Συνέχεια από Πέμπτη, 4Νοεμβρίου 2021
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ
ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ :
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
23. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ
Παρακολουθήσαμε τον διάλογο
μεταξύ Σωκράτη και Θεόδωρου μέχρι το σημείο τής αναίρεσης ή τού περιορισμού τής
φράσης εκείνης για τον «άνθρωπο ως μέτρο τών όλων» (homo-mensura) (179 Β).
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι αυτή η φράση δεν είναι «ξεκομμένη», αλλά βαθειά
συνδεδεμένη με την «ηρακλείτια» κοσμοαντίληψη περί αιωνίου ροής. (Χωρίς
να χρειάζεται να πούμε εδώ πόσο μικρή σχέση έχει με τον «μέγα» Ηράκλειτο). Αυτή
η φράση πρέπει τώρα να ελεγχθή, για να γίνη σαφές, αν αυτό που λέει ο
Πρωταγόρας ισχύει πράγματι για τα ιδιαίτερα πάθη
τού καθενός (μας). Η εικόνα που μας παρουσιάζει ωστόσο ο Θεόδωρος για κείνους
τούς «ηρακλείτιους» (φιλοσόφους), μας καθιστά αμέσως σκεπτικούς. Γιατί είναι οι
ίδιοι τόσο απόλυτα «ρευστοί», ώστε να μη μπορή να διαλεχθή καν κανείς μαζί
τους, να μη λογοδοτούν, και να μην καθίσταται κανείς απ’ αυτούς δάσκαλος ή
μαθητής ενός άλλου. Υπάρχουν όμως στην πραγματικότητα όλ’ αυτά: η
διαλεκτική, ο λόγος, η διδασκαλία και η μαθητεία. Τα βλέπουμε να
πραγματοποιούνται ζωντανά, και η τωρινή απουσία τους ξυπνά μέσα μας τη
δυσπιστία απέναντι σε κείνη τη «διδασκαλία», πριν ακόμα τη γνωρίσουμε
επακριβώς.
Θεωρούμε άρα τη διδασκαλία
σύμφωνα μ’ αυτούς που τη διδάσκουν. Για να μας υπενθυμίση εδώ σαφώς ο Σωκράτης
τη δική του ακριβή ανάλυση της αντίληψης μέσω τών αισθήσεων στο πρώτο
βασικό μέρος τού διαλόγου, ανατρέχοντας σε κείνο ακριβώς το σύστημα ακραίας
αισθησιοκρατίας (Ι 1 c). Σκέψη σημαίνει τώρα
βασικά «κίνηση» έτσι, ώστε και οι δυό δυνατοί τρόποι κινήσεως, η αλλαγή τόπου
(κατεύθυνσης - φορά) και η (δική
μας;) μεταβολή (αλλοίωσις) να
υφίστανται πάντοτε ταυτόχρονα, ώστε να μην υπάρχη καν η δυνατότητα να
ονομάσουμε κάτι «λευκό» αντιλαμβανόμενοι ένα χρώμα, εφ’ όσον κι αυτό ακόμα
αλλάζει κάθε στιγμή! Δεν μπορούμε
μάλιστα να πούμε ούτε τη λέξη «βλέπω», χωρίς να αντιπαρατεθούμε με την «ιδέα»
τού (ρέοντος) ποταμού! Πρέπει δηλ. να χαρακτηρίσουμε την ίδιαν αυτή διαδικασία
ταυτόχρονα και ως «δεν βλέπω» («μη βλέπειν»), κι αν (είναι αλήθεια πως) ταυτίζεται
η αντίληψη με τη γνώση, τότε είναι και η γνώση ταυτόχρονα μη-γνώση! Το οποίο
σημαίνει την αναίρεση της γνώσης, κι ότι κάθε απάντηση είναι εξίσου σωστή, ενώ δεν
υπάρχει μάλιστα καθόλου πλέον γλώσσα, ή θα έπρεπε να εφεύρουμε μια καινούργια! Απ’ την
υφιστάμενη γλώσσα δεν μας χρησιμεύει πια παρά η απροσδιόριστη (άπειρον, άπειρη) έκφραση «κατά κανέναν
τρόπο» (ουδ’ όπως)! Μ’ όλα αυτά δεν
έχει ασφαλώς τίποτα ακόμα «κριθή» («αποφασισθή») για τη διδασκαλία περί «ροής»
και για την ισχύ τής υποκειμενικής εντύπωσης (πάθος 179 C), έχουν όμως «κριθή»
(έχουν «αποφασισθή») τα όριά τους, με το «γεγονός» ότι μπορεί να υπάρξη
(παρ’ όλ’ αυτά) ένας λογικός και υπεύθυνος λόγος και διάλογος, ενώ υφίσταται
και η αντίθεση του σωστού προς το λάθος. Κι ενώ η «αισθησιαρχική» θέση φάνηκε
να συμπεριλαμβάνη και τη διάλυση της γλώσσας προηγουμένως (157 Β),
αντιτίθεται τώρα πάλι η γλώσσα σ’ αυτήν την «κίνηση», όπως είχε ήδη
«εξασφαλισθή» η φανερή αντίθεση μεταξύ σωστού και λανθασμένου λόγου ως βάση κάθε συζήτησης στον Κρατύλο (385 Β). Για να
διαχωρισθή έτσι οριστικά η αντίληψη απ’ τη γνώση, ως κάτι το απολύτως παροδικό
και «φευγαλέο», μένοντας ωστόσο ακόμα να διασαφηνισθή, μετά την απόρριψη (την
«αχρήστευση») της (δήθεν) ταυτότητας των δύο λειτουργιών, η αμφίδρομη αναμεταξύ
τους σχέση.
Στο μέρος
τού διαλόγου όπου συνομιλούν ο Σωκράτης και ο Θεόδωρος, έπαψε να υφίσταται
(«εξουδετερώθηκε») η γενική ισχύς τής διδασκαλίας τής ρευστότητας, η φράση «παν
μέτρον άνθρωπος» αναιρέθηκε αφ’ εαυτής, και η θέση τού Θεαίτητου μετεστράφη στο
αντίθετό της. Το δε «παράρτημα» (η «παρέκβαση») ανέδειξε στο μεταξύ τον
σοφό, τη σοφία και το αληθινό Είναι. Tώρα είναι
η στιγμή όπου ο Θεόδωρος αποχωρεί απ’ τον διάλογο, κατά τον οποίον έχει όμως
ήδη αναδειχθή το ότι ο Παρμενίδης και η ακολουθία του αποτελούν ένα αντίθετο,
στην πραγματικότητα, «μέτωπο» απέναντι σε κάθε «Ηρακλείτιο» (180 DE). Ο νεαρός Θεαίτητος πιστεύει (ολόψυχα), πως θα ακολουθήση τώρα μια συζήτηση γύρω από τη φράση, ότι «ολόκληρο το Σύμπαν
μένει ακίνητο». Κάτι το οποίο δεν το «αποφασίζει» ωστόσο ο Σωκράτης, καθώς
η πληθώρα τών «λόγων» και των σκέψεων θα μας απομάκρυνε εντέλει, όσο «σεβαστός»
κι αν είναι ο Παρμενίδης, απ’ το βασικό μας ερώτημα για το τί είναι στην
πραγματικότητα η γνώση (183 Ε). Όποιος νομίσει ότι ο Πλάτων θα είχε ποτέ
σκεφτεί να διαπραγματευτή εδώ τη διδασκαλία τού Είναι εξίσου σαφώς με τη
διδασκαλία τού γίγνεσθαι, κι ότι άλλαξε το σχέδιό του, απλώς για εξωτερικούς
λόγους, συμπεραίνοντας κάτι τέτοιο απ’ τα λόγια του Σωκράτη, αλλά και τα
«νεανικά και ορμητικά» λόγια τού Θεαίτητου, αυτός θα είχε κατά πολύ παρεξηγήσει
την πλατωνική ειρωνεία. Βρισκόμαστε, στην πραγματικότητα, στη μέση μεταξύ
δύο άκρων (αμφοτέρων εις τό μέσον πεπτωκότες),
της αέναης κίνησης και του αιωνίου Είναι, όπως λέει ο Σωκράτης (180 Ε).
Συντελείται λοιπόν πράγματι μια «μεταστροφή» ενάντια στον Παρμενίδη στο δεύτερο
βασικό μέρος τού διαλόγου, εφ’ όσον η πλάνη και η αλήθεια «καταστρέφονται»
εξίσου με τη «στεγνή» (άκαμπτη και αλύγιστη) παρμενείδια αντιπαράθεση Είναι και
Μη-είναι, γνώσης και μη-γνώσης. Ενώ όμως ο «Ηράκλειτος» κι ο «Παρμενίδης»
ισορροπούσαν κάπως ανάμεσά τους στον διάλογο Κρατύλος, ο διάλογος Θεαίτητος
διαθέτει τον δικό του, εκ των προτέρων, έστω και μονόπλευρο νόμο τής
ανάπτυξης, κι αυτό που μοιάζει να λείπει εδώ (η «ισορροπία»;), δεν το έχει
στην πραγματικότητα πουθενά αναπληρώσει ο Πλάτων, ούτε στον διάλογο Παρμενίδης ούτε και στον Σοφιστή.
Ο Σωκράτης κι ο Θεαίτητος
ολοκληρώνουν, μετά την αποχώρηση του Θεόδωρου, το πρώτο μέρος τού διαλόγου. Η
ταυτότητα αντίληψης και γνώσης έχει «ακυρωθή», και μένει μόνο το ερώτημα της
αναμεταξύ τους σχέσης. Γι’ αυτό τα συνένωσε άλλωστε ο Πλάτων, ώστε να διαφωτίσουν,
αποχωριζόμενα, το ένα το άλλο και να τεθούν στη σωστή, αμφίδρομή τους σχέση.
Αφήνοντας στην άκρη μια προβληματική – από κοινωνικής πλευράς – «λεπτομερή
ανάλυση» (ανελεύθερον),
συνισταμένη στην εξαιρετικά μεγάλη ακρίβεια των εννοιολογικών διακρίσεων, ο
Σωκράτης «ξεχωρίζει» αυτό με το οποίο αντιλαμβανόμαστε (ώ) από εκείνο δια τού οποίου (δι’
ού) αντιλαμβανόμαστε. Η δε διαφορά γίνεται ακόμα σαφέστερη, αν
«περάσουμε» στη σκέψη ή τη διάνοια (διανοείσθαι)
γι’ αυτά που μας μεταφέρουν τα αισθητήρια. Κι ενώ τα αισθητήρια διαθέτουν τις
δικές τους, εξειδικευμένες και αναντικατάστατες (μη ανταλλασσόμενες) ενέργειες,
υπάρχει επίσης κάτι σε μας, το οποίο σκέπτεται πέρα απ’ τα αισθητικά,
συνολικά, φαινόμενα, σκέπτεται με τις κατηγορηματικές έννοιες του Είναι και
Μη-είναι, της ομοιότητας και ανομοιότητας, της ταυτότητας και της διαφοράς,
αλλά και με τις έννοιες των αριθμών, (δια)κρίνοντας επίσης το ωραίο και το
άσχημο, το καλό και το κακό. Πρόκειται για εκείνη τη «συνολική μορφή, που
μπορούμε να ονομάσουμε ψυχή ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» (184 D), για «την ίδια την ψυχή» (185 Ε), που χρησιμοποιεί ως εργαλεία της τις
αισθήσεις. Για να δούμε ότι δεν υπάρχει μόνο διάκριση, αλλά και ιεραρχία·
εφ’ όσον «πρέπει να προτιμάται
πάντοτε αυτό που κυριαρχεί απέναντι σ’ αυτό
που υπηρετεί, σε όσα μας ανήκουν (τα εφ’ ημίν)» (Νόμοι V 726) (( Σημ. τ. μετ.: Ο νους απέναντι στις
αισθήσεις… Αλλά εδώ γίνεται δυστυχώς μόνον αναφορά στη «σκέψη» ή διάνοια… ))
. Η ιεραρχία δε αυτή καθίσταται
σαφέστερη απ’ το γεγονός ότι αντίληψη διαθέτουν εξίσου τα ζώα και οι άνθρωποι
όταν γεννιούνται, ενώ η «σκέψη επί τών αντιλήψεων» έχει δοθή μόνο στους
ανθρώπους, όχι μάλιστα σε όλους. Η «σκέψη» αφορά στην ουσία και την αλήθεια, το
Είναι και την ορθότητα (ουσία καί
αλήθεια), η αντίληψη όμως όχι. Για να αναιρεθή έτσι για τελευταία φορά
η (δήθεν) ταυτότητα σκέψης και αντίληψης – και να ολοκληρωθή έτσι αυτό το
διαλογικό μέρος. Έχουμε ωστόσο προχωρήσει, στην πραγματικότητα, πέρα απ’ την
απλή κατανόηση τού «τί δεν είναι γνώση». Έχουμε «συλλάβει» κάτι το
ουσιαστικό για τη δομή τού ψυχικού κόσμου, καθώς και για τη σχέση μεταξύ
αντίληψης και γνώσης. Γιατί αυτό που αποτελεί ψυχολογία απ’ την πλευρά τού Εγώ,
αποτελεί οντολογία απ’ την αντικειμενική πλευρά, εφ’ όσον η γνώση
αναφέρεται «στην ουσία» ή «σ’ αυτό που υπάρχει – στο όν». Αυτό δε το
φαινομενικά τυπικό σχήμα «πληρούται ζωής», καθώς στην ψυχολογία και την
οντολογία «συναρμόζονται», αν θυμηθούμε την «παρέκβαση» του διαλόγου, η ηθική
και η μεταφυσική, όπου και φανερώθηκε το Όν ως ο σκοπός τής φιλοσοφικής
ζωής, ξεκινώντας απ’ την «ίδια τη δικαιοσύνη» και φτάνοντας στην «προσέγγιση
στον Θεό». Βρισκόμαστε πράγματι στο κατώφλι τού Αδύτου, όπου και
«σταματά» ο Πλάτων (( διότι δεν επιτρέπεται να πας παραπέρα )) .
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου