Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (124)

Συνέχεια από Πέμπτη,16 Σεπτεμβρίου 2021

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                              23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

                                                   ( 9η συνέχεια )

        Τί σημαίνουν όμως αυτές οι «μεγάλες μορφές»   (( του φιλοσόφου και του σοφιστή – βλ. προηγούμενη ανάρτηση  ))   στον ίδιον τον διάλογο Θεαίτητος;   Ας προσέξουμε ότι η «παρέκβαση» παρεμβάλλεται στο σημείο ακριβώς όπου ανακύπτει το ερώτημα, αν και πού «στοιχειοθετείται» η δυνατότητα, να ανήκη «το Δίκαιο» στον κύκλο τής σχετικότητας και της ελεύθερης βούλησης (της «επιλογής»), η πιο ανήκουστη άρα «αξίωση» που μπορεί να υπάρξη για τον Πλάτωνα. Όταν λοιπόν ο διάλογος συνεχίζεται, μετά την «παρέκβαση», στο σημείο ακριβώς όπου είχε διακοπή, παραμένει και η αμφιβολία για τη φύση (την ουσία) της δικαιοσύνης όπως υπήρχε και πριν, και αναγνωρίζεται μόνο για το Ωφέλιμο μια «θέση» πέρα (επέκεινα) απ’ την υποκειμενική γνώμη. Η δικαιοσύνη και η αδικία εμφανίστηκαν  όμως εντελώς διαφορετικά στην «παρέκβαση», ως αντικείμενο δηλ. φιλοσοφικού στοχασμού, «τί είναι το ένα και το άλλο, και με ποιον τρόπο διακρίνονται από κάθε τι άλλο και αναμεταξύ τους». Ώστε να φανερωθή κατόπιν, πως το Αγαθό είναι «εγκατεστημένο» («εγκαθιδρυμένο») στο θεϊκό επίπεδο, πως είναι ένας «ύψιστα δίκαιος» θεός, και πως το να (ο)μοιάση κανείς σ’ αυτόν τον θεό σημαίνει να γίνη, κατά το ανθρωπίνως δυνατό, δίκαιος    (( Πώς να μη θαυμάσουμε τους δρόμους που ανοίχτηκαν στην ελληνική – και μόνη – φιλοσοφία, απέναντι και μπροστά στη γεμάτη πόθο αναζήτηση της αλήθειας εκείνων τών «προπατόρων»… )) . Η «θεονομία» (Theonomie) λοιπόν τού Αγαθού και της Δικαιοσύνης καθίσταται σαφής (μόνο) στην «παρέκβαση», ενώ η συζήτηση στον πραγματικό, διαλεκτικό διάλογο δεν φτάνει σε τέτοια ύψη.

     Ας θυμηθούμε εδώ επίσης, πως ο Θεόδωρος είχε δηλώσει ήδη (169 C 6), ότι θα συμμετείχε στον διάλογο μόνο μέχρι το σημείο όπου θα αποδεικνυόταν, αν η πρόταση για τον «άνθρωπο ως μέτρο τών πάντων» (homo-mensura) ίσχυε και για τις «δικές» του μαθηματικές επιστήμες. Αποχωρεί ωστόσο πολύ πιο σύντομα τώρα, χωρίς να έχη καν θιχθεί εκείνο το ερώτημα. Η γεωμετρία και η αστρονομία φανερώνονται όμως στην «παρέκβαση» ως μια δραστηριότητα – προπαρασκευαστική (μάλιστα) δραστηριότητα του φιλοσόφου (173 Ε), όπως καθίσταται εδώ σαφές, έστω και εμμέσως μόνο,– τόσο δε ανώτερη από κάθε άλλη ασχολία τού πλήθους, ώστε να παρέχεται απάντηση και σε κείνο το ερώτημα. Ενώ μπορούμε να προσέξουμε και την εντελώς ιδιαίτερη ταυτόχρονα ειρωνεία, να εμφανίζεται στον ίδιον τον διάλογο, πριν και μετά την «παρέκβαση», ο πρακτικός (άνθρωπος) ως εκείνος, πάνω στον οποίον «θραύεται» («αποτυγχάνει») η πρωταγόρεια φράση. Το αν «κατορθώνη» (αποδεικνύη) ωστόσο και ο γεωμέτρης, σε υψηλότερο μάλιστα απ’ τον «πρακτικό» πεδίο, κάτι παρόμοιο, αυτό τίθεται ως ερώτημα, και απαντάται (μόνο) στην «παρέκβαση». Ενώ το αν το «κατορθώνη» επανειλημμένα, εκτός και πέρα απ’ τον γεωμέτρη, και ο φιλόσοφος, δεν τίθεται καν σαφώς ως ερώτημα. Για να το απαντήση ωστόσο η «παρέκβαση», έστω και ως ανέκφραστο ερώτημα, χωρίς καν να χρειασθή να «αναμετρηθή» ο Θεόδωρος απέναντι στον Σωκράτη. Ο οποίος έχει ωστόσο μόλις εκφράσει, χωρίς την παραμικρή μάλιστα κριτική (διάθεση), την πιθανότητα να εμφανίζεται και το Δίκαιο και το Ευσεβές στο απολύτως υποκειμενικό πεδίο, επαναλαμβάνοντας μάλιστα, άλλη μια φορά μετά την «παρέκβαση» αυτήν την «άποψη» ως αμετάβλητη Θα μπορούσε ωστόσο ο Πλάτων να επιτρέψη ένα τέτοιο «χτύπημα» ενάντια στο κέντρο τής διδασκαλίας και της ζωής του, χωρίς να «υπαινιχθή» έστω κάποιαν αντίσταση; Υφίσταται, λοιπόν, ακριβώς στην «παρέκβαση» μια τέτοια αντίσταση, και μπορούμε έτσι να αντιληφθούμε τη βαθειά ειρωνεία στα λόγια του Σωκράτη, καθώς παρουσιάζει επανειλημμένα τη «θέση» περί υποκειμενικότητας της δικαιοσύνης και της ευσέβειας. Ο διάλογος θέτει τελικά το πρόβλημα τού τί είναι γνώση, και τελειώνει στην απορία (Aporie). Η «παρέκβαση» παρουσιάζει όμως εκείνον που γνωρίζει, και μας διδάσκει, ότι κάθε ανθρώπινη «σοφία και αρετή» – γιατί δεν μπορούν να διαχωριστούν γνώση και πράξη – στρέφεται προς το θεϊκό και τη δικαιοσύνη, πολύ πιο «πάνω» (πολύ υψηλότερα) απ’ τις πνευματικές (μας) προσπάθειες στο πεδίο τής τεχνικής παραγωγής και της πολιτικής (εν τη πόλει) πράξης.

      Χωρίς να παραγνωρίσουμε ασφαλώς τα ειρωνικά και συχνά σαρκαστικά χαρακτηριστικά, με τα οποία και περιγράφεται κατ’ αρχάς ο πνευματικός άνθρωπος και ο συνηθισμένος (ο «καθημερινός») πολιτικός σ’ αυτό το σαφώς ξεχωριστό κομμάτι τού διαλόγου. «Δεν υπηρετούμε εμείς τούς λόγους, αλλά οι λόγοι υπηρετούν εμάς, και κάθε λόγος περιμένει, μέχρι να σπεύσουμε εμείς να τον βοηθήσουμε, όταν θα μάς “αρέση”».  Αυτά λέει ο Θεόδωρος (173 C), και εμείς απορούμε, πώς δεν του αντιτείνει ο Σωκράτης: εσύ όμως γνωρίζεις από τη «δική» σου γεωμετρία, ότι είναι η κάθε «αρχή» που προκαθορίζει  τούς νόμους της, κι ότι δεν «αποφασίζουμε» εμείς, αλλά αυτοί οι νόμοι, το πότε και πού έχει επιτευχθή ο σκοπός (Πρωτ. 314 C. Γοργ. 505 CD). Κι όταν ακούμε να λέη κατόπιν ο ίδιος ο Σωκράτης, πως οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν γνωρίζουν καν τον δρόμο για την Αγορά, ούτε ξεύρουν πού βρίσκεται το «δημαρχείο», πώς μπορούμε να μη θυμηθούμε τις καθημερινές του επισκέψεις, όπως και κάθε τότε Αθηναίου, στην Αγορά (Απολ. 17 C), και το ότι είχε αναλάβει με μεγάλη προθυμία τη θέση που του είχαν αναθέσει στο «συμβούλιο του κράτους» (Απολ. 32 Β); Διαβάζουμε ότι «δεν ονειρεύτηκε ποτέ να συμμετάσχη σε εορταστικές εκδηλώσεις, “μαζί” με τις νεαρές αυλήτριες» - αλλά πώς θα εξηγήσουμε τότε το Συμπόσιο; Και λέγεται ότι ο αστεϊσμός τής νεαρής υπηρέτριας απ’ τη Θράκη για τον Θαλή, που κοίταζε συνεχώς τα άστρα, ταιριάζει ασφαλώς σε κάθε φιλόσοφο. Ο οποίος δεν γνωρίζει ποιος είναι ο γείτονάς του, γιατί ένα μόνον αναρωτιέται: τί είναι γενικά ο άνθρωπος. Δεν αποτελούν όμως όλα αυτά μια καρικατούρα (μια γελοιογραφία) τού φιλοσόφου, μέσα απ’ τα μάτια ενός στενοκέφαλου μικροαστού ή ενός «τρέχοντος» και συνηθισμένου πολιτικού; Ή μήπως αποτελούν ταυτόχρονα και μιαν εικόνα τού φιλοσόφου στις ύψιστες στιγμές του; Η σωκρατικο-πλατωνική ειρωνεία «καλύπτει» αυτές τις τελευταίες «απόψεις», παραπέμποντας όμως ταυτόχρονα σ’ αυτές· δεν πρέπει λοιπόν να συμβαίνη κι εδώ το ίδιο, περισσότερο μάλιστα απ’ ό,τι στην Πολιτεία, εφ’ όσον δεν είναι πια εδώ συνομιλητές οι αδελφοί τού Πλάτωνα, αλλά ο μαθηματικός Θεόδωρος και ο νεαρός μαθητής του; Κι εφ’ όσον δεν τίθεται εδώ το ερώτημα περί γνώσεως του δικαίου, αλλά περί γνώσεως της (ίδιας της) γνώσης;

       Υποψιαζόμαστε έτσι, τί μπορεί να σημαίνη η «παρέκβαση» για το σύνολο του έργου. Είναι σαν να ανοίγουν ξαφνικά τα σύννεφα, και να μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο «υπερβολικό» φως. Και να ξανακλείνουν μετά, και να συνεχίζεται η συζήτηση, σαν να μη συνέβη τίποτα. Έχουν όμως πάρει όλα ένα καινούργιο, απρόσμενο, νόημα. Αν ήταν τα μαθηματικά ο προηγουμένως μυστικός, και κυρίαρχος παράγοντας, κι αν διαισθανθήκαμε κάτι που όντως υπάρχει, κι αν «αντήχησε» κάποτε το θεϊκό μέτρο στ’ αυτιά μας, για να εξαφανιστή (ωστόσο) αμέσως μετά, είναι η θεϊκή ύπαρξη (Dasein), και η αυστηρά αντίστοιχη και αναφερόμενη εκεί γνώση και ζωή – η «ύπαρξη» δηλ.  πάλι (Existenz) – του φιλοσόφου που «θεωρείται» τώρα. Που ενώ φάνηκε να κινδυνεύη, σχεδόν απ’ την αρχή τής όλης συζήτησης και διαπραγμάτευσης, να «καταστραφή» απ’ την πρωταγόρεια «πρόταση», αποκτά τώρα, μέσα απ’ το «γεγονός» ακριβώς τού διαλόγου μας, έρεισμα, μαζί με τις περιοχές που αποκαλύπτει. Χωρίς να τεθή όμως το ερώτημα περί γνώσεως; Η γνώση συντελείται εδώ ολοζώντανα! Κι όλα όσα θα ειπωθούν από εδώ και πέρα ως απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, θα αναχθούν σ’ αυτό το «φωτεινό σημείο», λαμβάνοντας από εκεί μιαν ιδιαζόντως «ειρωνική», αναφερόμενη δηλ. στην ουσία «λάμψη».

     ( συνεχίζεται )

Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΘΡΕΨΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΜΕ ΠΑΘΟΣ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΛΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΣΟΦΙΣΤΗ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟ ΠΡΟΦΗΤΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: