Πώς ενώνονται εν Χριστώ οι 5 διαιρέσεις τών φύσεων
Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού Πηγή: ΕΠΕ Φιλοκαλία Τόμος 14D, σελ. 424-437. Και PG 91,1304D - 1313Β.
Μετάφραση ΕΠΕ Φιλοκαλία Τόμος 14D, σελ. 424-437.
Πρώτη από αυτές λένε πως είναι αυτή που χωρίζει από την άκτιστη φύση τη φύση που είναι γενικά κτιστή και που έλαβε το είναι με γένεση.
Λένε δηλαδή ότι ο Θεός έχει δημιουργήσει από αγαθότητα τη λαμπρή αρμονία όλων των όντων, αλλά δεν έγινε από αυτό φανερό ποιος και τι λογής είναι, λέγοντας διαίρεση τη σχετικά με αυτό άγνοια που διακρίνει την κτίση του Θεού.
Άφησαν δηλαδή άρρητη αυτήν που φυσικά τα διακρίνει μεταξύ τους και που ποτέ δεν δέχεται την ένωση σε μια ουσία, επειδή δεν μπορεί να δεχτεί τον ένα και τον αυτό λόγο.
Δεύτερη διάκριση είναι αυτή σύμφωνα με την οποία όλη συνολικά η κτίση που έλαβε το είναι από τον Θεό διαιρείται στα νοητά και αισθητά.
Τρίτη είναι η διάκριση κατά την οποία η αισθητή φύση διακρίνεται σε ουρανό και γη.
Τέταρτη αυτή κατά την οποία η γη διαιρείται στον παράδεισο και την οικουμένη.
Πέμπτη είναι αυτή κατά την οποία ο άνθρωπος, που είναι πάνω σε όλα, σαν ένα εργαστήριο που συγκρατεί τα πάντα, και που είναι φυσικά ενδιάμεσος του ακραίου σε κάθε διαίρεση και έχει γίνει επείσακτος από φιλανθρωπία με γέννηση ανάμεσα στα όντα, διαιρείται σε άνδρα και γυναίκα, κι έχει δηλαδή φυσικώς με τις μεσότητες όλων των άκρων μέσω της Ιδιότητας να σχετίζει τα άκρα των ίδιων μερών του, τη δύναμη για ένωση, με την οποία ο τρόπος που συμπληρώνεται σύμφωνα με την αιτία της γένεσης των χωρισμένων έμελλε να φανερώσει με τον εαυτό του το μέγα μυστήριο του θείου σκοπού, δηλαδή ν’ αποπερατώσει μέσα στον Θεό τη μεταξύ τους ένωση, που προχωρεί ανατατικά από τα κοντινά στα μακρινά, από τα χειρότερα στα καλύτερα στη συνέχεια.
Γι' αυτό ακριβώς το λόγο προσθέτεται στα όντα έσχατος ο άνθρωπος, σαν ένας σύνδεσμος φυσικός των γενικών άκρων, μεσιτεύοντας με τα οικεία μέρη και οδηγώντας σ’ ενότητα μέσα του αυτά που κατά τη φύση τους βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ώστε, κάνοντας από την ίδια του τη διαίρεση πρώτα αρχή της ένωσης που συγκεντρώνει τα πάντα μέσα στον Θεό ως αίτιο και στη συνέχεια προχωρώντας από τα μέσα με ειρμό και τάξη, να λάβει το πέρας της υψηλής ανάβασης που επιτελείται κατά την ένωση διαμέσου όλων μέσα στον Θεό, στον οποίο δεν υπάρχει διαίρεση, αφού δηλαδή με την απαθέστατη έξη της θείας αρετής εκτίναξε τελείως από τη φύση την ιδιότητα του άνδρα και της γυναίκας που δεν ήταν καθόλου δεμένη κατά τον προηγούμενο λόγο μας με τη θεία πρόθεση σχετικά με τη γέννηση του ανθρώπου, ώστε να δειχθεί και να γίνει σύμφωνα με τη θεία πρόθεση άνθρωπος μόνο, που δεν διακρίνεται σε άνδρα και γυναίκα κατά την προσηγορία σύμφωνα και με το λόγο που έγινε προηγουμένως, αφού δεν θα χωρίζεται στα τμήματα που διακρίνεται τώρα, εξαιτίας της τέλειας, όπως είπα, γνώσης προς τον ίδιο το συστατικό του λόγο.
Έπειτα, αφού ενώσει τον παράδεισο και την οικουμένη με την αγία ζωή του, να κάνει μια γη, που δε θα διαιρείται σύμφωνα με τη διαφορά των μερών της, αλλά μάλλον που θα συνάγεται, επειδή δεν έπαθε καμιά υπαγωγή σε κανένα από τα μέρη της.
Στη συνέχεια, αφού ενώσει με κάθε τρόπο τον ουρανό και τη γη χάρη στην κατ’ αρετή ταυτότητα, όσο είναι δυνατό στους ανθρώπους, της ζωής του προς τους αγγέλους, να κάνει μία τελείως αδιαίρετη από τον εαυτό της την αισθητή κτίση, χωρίς αυτός να τη διαιρεί καθόλου με τοπικές αποστάσεις, επειδή έγινε ανάλαφρος πνευματικά, χωρίς κανένα σωματικό βάρος να τον συγκρατεί στη γη και να εμποδίζει την ανάβασή του στους ουρανούς, και σπεύδει γνήσια στον Θεό, αφού για όλα αυτά είναι ο νους του τελείως τυφλός, και κάνοντας σοφά στην κατοπινή του ανάβαση, όπως στην συνηθισμένη πορεία, φυσική αφετηρία ό,τι πέτυχε για αυτό που σκοπεύει.
Έπειτα, αφού ενώσει μ’ αυτά τα αισθητά και τα νοητά χάρη στην ισότητά του κατά τη γνώση με τους αγγέλους, να κάνει μία ολόκληρη την κτίση, που να μην τη διακρίνει ως προς τη γνώση και την αγνωσία, επειδή η γνώση του και η επιστήμη για τους λόγους των όντων εξισώθηκε χωρίς υστέρηση με των αγγέλων.
Σύμφωνα μ’ αυτήν η απλόχερη διάχυση των δώρων της αληθινής σοφίας, που επακολουθεί κατά το δυνατό, παρέχει στο εξής και χωρίς ενδιάμεσα στους άξιους την αδιάγνωστη και ανερμήνευτη έννοια.
Και τέλος έπειτ’ από όλα αυτά, αφού ενώσει και την κτιστή φύση με την άκτιστη μέσω της αγάπης (πόσο θαυμαστή είναι η φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς), ν’ αποδείξει ένα και το αυτό κατά τη δωρεά της χάριτος, αφού περιχωρήσει ολικά όλος σε όλο τον Θεό και αφού γίνει όλα οσαδήποτε είναι ο Θεός, χωρίς βέβαια την ταυτότητα της ουσίας, και παίρνοντας στη θέση τού εαυτού του όλο τον Θεό και κερδίζοντας κατάμονο τον Θεό σαν έπαθλο της ανάβασής του στον Θεό τον ίδιο, ως τέλος της κίνησης όσων κινούνται και στάση εδραία και αμετακίνητη όσων κινούνται προς αυτόν και κάθε ορίου και κάθε θεσμού και νόμου, κάθε λόγου και νου και της φύσης όρο και πέρας, αν και είναι απεριόριστος και άπειρος.
Επειδή λοιπόν φυσικά, έτσι όπως είχε δημιουργηθεί ο άνθρωπος, δεν κινήθηκε γύρω από το ακίνητο ως ίδιά του αρχή (εννοώ τον Θεό), γύρω όμως από τα κάτω από αυτόν, στα οποία αυτός έλαβε τη διαταγή από τον Θεό να άρχει, κινήθηκε ανόητα κι αντίθετα με τη φύση του, κάνοντας κακή χρήση για τη διαίρεση μάλλον των ενωμένων της φυσικής δύναμης που τού δόθηκε κατά τη δημιουργία για την ένωση των χωρισμένων, κι έτσι κινδύνεψε να μετακινηθεί πάλι θλιβερά στο μη αν, γι' αυτό οι φύσεις ανακαινίζονται και με τρόπο παράδοξο πάνω από τη φύση κινείται ακίνητα γύρω από αυτό που κινείται από τη φύση του, για να πω έτσι, το τελείως ακίνητο από τη φύση του, και ο Θεός γίνεται άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο που είχε χαθεί, κι αφού ενώσει με τον εαυτό του τα φυσικά ρήγματα της καθολικής φύσης μέσα στο σύμπαν και δείξει τους καθολικούς λόγους των επιμέρους όντων με τους όποιους είναι φυσικό να γίνεται η ένωση των χωρισμένων, να εκπληρώσει τη μεγάλη βουλή του Θεού και Πατέρα, ανακεφαλαιώνοντας τα πάντα, όσα είναι στον ουρανό και όσα πάνω στη γη, στον εαυτό του, μέσα στον οποίο και δημιουργήθηκαν.
Και βέβαια αρχίζοντας τη γενική ένωση των πάντων με τον εαυτό του κι από τη δική μας διαίρεση γίνεται τέλειος άνθρωπος, από εμάς για χάρη μας σύμφωνα μ’ εμάς, έχοντας όλα τα δικά μας γνωρίσματα, εκτός από την αμαρτία, χωρίς να χρειαστεί γι' αυτό τη φυσική ακολουθία του γάμου.
Και σύμφωνα μ’ αυτό ίσως έδειξε, νομίζω, ότι ο Θεός είχε υπόψη του κι άλλους τρόπους για την αύξηση σε πλήθος των ανθρώπων, αν ο πρώτος άνθρωπος είχε φυλάξει την εντολή και δεν κατέβαζε στην κτηνωδία τον εαυτό του με την κακή χρήση των δυνάμεών του, και ταυτόχρονα απομάκρυνε τη διαφορά και τη διαίρεση της φύσης σε άνδρα και γυναίκα, διαφορά, όπως είπα, που δε χρειάστηκε καθόλου για να γίνει άνθρωπος, ενώ χωρίς αυτή είναι ίσως δυνατό.
Αυτά τα φύλα δεν είναι ανάγκη να μείνουν στον αιώνα. Γιατί λέει ο θείος απόστολος, στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει ούτε άνδρας ούτε γυναίκα.
Κι έπειτα, αφού αγίασε την οικουμένη μας με την ανθρώπινη ζωή του, βαδίζει μετά θάνατο ανεμπόδιστα στον παράδεισο, όπως υποσχέθηκε αληθινά στο ληστή, λέγοντας· σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν, επειδή σύμφωνα μ’ αυτόν η δική μας οικουμένη δεν έχει διαφορά προς τον παράδεισο, πάλι φάνηκε πάνω σ' αυτήν να τρώει μαζί με τους μαθητές του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς, δείχνοντας ότι η γη είναι μία κι αδιαίρετη διασώζοντας το λόγο της ύπαρξης της ελεύθερο από τη διαφορά της διαίρεσης. Έπειτα με την ανάληψή του στον ουρανό ένωσε, είναι φανερό, τον ουρανό και τη γη, και αναχωρώντας μαζί με αυτό το γήινο σώμα του που έχει την ίδια φύση ως προς τον καθολικότερο λόγο της, εξαλείφοντας μέσα στον εαυτό του την Ιδιότητα της διαίρεσης που τη χώριζε.
Εκτός από αυτά έπειτα ένωσε τα αισθητά και νοητά, αφού πέρασε ανάμεσα από όλα στη συνέχεια τα ουράνια θεία και νοερά τάγματα, με ψυχή και σώμα, δηλαδή με τέλεια τη δική μας φύση, δείχνοντας με τον εαυτό του τη σύννευση (συνένωση) στο ένα όλης της κτίσης σύμφωνα με τον αρχικότατο και καθολικότατο λόγο της τελείως αδιαίρετο και αστασίαστο.
Και τέλος, έπειτ’ από όλα αυτά, έρχεται στον Θεό με την έννοια των ανθρώπων εμφανίσθηκε δηλαδή για μας, όπως έχει γράφει, μπροστά στο πρόσωπο του Θεού και Πατέρα σαν άνθρωπος, αυτός που ποτέ δεν μπορούσε ως Λόγος να χωριστεί από τον Πατέρα, εκπληρώνοντας ως άνθρωπος πραγματικά κι αληθινά με απαράβατη υπακοή, όσα προόρισε να γίνουν ο ίδιος ο Θεός, και ολοκληρώνοντας κάθε σχέδιο του Θεού και Πατέρα για μας που αχρηστέψαμε με την κακή χρήση τη δύναμη που εξαρχής μας είχε δοθεί γι' αυτό φυσικώς, και πρώτα ενώνοντας μ’ εμάς τους εαυτούς μας μέσα σ’ αυτόν με την εξάλειψη της διαφοράς σε άνδρα και γυναίκα, και αντί άνδρες και γυναίκες, στους οποίους κατ’ εξοχή παρατηρείται η διαίρεση, αποδεικνύοντάς μας κύρια κι αληθινά ανθρώπους μόνο, έχοντας αποκλειστικά τη δική του μορφή και σώα και τελείως γνήσια την εικόνα του, την οποία δεν αγγίζει με κανένα τρόπο κανένα γνώρισμα της φθοράς, και μαζί μ’ εμάς κι εξαιτίας μας όλη την κτίση με τα μεσαία ως δικά του μέρη περιλαμβάνοντας τα άκρα και γύρω από τον εαυτό του, αφού συνέσφιξε αδιάλυτα το ένα με το άλλο, τον παράδεισο και την οικουμένη, τον ουρανό και τη γη, τα αισθητά και τα νοητά, επειδή έχει σύμφωνα μ’ εμάς σώμα και αίσθηση και ψυχή και νου, με τα οποία σαν μέρη το καθένα, αφού έκανε δικό του το γενικό συγγενικό στο καθένα άκρο, σύμφωνα με τον τρόπο που εκθέσαμε, ανακεφαλαίωσε θεοπρεπώς μέσα στον εαυτό του τα πάντα, και έδειξε πως είναι μία όλη η κτίση, σαν ένας άλλος άνθρωπος, που συμπληρώνεται με τη συμφωνία των μερών της μεταξύ τους και που κλίνει προς τον εαυτό της με την ολότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη μία κι απλή κι απροσδιόριστη της παραγωγής της από το μη ον και αδιάφορη έννοια, κατά την οποία όλη η κτίση μπορεί να δεχτεί ένα και το αυτό και τελείως αξεχώριστο λόγο, επειδή έχει πρεσβύτερο το ‘δεν ήταν’ από το είναι.
Γιατί όλα, σύμφωνα με τον αληθινό λόγο, συμπίπτουν το ένα με το άλλο οπωσδήποτε, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο, όσα είναι μετά τον Θεό κι έχουν με δημιουργία το είναι από τον Θεό.
Και κανένα γενικά αν, ούτε από τα υπερβολικά πολύτιμα και ανώτερα από όλα δεν είναι τελείως ανεξάρτητο φυσικώς από τη γενική σχέση προς το υπερβολικά άσχετο, αλλά ούτε και το τελείως άτιμο μέσα στα όντα δεν απολείπεται και δεν είναι άμοιρο τελείως από τη γενική σχέση προς τα τιμιότατα κατά τη φύση.
Γιατί όλα όσα διακρίνονται από τα άλλα με τις δικές τους ατομικές διαφορές, είναι ενωμένα γενικά με τα κοινά γνωρίσματα και συνωθούνται μεταξύ τους κατά κάποιο γενικό λόγο της φύσης προς το ένα και το ταυτό, όπως για παράδειγμα τα γένη όταν ενώνονται μεταξύ τους κατά την ουσία έχουν το ένα και το ταυτό (ίδιο) και το αδιαίρετο.
Γιατί κανένα από τα καθόλου κι όσα περιέχουν και γενικά δεν συνδιαιρείται πλήρως με τα μερικά και τα περιεχόμενα και τα ειδικά.
Δεν μπορεί δηλαδή πια να είναι γενικό αυτό που θα συνάγει τα φυσικά χωρισμένα, αλλά συνδιαιρείται με αυτά και βγαίνει από την οικεία μοναδική ενότητά του.
Γιατί κάθε γενικό κατά τον ίδιο του το λόγο ενυπάρχει ενικά ολόκληρο σε όλα αδιαίρετα τα κάτω από αυτό και καθένα μερικό θεωρείται γενικά σαν όλον.
Τα είδη επίσης κατά το γένος ελευθερωμένα από την ποικιλία της διαφοράς δέχονται τη μεταξύ τους ταυτότητα. Τα άτομα κατά το είδος καθώς δέχονται τη συμφωνία μεταξύ τους γίνονται τελείως ένα και το αυτό μεταξύ τους, επειδή έχουν την κοινή προέλευση και είναι γι' αυτό απαράλλαχτα μεταξύ τους και ελεύθερα από κάθε διαφορά.
Επίσης τα συμβεβηκότα, αφού συγκριθούν μεταξύ τους σύμφωνα με το υποκείμενο, έχουν το ενιαίο, που δεν διασκορπίζει το υποκείμενο.
Και αψευδής μάρτυρας αυτών είναι ο αληθινός θεηγόρος, ο μέγας και άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο οποίος στο ‘Περί του τελείου του και του ενός’ κεφάλαιο της πραγματείας του ‘Περί θείων ονομάτων’ λέει τα εξής: Ούτε βέβαια είναι το πλήθος αμέτοχο του ενός, άλλα όποιο είναι πολλά στα μέρη, είναι ένα στο όλο, και όποιο είναι πολλά στα συμβεβηκότα, είναι ένα στο υποκείμενο, και όποιο είναι πολλά στα είδη, είναι ένα στο γένος, κι όποιο είναι πολλά στις προόδους του, είναι ένα στην αρχή, και δεν υπάρχει κανένα από τα όντα που να μη μετέχει κατά κάποιο τρόπο το ένα.
Και γενικά και με συντομία, όλων των χωρισμένων και μερικών οι λόγοι περιέχονται, όπως λένε, στους λόγους των καθόλου και γενικών.
Οι λόγοι λοιπόν των γενικότερων και των καθολικότερων συνέχονται από τη σοφία, ενώ οι λόγοι των μερικών που υπάρχουν κατά ποικίλους τρόπους στους λόγους των γενικών περιέχονται από τη φρόνηση, σύμφωνα με την οποία, αφού απλουστεύσουν πρώτα και αποβάλουν τη συμβολική ποικιλία που υπάρχει στα υποκείμενά τους πράγματα, ενοποιούνται από τη σοφία, αφού δεχθούν τη συνένωσή τους που οδηγεί σε ταυτότητα με τους γενικότερους λόγους.
Αλλά σοφία του Θεού και Πατέρα και φρόνηση είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος και τα καθόλου από τα όντα συνέχει με τη δύναμη της σοφίας, και τα συμπληρωτικά τους μέρη περιέχει με τη φρόνηση του νου τους, επειδή είναι φυσικός δημιουργός και προνοητής όλων, και με τον εαυτό του οδηγεί σε ενότητα όσα διίστανται, και καταλύει τον πόλεμο των όντων, και συνδέει τα πάντα σε φιλία ειρήνης μεταξύ τους και ομόνοια αδιαίρετη, όσα είναι στον ουρανό και όσα είναι στη γη, όπως λέει ο θείος απόστολος.
Άλλη εξήγηση για το ίδιο απορούμενο χωρίο
Ανακαινίζονται πάλι οι φύσεις· η θεία φύση από αγαθότητα και φιλανθρωπία άμετρη ανέχεται με τρόπο υπερφυσικό και με ολοπρόθυμη θέληση τη δική μας σαρκική γέννηση, ενώ η δική μας φύση καλλιεργεί δίχως σπόρο με τρόπο παράδοξο για τον Θεό που σαρκώθηκε με ξένο, αντίθετο με τη φύση μας, νόμο την προικισμένη με λογική ψυχή σάρκα, όμοια σε όλα με τη δική μας σάρκα και απαράλλαχτη, χωρίς αμαρτία, και το πιο παράδοξο, χωρίς να μειωθεί το παραμικρό με τη γέννηση η παρθενία αυτής που έγινε μητέρα. Κατά κυριολεξία καινοτομία (ανακαίνιση) δεν είναι μόνο το ότι γεννήθηκε χρονικά κατά σάρκα ο Θεός Λόγος που είχε ήδη γεννηθεί αφράστως από τον Θεό και Πατέρα, αλλά και το ότι έδωσε τη σάρκα η φύση μας χωρίς σπορά και το ότι γέννησε μία παρθένα χωρίς φθορά. Γιατί καθένα από αυτά, ενώ έχει φανερό το νέο χαρακτήρα, ωστόσο αποκρύπτει ταυτόχρονα και αποδεικνύει την άρρητη και άγνωστη αίτια κατά την οποία έγινε, από τη μια με τον πάνω από τη φύση και γνώση τρόπο, κι από την άλλη με το λόγο της πίστης, με τον οποίο συλλαμβάνονται όλα τα πάνω από τη φύση και τη γνώση.
Έτσι λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, όσο είναι δυνατό, η απορία βρήκε τη λύση της και δεν γνωρίζω πώς αλλιώς πρέπει να την αντιμετωπίσομε. Έργο τώρα της δικής σου φιλόσοφης διάθεσης είναι ή να επιδοκιμάσεις τα όσα λέχθηκαν, ή να βρεις από μόνος σου και να διατυπώσεις μια καλύτερη και σοφότερη λύση και να μεταδώσεις και σ’ εμένα καρπό γνώσης ουράνιας και που δεν έχει κανένα στοιχείο επίγειο.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Εκ τού αυτού λόγου, εις το, "Καινοτομούνται φύσεις, και Θεός άνθρωπος γίνεται"
Οι τα πολλά τών θείων μυστηρίων εκ τών οπαδών και υπηρετών γενομένων τού Λόγου, και αυτόθεν αμέσως την τών όντων μυηθέντων γνώσιν, κατά διαδοχήν δια τών προ αυτών εις αυτούς διαδοθέντα λαβόντες άγιοί φασιν πέντε διαιρέσεσι διειλήφθαι την πάντων τών γεγονότων υπόστασιν·
ων πρώτην μεν φασιν είναι την διαιρούσαν τής ακτίστου φύσεως την κτιστήν καθόλου φύσιν, και δια γενέσεως το είναι λαβούσαν. Φασί γαρ τον Θεόν αγαθότητι πεποιηκότα τών όντων απάντων λαμπράν διακόσμησιν, μη αυτόθεν αυτή καταφανή γενέσθαι τινά και διακρίνουσαν άγνοιαν διαίρεσιν λέγοντες. Την γαρ φυσικώς αλλήλων ταύτα διαιρούσαν, μηδέποτε δεχομένην εις μίαν ουσίαν ένωσιν, ως τον ένα και τον αυτόν μη δυναμένην επιδέξασθαι λόγον είασαν άητον.
Δευτέραν δε, καθ ην η δια κτίσεως το είναι λαβούσα σύμπασα φύσις υπό Θεού διαιρείται εις νοητά και αισθητά.
Τρίτην, καθ ην η αισθητή φύσις διαιρείται εις ουρανόν και γην.
Τετάρτην δε, καθ ην η γη διαιρείται εις παράδεισον και οικουμένην,
και Πέμπτην, καθ ην ο επί πάσιν, ώσπερ τι τών όλων συνεκτικώτατον εργαστήριον, και πάσι τοις κατά πάσαν διαίρεσιν άκροις δι αυτού φυσικώς μεσιτεύων αγαθοπρεπώς κατά γένεσιν τοις ούσιν επεισαχθείς άνθρωπος διαιρείται εις άρσεν και θήλυ, πάσαν έχων δηλαδή φυσικώς ταις τών άκρων πάντων μεσότησι δια τής προς τα άκρα πάντα τών ιδίων μερών σχετικής ιδιότητος την προς ένωσιν δύναμιν, δι ης ο κατά την αιτίαν τής τών διηρημένων γενέσεως συμπληρούμενος τρόπος έμελλε τού θείου σκοπού το μέγα μυστήριον έκδηλον δι εαυτού καταστήσαι, την προς άλληλα τών εν τοις ούσιν άκρων εναρμονίως από τών προσεχών επί τα πόω, και τών ηττόνων επί τα κρείττονα καθεξής ανατατικώς προϊούσαν, εις Θεόν αποπερατώσας ένωσιν.
Τούτου δη χάριν έσχατος επεισάγεται τοις ούσιν ο άνθρωπος, οιονεί σύνδεσμός τις φυσικός τοις καθόλου δια τών οικείων μερών μεσιτεύων άκροις, και εις εν άγων εν εαυτώ τα πολλώ κατά την φύσιν αλλήλων διεστηκότα τω διαστήματι, ίνα τής προς Θεόν, ως αίτιον, τα πάντα συναγούσης ενώσεως εκ τής ιδίας πρότερον αρξάμενος διαιρέσεως καθεξής δια τών μέσων ειρμώ και τάξει προβαίνων εις τον Θεόν λάβη το πέρας τής δια πάντων κατά την ένωσιν γινομένης υψηλής αναβάσεως, εν ω ουκ έστι διαίρεσις, την μηδαμώς ηρτημένην δηλαδή κατά τον προηγούμενον λόγον τής περί την γένεσιν τού ανθρώπου θείας προθέσεως κατά το θήλυ και το άρσεν ιδιότητα τη περί την θείαν αρετήν απαθεστάτη σχέσει πάντη τής φύσεως εκτιναξάμενος, ώστε δειχθήναί τε και γενέσθαι κατά την θείαν πρόθεσιν άνθρωπον μόνον, τη κατά το άρσεν και το θήλυ προσηγορία μη διαιρούμενον, καθ ον και προηγουμένως γεγένηται λόγον τοις νυν περί αυτόν ούσι τμήμασι μη μεριζόμενον, δια την τελείαν προς τον ίδιον, ως έφην, λόγον καθ ον εστιν γνώσιν·
είτα τον παράδεισον και την οικουμένην δια τής οικείας αγιοπρεπούς αγωγής ενώσας μίαν ποιήσειε γην, μη διαιρούμενην αυτώ κατά την τών μερών αυτής διαφοράν, αλλά μάλλον συναγομένην, ως μηδεμίαν προς μηδέν τών αυτής υπαγωγήν παθόντι μερών· είτα ουρανόν και γην ενώσας δια την προς αγγέλους τής ζωής παντί τρόπω κατ αρετήν, ως εφικτόν ανθρώποις, ταυτότητα μίαν ποιήσειεν αδιαίρετον πάντη προς εαυτήν την αισθητήν κτίσιν, μη διαιρουμένην αυτώ τοπικώς το παράπαν τοις διαστήμασι, κούφω γενομένω τω πνεύματι και μηδενί βάρει σωματικώ κατεχομένω προς γην, και τής προς ουρανούς αναβάσεως ειργομένω δια την προς ταύτα τού νου τελείαν αορασίαν γνησίως προς τον Θεόν επειγομένου, και σοφώς ποιουμένου τής προς αυτόν ανατάσεως εφεξής, ως εν οδώ κοινή, φυσικώς τού προ αυτού το φθάσαν επίβασιν·
είτα τα νοητά και τα αισθητά προς τούτοις ενώσας δια την προς αγγέλους κατά την γνώσιν ισότητα μίαν ποιήση κτίσιν την άπασαν κτίσιν, μη διαιρουμένην αυτώ κατά την γνώσιν και την αγνωσίαν, ίσης αυτώ προς τους αγγέλους ανελλιπώς γενομένης τών εν τοις ούσι λόγων γνωστικής επιστήμης, καθ ην η τής αληθούς σοφίας απειρόδωρος χύσις επιγενομένη κατά το θεμιτόν ακραιφνώς λοιπόν την περί Θεού και αμεσιτεύτως παρέχεται τοις αξίοις αδιάγνωστον και ανερμήνευτον έννοιαν· και τέλος επί πάσι τούτοις, και κτιστήν φύσιν τη ακτίστω δι αγάπης ενώσας (ω τού θαύματος τής περί ημάς τού Θεού φιλανθρωπίας) εν και ταυτόν δείξειε κατά την έξιν τής χάριτος, όλος όλω περιχωρήσας ολικώς τω Θεώ, και γενόμενος παν ει τι πέρ εστιν ο Θεός, χωρίς τής κατ ουσίαν ταυτότητος, και όλον αυτόν αντιλαβών εαυτού τον Θεόν, και τής επ αυτόν τον Θεόν αναβάσεως οίον έπαθλον αυτόν μονώτατον κτησάμενος τον Θεόν, ως τέλος τής τών κινουμένων κινήσεως, και στάσιν βάσιμόν τε και ακίνητον τών επ αυτόν φερομένων, και παντός όρου και θεσμού και νόμου, λόγου τε και νου, και φύσεως όρον και πέρας αόριστόν τε και άπειρον όντα.
Επειδή τοίνυν φυσικώς, ως δεδημιούργητο, περί μεν το ακίνητον, ως αρχήν ιδίαν (φημί δε τον Θεόν) ο άνθρωπος ου κεκίνητο, περί δε τα υπ αυτόν, ων αυτός θεόθεν άρχειν επιτάγη, παρά φύσιν εκών ανοήτως κεκίνηται, τη προς ένωσιν τών διηρημένων δοθείση αυτώ φυσική δυνάμει κατά την γένεσιν εις τον τών ηνωμένων μάλλον διαίρεσιν παραχρησάμενος, και ταύτη μικρού δείν ελεεινώς εις το μη ον πάλιν κινδυνεύσας μεταχωρήσαι, δια τούτο καινοτομούνται φύσεις, και παραδόξως υπέρ φύσιν περί το φύσει κινούμενον ακινήτως, ίν ούτως είπω, κινείται το πάντη κατά φύσιν ακίνητον, και Θεός άνθρωπος γίνεται, ίνα σώση τον απολόμενον άνθρωπον, και τής κατά το παν καθόλου φύσεως δι εαυτού τα κατά φύσιν ενώσας ρήγματα, και τους καθόλου τών επί μέρους προφερομένους λόγους, οις η τών διηρημένων γίνεσθαι πέφυκεν ένωσις, δείξας την μεγάλην βουλήν πληρώση τού Θεού και Πατρός, εις εαυτόν ανακεφαλαιώσας τα πάντα, τα εν τω ουρανώ και τα επί τής γης, εν ω και εκτίσθησαν.
Αμέλει τοι τής καθόλου τών πάντων προς εαυτόν ενώσεως εκ τής ημών αρξάμενος διαιρέσεως γίνεται τέλειος άνθρωπος, εξ ημών δι ημάς καθ ημάς, πάντα τα ημών ανελλιπώς έχων, αμαρτίας χωρίς, τής κατά φύσιν ακολουθίας γαμικής ουδόλως εις τούτο προσδεηθείς· ομού τε και κατά το αυτό δεικνύς, ως οίμαι, τυχόν ως ην και άλλος τρόπος τής εις πλήθος τών ανθρώπων αυξήσεως προεγνωσμένος Θεώ, ει την εντολήν ο πρώτος εφύλαξεν άνθρωπος και προς κτηνωδίαν εαυτόν τω κατά παράχρησιν τρόπω τών οικείων δυνάμεων μη κατέβαλε, και την κατά το άρεν και θήλυ διαφοράν τε και διαίρεσιν τής φύσεως εξωθούμενος, ης προς το γενέσθαι, καθάπερ έφην, άνθρωπος, ουδόλως προσεδεήθη, ων δε άνευ είναι τυχόν εστι δυνατόν. Ταύτα εις το διηνεκές παραμείναι ουκ ανάγκη. Εν γαρ Χριστώ Ιησού, φησίν ο θείος Απόστολος, ούτε άρεν ούτε θήλυ. Είτα την καθ ημάς αγίασας οικουμένην δια τής οικείας ανθρωποπρεπούς αναστροφής μετά θάνατον εις τον παράδεισον απαραποδίστως χωρεί, καθώς τω ληστή αψευδώς επηγγείλατο, Σήμερον, φήσας, έση μετ εμού εν τω παραδείσω.
Εντεύθεν ως κατ αυτόν λοιπόν μη εχούσης προς τον παράδεισον διαφοράν τής καθ ημάς οικουμένης πάλιν επ αυτής εφάνη τοις μαθηταίς συνδιαιτώμενος μετά την εκ νεκρών ανάστασιν, δεικνύς ως η γη μία ούσα τυγχάνει προς εαυτήν αδιαίρετος, τον καθ ον εστι λόγον τής κατά την διαφοράν διαιρέσεως ελεύθερον διασώζουσα. Είτα δια τής εις ουρανόν αναλήψεως τον ουρανόν ήνωσε δηλονότι και την γην, και μετά τούτου τού γηίνου σώματος τού ημίν ομοουσίου χωρήσας εις ουρανόν μίαν ούσαν τω κατ αυτήν καθολικωτέρω λόγω πάσαν την αισθητόν φύσιν απέδειξε, τής τεμνούσης αυτήν εν εαυτώ διαιρέσεως αμαυρώσας την ιδιότητα.
Έπειτα προς τούτοις, τα αισθητά και τα νοητά καθεξής δια πάντων τών κατ ουρανόν θείων και νοητών ταγμάτων διελθών μετά τής ψυχής και τού σώματος, τουτέστι τελείας τής ημετέρας φύσεως, ήνωσε, την προς το εν τής όλης κτίσεως κατά τον εαυτής αρχικώτατόν τε και καθολικώτατον λόγον σύννευσιν δείξας εν εαυτώ παντελώς αδιαίρετόν τε και αστασίαστον.
Και τέλος επί πάσι τούτοις κατά την επίνοιαν τής ανθρωπότητος προς αυτόν γένεται τον Θεόν, εμφανισθείς υπέρ ημών δηλονότι, καθώς γέγραπται, τω προσώπω τού Θεού και Πατρός ως άνθρωπος ο καθ οιονδήποτε τρόπον μηδέποτε τού Πατρός ως Λόγος χωρισθήναι δυνάμενος, πληρώσας ως άνθρωπος έργω και αληθεία καθ υπακοήν απαράβατον όσα προώρισεν αυτός ως Θεός γενέσθαι, και τελειώσας πάσαν βουλήν τού Θεού και Πατρός υπέρ ημών τών αχρειωσάντων τη παραχρήσει την εξ αρχής ημίν φυσικώς προς τούτο δοθείσαν δύναμιν, και πρώτον ενώσας ημίν εαυτούς εν εαυτώ δια τής αφαιρέσεως τής κατά το άρεν και το θήλυ διαφοράς, και αντί ανδρών και γυναικών, οις ο τής διαιρέσεως ενθεωρείται μάλιστα τρόπος, ανθρώπους μόνον κυρίως τε και αληθώς αποδείξας, κατ αυτόν δι όλου μεμορφωμένους και σώαν αυτού και παντελώς ακίβδηλον την εικόναν φέροντας, ης κατ’ ουδένα τρόπον ουδέν τών φθοράς γνωρισμάτων άπτεται, και συν ημίν και δι’ ημάς την άπασαν κτίσιν δια τών μέσων ως μερών ιδίων τα άκρα περιλαβών και περί εαυτόν αλύτως αλλήλοις διασφίγξας παράδεισον και οικουμένην, ουρανόν και γην, αισθητά και νοητά, ως σώμα και αίσθησιν και ψυχήν καθ ημάς έχων και νουν, οις ως μέρεσι καθ έκαστον το εκάστω καθόλου συγγενές οικειωσάμενος άκρον κατά τον προαποδοθέντα τρόπον θεοπρεπώς τα πάντα εις εαυτόν ανεκεφαλαιώσατο, μίαν υπάρχουσαν την άπασαν κτίσιν δείξας, καθάπερ άνθρωπον άλλον, τη τών μερών εαυτής προς άλληλα συνόδω συμπληρουμένην και προς εαυτήν νεύουσαν τη ολότητι τής υπάρξεως, κατά την μίαν και απλήν και απροσδιόριστον, τής εκ τού μη όντος παραγωγής και αδιάφορον έννοιαν, καθ ην ένα και τον αυτόν πάσα η κτίσις επιδέξασθαι δύναται λόγον παντελώς αδιάκριτον, το "Ουκ ην" τού "είναι" πρεσβύτερον έχουσα.
Πάντα γαρ κατά τον αληθή λόγον αλλήλοις συνεμπίπτει καθ οτιούν πάντως, ει και μη πάντη, τα μετά Θεόν όντα και εκ Θεού το είναι δια γενέσεως έχοντα, μηδενός καθόλου τών όντων, μηδέ τών άγαν τιμίων και υπερβεβηκότων τής προς το άγαν άσχετον γενικής σχέσεως, παντάπασι φυσικώς απολελυμένου, μήτε μην τού εν τοις ούσιν ατιμωτάτου τής προς τα ατιμιώτατα κατά φύσιν γενικής παντελώς απολιμπανομένου και αμοιρούντος σχέσεως. Πάντα γαρ τα ταις οικείαις ιδίως διαφοραίς αλλήλων διακεκριμμένα ταις καθόλου και κοιναίς γενικώς ταυτότησιν ήνωνται, και προς το εν και ταυτόν αλλήλοις γενικώ τινι λόγω φύσεως συνωθούνται, οίον τα μεν γένη κατά την ουσίαν αλλήλοις ενούμενα το εν έχει και ταυτόν και αδιαίρετον. Ουδέν γαρ τών καθόλου και περιεχόντων και γενικών τοις επί μέρους και περιεχομένοις και ιδικοίς παντελώς συνδιαιρείται. Ου γαρ έστι γενικόν είναι δύναται το μη συνάγον τα διηρημένα φυσικώς, αλά συνδιαιρούμενον αυτοίς, και τής οικείας μοναδικής ενότητος εξιστάμενον. Παν γαρ γενικόν κατά τον οικείον λόγον όλον όλοις αδιαιρέτως τοις υπ αυτό ενικώς ενυπάρχει, και το καθ έκαστον όλον ενθεωρείται γενικώς. Τα δε είδη κατά το γένος ωσαύτως τής εν τη διαφορά ποικιλίας απολυθέντα την προς άλληλα ταυτότητα δέχεται. Τα άτομα δε κατά το είδος την προς άλληλα δεχόμενα σύμβασιν εν και ταυτόν αλλήλοις πάντη καθέστηκε, τη ομοφυία το απαράλλακτον έχοντα και διαφοράς πάσης ελεύθερον. Τα δε συμβεβηκότα κατά το υποκείμενον αλλήλοις συγκριθέντα το ενιαίον έχει, τω υποκειμένω παντελώς μη σκεδαννύμενον.
Και μάρτυς τούτων αψευδής ο αληθής θεηγόρος, ο μέγας και άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, εν τω περί τελείου και ενός κεφαλαίω τής Περί θείων ονομάτων πραγματείας ουτωσί φάσκων· "Ουδέ γαρ εστι πλήθος αμέτοχόν πη τού ενός, αλλά το μεν πολλά τοις μέρεσιν εν τω όλω, και το πολλά τοις συμβεβηκόσιν εν τω υποκειμένω, και τα πολλά τω αριθμώ ή ταις δυνάμεσιν εν τω είδει, και το πολλά τοις είδεσιν εν τω γένει, και το πολλά τοις προόδοις εν τη αρχή, και ουδέν εστι τών όντων ό μη μετέχει πη τού ενός." Και απλώς, ίνα συνελών είπω, πάντων τών διηρημένων και μερικών οι λόγοι τοις τών καθόλου και γενικών, ως φασι, περιέχονται λόγοις, και τους μεν τών γενικωτέρων και καθολικωτέρων λόγους υπό τής σοφίας συνέχεσθαι, τους δε μερικών ποικίλως τοις τών γενικών ενισχημένους υπό τής φρονήσεως περιέχεσθαι, καθ ην απλούμενοι πρότερον, και την εν τοις πράγμασι τοις υποκειμένοις απολύοντες συμβολικήν ποικιλίαν, υπό τής σοφίας ενίζονται, την εις ταυτότητα τοις γενικωτέροις συμφυίαν δεξάμενοι.
Σοφία δε τού Θεού και Πατρός και φρόνησίς εστιν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο και καθόλου τών όντων συνέχων τη δυνάμει τής σοφίας, και τα συμπληρωτικά τούτων μέρη περιέχων τη φρονήσει τής συνέσεως ως πάντων φύσει δημιουργός και προνοητής, και εις εν άγων τα διεστώτα δι εαυτού, και τον εν τοις ούσι καταλύων πόλεμον, και προς ειρηνικήν φιλίαν τα πάντα και αδιαίρετον συνδέων ομόνοιαν, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί τής γης, καθώς φησιν ο θείος Απόστολος.
Άλλη εις το αυτό άπορον θεωρία
Καινοτομούνται πάλιν αι φύσεις, τής μεν θείας δι αγαθότητα και φιλανθρωπίαν άμετρον τής καθ ημάς κατά θέλησιν εκούσιον σαρκικής υπερφυώς ανεχομένης γεννήσεως, τής ημετέρας δε παραδόξως άσπορον τω σαρκωθέντι Θεώ ξένω παρά την φύσιν θεσμώ την λογικώς εψυχωμένην γεωργούσης σάρκα, κατά πάντα την αυτήν ημίν ούσαν και απαράλλακτον χωρίς αμαρτίας, και το δη παραδοξότερον, μηδέν τού νόμου τής παρθενίας τής γενομένης μητρός δια τής γεννήσεως το σύνολον μειωθέντος. Καινοτομία δε κυρίως ου μόνον το γεννηθήναι χρονικώς κατά σάρκα τον ανάρχως ήδη γεγεννημένον αφράστως εκ τού Θεού και Πατρός Θεόν Λόγον, αλλά και το δούναι σάρκα την ημετέραν φύσιν άνευ σποράς, και το τεκείν παρθένου άνευ φθοράς. Τούτων γαρ έκαστον φανεράν έχον την καινοτομίαν τον καθ ον γέγονεν άρητόν τε και άγνωστον λόγον παντελώς αποκρύπτεται κατά ταυτόν και αποδείκνυσι, το μεν τω υπέρ φύσιν και γνώσιν τρόπω, το δε τω λόγω τής πίστεως, ω πάντα τα υπέρ φύσιν και γνώσιν αλίσκεσθαι πέφυκεν.
Ούτω μεν ουν, κατ εμέ φάναι, το άπορον ως δυνατόν επιλέλυται, και ουκ οιδ όπως ετέρως αυτό χρή διεξελθείν. Τής σης δ αν είη φιλοσοφίας ή εγκρίναι τα ειρημένα, ή τα κρείττω παρ εαυτής σοφώτερον εξευρείν τε και φράσαι, και μεταδούναί μοι καρπόν γνώσεως υψηλής και μηδέν εχούσης επίγειον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου