η φωτεινότητα που  του δίδεται, συσκοτίζει το φως τού Είναι. Το Είναι αποτραβιέται καθώς αποκαλύπτεται στον κόσμο»42. Η πρόταση «Το Είναι αποτραβιέται την στιγμή που αποκαλύπτεται μέσα στο Υπαρκτό», είναι το κλειδί για την κατανόηση τής σύλληψης τού Heidegger περί διαλεκτικής μεταξύ τίποτα και κόσμου, από την οποία αναπτύσσει την ερμηνεία της ιστορίας. Ο κόσμος ο οποίος στην απόλυτη προφάνειά του καλύπτει το θεμέλιο τού τίποτα βρίσκεται στο βασίλειο της πλάνης: η πλάνη του συντήκειται με την ανοικτοσύνη του.
Η ιδέα του χρόνου ως ορίζοντος τού Είναι, είναι η προϋπόθεση για την εξίσωση τού κόσμου  και τής ιστορίας του με το errdom και τους τρόπους ύπαρξης εν πλάνη. Η θετικότητα του κόσμου και το στιγμιότυπο (ή τα καρέ, για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα του κινηματογράφου) είναι τρόποι ύπαρξης της αναλήθειας. Η ερμηνεία που δίνει ο Heidegger στο απόσπασμα τού Αναξίμανδρου, μας δίνει ίσως την καλύτερη άποψη τής σημασίας του. Ο κόσμος, υπάρχοντας ως κόσμος, «έχει ξεφύγει». Όχι η μια ή άλλη σχέση μέσα στον κόσμο, αλλά η ίδια η πραγματικότητα πως υπάρχουν σχέσεις, αποδεικνύει την αντίσταση έναντι της απόλυτης αρνητικότητας του χρόνου. Είναι, χρόνος, και τίποτα ταυτίζονται: «κόσμος» σημαίνει ποικιλία τρόπων να σταματήσει η πρόοδος του χρόνου και να οικοδομηθεί ένα φρούριο έναντι της κίνησης που καταβροχθίζει τα πάντα. Η «αδικία» των πραγμάτων στον Αναξίμανδρο συνίσταται στην επιθυμία τους να σταματήσουν την κίνηση, να μείνουν στο παρόν και να αντισταθούν στην αρνητική κίνηση, τον μηδενισμό του τίποτα. Ρίπτονται έξω από το τίποτα προς το τίποτα, αλλά προσπαθούν να γαντζωθούν στην πορεία του χρόνου και να παραμείνουν πράγματα του κόσμου.
«Ex nihilo omne ens qua ens fit» (από το τίποτα ήρθαν στην ύπαρξη όλα τα όντα ως όντα)43, το nihil του Heidegger έχει την ίδια λειτουργία που έχει το άπειρον στον Αναξίμανδρο. Ο Heidegger ερμηνεύει τον μηδενισμό ως την εσωτερική λογική τής δυτικής φιλοσοφίας. Ο μηδενισμός του επομένως, εφόσον ο κόσμος έχει την σημασία τού βασιλείου της πλάνης και της ιστορίας ως τρόπων της πλάνης, θεμελιώνεται στην εμπειρία του γνωστικιστικού μηδενισμού.
Η Ιστορία είναι πλάνη (Irrtum) με την έννοια της λήθης του Είναι (Seinsvergessenheit). Η λήθη αυτή όμως δεν είναι μια επιπόλεη ξεχασιά (Vergesslichkeit). Δεν είναι «σφάλμα»: «Η λήθη του Είναι ανήκει στην ουσία του Είναι την οποία η λήθη καλύπτει»44. Το Είναι (τίποτα) «ξεχνά τον εαυτό του». Η φάση τής αυτό-λήθης (αυτό-άρνησης) τού Είναι περιγράφεται ως εποχή τού Είναι. Εποχή σημαίνει «στηρίζομαι στον εαυτό μου». «Η α-λήθεια είναι ένα πρώιμο σημάδι της εποχής. Και επειδή επιφέρει την απο-κάλυψη του κόσμου (Seiendes) εγκαθιστά πρώτα την κάλυψη τού Είναι»45. Ο κόσμος και το τίποτα είναι φάσεις στην εσωτερική διαλεκτική του Είναι. Το Είναι, εφόσον μένει στο παρασκήνιο και αναπαύεται στον εαυτό του, ανοίγει τον εαυτού του, και τον προσφέρει ως τόπο για την παρουσία τού κόσμου.
Η ιστορία είναι επομένως  ένα γεγονός στην εσώτερη καρδιά τού Είναι, όπου οντογονία και ανθρωπογονία δύσκολα διακρίνονται. Συλλογιζόμενος το Είναι ο άνθρωπος εμπλέκεται στο εσωτερικό γίγνεσθαι του Είναι. Σε αυτό το κομμάτι του δράματος του Είναι. Δηλαδή ο εσχατολογικός ρόλος του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την διάνοια του, είναι η ουσία του46.
Ο Heidegger είναι πολύ προσεκτικός στην προσπάθεια του να διακρίνει την δική του σημασία της εποχής από εκείνη του Husserl. Στην φιλοσοφία του Husserl η εποχή σημαίνει μια μεθοδολογική αρχή, σκοπός της οποία είναι να αποκλείσει τα υλικά περιεχόμενα από μια πράξη συνείδησης.  Με μια βίαιη προσπάθεια, ο Heidegger μεταφέρει την μεθοδική αρχή του Husserl σε ιστορικο-εσχατολογική κατηγορία. Η δράση τής εποχής καθίσταται μυθικό γεγονός στην καρδιά του Είναι. Και ενώ ο Hegel κατασκευάζει τις διαδοχικές περιόδους  της παγκόσμιας ιστορίας, στο φως της βαθμιαίας αποκάλυψης του απόλυτου πνεύματος, ο Heidegger ερμηνεύει την ιστορία υπό το σχήμα της οπισθοδρόμησης και αποδόμησης, ως προοδευτική συγκάλυψη της αλήθειας από το Είναι μέσα στην ιστορία.
Το εποχικό Είναι του Heidegger είναι εσχατολογικό-γνωστικιστικό μέσα στην αρνητική του σχέση προς την εκδηλούμενη ιστορία του κόσμου. Γιατί το Είναι, καθώς μένει στο παρασκήνιο, δημιουργεί τις περιόδους της ιστορίας του κόσμου και την ίδια στιγμή «προφυλάσσει τον θησαυρό του (του Είναι)». Η αλήθεια τού Είναι παραμένει απόλυτα υπερβατική. Η αλήθεια δεν σωματοποιείται προοδευτικά μέσα στον κόσμο, αλλά «παραμένει στον εαυτό της». Επειδή ο κόσμος είναι απλώς η αυτό-απόκρυψη του Είναι, η αλήθεια του Είναι, όπως το απόλυτο πνεύμα του γνωστικισμού, παραμένει κρυμμένη και προφυλαγμένη εντός του Είναι, για το ίδιο το Είναι.
Η σύλληψη του Heidegger περί αυτό-αποτραβήγματος του Είναι θυμίζει την ιδέα της θεϊκής απόσυρσης στον γνωστικιστικό μυστικισμό, που εμβολίασε τον γερμανικό ιδεαλισμό μέσω της φιλοσοφίας της ελευθερίας του Schelling. Η έννοια του εαυτού ως οντογονικής δυνατότητας, και η έννοια ενός εσχατολογικού δράματος, που είναι μάλλον ο τόπος και όχι η φύση του ανθρώπου, αναδύεται ήδη στην αρχή της γνωστικιστικής σκέψης. Μυθολογικοί κοσμικοί συλλογισμοί συνοδεύουν το κύριο θέμα του κοσμικού μηδενισμού, τόσο στα ύστερα γραπτά του Heidegger όσο και στα συστήματα του πρώιμου γνωστικισμού.

                                             Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: