ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ
Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Θεσσαλονίκη 2015
Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή:
Σύμβουλος: Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος
Μέλη: Καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης
Αν. Καθηγητής Ιωάννης Κουρεμπελές
https://search.lib.auth.gr/Record/ikee-271025/Description
Περίληψη
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται τις προϋποθέσεις της θέωσης στη θεολογική σκέψη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο χριστοκεντρικός και πνευματοκεντρικός μυστικισμός του, αναδεικνύει, πέρα από την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της χριστιανικής θεώσεως, λεπτές πτυχές της σύνθεσης Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο εκκλησιολογικό επίπεδο και την πνευματική ζωή. Η προϋποθετική αρχή της ενσυνείδητης μετοχής στη μυστηριακή χάρη αναλύεται, αφενός στην προοπτική της διάκρισής της από μεσσαλιανικά παράλληλα, αφετέρου στην προοπτική της ενότητας της μυστηριακής και μυστικοασκητικής διάστασης της χριστιανικής ζωής. Η πραγμάτευση της θεολογίας των τριών σταδίων, της έκστασης, της απάθειας κ.α., προσεγγίζεται τόσο στη προοπτική της διάκρισής τους από νεοπλατωνικά και άλλα φιλοσοφικά παράλληλα, όσο και από μεσσαλιανικές και άλλες αιρετικές αποκλίσεις. Η πραγμάτωση της θέωσης ως συνειδητή οικείωση της χάρης, προτείνεται ως μια «νέα ανθρωπολογία», στο σύγχρονο φιλοσοφικό, ηθικό και κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο του παγκόσμιου μεταμοντερινσμού.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Από τον αιώνα της Εκκλησιολογίας στον αιώνα της Ανθρωπολογίας
2. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα και οι προσδοκίες από τη θεολογία του 21ου αιώνα
3. Συμβολή και πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας
4. Μέθοδος και διάταξη της ύλης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝ: ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ.
1. Περιρρέουσα ατμόσφαιρα
2. Η κληρονομιά του μοναχισμού μέχρι την εποχή του Συμεών
3. Η περί θεώσεως προγενέστερη πατερική κληρονομιά
4. Ο βίος και η πολιτεία του εν αγίοις πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου
5. Ο πνευματικός του Πατέρας Συμεών ο Στουδίτης και η επιρροή του
6. Ο άγιος Συμεών ως ποιητής και συγγραφέας. Κληρονομιά και επιρροές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
1.Η Χριστοκεντρική θεμελίωση της θέωσης
α) Η ενσάρκωση ως προϋπόθεση της θέωσης
β) Ο Χριστός ως το περιεχόμενο των φωτοφανειών: χριστοκεντρικός μυστικισμός
2.Η Πνευματοκεντρική θεμελίωση της θέωσης
α) Ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος στην οικονομία της σωτηρίας
β) Η εν Χριστώ αποκάλυψη του Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ως το περιεχόμενο της θεοποιού χάρης
3.Η Τριαδοκεντρική θεμελίωση της θέωσης
α) Γενικές παρατηρήσεις
β) Όψεις της τριαδικής θεολογίας του Συμεών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
1. Η Εκκλησία ως ο τόπος και ο τρόπος της θέωσης: Γενικές παρατηρήσεις
2. Παλιγγενεσία και παλινόρθωση
α) Το Βάπτισμα ως «λουτρόν παλιγγενεσίας»
β) Το Βάπτισμα της μετάνοιας και των δακρύων
3. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ως το πλήρωμα της θεοειδούς εμπειρίας
4. Εξομολόγηση και Εκκλησιαστική Ιεραρχία. Το πρόβλημα θεσμού και χαρίσματος στην Εκκλησιολογία του αγίου Συμεών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΣΩΤΗΡΙΑΣ
1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης
α) Η πρακτική της μετάνοιας
β) Η απαράβατη τήρηση όλων των εντολών
γ) Το μεγαλείο της ταπείνωσης
δ) Η προσευχή ως μητέρα των αρετών
ε) Η Απάθεια
στ) Κορυφή των αρετών η Αγάπη
2. Τα στάδια της πνευματικής ζωής
α)Tο ζήτημα των σταδίων της σωτηρίας και η θέση του Συμεών
β) Η αναγκαιότητα της κάθαρσης
γ) Ο φωτισμός του ανθρώπου ως απαρχή της θεώσεως
δ) Η «ενοίκηση» του Πνεύματος στον άνθρωπο ως η θέωση των τελείων
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρόλογος
Η στροφή κατά τις τελευταίες δεκαετίες στις συμεωνικές σπουδές ανανέωσε το ενδιαφέρον της έρευνας, τόσο για το πρόσωπο και τη διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, όσο και για την εν γένει σημασία του χριστιανικού μυστικισμού. Η ανανέωση αυτή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική σήμερα, σε μια περίοδο που, ως επί το πλείστον, η κατανόηση της Εκκλησίας και της σωτηριώδους επαγγελίας της, φαίνεται να επικεντρώνεται στο πλαίσιο της δημόσιας δράσης της για αλλαγή των θεσμών και τόνωση των αξιών της σύγχρονης κοινωνίας.
Όμως, η στροφή αυτή στις συμεωνικές σπουδές, εκφράστηκε με επιφύλαξη για ορισμένες πτυχές του έργου και της διδασκαλίας του Συμεών, συνοδεύοντας τη γενικότερη επιφύλαξη γύρω από τη συμβολή της μυστικής και ασκητικής παράδοσης στη χριστιανική θεολογία. Είναι γνωστή η έμμεση ή άμεση σύνδεση του αγίου με το Μεσσαλιανισμό, από μερίδα των σύγχρονων ερευνητών. Ένα επιπλέον σημείο τριβής, αποτελεί η επιμονή του αγίου σε μια ενσυνείδητη αντίληψη του φωτός της χάριτος, ήδη από αυτή τη ζωή, πράγμα που θεωρήθηκε κοινό θεμελιακό σφάλμα «erreur fontamentale», τόσο για τους Μεσσαλιανούς όσο και για τον Νέο Θεολόγο.
Για τους λόγους αυτούς, η σπουδή στην περί θεώσεως διδασκαλία του αγίου και η ενδελεχής μελέτη των προϋποθέσεών της, κομίζει, κατά την πεποίθησή μας, καίρια τη συμβολή στο ανθρωπολογικό κενό της ύστερης νεωτερικότητας, όπως αυτή διαζωγραφείται στην ποικιλία των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και οικολογικών αδιεξόδων της εποχής μας. Ακόμη, η κατανόηση της θέωσης εν Χριστώ ως νέα ανθρωπολογία, σηματοδοτεί τη συνειδητοποίηση της ανάγκης οντολογικού ανακαινισμού του ανθρώπου, ως την κατεξοχήν προϋπόθεση για την επίλυση των προβλημάτων του και συνιστά μια επιπλέον απόπειρα σύνθεσης μεταξύ του γόνιμου εκκλησιολογικού προβληματισμού του αιώνα που πέρασε και των ανθρωπολογικών ζητημάτων που ο καινούργιος αιώνας αναδεικνύει.
Ο ίλιγγος που δημιουργεί η πίστη αλλά και η εμπειρία ενός ανθρωπολογικού προτύπου ελεύθερου από τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια, απαλλαγμένου από την υποδούλωση στην αμαρτία της αυτοΰπαρξης, προορισμένου να υπερβεί τα όρια της φθοράς και του θανάτου, σε κοινωνία με τη μυστηριακή χάρη του Πνεύματος, σε σχέση προσωπική με την των πάντων Αιτία, συνιστά το επιχείρημα της ορθόδοξης θεολογίας στο διάλογό της με τον σύγχρονο κόσμο.
Ταυτόχρονα, η σπουδή του θεολογικού έργου του αγίου Συμεώνος σηματοδοτεί και μια προσωπική στροφή, σε μια προσπάθεια για την κατανόηση των εμπειρικών διαστάσεων που προσλαμβάνει η ενασχόληση με την ορθόδοξη δογματική θεολογία. Διαστάσεων που ορίζουν τον υπαρξιακό χώρο σύνθεσης της Τριαδολογίας, της Χριστολογίας και της Εκκλησιολογίας, στην ανθρωπολογία της θέωσης.
* * *
Αρωγός και συμπαραστάτης στο ταξίδι της έρευνας και συγγραφής, στάθηκε ο σύμβουλος της παρούσας διατριβής, ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Γεώργιος Μαρτζέλος. Με τις συμβουλές και τις υποδείξεις του, την ενθάρρυνση, την εμπιστοσύνη και την υπομονή του, κατόρθωσε η εργασία αυτή να λάβει την τελική της μορφή. Ειλικρινείς ευχαριστίες οφείλω επίσης και στα δύο άλλα μέλη της Συμβουλευτικής επιτροπής, τον καθηγητή κ. Χρυσόστομο Σταμούλη και τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Ιωάννη Κουρεμπελέ. Οι εξαντλητικές συζητήσεις μαζί τους, οι συμβουλές και υποδείξεις τους, στάθηκαν καταλυτικές. Θερμές ευχαριστίες οφείλω προς όλους τους φίλους και συναδέλφους, θεολόγους και μη, οι οποίοι κατά καιρούς έγιναν αποδέκτες των προβληματισμών μου γύρω από τη θεματική της παρούσας διατριβής. Οι ανταλλαγές απόψεων και ο εποικοδομητικός διάλογος μαζί τους υπήρξε πολύτιμος. Ως τελευταία, αλλά όχι έσχατη, θέλω να ευχαριστήσω τη σύζυγό μου Ιωάννα. Χωρίς τη στήριξή της, ιδίως την ιώβεια υπομονή της, η εργασία αυτή θα ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Από τον αιώνα της Εκκλησιολογίας στον αιώνα της Ανθρωπολογίας
Η παρατήρηση περί εξάρσεως των «συμεωνικών» σπουδών κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπερβαίνει τη συμβατική ακαδημαϊκή ενασχόληση, αποτιμώντας μια ρεαλιστική πραγματικότητα και υπογραμμίζοντας, με τρόπο έμμεσο πλην σαφή, τις αναγκαιότητες μιας τέτοιας στροφής. Αναγκαιότητες, οι οποίες προέρχονται από την ολοκλήρωση του κύκλου των εκκλησιολογικών ενδιαφερόντων της νεώτερης θεολογίας, χωρίς την επίδειξη αντίστοιχου ενδιαφέροντος για τη χριστιανική ανθρωπολογία. Το ενδιαφέρον αυτό θα μπορούσε αφενός να φωτίσει το κύτταρο, το ενεργούν πρόσωπο της εκκλησιαστικής πραγματικότητας που είναι ο άνθρωπος, αφετέρου να αναδείξει τις εν Χριστώ δυνατότητες οντολογικού ανακαινισμού του, αυτού που ονομάζουμε θέωση.
Πράγματι, αν και η συζήτηση για τη φύση και την ταυτότητα της Εκκλησίας ξεκίνησε, ήδη, από τη Μεταρρύθμιση και την Αντιμεταρρύθμιση, για τη νεώτερη ορθόδοξη θεολογική σκέψη ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα. Συμβατικό σταθμό εκκίνησης αποτελεί η σκέψη του Khomiakov, ο οποίος, μέσα από το κίνημα των σλαβόφιλων, επιδιώκει να προσδιορίσει το διακριτικό ρόλο της Ορθοδοξίας, σε αντίθεση προς τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Εν τούτοις, το όλο ζήτημα επανατοποθετήθηκε στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με ανανεωμένη επιτακτικότητα. Δίκαια λοιπόν ο αιώνας αυτός χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας της Εκκλησιολογίας1. Η διασπορά της ρωσικής Ορθοδοξίας στη Δυτική Ευρώπη μαζί με την εκτεταμένη μετανάστευση ορθοδόξων στη Δύση, η δια των τεχνολογικών επιτευγμάτων παγκοσμιοποίηση των ιδεών και των πολιτισμών, η επιδίωξη ανάδειξης της ιδιοπροσωπίας της Ορθοδοξίας, τόσο απέναντι στις άλλες ομολογίες όσο και σε ποικίλους κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς θεσμούς, η ανάγκη για αποτελεσματική συνεισφορά στα σύγχρονα προβλήματα, αναζωπύρωσε τη συζήτηση γύρω από τη φύση, την ταυτότητα, τη δομή, και τη σωστική λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον κόσμο και την ιστορία.
Αν και μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ανεπιφύλακτα τον 20ο αιώνα ως αιώνα της Εκκλησιολογίας, πρέπει παράλληλα να αναγνωρίσουμε ότι, στον αιώνα αυτόν, εκφράστηκε το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την ανατολική πνευματικότητα, κυρίως την ησυχαστική. Ταυτόχρονα, αναζωπυρώθηκε η διάθεση για σπουδές γύρω από το έργο του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά και άλλων εκφραστών της ανατολικής χριστιανικής πνευματικότητας. Η δε αναβίωση του φιλοκαλικού πνεύματος άσκησε –και εξακολουθεί να ασκεί –μια ολοένα και διαρκώς αυξανόμενη επίδραση, όχι μόνον στην Ελλάδα ή τις ορθόδοξες χώρες, αλλά και σε ευρύτατα στρώματα, κυρίως μορφωμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων, της δυτικής Ευρώπης.
Το ενδιαφέρον αυτό εκκινεί, για μια ακόμη φορά, από τους Ρώσους θεολόγους της διασποράς, οι οποίοι, σε μια θαυμαστή αρμονία –και παρόλες τις επιμέρους επιφυλάξεις οι οποίες εκφραστήκαν εκ των υστέρων σε σημεία του έργου τους –προέβαλαν, παράλληλα προς τις εκκλησιολογικές τους παρατηρήσεις, την ορθόδοξη πνευματικότητα ως το κατεξοχήν ιδιάζον στοιχείο της ορθόδοξης ταυτότητας. Ηγετικό ρόλο διεδραμάτισε εδώ ο γνωστός Ρώσος θεολόγος Βλαδίμηρος Lossky, ο οποίος με μια σειρά έργων του2 ανέδειξε αφενός την καίρια σημασία του αποφατισμού ως την ασφαλιστική δικλείδα εκφοράς του χαρισματικού λόγου της θεολογίας στα ιστορικά και επιστημονικά περιγράμματα, αφετέρου την ανυπέρβλητη σημασία μιας ανθρωπολογίας και μιας σωτηριολογίας που αναγνωρίζει στην άμεση θέα του Θεού δια της μετοχής των ακτίστων ενεργειών του, τη δυνατότητα της θέωσης. Το ανανεωμένο αυτό ενδιαφέρον για την ορθόδοξη πνευματικότητα εξέφρασαν με τα έργα τους, μεταξύ των άλλων, και οι: Αρχιμ. Κυπριανός Kern3 Βασίλειος Krivochéine4, Ιωάννης Meyendorff με τις σπουδαίες μελέτες του για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά5, ο Ρουμάνος πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Staniloae6 και αρκετοί άλλοι. Το ενδιαφέρον αυτό, εκφράστηκε και από αρκετούς εξέχοντες ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους όπως οι I. Hausherr, M. Jugie, Th. ŠpidliK, κ. α., οι οποίοι, με ποικίλες μονογραφίες και ειδικές μελέτες τους, ενδιαφερθήκαν για το σύνολο της ανατολικής πνευματικότητας, της συριακής και κοπτικής συμπεριλαμβανομένης. Παράλληλα, το ενδιαφέρον αυτό ενυπάρχει, είτε ως προϋπόθεση είτε ως αξιοποίηση και αφομοίωση των ασκητικοπατερικών κειμένων και των ειδικών μελετών, στη σκέψη πολλών ορθοδόξων θεολόγων στη Δύση όπως των: P. Evdokimov, G. Florovsky, B. Bobrinskoy, ο οποίος συνεργάστηκε και στην έκδοση των έργων του Παλαμά υπό την εποπτεία του Καθηγητή Χρήστου, O. Clément κ.α. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, άλλωστε, εκδίδονται ποικίλα έργα της ασκητικής και μυστικής γραμματείας της Ανατολής, με σημαντικότερα αυτά του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου7 και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά8.
Παράλληλα, και στον ελλαδικό χώρο αναπτύσσεται ανάλογη προσπάθεια και ενδιαφέρον για τη μελέτη της ορθόδοξης πνευματικότητας. Με κέντρο, κυρίως, τον Άθωνα και τη Θεσσαλονίκη, εμφανίζεται μια αναγέννηση των πατερικών σπουδών, μια άνευ προηγουμένου αύξηση της μελέτης της ασκητικοπατερικής γραμματείας, μια «επανεκτίμηση» της ησυχαστικής πνευματικότητας. Το έργο αυτό μπορούμε ανεπιφύλακτα να το πιστώσουμε, πέρα από τον μνημονευθέντα καθηγητή Χρήστου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργώδη προσπάθεια έκδοσης των παλαμικών κειμένων9, και σε μια σειρά άλλων, εξεχόντων, νεοελλήνων θεολόγων. Πρωτεργάτης της κινήσεως αυτής είναι ο καθηγητής Μαντζαρίδης, ο οποίος το 1963 εκδίδει τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο: Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά10, αλλά και πλήθος άλλων μελετών για σύνολη την ασκητική και μυστική πνευματικότητα και τους χαρισματικούς εκφραστές της. Ήδη, από το 1957 θα επιχειρήσει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μια δογματική αξιοποίηση της αναζωογόνησης των ασκητικοπατερικών μελετών, με τη ρηξικέλευθη διδακτορική του διατριβή11 στην οποία, η επίτευξη της εν Χριστώ θεώσεως, συνιστά τον πρωταρχικό στόχο. Μιαν επανεκτίμηση της λειτουργίας του αποφατισμού στη νεοελληνική θεολογία θα επιχειρήσει ο Χρήστος Γιανναράς με τη μελέτη του Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης12, κατανοώντας τον αποφατισμό, όχι ως theologia negativa, αλλά ως αδυναμία λεκτικής εκφοράς του ανέκφραστου, «μυστικού» περιεχομένου της σχέσης Θεού και ανθρώπου, που συνιστά η θέωση.
Τη σκυτάλη αυτή θα αναλάβει, αργότερα, πλειάδα σημαντικών νεοελλήνων θεολόγων, κάποιοι εκ των οποίων συνέγραψαν ειδικές μονογραφίες και διατριβές με νηπτικοασκητικό περιεχόμενο, ενώ άλλοι χρησιμοποίησαν την ασκητική, νηπτική ή και ησυχαστική πνευματικότητα σε όλο το εύρος της συγγραφικής τους παραγωγής, ως εργαλείο και γνώμονα της θεολογικής τους ανάλυσης και επιχειρηματολογίας. Είναι δε αυτονόητο πως, στο πλαίσιο της παρούσης εισαγωγής, κάθε εξαντλητική αναφορά στο έργο τους, θα συνιστούσε πλεονασμό. Για το λόγο αυτό θα αρκεστούμε σε μια εξ ανάγκης αποσπασματική μνημόνευση των θεολόγων αυτών, με απλή και μόνον αναφορά κάποιων από τα έργα τους όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο13.
Τη μελέτη, λοιπόν, της ασκητικής θεολογίας και πνευματικότητας συνεχίζουν με το έργο τους νεοέλληνες θεολόγοι όπως οι: Νίκος Ματσούκας, μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης14, Γεώργιος Μαρτζέλος15, Δημήτριος Τσάμης16, Ανέστης Κεσελόπουλος17, Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Σταύρος Γιαγκάζογλου18, Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος, Σταμάτης Πορτελάνος, Βασίλειος Τσίγκος κ.α.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, χωρίς η Εκκλησιολογία να έχει πάψει να μας απασχολεί, παρουσιάζεται η ανάγκη θεμελιακότερης ίσως προσέγγισης των σύγχρονων προβλημάτων, με μια στροφή στο πεδίο της Ανθρωπολογίας. Οι κυριότερες αφορμές για μια τέτοια εκτίμηση αφορούν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνιστώσες της διαρκούς αστικοποίησης και παγκοσμιοποίησης, την έκρηξη των τεχνολογικών εξελίξεων, τις πρόσφατες εξελίξεις στην γενετική μηχανική και τα συνακόλουθα ζητήματα βιοηθικής, το ολοένα εντεινόμενο οικολογικό πρόβλημα, την αρτιγέννητη παγκόσμια οικονομική κρίση με αναμφίβολα ανθρωπολογικές και πνευματικές διαστάσεις, αφορμές που επανατοποθετούν το ανθρωπολογικό ζήτημα γενικότερα και το ζήτημα του «ανθρωπολογικού προτύπου» που κομίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σημερινό κόσμο, ειδικότερα. Προφανώς υπάρχει ένας αναπόσπαστος δεσμός ανάμεσα στα δύο ερωτήματα: «Τι είναι η Εκκλησία;» και «Τι είναι ο Άνθρωπος;». Άλλωστε ο άνθρωπος συνιστά το κύτταρο της ιστορικής Εκκλησίας, το «πρωτογενές υλικό» της αγιοπνευματικής δράσης για την ανακαίνιση και τη σωτηρία του κόσμου.
Κατά συνέπεια η σύζευξη εκκλησιολογικού και ανθρωπολογικού θεολογικού προβληματισμού δεν συνιστά ακαδημαϊκή πολυτέλεια. Κάθε υγιής και νηφάλιος στοχασμός, ιδιαίτερα σε μεταβατικές εποχές αγωνίας, όπως αυτές που διανύουμε, αξιώνουν τον ανθρωπολογικό στοχασμό τόσο ως θεμέλιο λίθο, όσο και ως οδοδείκτη της πορείας προς το μέλλον. Ταυτόχρονα, ο καίριος και αποφασιστικός θεολογικός λόγος, λόγος εξαιρετικά απαραίτητος σήμερα, δεν μπορεί παρά να προβάλει το ανθρωπολογικό πρότυπο της ορθόδοξης θεολογίας, ως βιωμένη παράδοση και δυναμική, φωτίζοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο το διαρκές αίτημα της αυτοσυνειδησίας και, ως συνέπεια, της ιδιαίτερης παρουσίας της Ορθοδοξίας στο σημερινό κόσμο, με απώτερο στόχο, απαρέγκλιτα, τη σωτηρία και τη θέωση.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
1 WERE K., (Επισκόπου Διοκλείας), Η ορθόδοξη θεολογία στον 21ο αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 13 κ.εξ.
2 Το γνωστότερο και το σημαντικότερο έργο του LOSSKY είναι το: Essai sur la théologie mystique de L’ Έglise d’ Orient, μεταφρασμένο στα ελληνικά από την πρεσβυτέρα Πλευράκη Σ., με τον τίτλο: Η μυστική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1986. Στην ίδια γραμμή σκέψης στοιχούν και τα έργα του: A l’ image et à la Ressemblance de Dieu, μετ. Μιχαηλίδη Μ. Γ. με τον τίτλο: Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, Θεσσαλονίκη 1974. Vision de Dieu, μετ. Αρχιμ. Μελετίου Καλαμαρά (νυν Μητροπολίτη Πρεβέζης), με τον τίτλο: Η θέα του Θεού, Θεσσαλονίκη 1973, καθώς και το έργο ζωής του Ρώσου θεολόγου: Théologie négative et connaissance de Dieu chez Maître Eckhart, Librairie philosophique J. Vrin, Paris 1960.
3 Βλ. KERN K., Antropologia sv. Grigoria Palamy, Paris 1950 (στα ρωσικά). «Les éléments de la théologie de Grégoire Palamas», Irenikon 20, 1947, σσ. 6-33, 164-193.
4 Με το κλασικό πια έργο του: Dans la Lumière du Christ. Saint Syméon le Nouveau Théologien 949-1022. Vie –Spiritualité –Doctrine., Έdition de Chevetogne, 1980, μετ. Σκουτέρη Π. με τον τίτλο: Μέσα στο φως του Χριστού. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος 949-1022. Βίος –Πνευματικότητα –Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1983, καθώς και τη μελέτη του για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά: «Η ασκητική και θεολογική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», πρωτοδημοσιεύθηκε στα ρωσικά στο: Seminarium Kondakovianum 8, 1936, σσ. 99-154, γαλλική μετάφραση στο: Messager de l’ Exarchat du Patriarche russe en Europe occidentale 115, 1987, σσ. 45-108.
5 Βλ. Introduction à l’ étude de Grégoire Palamas, éditions du Seuil 1959. St Grégoire Palamas et la mystique orthodoxe, éditions du Seuil 1959, μετ. Μάϊνας Ε., Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η ορθόδοξη μυστική παράδοση, Αθήνα 19892.
6 Πρβλ. τη διδακτορική διατριβή του στα ρουμανικά: Viasta si invatsatura sf. Grigorie Palama, 1938.
7 Η έκδοση των έργων του οποίου πραγματοποιείται στη σειρά: Sources Chrétiennes, με τον πρώτο τόμο να εμφανίζεται το 1957 με την έκδοση των θεολογικών, γνωστικών και πρακτικών Κεφαλαίων, σε γαλλική μετάφραση του Jean Darrouzès, με εισαγωγή, κριτικό κείμενο και σχόλια του ιδίου, σε συνεργασία με τον Louis Neyrand. Η έκδοση καταλαμβάνει εννέα τόμους με τελευταίο τον τρίτο τόμο της έκδοσης των Ύμνων, από τον J. Koder. Η έκδοση, ωστόσο παραμένει ημιτελής, με την έκδοση των Επιστολών του αγίου Συμεώνος να εκκρεμεί για χρόνια, εξαιτίας του απροσδόκητου θανάτου του Joseph Paramelle. Το κενό αυτό έρχεται να συμπληρώσει, χρόνια μετά, η έκδοση των Επιστολών του αγίου από τον Turner M. J. H., The Epistles of St Symeon the New Theologian, Oxford University Press, New York 2009.
8 Η σημαντικότερη έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά παραμένει η έκδοση του καθηγητή ΧΡΗΣΤΟΥ Π., Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμοι Α΄-Ε΄, Θεσσαλονίκη 1962-1992. Μέσα σε τριάντα χρόνια, με τον πρώτο τόμο να εκδίδεται το 1962 και τον τελευταίο το 1992, ολοκληρώνεται το σπουδαίο αυτό έργο, με τη συνδρομή –πέραν του καθηγητή Χρήστου και ομάδας σημαντικών Ελλήνων θεολόγων –των J. Meyendorff και B. Bobrinskoy.
9 Εκτός των εκδόσεων των κειμένων του Παλαμά, έργο-σταθμό στη νεοελληνική, και όχι μόνον, θεολογία, ο καθηγητής Χρήστου συνεχίζει με την εκπόνηση ειδικών μελετών αναφορικά με την ορθόδοξη πνευματικότητα, τα οποία συγκεντρώνονται και εκδίδονται σε ξεχωριστό τόμο με τον τίτλο: Νηπτικά και ησυχαστικά, έκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1977.
10 Θεσσαλονίκη 1963.
11 Βλ. ΡΩΜΑΝΙΔΗ Ι., Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1957, 19892.
12 Βλ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ Χ., Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, ή περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού, Αθήνα 19882. Το έργο αυτό συνιστά αναθεωρημένη έκδοση του πρωτολείου, Η θεολογία της απουσίας και της αγνωσίας του Θεού. Με αναφορά στις αρεοπαγιτικές συγγραφές και τον Martin Heidegger, Αθήνα 1967.
13 Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση τόσο της στροφής της νεοελληνικής θεολογικής σκέψης στην νηπτική και ασκητική παράδοση της Ορθοδοξίας, όσο και της νεώτερης συγγραφικής παραγωγής γύρω από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά βλ. αντί πολλών: ΣΤΑΜΟΥΛΗ Χ., «Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στη σύγχρονη ελληνική θεολογία», Άσκηση αυτοσυνειδησίας, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 123-161. ΓΙΑΝΝΑΡΑ Χ., Ορθοδοξία και Δύση. Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, Αθήνα 1979, σσ. 53 κ.εξ., καθώς και του ιδίου: Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σσ. 436 κ.εξ.
14 Εκτός από την μονογραφία για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά: ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Ο Άγιος Γρηγόριος Ο Παλαμάς. Ο βίος και η θεολογία του 1296-1359, Θεσσαλονίκη 1984, και την εμπεριστατωμένη μελέτη υπεράσπισης της ορθόδοξης πνευματικότητας έναντι συγκεκριμένων προκλήσεων στον εικοστό αιώνα, βλ. ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, «Περί μίαν θεολογικήν μελέτην», Αθωνικοί Διάλογοι, 29-30, 1975, σσ. 9-18. και 33-34, 1975, σσ. 8-19, ο διακεκριμένος λόγιος μοναχός, σε όλο του το έργο ανατέμνει και αξιοποιεί την ορθόδοξη πνευματικότητα.
15 Η κύρια εργασία του: Ουσία και Ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, πέρα από μια ιστορικοδογματική μελέτη συνιστά τόσο μια ουσιώδη προσπάθεια θεμελίωσης της διάκρισης αυτής στη διαχρονία της πατερικής σκέψης, όσο και προβολής των συνεπειών της στην ορθόδοξη σωτηριολογία. Εξάλλου, ο εν λόγω καθηγητής διδάσκει επί δεκαετίες την ιστορία των δογμάτων, ως ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας.
16 Πρβλ. ΤΣΑΜΗ Γ. Δ., Η τελείωσις του ανθρώπου κατά Νικήταν τον Στηθάτον, Θεσσαλονίκη 1971.
17 Βλ. ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ Α., Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, Αθήνα 19922, και: Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αθήνα 1982.
18 Γιαγκάζογλου Σ., Κοινωνία Θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Αθήνα 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου