Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (3)

 Συνεχίζεται από Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

του Werner Beierwaltes

Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»

Η οντολογία του Αυγουστίνου και το Είναι σαν Πνεύμα (συνέχεια)

 
Για να επιβεβαιώσει το γεγονός πως το Πνεύμα είναι τα όντα (οι Ιδέες) ή το άχρονο Είναι, καθότι το σκέπτεται, πως το Πνεύμα υπάρχει σκεπτόμενο τον εαυτό του (η σύγχρονη συνείδηση) και μόνον επειδή το ὂν σκέπτεται το Είναι σαν τον Εαυτό του, ο Πλωτίνος αφαιρεί μια αρχή του Παρμενίδη και την θέτει σαν μοντέλο μιας απολύτου και υποστατικής σκέψης. «Ταυτόν γαρ εστίν νοείν τε και είναι»! (Παρμενίδης, απόσπασμα Β3, Ενν. V9, 5, 29).

Η ταυτότης σκέψης και Είναι αρνείται κάθε προτεραιότητα και κατανοεί το Πνεύμα σαν αυτόνομη ενότητα, σαν αμοιβαία συγχώνευση της σκέψης και του Είναι. Σαν τέτοιο το Πνεύμα δεν ανήκει στο γίγνεσθαι, υπάρχει καθ’ εαυτό και είναι καθαρή ενέργεια. Ο Πλωτίνος ενώνει στην Αρχή του Παρμενίδη την Αριστοτελική έκφραση σύμφωνα με την οποία η γνώση χωρίς ύλη είναι ταυτόσημη με το πράγμα και το απόφθεγμα του Ηράκλειτου (Β 101) – «Γνώρισα τον εαυτό μου». Συνθήκη της δυνατότητος της ταυτότητος σκέψης και Είναι, είναι ο νοητός χαρακτήρας του Είναι (του όντος).
Πραγματοποιώντας αυτήν την ταυτότητα το Πνεύμα γνωρίζει τον εαυτό του σαν το αληθινό Ον το οποίο αναφέρεται στην Αρχή, γιατί από αυτή κατέστη δυνατό. Αυτή η ενέργεια κατά την οποία σκέψη και Είναι, είναι ένα πράγμα, όχι λόγω οικειώσεως αλλά κατ’ ουσίαν, ονομάζεται από το Πλωτίνο θεωρία ζώσα (Ενν. ΙΙΙ 8, 8, 11).
Η ζωή αυτής της θεωρίας συνίσταται στο γεγονός ότι το θεωρημένο δεν μένει εξωτερικό στον θεωρώντα (σ’ αυτόν που σκέπτεται) και επομένως σταθερό στον εαυτό του αλλά είναι μια στιγμή του ίδιου του θεωρώντος: ο θεωρών είναι το θεωρημένο. Μία ζωή που είναι εξωτερική στην σκέψη είναι ζωή, αλλά δεν είναι η ζωή καθ’ εαυτή, δηλαδή δεν είναι η ζωή του πνεύματος η οποία είναι έξω από τον χρόνο και τον χώρο (αυτοζωή). « Εἰ οὖν ζήσεταί τι θεώρημα και νόημα, δει αυτοζωήν είναι, οὐ φυτικήν ουδέ αισθητικήν, ουδέ ψυχικήν την άλλην» (Ενν. ΙΙΙ 8, 8, 12). Η καθαυτή ζωή, η αυτοζωή, είναι θεμέλιο και μέτρο κάθε άλλης ζωής. Και γι’ αυτό αυτή είναι ανάλογη στο Είναι και στην λειτουργία του Πνεύματος. Καθώς δε η ζωή είναι ένας ουσιώδης χαρακτήρας του πνεύματος, καθότι είναι ο δυναμισμός του πνεύματος και η συνθετική του σχέση, ο Πλωτίνος μπορεί δικαίως να πει, πως η πρώτη ζωή, (η αυτοζωή) είναι ένα πράγμα μοναδικό με το πρώτο Πνεύμα (την καθαυτή σκέψη, το νόημα καθαυτό). «Εάν η πιο αληθινή ζωή (η πρώτη ζωή) είναι ζωή σύμφωνα με την σκέψη και αυτή η σκέψη είναι ταυτόσημη με την πιο αληθινή σκέψη, η πιο αληθινή σκέψη είναι ζωή, η θεωρία και το αντικείμενο της θεωρίας που αντιστοιχεί ζουν και είναι ζωή και τα δύο συνιστούν μια ενότητα» (ει τοίνυν η ζωή η αληθεστάτη νοήσει ζωή εστίν, αυτή δε ταυτόν τη αληθεστάτη νοήσει, η αληθεστάτη νόησις ζη και η θεωρία και το θεώρημα το τοιούτο ζων και ζωή και εν ομού τα δύο. Εν οὖν ὂν τα δύο πώς αὖ πολλά τούτο το εν Ενν. 26 -30).
Η αυτοδιείσδυση η νοητή του Είναι και η αυτογνωσία του Πνεύματος, καθότι αληθινό Είναι, αυθεντικό και πρωτογενές είναι, λοιπόν, η ζωή, είναι ο δυναμισμός που είναι σταθερός και ανήκει στο Πνεύμα.

5. Ο Πλωτίνος και η διαλεκτική Ένα-Πολλά!

Το πρόβλημα που έθεσε ο Πλωτίνος – πώς μπορούμε να εννοήσουμε την πολλαπλότητα πέραν το Ενός – μπορούμε να το δούμε τώρα ξεκινώντας από την έννοια της ταυτότητος του Είναι και της σκέψης. Το πρόβλημα είναι το εξής: πώς η πολλαπλότης συνιστά μιάν ενότητα;
Με την πρόοδο του Ενός στο Είναι τίθεται η πρώτη ετερότης, και επομένως η πολλαπλότης. Η νόηση συγκεντρώνει την πολλαπλότητα και την περιορίζει έτσι ώστε να μην χαθεί σ’ αυτό που είναι απολύτως αόριστο. Κατά συνέπειαν η πρώτη πολλαπλότης περισσότερο από όλα τα άλλα όντα που ακολουθούν στο ξεδίπλωμα του Είναι, είναι δομημένη πάντοτε σαν ένα όλον υπάρχον καθ’ εαυτό, από την ενότητα που κυριαρχεί σ’ αυτή. «και γαρ η ετερότης η εκεί αεί (ώσπερ ο εκεί κόσμος), ή την ύλην ποιεί, αρχή γαρ ύλης αύτη και η κίνησις η πρώτη διό και αύτη ετερότης ελέγετο, ότι ομού εξέφυσαν κίνησις και ετερότης» (Ενν. ΙΙ 4, 5, 28)
Μόνον η πολλαπλότης λοιπόν, ή η ετερότης καθιστούν δυνατή την νόηση (την σκέψη). «διό δει το ενεργούν (σήμερα μεταφράζεται σαν υποκείμενο) ή περί άλλο ενεργείν εν αυτώ (εάν έχει πρόθεση να ενεργήσει στον εαυτό του), εί δε μη τι προελεύσεται επ’ άλλο, στήσεται (και εκείνο που δεν κινείται προς ένα άλλο στέκει ακίνητο), όταν δε πάσαν στάσιν, ου νοήσει (και όταν η ακινησία είναι πλήρης, ούτε και η σκέψη της υπάρχει πλέον). Δει τοίνυν το νοούν, όταν νοή, εν δυσίν είναι, και ή έξω θάτερον ή εν των αυτώ άμφω (ο σκεπτόμενος, όταν σκέπτεται, πρέπει να είναι χωρισμένος στα δύο, χωρίς να έχει σημασία εάν το ένα από αυτά είναι εξωτερικό ή εάν και τα δύο είναι εσωτερικά), και αεί εν ετερότητι την νόησιν είναι και εν ταυτότητι δε εξ ανάγκης (έτσι ώστε η ενέργεια της σκέψης δεν μπορεί παρά να βρίσκεται πάντοτε τόσο στην ετερότητα όσο και στην ταυτότητα) [ΕΔΩ ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, που έχει εξελιχθεί σήμερα από τον Ζηζιούλα σαν ετερότης]. Από την ανάγκη κατανοήσεως του Μυστηρίου.
Το άλλο, το έτερο είναι στην πρόοδο ή καθότι πρόοδος. Το Πνεύμα είναι ο πρώτος τόπος της ετερότητος, διακεκριμένη καθ’ εαυτή και ενωμένη καθ’ εαυτή μαζί σαν ένα όλον. Απέναντι στο άλλο, στο έτερο, το Ένα είναι «το άλλο του όλου» (έτερον απάντων, πάντων έτερον). Μπορεί δε να είναι έτερον πάντων επειδή καθαυτό δεν είναι άλλο από τον εαυτό του. Διότι σ’ αυτό δεν υπάρχει καμμία σχεσιακή διαφορά. Ένας ουσιώδης χαρακτήρας του άλλου, που υποστασιοποιείται σαν Πνεύμα, είναι να επαναφέρει στην ταυτότητα της Αρχής την ετερότητά του μέσω της σκέψης.
Το ένα μέσα στο άλλο, στο έτερο (η ενός παρουσία) είναι το παντοτινό θεμέλιο της σκέψης, βάσει του οποίου η σκέψη συγκεντρώνεται στον εαυτό της και γι’ αυτό μέσα στην αρχή της, και υπερβαίνει τον εαυτό της στην Αρχή. Είναι φανερό λοιπόν ότι χωρίς ετερότητα δεν θα είχαμε καμμία μεταστροφή νοερή. Αυτή όμως η μεταστροφή αρχίζει, μόνον λόγω της δυνάμεως του Ενός που παρίσταται στο έτερο. Η μεταστροφή του Πνεύματος είναι η ολοκλήρωση τού είναι του στην υπέρβαση της ετερότητός του. (Αυτή η ενέργεια της σκέψης που βρίσκεται και στο Ένα και στο Έτερο, χρησιμεύει σαν βάση της ματαιοδοξίας των Λατίνων σχετικά με το Άγιο Πνεύμα, ότι είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού και εκπορεύεται και από τους δύο).
Το Πνεύμα σαν πρώτος τόπος της ετερότητος, χωρισμένο και καθαυτό ενωμένο, προκύπτει από την καταγωγή του από την Αρχή καθαυτή. Το Πνεύμα είναι εικόνα του Ενός, εικών Εκείνου, και γι’ αυτό η ενότης του πνεύματος δεν είναι χωρίς σχέσεις. Χωρίς δυναμισμό και χωρίς Είναι και σκέψη. Είναι μια ενότης που ενώνει και περικλείει όλες αυτές τις πολλαπλές πραγματικότητες. Το Πνεύμα είναι ταυτόχρονα ένα και πολλά: είναι μια ενοποιός υπόσταση, της οποίας η εσώτερη διαφοροποίηση βασίζεται στην «αδυναμία» τού Ενός καθαυτού, το οποίο παρά την δύναμή του δεν παρέμεινε καθαυτό, και ακριβώς πάνω σ’ αυτή του την δύναμη, υποχρεώθηκε να δημιουργήσει το άλλο σαν εικόνα: εν άρα πολλά εσταί. Αυτός ο χαρακτήρας της εικόνος του πνεύματος αναδύεται από την διαλεκτική δομή του Είναι του. (Ενν. V1, 8,12/ V4 1, 21 και 1, 28: ουκ ανεχόμενον εφ’ εαυτού μένειν, αλλ’ έτερον ποιούν) ! Beierwaltes, Αιών και Χρόνος Ενν. III, 7.
Η σκέψη λοιπόν ακουμπά στο ξεχωριστό νοητό αντικείμενο, το οποίο ο Πλωτίνος εννοεί σαν Ιδέα, και ταυτοχρόνως χωρίζει από αυτό. Αυτό το στήριγμα και το ξεχώρισμα της σκέψης ενεργεί την σχέση ανάμεσα στις πολλές Ιδέες. Η πράξη της αντικειμενοποιήσεως τών ξεχωριστών Ιδεών ξεπερνά την ετερότητα, και είναι απαραίτητη για την διακλάδωση της σκέψης, σχετίζοντας όλο αυτό που είναι νοητό (αλλά πάντοτε ήδη στην σκέψη) με το θεμέλιο της ενότητός του.
Το Πνεύμα λοιπόν υπολογίζεται σαν ενότης ή ταυτότης στην διαφορά: είναι Εν-πολλά. (Ενν. 3, 15, 22). Μέσα στο Πνεύμα όλα τα πράγματα είναι μαζί (παντού ομού) και παρ’ όλα αυτά διακεκριμένα: ούτως οὖν και πολύ μάλλον ο νους εστίν ομού πάντα και αὒ ουχ ομού, ότι έκαστον δύναμις ίδια (το πνεύμα είναι μαζί με όλα τα όντα και από το άλλος μέρος δεν είναι μαζί, διότι κάθε ον είναι μια δύναμις ιδιαίτερη, V6, 7-9). Το καθαυτό Ένα εγγυάται την ενότητα του Πνεύματος, συστήνοντάς το σαν ίχνος του ιδίου. Η ετυμολογία της λέξεως “είναι” δείχνει αυτή την πραγματικότητα! Το είναι ίχνος ενός. Και νους ίχνος εκείνου (Ενν. VI, 7, 17, 39). «Το ίδιο το είναι, είναι καθαυτό πολλαπλό» (οὐ γαρ ως λίθον λέγει το ὂν, όταν αληθεύη, αλλ’ είρηκε μια ρήσει πολλά! – Δεν μπορεί να πει το Είναι σαν να ήταν μια πέτρα, διότι στην αληθινή του σημασία, λέγοντας Είναι, δείχνει πολλά με μια μόνο λέξη). Ενν. V 3, 13, 33.
Η σκέψη όμως αποτελεί την ενότητα η οποία καθίσταται δυνατή από το Ένα καθαυτό. Η νόηση ή η σκέψη είναι μια ενέργεια που συνθέτει. «Τα πολλά συγκεντρώνονται στο ταυτόν, στο ίδιο, και πραγματοποιείται μια συνείδηση του όλου». (κινδυνεύει όλως το νοείν πολλών εις αυτό συνελθόντων συναίσθησις είναι του όλου, όταν αυτό τί εαυτό νοή, ὃ δή και κυρίως εστί νοείν. Ενν. V 3, 13, 12-14). [Ας προσέξουμε ότι η συναίσθηση του όλου σήμερα κατανοείται σαν συνείδηση του ατόμου!] Αυτό συμβαίνει στην νόηση του εαυτού, την οποία ο Πλωτίνος θεωρεί σαν την σκέψη με την αληθινή της σημασία. Στην σκέψη του εαυτού ενεργείται ο πόθος του εαυτού της πρώτης πολλαπλότητος. Αντιθέτως το Ένα, χωρίς διαφορά, δεν έχει ανάγκη τον εαυτό του: δεν ψάχνει «τίποτα». Η αυτάρκεια του Ενός βασίζεται στην ίδια του την ενότητα. Επομένως το Ένα (κάτω από αυτήν την οπτική) δεν νοεί, δεν σκέπτεται. Το Πνεύμα, η δεύτερη αυτάρκεια, ανάλογη του Ενός, «γεννά αυτή την συνθήκη της αυτάρκειας μόνον μέσω της ολότητός του (στην ενέργεια της νοήσεως, της σκέψης), καθότι έγινε αυτάρκες στον εαυτό του ξεκινώντας από όλα του τα στοιχεία και είναι στον εαυτό του και τείνει προς τον εαυτό του». (και το ενδεές προς αυτό ὂν τω όλω πεποίηκε το αυτάρκες ικανόν εξ απόντων γενόμενον, συνόν εαυτώ και εις αυτό νεύον). Ενν. V3, 13, 19-21.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: