Παρομοίως, δεν φαίνεται ότι μπορούμε να μιλούμε για αρχαίες ουτοπίες. Ισχυρισμός παράδοξος, στο βαθμό που, από τον Μορ και μετά, όλοι οι ουτοπιστές εμπνέονται, και συχνά επικαλούνται, την Πολιτεία του Πλάτωνα (καθώς και επικουρικά, αποσπάσματα σχετικά με την Ατλαντίδα από τον Τίμαιο και τον Κριτία)· αλλά αυτά δεν αρκούν να αποτελέσουν, αναδρομικά, ουτοπία. Γιατί, η τάξη που περιγράφεται στην Πολιτεία έχει μόνο επιφανειακές αναλογίες με τα συστήματα που επινόησαν ο Μορ και οι διάδοχοί του.
Και πρώτα – πρώτα, ο Πλάτων δεν διατείνεται ότι επινόησε μια πόλη δημιούργημα του ανθρώπου για να απολαμβάνει σ’ αυτή περίσσεια την ευτυχία – εννοεί, κατά τη διάρκεια μιας φιλοσοφικής αναζήτησης για την έννοια της δικαιοσύνης, και για να καταστήσει αυτή την έννοια περισσότερο «ορατή» στους συνομιλητές του, να περιγράψει τι επιπτώσεις θα είχε η «πλήρης» εφαρμογή της στα πολιτικά πράγματα. Δεν θίγει το αποτέλεσμα, ανθρώπινο στα όλα του, μιας απόφασης, ενός υπολογισμού, απόρροια μιας ιδιαίτερης δημιουργικής πράξης, αλλά μια υποδειγματική παρουσίαση, καθολικής αξίας, της δίκαιης Πολιτείας – την αντανάκλαση μιας Ιδέας που ξεφεύγει πλήρως από την ανθρώπινη τάξη και βούληση. Παράλληλα η Πολιτεία υπόκειται στον κυκλικό χρόνο, προορίζεται αναπότρεπτα στην παρακμή και την καταστροφή. Και σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος δεν μπορεί επομένως ούτε να οικοδομήσει την τελειότητα κατά τη βούλησή του (ή κατά το συμφέρον του) ούτε να εξασφαλίσει την αιωνιότητα του έργου του. Από δω απορρέει ένα γενικό «κλίμα» ξένο προς τον ουτοπικό οπτιμισμό και η αναγκαιότητα να συμπεράνουμε ότι, παρά τις ομοιότητες (οι οποίες δεν είναι παρά μονομερή δάνεια), η Πολιτεία του Πλάτωνα δεν είναι η «πρωταρχική» ουτοπία…
Tέλος, δεν φαίνεται να υπάρχουν ουτοπίες έξω από την ιουδαϊκοχριστιανική σφαίρα, ακόμα και σε πολιτισμούς όπου βρίθουν «συγγενικά» είδη. Γιατί η ουτοπική σκέψη θα βρεί τα κύρια πρότυπά της στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη (Δημιουργός Θεός, Παράδεισος και ουράνια Ιερουσαλήμ, Μεσσίας, Σωτηρία) τις αξίες της (ισότητα, εργασία…) και την γραμμική αντίληψή της Ιστορίας.
Η ουτοπία δεν γεννήθηκε λοιπόν καθόλου τυχαία. Πιθανόν να μην είχε εμφανιστεί ποτέ: αλλά δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί παρά σε ένα πνευματικό περιβάλλον διαμορφωμένο από τα πρώτα χτυπήματα της νεωτερικότητας.
Ετσι, για παράδειγμα, η ουτοπία προΰπέθετε απαραιτήτως την παρουσία των χριστιανικών θεμελίων και ταυτόχρονα την αμφισβήτηση της μεσαιωνικής θρησκευτικότητας – στην πραγματικότητα, μια εξασθένηση του χριστιανισμού χωρίς την οποία ήταν αδύνατο να αξιοποιήσει στοιχεία του και να αδιαφορήσει για άλλα (το Προπατορικό αμάρτημα, την Πτώση και τη Χάρι), και τελικά, να παρουσιάσει, ως εναλλακτική ή ανταγωνιστική πρόταση, την Πολιτεία του Ανθρώπου στη θέση της Βασιλείας του Θεού.
Γενικώς, διαπιστώνουμε ότι όλα τα «προαπαιτούμενα» της ουτοπίας ανταποκρίνονται στις ιδέες, στις καινούργιες αξίες που η αναδυόμενη νεωτερικότητα επιβάλλει σιγά – σιγά, από τον 16ο αιώνα. Οι «μεγάλες ανακαλύψεις» προσφέρουν πρωτόγνωρα πρότυπα – όπως αυτό του «μεταρρυθμιστή του κόσμου» Ινκα Γιουπάνκι, τον οποίο εκλαΐκευσε ο Γκαρσιλάσο ντε λα Βέγκα -, και ταυτόχρονα αφήνουν να διαφανεί η δυνατότητα της (ανα)κατασκευής από το τίποτε, της διαμόρφωσής του με μέσα καθαρά ανθρώπινα, χωρίς τη βοήθεια της χάριτος. Σε ένα γειτονικό πεδίο, η τεχνολογική και επιστημονική ορμή, η αφύπνιση και αργότερα ο θρίαμβος του ορθολογισμού συντηρούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και στις ικανότητές του. Εξαπλώνεται ο οπτιμισμός, συνδεόμενος με την αυξανόμενη κατοχή μέσων επέμβασης στον κόσμο, με την μεθυστική εξουσιαστική βεβαιότητα, ότι θα τον πλάθουμε, ευθύς αμέσως ή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, κατά την αρέσκειά μας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν έχουν πλέον θέση η σύνεση ως αξία, η ταπεινή αντίληψη της πολιτικής ως η τέχνη των δυνατοτήτων: μπορούν να δώσουν τη θέση τους σε κατακτητικές, βουλησιαρχικές αντιλήψεις, απώτερη διατύπωση των οποίων συνιστά η ουτοπία.
Εκτοτε η ουτοπία εμφανίζεται ως η λογική συνέπεια της νεωτερικότητας – όχι ως η κόρη της, γενετικός παραλληλισμός που συνεπάγεται μια κάποια αυτονομία, μια αποστασιοποίηση, για την οποία ο 20ός αιώνας απέδειξε ότι δεν υπήρχε, καθώς η παρακμή των θεμελιωδών δογμάτων της νεωτερικότητας επέσυρε σχεδόν ταυτόχρονα, την παρακμή της ουτοπικής σκέψης, η οποία παραγκωνίστηκε από τον κριτικό και πεσιμιστικό λόγο της αντιουτοπίας.
Αλλά η ουτοπία δεν είναι απλώς η λογική συνέπεια της νεωτερικότητας, είναι κυρίως (και ήταν πάντοτε) η πλέον προωθημένη ιδεολογική έκφρασή της. Αυτή η ριζοσπαστικότητα, το ιδιάζον διάβημα της ουτοπίας την καθιστά πιθανή και ταυτόχρονα λογική, σχεδόν αναγκαία. Πιθανή, στο βαθμό που η υποθετική ή «φαντασιακή» διάστασή της της επιτρέπει να φτάσει στα άκρα, τίποτε να μην κρύψει: ως αποτέλεσμα ενός συνήθους παράδοξου, η μάσκα της – αυτή του παιχνιδιού και της αμφισημίας – της επιτρέπει να δείχνει τα πάντα, να διευκρινίζει ό,τι παρέμενε σκοτεινό στις επιστημονικές Πραγματείες ή μέσα σε μυστικά χειρόγραφα. Αλλά αυτός ο ριζοσπαστισμός είναι επίσης σύμφωνος με την ίδια την ουσία της ουτοπικής σκέψης, η οποία δεν αντιλαμβάνεται το ιδεώδες, ενός άλλου τόπου ή του μέλλοντος, παρά ως διαφοροποιήσεις του απόλυτου. Η τελειότητα που περιγράφει ενέχει την άρνηση κάθε ορίου, εξομοιούμενου με συμβιβασμό -και ελάχιστα εντυπωσιάζει ότι πήρε στη διάρκεια των διαδοχικών φάσεων της νεωτερικότητας, την εικόνα του πλέον καινούριου, του πιο προωθημένου, του πιο σύμφωνου με τη ριζοσπαστικότητά της. Αυτό που εκπλήσσει στην περίπτωση των «συμβιβαστικών» ουτοπιών είναι βέβαια το αντίθετο, όταν το ονειρεμένο ιδανικό αρκείται να βελτιώνει ό,τι είναι γενικότερα αποδεκτό, ό,τι τα χρόνια είχαν το χρόνο να απαλύνουν, ή η πρακτική να διαστρεβλώσει… Σε αυτές σχεδόν τις εξαιρέσεις, η ουτοπία πάντοτε εμφανιζόταν στα προκεχωρημένα φυλάκια της νεωτερικότητας.
Εκεί που εκδηλώνεται αρχικά, με τρόπο σαφή, το σχέδιο ενός ολοκληρωμένου εξορθολογισμού της εξουσίας είναι στα πολιτικά πράγματα. Πολύ νωρίς, η ουτοπία μεταφέρει εκεί το γεωμετρικό πνεύμα, τη μαθηματική μέθοδο και την ιδέα της προόδου – ρίχνοντας στα τάρταρα ενός παρελθόντος ολότελα υποτιμημένου ό,τι θεμελιωνόταν στην παλαιότητα, το έθιμο, σε εκτιμήσεις μυθικής ή θρησκευτικής τάξης. Είτε πρόκειται για την καταγωγή της εξουσίας, των δομών της, του ρόλου της ή τη λειτουργία της, η ουτοπία όνειρο μιας μηχανικής τελειότητας και μιας στο έπακρον αποτελεσματικότητας, απέρριψε πολύ πριν την Επανάσταση τα τελευταία ίχνη του Παλαιού Καθεστώτος. Με βάση την ίδια λογική, οι ουτοπιστές επινοούν την αρχή και τους κανόνες της γραφειοκρατίας, τη διασπορά της πολιτικής εξουσίας και την παρακμή του κράτους, το οποίο αντικαθίσταται από μια απλή «διαχείριση των πραγμάτων».
Στα θρησκευτικά πράγματα, η ουτοπία υιοθετεί εξαρχής θέσεις που ανταποκρίνονται σε εκείνη της πλέον προωθημένης «ιντελιγκέντσιας»: Ανεκτική και στη συνέχεια αδιάφορη, συχνά θεΐστική αλλά ενίοτε αθεΐστική, το αληθινό της πιστεύω είναι το μίσος κατά των φανατικών, προσκυνητών του απόλυτου στο οποίο αυτή δεν πιστεύει. Στα άλλα πεδία, είναι η πρώτη που διακηρύττει την υπέρτατη αξία της επιστημονικής γνώσης, την κοινωνική σημασία της εκπαίδευσης και τον μείζονα ρόλο που πρέπει να παίζει το κράτος σε όλους αυτούς τους τομείς. Εκφράζει, ενισχύοντας το χαρακτηριστικό, ό,τι αρχίζει να εμφανίζεται, αποκαλύπτει ό,τι αναβλύζει: με αυτό το πνεύμα είναι που πρέπει να διαβάσουμε τη έκφραση του Λαμαρτίνου: «οι ουτοπίες είναι άγουρες αλήθειες».
Αλλά, ταυτόχρονα, με τον ριζοσπαστισμό της, με το σύνολο των αρχών της και την απόλυτη συνεχή άρνηση κάθε σχετικισμού, ηθικού ή πολιτικού, η ουτοπία έχει ίσως συμβάλει να κλίνει η νεωτερικότητα, τουλάχιστον ένα μέρος της, προς μια κατεύθυνση πολύ περισσότερο αμφισβητήσιμη…
Αν η ουτοπία είναι βέβαια μια θεωρία «επιστημονικής φαντασίας», θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι κατά συνέπεια είναι και «απελευθερωτική». Αντίθετα: το όραμά της για τον άνθρωπο ως τελειοποιούμενο αλλά από τη φύση του κακό, την οδηγεί να αντιλαμβάνεται τη σχέση ισότητας και ελευθερίας ως αντιφατικές. Αν αφήσουμε ελεύθερο το άτομο να ικανοποιήσει τις αυθόρμητες επιθυμίες του, αρκεί μια στιγμή για να εμφανιστούν η οικειοποίηση, οι διακρίσεις, οι διαφορές, όλα όσα συνιστούν εμπόδιο στην ενότητα και την ευτυχία της πολιτείας. Ιδανικό διαφάνειας και ομόνοιας, η ουτοπική τελειότητα δεν μπορεί να ανέχεται τον κίνδυνο της ελευθερίας: την πιθανότητα μιας αντίφασης, μιας αμφισβήτησης των αξιών της και των νόμων της. Ονειρευόμενη να αποφύγει το ενδεχόμενο, δεν μπορεί να ανεχθεί το αυτεξούσιο το οποίο διαιωνίζει στους κόλπους της αυτή την τυχαία διάσταση, αυτή την σκανδαλώδη μη προβλεψιμότητα, η οποία παραμένει η μοίρα των ατελών πολιτειών…
Όλα λοιπόν θα οργανωθούν ώστε να αποσοβηθεί αυτός ο κίνδυνος- ακολουθώντας δύο εναλλακτικούς δρόμους στους οποίους συναντούμε και πάλι το σχέδιο ενός απόλυτου ελέγχου της φύσης αλλά, αυτή τη φορά, και του ανθρώπου.
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, η ελευθερία εκμηδενίζεται – η μάλλον, η άσκησή της εξαντλείται σε ένα ελάχιστο περιθώριο, τόσο περιορισμένο που να μην προκαλεί κοινωνικές επιπτώσεις: πρόκειται για την περίπτωση των συστημάτων στα οποία ο νόμος προβλέπει μέχρι και το πιάτο των κοινών γευμάτων, το χρώμα των ενδυμάτων και τα μικρά ονόματα των παιδιών. Για την μεγαλύτερη ευτυχία του συνόλου, η ζωή του καθενός ρυθμίζεται από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να αφήνει στον καθένα το χρόνο να κάνει, ακόμα και να επιθυμεί, κάτι διαφορετικό από αυτό που πρέπει…
Στη δεύτερη υπόθεση, η ελευθερία δεν «εκτοπίζεται» από την ατομική ζωή αλλά κατά κάποιο τρόπο «προκαθορίζεται» από μια κατάλληλη εκπαίδευση. Εδώ, η κατήχηση στοχεύει, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μάο (L. Triviere, «L’ homme nouveau en Chine», στο Etudes, Μάρτιος 1975), στην «μεταμόρφωση της ψυχής του ανθρώπου», ώστε η εξάσκηση της ελευθερίας εκ μέρους του να είναι αναγκαστικά σύμφωνη με τις αξίες, τις αρχές που έγιναν ομόφωνα αποδεκτές από την ομάδα. Προοπτική φαινομενικά περισσότερο αισιόδοξη από την προηγούμενη, αλλά ίσως περισσότερο ελευθεροκτόνα ακόμα, όπως κατήγγειλαν οι αντιουτοπίες των Χάξλεΰ, Λεβάιν ή Ζαμιάτιν. Στον πρώτο, αυτή η προδιαμόρφωση πραγματοποιείται πριν τη γέννηση μέσω ενός γενικευμένου ευγονισμού· στον δεύτερο, μέσω μιας εβδομαδιαίας και υποχρεωτικής χημειοθεραπείας· τέλος, στο Εμείς, οι Αλλοι του Ζαμιάτιν η «ευτυχία 100%» θα καταστεί δυνατή με την «Μεγάλη Εγχείρηση», τη χειρουργική αφαίρεση των κέντρων φαντασίας, καταργώντας ό,τι υπήρχε φόβος να «εκτροχιάσει» την ελευθερία από τους επιτρεπόμενους δρόμους… Είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, η ελευθερία του ατόμου επαναπροσαρμόζεται, επανενώνεται με το σύνολο. Και αυτό είναι που πρωτίστως ενδιαφέρει: στην ουτοπία, η ελευθερία δεν νοείται με τον τρόπο του διαχωρισμού, της αντίθεσης, υπάρχει μόνον ως συλλογική και ομόφωνη, όπως στο απόσπασμα που ο Ραμπελαί περιγράφει τη ζωή των Θελεμιτών: «Αν κάποιος ή κάποια έλεγε: ’’πίνουμε’’, όλοι έπιναν· αν έλεγε ‘’παίζουμε’’ όλοι έπαιζαν· αν έλεγε ‘’πάμε περίπατο στα χωράφια’’ πήγαιναν όλοι μαζί» (Rabelais, L’ Abbaye de Theleme, 1934). Η ελευθερία συνίσταται σε μια αμέριστη συμμετοχή στις δραστηριότητες της ομάδας, μια εκούσια ένταξη στις εκδηλώσεις της κοινής βούλησης – θυμίζοντας την «Ελευθερία των Αρχαίων» για την οποία ο Μπένζαμιν Κόνσταντ υπογράμμιζε ότι πραγματοποιόταν μόνο σε βάρος των «ελευθεριών – απολαύσεων» και της ατομικής αυτονομίας («Για την ελευθερία των Αρχαίων» στο De l’ esprit de la conquete et de l’ usurpation, 1986). Κατά βάθος, ο ουτοπιανός είναι ελεύθερος μόνο στο βαθμό που είναι πολίτης. Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι είναι πλήρως ελεύθερος αν είναι πολίτης σε όλα· αλλά και επίσης, ότι δεν είναι καθόλου ελεύθερος ως πρόσωπο. Στην ουτοπία, η ελευθερία γίνεται το αποκλειστικό προνόμιο της ομάδας, το γνώρισμα του συνόλου.
Αυτή η τελευταία ιδέα συνιστά την κατάληξη του ουτοπικού σχεδίου, την υπέρτατη έκφραση του ονείρου της να εγκαταστήσει εδώ στη γη την οριστική τελειότητα. Γιατί, αυτή η τελειότητα γίνεται αντιληπτή μόνο ως όλον – και ό,τι βρίσκεται έξω από αυτό το όλον γίνεται αντιληπτό ως έλλειψη, όριο.
Με αυτή την έννοια, η επίθεση κατά της ατομικής ελευθερίας δεν είναι παρά έκφανση μιας γενικής στάσης: η άρνηση να μην αφήνει τίποτε «έξω», και η αντίστοιχη, να μη δέχεται κανένα κενό «μέσα».
Ετσι η ουτοπία καταδικάζει αμετάκλητα ό,τι συνιστά εμπόδιο στην άποψή της, δηλαδή στην εξουσία της, κάθε απόπειρα να της ξεφύγει κάτι. Τείνει, τόσο στη φύση όσο και στις κοινωνικές σχέσεις, να καταργήσει τους απαραβίαστους χώρους και να δημιουργήσει άλλους. Παράδειγμα με το λόγο, για τον οποίο, πολύ πριν από τον Οργουελ, πολλοί ουτοπιστές ονειρεύτηκαν να υποτάξουν στις αρχές της τέλειας Πολιτείας, εννοώντας εξορθολογισμένες γλώσσες, «γυάλινες γλώσσες» στις οποίες το μυστικό όπως και το ψέμα είναι ανύπαρκτα· το ίδιο και για την οικογένεια, την οποία υποβιβάζουν σε μια απλή βιολογική έκφραση, όταν δεν την καταργούν τελείως…
Αλλά η ολοκληρωτική δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να αρκείται σε μια «εσωτερική» επέκταση, οριοθετημένη από τα δικά της σύνορα. Η τελειότητα δεν ολοκληρώνεται όσο πρέπει να επιβάλλεται και απειλείται από το αντίθετό της: επιθυμεί να επεκτείνεται πέρα από τους ωκεανούς που την περικυκλώνουν, στον υπόλοιπο κόσμο. Η νήσος, δεν είναι από αυτή την άποψη, παρά μια συμβολική παράσταση, η μικρογραφία ενός σύμπαντος, η οποία τείνει να καταπίνει όλο και περισσότερο ώστε να πραγματώνεται στην ολότητά της. Η ουτοπία είναι ιμπεριαλιστική στον ίδιο βαθμό που είναι ολοκληρωτική.
Το ουτοπικό σχέδιο – πραγμάτωση της τελειότητας εδώ στη γη – την οδηγεί στην ανασύνθεση των πάντων: εξ ορισμού, τίποτε και κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κανόνα. Αλλά σε αυτό προστίθεται και η ιδέα ότι με δεδομένη την ανωτερότητα του στόχου, ο καθένας υποχρεούται να υποτάσσεται σε αυτόν και, αντιστρόφως, όλα τα μέσα είναι καλά για να φτάσουμε σε αυτόν.
Οι πάντες, ανεξαιρέτως· επίσης η ουτοπία δεν απεχθάνεται ποτέ, άσχετα με τις δικές της ηθικές απαιτήσεις, να χρησιμοποιεί, χωρίς ψυχικούς ενδοιασμούς από τη στιγμή που διακυβεύεται το συμφέρον της Πολιτείας, μεθόδους ηθικά επιλήψιμες, και ως τέτοιες εννοεί: την πανουργία, το ψέμα, την κατασκοπεία, την προδοσία, τη διαφθορά, κατά το παράδειγμα των ουτοπιανών του Μορ. Όταν το δημόσιο συμφέρον είναι επιτακτικό τότε ο στόχος γίνεται ανώτερη αξία. Από αυτή την άποψη, η τρέχουσα αντίληψη για την ουτοπία, ότι συνδυάζει την αφέλεια με το μη πραγματικό, αποδεικνύεται περισσότερο από ποτέ εσφαλμένη: ο Μορ είναι περισσότερο πλησίστιος απ’ ό,τι πιστεύουμε στον σύγχρονό του Μακιαβέλι, και όλοι οι διάδοχοί του, θεωρητικοί ή πρακτικοί, θα τον ακολουθήσουν βήμα προς βήμα…Αλλά και πέρα από το δημόσιο συμφέρον, η ουτοπία δέχεται, στο όνομα της τελειότητας που εισάγει, να καταφύγει σε ό,τι συνιστούν τις έσχατες λύσεις των σύγχρονων ολοκληρωτισμών. Το αστυνομικό κράτος, η εξαφάνιση των κακών βιβλίων και η επανέκδοση των καλών, οι μαζικές σφαγές και η συστηματική υποδούλωση δεν επινοήθηκαν από τους μεγάλους φανατισμούς του 20ού αιώνα αλλά από τις ορθολογιστικές ουτοπίες της Αναγέννησης και του αιώνα των Φώτων.
Και στις δύο περιπτώσεις, το διάβημα είναι ταυτόσημο, το απόλυτο δικαιολογεί τα πάντα· τίποτε και κανένας δεν μπορεί να εμποδίζει ούτε και να καθυστερεί τη γέννηση του «καινούριου Ανθρώπου», νοούμενου ως η ολοκλήρωση της ιστορίας. Το διάβημα, ο σκοπός, τα μέσα: στο βάθος όλα συγκλίνουν και αφήνουν να προαισθανόμαστε ότι δεν πρόκειται ίσως για μια απλή σύμπτωση. Είναι άλλωστε αυτό που διέκριναν χωρίς να το ξέρουν οι πρώτοι αντιουτοπιστές, από τον 19ο αιώνα ως τη δεκαετία του 1920, οι οποίοι φαίνονται να προβλέπουν, και με κάθε λεπτομέρεια, τα δεινά ενός ολοκληρωτισμού που ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να ωθούν την ουτοπία στο έσχατο όριο της λογικής της. Eτσι, αποκαλύπτουν τη βαθύτερή της πραγματικότητα: όνειρο τελειότητας που στρέφεται σε εφιάλτη, η ουτοπία είναι ο κακός δαίμονας της νεωτερικότητας.
*O καθηγητής Frédéric Rouvillois (1964) διδάσκει Συνταγματικό Δίκαιο και θεμελιώδεις ελευθερίες στο Πανεπιστήμιο Ντεκάρτ του Παρισιού. Από το πλούσιο συγγραφικό έργο του ξεχωρίζουν, Η επινόηση της Προόδου, στις απαρχές της ολοκληρωτικής σκέψης (1996) και το Εγκλημα και Ουτοπία, μια καινούρια έρευνα για τον Ναζισμό (2016).
Το απόσπασμα αποτελεί μέρος της εισαγωγής του σ. στο βιβλίο του Η ουτοπία (1998).
Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα (προσχέδιο για τον “Θρίαμβο της Βαυαρίας”, 1895-99) είναι δημιουργία του Nικολάου Γύζη.