Συνέχεια από: Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Αθανασία: Εμπειρία και Σύμβολο στ
Του Eric Voegelin
ΙV. Ο δυτικός φιλόσοφος του 20ου αιώνα μ. Χ. βρίσκεται ουσιαστικά στην ίδια θέση με τον Αιγύπτιο στοχαστή του 20ου αιώνα π. Χ.: και οι δυο, τόσο ο φιλόσοφος, όσο και ο συγγραφέας της «Συνομιλίας» είναι ενοχλημένοι από την αταξία της εποχής, και οι δύο ψάχνουν μια πραγματικότητα, η οποία δεν είναι πια ζωντανή στις εικόνες του περιβάλλοντος τους, και οι δυο θέλουν να προστατεύσουν τα σύμβολα από την κατάχρηση στις καθημερινές συζητήσεις. Η σημερινή διαμάχη μεταξύ δογματικής φύσεως στάσεων πίστεως και των επίσης δογματικής φύσεως διαφωνιών ως προς αυτές, είναι εντελώς αντίθετη προς το πρώτο μέρος της «Συνομιλίας», που βασίζεται στην έκθεση επιχειρημάτων. Και ο σημερινός φιλόσοφος, κατά την αναζήτηση της αλήθειας, πρέπει να αντιμετωπίσει τις ίδιες αντιλήψεις και επιχειρηματολογίες, που για τον πριν τέσσερις χιλιάδες προκάτοχο του, ήταν έκφραση ενός ελλειμματικού τρόπου ύπαρξης.
Βασιζόμενοι στους παραλληλισμούς αυτούς, μπορούμε να θέσουμε δυο κανόνες για τον φιλόσοφο. Από τη μια, δεν του επιτρέπεται να πάρει το μέρος των πιστών, και ιδιαιτέρως, δεν του επιτρέπεται να παρασυρθεί, και να εξετάσει το δογματικό ερώτημα, αν ο άνθρωπος, η ψυχή του, είναι αθάνατος ή όχι.
Γιατί η δογματικής φύσεως επιχειρηματολογία κάνει τα σύμβολα οντότητες: και εάν συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή, εμπλέκεται σε μια πλάνη, που ο Whitehead ονόμασε fallacy of misplaced concreteness (εσφαλμένη τοποθέτηση της άμεσης εμπειρίας σε αφαιρέσεις). Δεν του επιτρέπεται όμως και να πάρει το μέρος εκείνων που έχουν ενστάσεις, και αρνούνται τις δηλώσεις περί Θεού, ψυχής και αθανασίας, γιατί οι δηλώσεις αυτές, δεν μπορούν να επαληθευθούν ή να διαψευσθούν, όπως οι δηλώσεις για τα αντικείμενα της αισθητηριακής αντίληψης. Το επιχείρημα αυτό όμως είναι χωρίς νόημα, γιατί κανείς δεν ισχυρίζεται πως οι δογματικής φύσεως δηλώσεις αναφέρονται στον εξωτερικό κόσμο. Η αναδυόμενη ένσταση προκύπτει από την εσφαλμένη παραδοχή, ότι η δογματικής φύσεως αλήθεια δεν προκύπτει από κάτι, αλλά είναι πηγαία. Έτσι λοιπόν, ο φιλόσοφος ευρισκόμενος πάνω στο στενό μονοπάτι των αντιπάλων, πρέπει νάχει στη συνείδηση του τη διανοητική και υπαρξιακή προσφορά τους. Πρέπει να παραδεχθεί πως αυτός που εκφράζει την ένσταση έχει ένα διανοητικό πλεονέκτημα, γιατί δεν υπέπεσε στο σφάλμα των πιστών, που εργάζονται με υποστασιοποιημένα σύμβολα. Πρέπει να παραδεχθεί στον πιστό ένα υπαρξιακό πλεονέκτημα, καθώς ο αντίπαλος πληρώνει την τιμή για την διανοητική καθαρότητα, με το να αρνείται εξολοκλήρου την αλήθεια, ενώ ο πιστός διατηρεί την βιωμένη αλήθεια, έστω με την βασισμένη στη διδασκαλία παραγωγή της. Το προσεγμένο αυτό στάθμισμα δε επιτρέπεται να εκφυλισθεί σε συναισθηματική καταδίκη ή αναποφασιστικότητα. Ο φιλόσοφος δεν επιτρέπεται να καταδικάζει-γιατί η ένταση μεταξύ πίστεως και διάνοιας, η σύμπλεξη και η σύγκρουση τους μέσα στον χρόνο, είναι ένα μυστήριο. Δεν γνωρίζει (ο φιλόσοφος), αν ο παραδοσιακός, ο οποίος ομολογεί την αλήθεια με τη μορφή διδασκαλίας, είναι πιο απομακρυσμένος από την αλήθεια σε σχέση με τον διανοούμενο αντίπαλο, ο οποίος την αρνείται, λόγω του δογματικού της χαρακτήρα. Μόνο ο Θεός γνωρίζει, ποιος είναι πιο κοντά στο τέλος, που είναι η αρχή. Στον φιλόσοφο όμως δεν επιτρέπεται να παραμείνει για τον λόγο αυτό αναποφάσιστος, επειδή δεν μπορεί να κατανοήσει το μυστήριο- καθώς όσο μακριά μπορεί να δει εντός της περιορισμένης ανθρώπινης κατανόησης του, εκεί κινείται και ο αντίπαλος, που δεν είναι πια σε θέση να ιχνηλατήσει μια αδιάσπαστη πραγματικότητα πίσω από τις σπασμένες εικόνες, στο ίδιο ελλειμματικό επίπεδο ύπαρξης όπως και ο παραδοσιακός, ο οποίος-ίσως απελπισμένος-πιστεύει ότι η θρυμματισμένη του εικόνα είναι ολόκληρη. Η αναποφασιστικότητα θα έδινε στον φιλόσοφο μέσα στην συνομιλία τον ρόλο της ψυχής, αν και του έχει δοθεί να παίζει το κομμάτι του ανθρώπου.
Ο φιλόσοφος κινείται μέσα στο άρτι σκιαγραφημένο πεδίο εντάσεων. Τώρα πρέπει να περιγράψουμε τις ιδιότητες του πεδίου αυτού, ως προς την έκταση και τη δομή. Ως προς την έκταση, ο Πλάτων είχε διατυπώσει την αρχή, πως η κοινωνία είναι ο άνθρωπος γραμμένος με κεφαλαίο (Πολιτεία, ΙΙ, 368D)-μια αρχή, στην οποία πρέπει να προστεθεί η ιστορία. Η κοινωνία και η ιστορία είναι ο άνθρωπος γραμμένος με κεφαλαίο. Το πεδίο λοιπόν δεν περιορίζεται στον άνθρωπο ως άτομο, αλλά περιλαμβάνει την πολλαπλότητα των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία και την ιστορία: γιατί οι εντάσεις, τις οποίες βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην ύπαρξη του, τις αναγνωρίζει ως δομές σε άλλες περιοχές του πεδίου. Ως προς τη δομή του πεδίου μπορούμε να διακρίνουμε δυο ουσιαστικές διαστάσεις. Κατά πρώτον είναι η ένταση μεταξύ της ύπαρξης εν αληθεία και των ελλειμματικών τρόπων ύπαρξης. Αυτή είναι μια ένταση μέσα στην οποία ο φιλοσοφος ζει και κινείται. Γι’ αυτόν η αλήθεια δεν είναι ένα κομμάτι πληροφορίας, την οποία παρέβλεψαν οι σύγχρονοι του, αλλά είναι ένας πόλος μέσα στην ένταση μεταξύ τάξεως και αταξίας, μεταξύ πραγματικότητας και απώλειας της πραγματικότητας, που ο ίδιος βιώνει. Η ύπαρξη του περιλαμβάνει τόσο την αταξία, που τον απωθεί, όσο και την τάξη, η οποία τον ελκύει. Κατά δεύτερον, υπάρχουν οι εντάσεις στο επίπεδο της ελλειμματικής ύπαρξης. Όταν η πραγματικότητα της αληθείας πέφτει στην δια της παραδόσεως επιβεβλημένη πίστη στα σύμβολα, το σκηνικό είναι ελεύθερο για την άνοδο της απιστίας και των δικαιολογημένων ενστάσεων ως προς την πίστη. Γιατί όταν η πίστη χάνει την επαφή με την βιωμένη αλήθεια, δεν προκαλεί μόνο τα αντίθετα επιχειρήματα, αλλά βοηθά και τους αντιπάλους, δημιουργώντας ένα πεδίο δογματικής φύσεως (doktrinär), μέσα στο οποίο η ένσταση μπορεί να είναι κοινωνικά επιδραστική. Αυτού του είδους τις εντάσεις, δηλαδή τη δυναμική πίστεως και απιστίας, τις ονομάζει υποπεδίο δογματικής υπάρξεως. Το θέμα του φιλοσόφου όμως δεν είναι το ένα ή το άλλο μέρος του πεδίου, αλλά το πεδίο ως όλο μέσα στην πλήρη του έκταση και με όλες τις διαστάσεις της δομής του, γιατί αν δεν πρόσεχε τα σημεία προσανατολισμού, θα έχανε την κατεύθυνση της η αναζήτηση του. Πρέπει δε να αντισταθεί ιδιαιτέρως στον επαγγελματικό πειρασμό, να πάρει θέση ως προς τον πόλο της έντασης, ο οποίος τον προσελκύει. Αν άρχιζε να διδάσκει περί της υπάρξεως της αληθείας, σαν να ήταν ένα απόλυτο αντικείμενο στην κατοχή του, αυτό θα ήταν ένα ολίσθημα προς την δογματική ύπαρξη.
Αν και ο συγγραφέας της «Συνομιλίας» και ο σύγχρονος φιλόσοφος κινούνται στο ίδιο είδος πεδίου, τα πεδία τους έχουν συγκεκριμένες διαφορές, γιατί στο αιγυπτιακό πεδίο, το θέμα της ιστορίας είναι παρόν με ένα συμπυκνωμένο τρόπο, ενώ στο μοντέρνο δυτικό πεδίο, κατέστη για τον φιλόσοφο, όπως και για τον πιστό και τον αντίπαλο, ένα συγκεκριμένο θέμα. Καταπιάνομαι κατά πρώτον με το θέμα της ιστορίας, όπως τίθεται στο υπό-πεδίο της δογματικής υπάρξεως.
Στην μοντέρνα παραλλαγή του υπό-πεδίου συναντούμε μια κλάση συμβόλων-των λεγόμενων ιδεολογικών ενστάσεων έναντι της δογματικής πίστεως-για τα οποία δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στο αιγυπτιακό πεδίο. Η εκπληκτική τους επιτυχία στην κοινωνία μας μπορεί να εξηγηθεί μόνο εάν ξεκινήσουμε με τον κανόνα, πως η δογματική πίστη είναι μια προ-μορφή της ιδεολογικής επιχειρηματολογίας, και με τον τρόπο αυτό κάνει την κοινωνία δεκτική ως προς αυτήν (την ιδεολογική επιχειρηματολογία). Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για την ανάλυση επιλέγω το χαρακτηριστικό κομμάτι του μοντέρνου αντιπάλου: «Η εμπειρία είναι μια ψευδαίσθηση».
Κατ’ αρχάς η διανοητική δομή της ένστασης: Η δήλωση είναι ένα παράδειγμα συγκεχυμένης σκέψης, που είναι συνηθισμένη στην καθομιλουμένη. Αν διατύπωνε κανείς προσεκτικά, θα έπρεπε να πει, πως η εμπειρία δεν είναι ποτέ μια ψευδαίσθηση, αλλά πάντοτε μια πραγματικότητα. Το κατηγόρημα ψευδαίσθηση δε θα έπρεπε να εφαρμόζεται πάνω στην εμπειρία, αλλά στο περιεχόμενο της, αν αυτό έχει ένα ψευδαισθητικό χαρακτήρα. Από μόνη της η εσφαλμένη διατύπωση αξίζει τόση προσοχή, όση είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η παρεξήγηση. Μέσα στη συνάφεια της ιδεολογικής πολεμικής, η μεταφορά του κατηγορήματος με λεπτό τρόπο, χρησιμοποιείται ακριβώς για τον σκοπό αυτό, για να προκαλέσει μια παρεξήγηση. Δηλαδή, πως ο εσφαλμένα διατυπωμένος μετωπικός ισχυρισμός μεταφέρει από μόνος του το νόημα του ισχυρισμού που βρίσκεται στο υπόβαθρο. Η μεταφορά αυτή αποσπά την προσοχή από την ανέκφραστη προϋπόθεση. Το αποτέλεσμα είναι μια ανόητη δήλωση, η οποία σκοπό έχει να προλάβει την ερώτηση, εάν ένα πιθανό νόημα στο υπόστρωμα, έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση πραγματικά κάποιο νόημα. Θέλουμε λοιπόν να σπάσουμε το tabu και να θέσουμε την ερώτηση, την οποία κανονικά δε θα έπρεπε να θέσουμε: τι σημαίνει όταν το περιεχόμενο μιας εμπειρίας χαρακτηρίζεται ως ψευδαίσθηση; Μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα: είτε-κατά βάση: το αντικείμενο του οποίου ένα υποκείμενο έχει την εμπειρία, δεν υπάρχει· είτε-σε χαμηλότερο επίπεδο: το αντικείμενο υπάρχει, αλλά με μια πιο προσεκτική παρατήρηση παρουσιάζει άλλα χαρακτηριστικά από το αντικείμενο εμπειρίας. Και στις δυο περιπτώσεις η κρίση στηρίζεται, καθώς πρόκειται περί ψευδαίσθησης, σε ελεγκτικές εμπειρίες του πιθανώς ή πραγματικώς παρόντος αντικειμένου εκτός της εμπειρίας. Με αυτή την παρατήρηση γίνεται ορατός ο λόγος-ή τουλάχιστον ένας από τους λόγους-γιατί ένα πιθανό νόημα πρέπει να παραμείνει σκοτεινό στο παρασκήνιο. Γιατί η κρίση, ότι πρόκειται περί ψευδαίσθησης, μπορεί να αναφέρεται μόνο σε εμπειρίες με πραγματικά αντικείμενα, και όχι σε συμμετοχικές εμπειρίες με μη αντικειμενική πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται το καλυμμένο στο παρασκήνιο νόημα, όταν εκφράζεται, ως ανοησία ίδια με αυτήν στο προσκήνιο.
Το διανοητικό σφάλμα-αν και χρειαζόμαστε ολόκληρο κεφάλαιο για να το ανιχνεύσουμε-είναι υπερβολικά προφανές, ώστε η δήλωση να μπορεί να έχει κάποια μακρά διάρκεια σε ένα κριτικό περιβάλλον. Για να εξηγήσουμε την κοινωνική της επίδραση μέσα στην πολεμική, πρέπει να εισαγάγουμε τον παράγοντα της υπαρξιακής συμφωνίας. Αποφασιστικής σημασίας για την συμφωνία αυτή είναι κατά πρώτον η γενική διάθεση της κοινωνίας μας, να σκέφτεται δογματικά (αν σκέψη είναι η σωστή λέξη γι’ αυτό). Γιατί το επιχείρημα του αντιπάλου, ότι παίρνει κυριολεκτικά το δόγμα του πιστού, καθίσταται πηγή της αξιοπιστίας του, σε μια ως επί τω πλείστον δογματική κοινωνία το διανοητικό σφάλμα, το οποίο θα έπρεπε να καθιστά αναξιόπιστο το επιχείρημα. Αυτή η γενική διάθεση όμως, είναι χαρακτηριστική και για άλλους πολιτισμούς και περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Κατά την αναζήτηση συγκεκριμένων αιτίων για τη συμφωνία, πρέπει να δούμε το συγκεκριμένο μοντέρνο περιβάλλον γλώσσας και γνώμης της Δύσεως, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια δυο αιώνων διαποτισμένων με ιδεολογίες.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου