PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
23. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ
( 8η συνέχεια )
Ακόμα κι έτσι όμως, η «παρέκκλιση» (απ’ τον κυρίως διάλογο) εμφανίζεται εντελώς «ξαφνικά». Σαν να «επιθυμή» δηλ. να επενεργή παράδοξα και να κρατά συνεχώς ανοιχτό το ερώτημα για το νόημά της. Η «γελοία» μάλιστα «αφλογιστία» τού φιλοσόφου (μπροστά σ’ ένα δικαστήριο) είναι τρόπον τινά η «άκρη», απ’ την οποία και κατανοείται το Όλον. Στο Όλον όμως ανήκει και η αντίθεση δύο μορφών ζωής: του φιλοσόφου και του ρήτορα-πολιτικού. Απ’ τη μια, μια «σκλαβωμένη» ζωή, που προσδιορίζεται συνεχώς απ’ έξω, υποκείμενη σε ξένες επιταγές· κι απ’ την άλλη, μια απομακρυσμένη – τουλάχιστον στους γνήσιους αγωνιστές - από την πολιτεία και την (καθημερινή) ζωή, αμέριμνη για κάθε τι αποκλειστικά προσωπικό ύπαρξη, που εμβαθύνει στη μοίρα τής ψυχής (τάς τε γάς υπένερθε), στη γεωμετρία και την αστρονομία, και στην «εξακρίβωση» του πραγματικά Όντος. Ο φιλόσοφος καθίσταται «γελοίος», όταν πρέπη να ασχοληθή, μπροστά σ’ ένα δικαστήριο ή οπουδήποτε αλλού, με τα πρακτικά θέματα. (Κι εδώ βρίσκουμε πάλι την «άκρη» εκείνη, απ’ την οποία και προσλαμβάνεται το σύνολο.) Στα μάτια τού φιλοσόφου είναι όμως, αντίθετα, γελοία η μικρόνοια, με την οποία καυχάται κανείς συνήθως για την «ευγένεια» της περιουσίας ή τής καταγωγής του, τη στιγμή που το αληθινό μέτρο για όλα αυτά αποκτάται μόνο μέσα από μιαν πνευματική ευρύτητα. Στην περίπτωση τώρα που ο φιλόσοφος «ανασύρει» εντελώς έναν άνθρωπο του «άλλου είδους» - ας θυμηθούμε την «παραβολή» τού σπηλαίου στην Πολιτεία - απ’ τον κόσμο τών πρακτικών, νομικών αγώνων (αγώνων για το δίκαιο) «επάνω, στην ερευνητική θεώρηση της ίδιας της δικαιοσύνης και της ίδιας της αδικίας» και «στη θεώρηση της πλήρους ευτυχίας και της δυστυχίας», τότε αντιστρέφεται η σχέση: Είναι ο έχων πρακτική πείρα που αφλογιστεί. Αφού λοιπόν «διέσχισε» τον ανθρώπινο, «πολιτικό» κόσμο αυτή η αντίθεση, ανυψούται τώρα στο έξω- και το υπερ-ανθρώπινο (176 Α), όπου η αντίθεση καλού και κακού εμφανίζεται ως αναγκαία. Το καλό και το κακό έχουν τον κοσμικό τους, τρόπον τινά, τόπο, το κακό σ’ εμάς εδώ τούς θνητούς, το καλό – ή «το δίκαιο», όπως ονομάζεται με έμφαση κατόπιν – εκεί, ως η πραγματική φύση τών θεών. Ο πόθος τού φιλοσόφου αποκτά έτσι την έννοια μιας προσπάθειας «να διαφύγη από εδώ προς τα εκεί», ή μιας προσέγγισης, μιας (προσ)ομοίωσης προς τον Θεό. Oι δυό παραδειγματικές μορφές ζωής (παραδείγματα) τίθενται τελικά άλλη μια φορά η μια απέναντι στην άλλη, απελευθερωμένες όμως τώρα πια απ’ τη «σύγχυση» της ανθρώπινης κρίσης ή γνώμης, εν όψει τής αιωνιότητας: «εδώ», στην αιωνιότητα, το θεϊκό και μακάριο (στοιχείο ή χαρακτήρας), «εκεί», στο γήινο επίπεδο, το μη θεϊκό και «άθλιο». Για να εμφανισθή έτσι η δυνατότητα να «υπολογισθή» και η ευτυχία, ταυτόχρονα με τις αρετές. Η ίδια η ζωή που διαλέγει κανείς, περιέχει ταυτόχρονα με την αδικία και τη δυστυχία, ήδη από εδώ αλλά και μετά τον θάνατο. Όπως υπήρξε λοιπόν η γελοία «αποτυχία» (η «αφλογιστία» μπροστά στο δικαστήριο) του φιλοσόφου η τυχαία, τρόπον τινά, αρχή για να αντιληφθούμε όλο αυτό το «οικοδόμημα», έτσι συνιστά και η γελοία αποτυχία τού πολιτικού εκεί όπου πρέπει να «λογοδοτήση και να δεχθή λογοδοσία» περί τών Αρχών (μπροστά άρα στη «θεωρία»), το αντίστοιχο τέλος, με το οποίο και αφήνουμε πίσω μας το «οικοδόμημα».
Πριν αναρωτηθούμε για τη σημασία αυτού τού Όλου μέσα στο μεγαλύτερο Όλον τού Θεαίτητου, πρέπει να πούμε ότι η συνεχώς παρούσα στο πνεύμα τού Πλάτωνα αντίθεση των δύο «αρχών ζωής», είχε μορφοποιηθή ήδη προηγουμένως σε μεγάλη έκταση μέσα στο έργο του. Η αντίθεση αυτή προσδιορίζει π.χ. εντελώς τη συζήτηση με τον Καλλικλή στον Γοργία. Κορυφώνεται δε κι εκεί ο διάλογος με τον υπολογισμό τής ευτυχίας, και τα λιγοστά λόγια που συνοδεύουν στον Θεαίτητο τη μοίρα τής ψυχής πέρα κι απ’ αυτήν την ζωή, ακούγονται σαν ένας απόηχος του μύθου για το Επέκεινα, με τον οποίον ολοκληρώνει εκεί ο Σωκράτης τον διάλογο. Ακόμα κι η αρχή και το τέλος (της «παρέκβασης») είναι συγκρίσιμα, καθώς η κατηγορία που απευθύνεται στους φιλοσόφους, ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην πρακτική ζωή, απευθύνεται στον Γοργία με σαφή αναφορά στον Σωκράτη εκ μέρους τού Καλλικλή ευθύς εξαρχής (485 D κ.ε.), ενώ βλέπουμε στο τέλος (εκείνου) του Όλου την αδυναμία τού Καλλικλή να συνεχίση να «λογοδοτή». Η ίδια δε αντίθεση, που κυριαρχεί στο τελευταίο μέρος τού Γοργία, συγκροτεί σε μεγάλο βαθμό το όλο οικοδόμημα της Πολιτείας, ξεκινώντας απ’ το 2ο ήδη Βιβλίο, όπου τα δυό γνήσια (ανθρώπινα) αρχέτυπα αντιπαρατίθενται όπως δυό ανδριάντες (361 D), περνώντας κατόπιν στο επεισόδιο του σπηλαίου στο 7ο Βιβλίο, με τον απομακρυσμένο («ξένο») από τα πολιτειακά πράγματα φιλόσοφο, που «γελοιοποιείται» κατά την ενασχόλησή του με τα πράγματα αυτής τής ζωής (517 D), μέχρι και το 10ο Βιβλίο, όπου επανέρχεται ο υπολογισμός τής ευτυχίας, για να κλείση κι εδώ το Όλον με τον μύθο για το Επέκεινα. Στην Πολιτεία ο Πλάτων φαίνεται να παρατηρή, με μιαν ειρωνική μετατροπή τού λόγου του, περισσότερο την εξωτερική επιτυχία – την πολύ αμφίβολη εξωτερική επιτυχία! – του δικαίου, παρά την ενυπάρχουσα σ’ αυτόν ευδαιμονία τού Θεαίτητου· όμως ο δρόμος αυτού που εξασκεί τις αρετές χαρακτηρίζεται κι εκεί ως μια προσέγγιση, κατά το δυνατόν, στον Θεό (613 Β), όπως ακριβώς και στον Θεαίτητο. Πρόκειται λοιπόν γι’ αυτές τις μεγάλες «μορφές» που επανέρχονται, σε μια σύντομη ανακεφαλαίωση, στην «παρέκβαση» του δικού μας εδώ διαλόγου.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου