Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Περί Θειας και Θεοποιού Μεθέξεως ή περί τής Θείας και Υπερφυούς απλότητος (2)

Πηγή αρχαίου κειμένου: ΕΠΕ τ. 3 κεφ. 41. Σελ. 212-219.

Συνέχεια από Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024               

11. Δεν σου φαίνεται άραγε ότι η τόσον μεγάλη διαφορά μεθέξεως είναι ικανή να μας παραστήσει άκτιστον τήν μέθεξιν των θείως ζώντων, ακόμη καί αν δεν έλεγε ο Παύλος, «δεν ζω δε εγώ πλέον, αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός», ακόμη καί αν δεν έλεγε επίσης ο Μάξιμος περί αυτού καί των συμφώνων με αυτόν ότι «δέν φέρουν μέσα των (εν ευατοίς) την χρονικήν ζωήν τήν έχουσαν αρχήν καί τέλος, αλλά τήν θείαν καί αΐδιον ζωήν του ενοικήσαντος Λόγου», καί πάλιν, «η θεία και ακατάληπτος ζωή, αν και δίδει απόλαυσιν εαυτής εις τους μέλλοντας να μετάσχουν κατά χάριν, αλλά δέν δίδει κατάληψιν, διότι μένει πάντοτε καί κατά τήν μέθεξιν των απολαυόντων αυτής ακατάληπτος, καθ' όσον ώς άκτιστος έχει κατά φύσιν την απειρίαν», καί πάλιν, «δωρίζοντος τήν αγένητον θέωσιν ώς μισθόν εις τούς πιστούς του»; Αγένητον θέωσιν λέγει «την κατ' είδος ενυπόστατον έλλαμψιν η οποια δεν έχει γένεσιν, αλλ' ακατάληπτον φανέρωσιν εις τους αξίους»48

12. Ο δε μέγας Αθανάσιος λέγει, «από το ότι λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού καί μέτοχοι Θεού δεικνύεται
ότι το εις ημάς χρίσμα καί η σφραγίς δέν είναι τής φύσεως τών γενητών»· καί πάλιν, «αυτή είναι η φιλανθρωπία τού Θεού, ότι εκείνων των οποίων είναι ποιητής γίνεται καί πατήρ κατά χάριν, γίνεται δε όταν οι κτιστοί άνθρωποι λάβουν εις τας καρδίας των τό πνεύμα τού Υιού κράζον, Αββά ό Πατήρ, δεν είναι δε δυνατόν να γίνουν άλλως υιοί τού Πατρός, αφού φύσει (από τη φύση τους) είναι κτίσματα, παρά μόνον αν υποδεχθούν το Πνεύμα τού φύσει αληθινού Υιού του Θεού. Διά τούτο ό Λόγος έγινε σάρξ, δια να καταστήση δεκτικόν θεότητος τό ανθρώπινον»· καί πάλιν, «όπως πρός τούς Αποστόλους εδόθη η επαγγελία περί τού Πνεύματος καί τής δυνάμεως τού υψίστου, ούτω και προς την Παρθένον». Και ο μέγας Βασίλειος τονίζει ότι πρέπει κανείς «να γίνη κοινωνός τής χάριτος τού Χριστού διά τού άγιου Πνεύματος, νά καταστή τέκνον φωτός, νά μετάσχη αϊδίου δόξης»· καί πάλιν, «τό κινηθέν από άγιον Πνεύμα εις αΐδιον κίνησιν έγινεν άγιον ζώον. Έλαβε δε ο άνθρωπος, εισοικισθέντος εις αυτόν τό πνεύμα, αξίαν προφήτου, αποστόλου, αγγέλου, Θεού, ενώ προηγουμένως ήτο γή καί σκόνη». Καί πάλιν, «ο λαβών το δουλικόν στοιχείον δέν καθίσταται από δούλου υιός, ούτε λαμβάνει τό δικαίωμα νά καλή τόν Θεόν πατέρα διά τόν λόγον ότι μετέσχε τού δούλου». Καί πάλιν, «μετέχουν τού δημιουργού (Θεού) τα κατ’ εικόνα, καθιστάμενα ικανά πρός τούτο διά τού πνεύματος». Διότι είναι μέν άθλια όλα τα ποιήματα τού Θεού καί υπολείπονται τής δόξης τού δημιουργού κατά τήν κτιστήν φύσιν, εάν δέν μετέχουν τής θεότητος, αλλ’ ο λόγος περί Θεού είναι ανάξιος, αν αυτός εγκαταλείπει τήν κτίσιν γυμνήν τρόπον τινά και έρημον εαυτού. Αλλ’ ούτε η κτίσις είναι τόσον άθλια ούτε ο Θεός τόσον αδύνατος, ώστε να μην αποστέλλη πρός τα ποιήματα τήν αγίαν χάριν». Καί επίσης, «καινή γίνεται πάλιν η κτίσις μεταλαμβάνουσα τού Πνεύματος, μέ τού οποίου τήν στέρησιν είχε παλαιωθή», διότι η τωρινή ανακαίνωσις καί ανασυγκρότησις ανταποκρίνεται εις την κατ' αρχήν καινότης. Ενεφύσησε λοιπόν καί απετύπωσεν όχι κάποιος άλλος, διάφορος από τον εις τήν αρχήν εμφυσήσαντα, αλλ’ αύτός, διά τού οποόου ο Θεός έδωσε τήν εμφύσησιν, τότε μέν μετά ψυχής, τώρα δέ είς ψυχήν». Ο δε Χρυσόστομος πατήρ, εξυμνών την χάριν του θείου βαπτίσματος, λέγει, «τότε μεν ο άνθρωπος έγινεν είς ψυχήν ζώσαν, τώρα δέ είς πνεύμα ζωοποιόν. Είναι δέ μεγάλη η μεταξύ των δύο διαφορά· διότι η μέν ψυχή δέν παρέχει ζωήν σ' άλλο ον, τό δέ Πνεύμα δέν ζη μόνον αυτό, αλλά και σ' άλλα παρέχει ταύτην. Έτσι λοιπόν καί νεκρούς ανέστησαν οι Απόστολοι».

13. Ταυτα εκθέτει λεπτομερέστερα καί ο θείος Κύριλλος, ανατρέπων καί εκείνους οι οποίοι λέγουν ότι τό θείον εμφύσημα κατέστη ψυχή του άνθρώπου. Συνοψίζων αυτός τα επιχειρήματα λέγει, «το εμφυσηθέν από αυτόν οπωσδήποτε νοείται ότι είναι καί ίδιον αυτού, δηλαδή από την ουσίαν του. Τότε πώς είναι δυνατόν το εκ του Θεού Πνεύμα νά μεταθληθή εις φύσιν ψυχής; «Επομένως», συνεχίζει, «τό μέν ζώον εψυχώθη κατά άρρητον δύναμιν Θεού, καί με την προς αυτόν ομοίωσιν έγινεν ό,τι εκ φύσεως προωρίζετο να είναι, αγαθόν καί δίκαιον καί δεκτικόν πάσης αρετής. Ηγιάσθη δέ αφού απεδείχθη μέτοχον του θείου Πνεύματος, τό οποίον καί απέβαλε λόγω τής αμαρτίας»Που είναι οι λέγοντες κτιστήν καί φυσικήν μίμησιν τήν θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος, αλλ’ όχι θείαν καί απόρρητον καί απορρήτως πραγματοποιουμένην ενέργειαν; Καί μάλιστα, ενώ ο άγιος Μάξιμος λέγει, «υφιστάμεθα τήν θέωσιν ως υπερφυσικόν γεγονός, αλλά, δεν ποιοίμεν (πράττομεν) αυτήν». Καί πάλιν, «δέν υπάρχει τίποτε το φυσικόν τό οποίον πράττει τήν θέωσιν».

14.
 Αλλ’ έπανελθόντες εκεί άπό όπου, εκάμαμεν τήν παρέκβασιν, θά συνεχίσουμε τήν διαπραγμάτευσιν του θέματος. Δεν ύπάρχει λοιπόν τίποτε το οποίον να μας εμποδίζη να λέγουμε ακόμη ότι, όπως «κανείς δεν είναι άγαθός παρά μόνον είς, ο Θεός», έτσι τίποτε δεν μετέχει του Θεου παρά μόνον οί άγαθοί εκ των αγγέλων και οι εκ των ανθρώπων δεχθέντες μυστικώς πάλιν το θείον εμφύσημα, το οποίον είς τήν αρχήν απεμακρύνθη από τον Αδάμ λόγω της αθετήσεως του θείου προστάγματος. Ευχαρίστως θα ρωτούσα τον αρνούμενον την γνώμην· άραγε δεν είναι αναγκαιον το μέλλον να μετάσχει κάποιου άλλου, να προϋπάρχει τής μεθέξεως αυτου και καθ’ έαυτό να είναι κάτι προηγούμενον; Τα ζώντα επομένως διά μετοχής τού Θεού αισθητικώς ή λογικώς ή νοερώς, ποιαν αίσθησιν ή λόγον ή νουν θα κατείχον, αν δεν ειχαν ακόμη μετάσχει του Θεού; Θά μπορούσε να πει κανείς ότι εκείνα έχουν τό είναι, εις το οποιον οι δυνάμεις αυτές προσετέθησαν. Αλλ’ όμως καί τούτο, τό είναι, έχουν διά μεθέξεως του Θεου. Άρα είναι φανερόν ότι ταύτα δέν μετέχουν του Θεού κατ’ άκρίβειαν, αλλά λέγεται ότι μετέχουν ως άποτελέσματα τής δημιουργικής εκείνου ενεργείας και δυνάμεως, όπως θα ήταν δυνατόν να λεχθεί ότι καί όλα τα τεχνητά κατ’ αμυδράν απήχησιν μετέχουν τής διανοίας του τεχνίτου, ενώ είναι τελείως άμοιρα ενεργούς διανοίας.

15. Oί δε άγιοι, έχοντες προϋποκειμένην την κτιστήν φύσιν προσαποκτούν επάνω εις αύτήν την υπερφυά και θείαν μετοχήν, όχι όπως προσαποκτούν την τέχνην τα παράγωγά της, αλλ’ όπως όσοι αναλαμβάνουν καί δέχονται την έπιστήμην, «πάντοτε μεν συμπαρούσαν, ενεργεία δε εκδηλουμένη όταν χρειάζεται», σύμφωνα με τους διάφορες ιδέες των χαρισμάτων του Πνεύματος. «Καί όπως είναι ο μέσα μας (ο εν ημίν) λόγος», λέγει, «έτσι είναι καί το πνεύμα μέσα μας· άλλοτε μέν είναι ο ίδιος ο εγκάρδιος, όταν το Πνευμα συμμαρτυρεί με το πνεύμα μας, καί όταν κράζη στις καρδίαις μας, αββά ο πατήρ, άλλοτε δε είναι ως ο προφερόμενος με την γλώσσαν. Διότι δεν είσθε σεις οι ομιλούντες, λέγει αυτός ο οποίος δίδει την σναντίρρητον σοφίαν, αλλά το Πνεύμα τού Πατρός υμών το λαλούν μέσα σας». Αλλά θα μπορούσε έπίσης να νοηθεί ως εν όλον σε μέρη, συνεχίζει, κατά την διανομήν των χαρισμάτων. Διά τούτο και 'όλοι είμεθα μέλη αλλήλων'». Επιπλέον δε «καί όπως είναι η δύναμις της οράσεως στον υγιή οφθαλμόν, έτσι και η ενέργεια του πνεύματος είς τήν καθαρμένην ψυχήν
». Δια τούτο ο ίδιος ονομάζει απόρροιαν του Πνεύματος τον εξ αυτού φωτισμόν. «Οπως δηλαδή», λέγει, «τα παρακείμενα στα ανθηρά χρώματα χρωματίζονται καί αυτά από την περιρρέουσαν αυγήν, έτσι ο εναργώς ενατενίσας εις το Πνεύμα μεταμορφώνεται κάπως από την δόξαν εκείνου προς το φωτεινότερον, καταλαμπόμενος διά της εκ του πνεύματος αληθείας σαν από κάποιο φως». Ο δε Γρηγόριος, ο επώνυμος της θεολογίας, αφού απερίθμησε τα συμβάντα στην αδελφήν του Γοργονίαν, όταν απεδήμησε, καί είπε, «γνωρίζω καλώς ότι τα τώρα παρόντα σου είναι ανώτερα καί πολυτιμότερα από τα βλεπόμενα, ήχος εορταστών, χορός αγγέλων, παράταξις ουρανία, θεωρία δόξης, καί της άλλης καί της υψίστης Τριάδος, έλλαμψις καθαρωτέρα καί τελειότερα, καθώς αστράπτει στις ψυχές μας με όλον το φώς τής θεότητος», αφού λοιπόν είπε ταύτα απευθυνόμενος προς αυτήν, έπειτα συνεχίζων τόν λόγον καί συνοψίζων λέγει, «απολαύεις όλων εκείνων, των οποίων είχες τας απορροίας ακόμη καί όταν ήσουν επί της γής λόγω τής γνήσιας ροπής πρός αυτά». Τοιαύτη είναι πράγματι η φύσις τής απορροίας, καί όταν μεταδίδεται, να μένει αχώριστος από τόν μεταδίδοντα, ο οποίος δεν ύφίσταται ούτε τήν παραμικράν μείωσιν διά τής μεταδόσεως. Πώς θα μπορούσε νά πάθει κάτι παρόμοιον το φώς λόγω της ακτίνος ή πάλιν η ακτίνα λόγω της αυγής;

16. Καί μη μου φέρεις είς την μέσην τας υλικάς απορροίας· αλλά αφού καθαρίσεις πρός αυτήν πασαν επισκοτίζουσαν σημασίαν, τότε εξέτασε κατά δύναμιν τον τρόπον τής πρός τούς αξίους χορηγίας τού Πνεύματος. Πώς ελλάμπει κατ’ άπόρρητον τρόπον εμφανώς είς όλους τους αξίους; «Όπως ακτινοβολίες», λέγει, «φωτίζοντας ένα νέφος τα κάμνουν να λάμπει καθιστώντας χρυσοειδή την όψιν του». Σκέψου καί τις νεφέλες ταύτες, τα σκεύη τού φωτός, οι όποιοι έχουν θείαν αίσθησιν τού φωτός εκείνου καί ως οφθαλμοί κατάλληλοι έχουν εκ φύσεως τήν ιδιότητα διά της μεταλήψεως τού φωτός να καθίστανται παραπλήσιον φώς καί να χρησιμοποιούν τοιούτο φώς. Έτσι λοιπόν κυρίως μόνον οι άγιοι μετέχουν του Θεού, γινόμενοι ένθεοι και θεοειδείς· μή μετέχοντες μόνον, αλλά και μεταδίδοντες, καί μή λαμβάνοντες γνώσιν μόνον των γεγονότων, αλλά γνωρίζοντες και μερικά εκ των μη παραχθέντων εκ μή όντος, καί μή ζώντες μόνον, αλλά καί ζωοποιούντες, ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κτιστήν δύναμιν. Πρέπει όμως μετά την απόδειξιν τής αληθείας να ακούωμεν καί τούς κήρυκες τής άληθείας, οι οποίοι λέγουν ότι μόνον οί άγιοι μετέχουν του Θεού
· διότι τούτους προβάλλομεν εμείς πάντοτε ως μάρτυρες τής αληθείας.

17. Λέγει πράγματι ο μέγας Βασίλειος. «Μόνον λοιπόν, αφού ο άνθρωπος καθαρθεί από το αίσχος το οποίον του έχει αποτυπωθή δια της κακίας και επανέλθει προς το φυσικόν κάλλος και αποδώσει πάλιν την αρχαίαν μορφήν ως σε βασιλικόν άγαλμα, τότε μόνον είναι δυνατόν νά προσεγγίσει τον παράκλητον»· καί πάλιν, «τό Πνεύμα το άγιον είναι απρόσιτον μέν κατά τήν φύσιν, χωρητόν δέ λόγω άγαθότητος· γεμίζει μέν τα πάντα διά τής δυνάμεως, είναι δέ μεθεκτόν μόνον από τούς άξιους, μή μετεχόμενον μέ ενιαίον μέτρον, αλλά κατανέμον τήν ένέργειαν κατά τήν αναλογίαν τής πίστεως»· καί πάλιν, «το αχώρητον λοιπόν στον κόσμον, θεωρητόν δέ μόνον από τους άγιους λόγω καθαρότητος καρδίας, τί πρέπει να νομίζεται ή ποίες τιμές είναι δυνατόν νά είναι σύμμετρες προς αυτό»; Καί πάλιν, «ο Κύριος, αφού διά των διδαγμάτων του προέβαλεν στούς μαθητές του καθαρότητα ζωής, τώρα πλέον τούς καθιστά καί εποπτικούς καί θεωρητικούς τοΰ πνεύματος»
· καί πάλιν, «οί καταπατούντες τα γήινα καί γενόμενοι υπεράνω αύτών έχουν αποδειχθεί μάρτυρες τής δωρεάς τοα αγίου Πνεύματος».

18. Δια να σου παραστήσωμεν δε καί παραδειγματικώς δι' αμυδράς εικόνος τήν διαφοράν τών μεθέξεων τούτων, μετέχει βέβαια του πυρός η πηλίνη χύτρα διασώζουσα ίχνη του πυρός καί όταν εξαχθή από την κάμινον προς χρήσιν. Πράγματι το ερυθροειδές του χρώματος, καθώς καί τό εξαιρετικώς ξηρόν και στερεόν τής ύλης προέρχονται κατ’ ευθείαν από το πυρ καθ όσον αφού εξαντληθή από εκεί το υγρόν καί φαγωθή από το πυρ και δια της καύσεως αμαυρωθή, τότε συμπλέκεται το ξανθόν του πυρός με τήν φυσικήν λευκότητα του γεώδους, έτσι δέ από την ανάμιξιν του ξανθού καί λευκού καί μέλανος, καθώς πυρώνεται καί φυραται, αποκτά τήν βαφήν, τό χαλαρόν τής γεώδους ύλης σφίγγεται καθώς κλείονται οι εις το βάθος πόροι από τήν βίαν του πυρός, ώστε να μην επιτρέπει πλέον διείσδυσιν εις το παχυμερές ύδωρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καί περιρρεόμενον εις τό εξής με ύδωρ είναι αδιάλυτον λόγω τής σκληρότητας. Αλλά είναι επίσης έλαφρότερον καί θερμότερον από ισόμετρον λίθον καί χώμα, ιδιότητες τις όποιας προσέλαβεν οπωσδήποτε από το πύρ. Μετέχει λοιπόν τό πήλινον του πυρός καί ευρισκόμενον εις χρήσιν πλέον· αλλά μετέχει καί όταν ευρίσκεται εις την καιομένην κάμινον καί είναι πυρακτωμένον, καθώς είναι συνημμένον με το πυρ. Αλλά τότε μεν δεν μετέχει μόνον των αποτελεσμάτων, αλλά καί όλων σχεδόν των ενεργειών του πυρός καί δεν στερείται τής θερμότητος καί καυστικής δυνάμεως. Δύναται δέ να μεταδώση και την ενέργειαν, τής οποίας μεταλαμβάνει αυτό, σε καθε πλησιάζον, αν αυτό είναι επιτήδειον προς μετάληψιν, μολονότι έχει αμετάβλητον τήν φύσιν και κατ’ αύτήν είναι χώμα. Το μεταφερθέν όμως έξω από τήν κάμινον δοχείον προς χρήσιν, των μέν αποτελεσμάτων τής ένεργείας του πυρός μετέχει, των δε ενεργειών όχι πλέον τώρα.

19. Συνάγων λοιπόν από τα σκεύη τα χρήσιμα δι' εξέτασιν του προκειμένου, κατανόησε ότι η μέν φυσική ζωή και ύπαρξις, η γνώσις καί τα παρόμοια είναι αποτελέσματα των θείων ενεργειών, όχι δέ κυρίως ενέργειες. Των δέ πραγματικά ζώντων κατά τρόπον θείον  και υπερφυώς η ένθεος ζωή καί χάρις είναι ενέργεια αληθώς θεία καί υπερφυής, κατά τήν οποίαν πραγματοποιείται ένωσις του Θεού και των αξίων του Θεού. Υπάρχουν βεβαίως και αποτελέσματα των θείων ενεργειών κτιστά, αλλά δεν είναι κυριολογικώς ενέργειες όσα παρήχθησαν εκ μη όντων δια δημιουργικού προστάγματος. Αφού όμως εις τούς άξιους κατά τήν έπαγγελίαν έκαμε μονήν ο Κύριος μετά του Πατρός, τα εγγινόμενα εις τούς θεοφόρους δέν τελούνται διά δημιουργικού προστάγματος, αλλά δια θείας ενώσεως καί ενοικήσεως Θεού, δια θεουργικής δυνάμεως καί χάριτος μεταδίδοντος εις τούς συνημμένους με αύτόν άπό τά έκ φύσεως προσόντα του. Αρα οι άγιοι μετέχουν αγγελομιμήτως καί αγγελοπρεπώς όχι μόνον των αποτελεσμάτων, αλλά καί αυτών των ενεργειών του Θεού. Ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι η διαφορά μεταξύ αγγέλων καί άγιου Πνεύματος είναι αυτή, «ότι εις αυτό μέν υπάρχει φύσει η αγιωσύνη, σ' αύτούς δέ υπάρχει εκ μετουσίας τό αγιάζεσθαι».

20. Έτσι θα λάμψουν οι δίκαιοι, όπως έλαμψεν ο Κύριος εις τό όρος, καί θα λάβουν βασιλείαν όχι κτιστήν ούτε γενικώς άλλην, παρά τήν αυτήν με εκείνον. Έτσι και εδώ εις τον Παύλον ζή και ομιλεί ό Χριστός, αν και αυτός ο οποίος ζούσε καί ομιλούσε ήτο ο Παύλος. Έτσι θανατώνει καί ζωογονεί ο Πέτρος, μολονότι ο Θεός είναι ο μόνος θανατώνων καί ζωογονών. Έτσι μαζί με αυτόν ο Ιάκωβος καί ο Ιωάννης βλέπουν το άνέσπερον καί σδιάπτωτον φώς με σωματικούς οφθαλμούς εις το όρος. Τούτο περιέλαμψεν αργότερα καί τον Παύλον καί αμαύρωσε τήν οπτικήν αίσθησιν αυτού, η οποία δεν άντεξε στήν υπερβολικήν λαμπρότητα, διότι η φύσις τής σαρκός δέν χωρεί τήν δύναμιν τού φωτός εκείνου. Έτσι ο Στέφανος από τήν γην βλέπει εις τόν ούρανόν, ζών ακόμη σωματικώς. Χορηγία του άγιου Πνεύματος γίνεται και δι’ αφής σωματικών χειρών, μεταδίδουσα εις τόν γνησίως και αληθώς προσεγγίζοντα θείαν ενέργειαν καί χάριν, η οποία γίνεται μεταδόσιμος πάλιν εις άλλον διά τούτου, καί δι’ αυτού πάλιν είς άλλον, καί προχωρεί διαδοχικώς επεκτεινομένη είς όλον τόν κόσμον. 

Ω, Μονογενή Λόγε του Θεού, ποίος θα υμνήσει αξίως την δύναμιν της επί γής παρουσίας σου; Πράγματι το θείον θυσιαστήριον δεν ανάπτεται ποτέ με ξένον καί γήϊνον πυρ, αλλά με κατ’ άλλον τρόπον ξένον καί ουράνιον, κατά τον οποίον με την διάδοσιν διατηρείται άσβεστον το πυρ, το οποίον ήλθες να βάλεις επί τής γής από το αφάνταστον πέλαγος φιλανθρωπίας, του οποίου μετέχουν καί τα λειτουργικά σου πνεύματα καί δια του οποίου φυγαδεύονται δαίμονες, το οποίον ο Μωυσής είδεν επι τής βάτου, καί δια του οποίου ο Ηλίας ανηρπάγη από τήν γήν, τό οποίον είδε προχεόμενον από τό σώμα σου καί ο χορός των αποστόλων και δια του όποιου ο Παύλος περιελάμφθη καί ο διώκτης μετεβλήθη σε μαθητήν, το οποίον είναι δύναμις αναστάσεως καί ενέργεια αθανασίας, φωτισμός ψυχών άγιων καί εναρμόνισις όλων των λογικών δυνάμεων.

Συνεχίζεται

π. Ν. Λουδοβίκος: Αμαρτία: από την Ενοχή στην Μετάνοια

"Ακούστε κάτι, ο Απόστολος Παύλος το είπε αυτό. Προσέξτε λέει, είστε ελεύθεροι, αλλά την ελευθερία προσέξτε πως θα την χρησιμοποιήσετε. [ΕΙΠΕ ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΙ ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ, ΔΙΟΤΙ ΚΑΤΕΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ. ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ; ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ.] Αλλά δεν αίρεται η ελευθερία αυτή. Εάν αρθεί η ελευθερία ο άνθρωπος γίνεται αναγκαστικά σωσμένο ανακυκλωμένο μπουκάλι (και παίρνει το μπουκάλι και το δείχνει). Δεν έχει πλέον καμία δυνατότητα συνεργίας. Τελείωσε η ελευθερία, τελείωσε η συνεργία"

«Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ» Charles Chevalier

Δημοσιεύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο, «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος», «και είναι παντού αλυσοδεμένος», ο Ρουσό απέρριψε την ιδέα ότι ο άνθρωπος παραδίδει την ελευθερία του σε έναν κυρίαρχο με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την προστασία που πρότεινε ο Χομπς και το δυστοπικό του μοντέλο.

Ο Rousseau πρότεινε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει την ελευθερία του χωρίς να χάσει την ανθρωπιά του, διαβρώνοντας έτσι την ηθική. Πίστευε ότι η εξουσία και η αρχή δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στην ψυχή ενός ηγεμόνα, καθώς αυτό θα μετέτρεπε την ισότητα των ανθρωπιστικών επιστημών σε πολιτική ανισότητα. Θεώρησε αυτή την ιδέα μια μορφή φάρσας που διαπράττεται στους φτωχούς. Ο μεταγενέστερος φιλόσοφος Καρλ Μαρξ απηχούσε παρόμοια συναισθήματα στα γραπτά του σχετικά με την ψεύτικη συνείδηση ​​που ενστάλαξαν στους φτωχούς οι πλούσιοι και τους δομικούς θεσμούς που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: