ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου 2018
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ότι ο Ακίνδυνος αποδεικνύεται άθεος με τον τρόπο που κατασκευάζει την δήθεν κατηγορία περί διθεΐας· όπου υπάρχει και συντομωτάτη έκθεσις περί της δυσσεβείας για το ίδιο θέμα και της συνοδικής καταδίκης του Βαρλαάμ
10. Όπως θα δείξει ο λόγος στη συνέχεια, ο άθλιος (ο Ακίνδυνος) έγινε άθεος, για να μπορεί να κατηγορεί εμάς για διθεΐα. Διευθετεί καταλλήλως την υπόκριση (το δράμα) του λόγου και κατέρχεται προς τον αγώνα με δίκαιο ζήλο, αφού τάχα εμείς κηρύττουμε δυο θεότητες. Πώς δε έχει το ζήτημα τούτο, πρέπει να το διηγηθούμε από την αρχή, όσο είναι δυνατό σύντομα.
Εκείνος ο Βαρλαάμ, για να προσβάλει τους αφιερωμένους καθ’ ησυχίαν στον Θεό, διέβαλλε κάθε θεοφάνεια, διακήρυσσε δευτέρα γνώσιν πέρα της προερχομένης από τα φιλοσοφικά μαθήματα γνώσεως των όντων και της απ’ αυτής θεογνωσίας, επιχειρούσε να δείξει κτιστό το φως που έλαμψε από τον Σωτήρα επάνω στο όρος, και περιγραπτό και βασικώς αισθητό, γινόμενο και απογινόμενο, και ένα από τα αισθητά φάσματα, επίσης δε χειρότερο από διάνοια ως φανταστό. Τότε εμείς, αφ’ ενός μεν παρακληθέντες από τους ιερώς ησυχάζοντες, αφ’ ετέρου δε έχοντας από μόνοι μας τη συνείδηση ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να κατεβούμε στη συνηγορία υπέρ του φωτός, με τη βοήθεια του ίδιου του φωτός, εδείξαμε τούτο που πραγματικά ήταν άκτιστο, αΐδιο, απερίγραπτο, όχι μόνο επάνω από την δική μας αίσθηση, αλλά και επάνω από το νού, αν και εθεάθηκε από τους οφθαλμούς των αποστόλων, οι οποίοι είχαν πάρει τότε τη δύναμιν και χάριν του μέλλοντος αιώνος, και επίσης αποκαλούμενο θεότητα από τους αγίους.
Αφού λοιπόν αυτά τα πράγματα αποδείχθηκαν από μάς με πολλά επιχειρήματα και μαρτυρίες, εκείνος επεχείρησε πάλι να μας κατατάξει με αυτούς που κακώς νομίζουν ότι η φύσις του Θεού είναι ορατή και μεθεκτή. Όταν δε άκουσε ότι εμείς θεωρούμε αυτό το φως και το ονομάζουμε κατά τους πατέρες έλλαμψιν και χάριν και δόξα και λαμπρότητα Θεού που επιφαίνεται θείως στους άξιους, και όχι φύσιν («διότι κάνεις δεν εστάθηκε στην υπόσταση και ουσία Θεού», κατά το γεγραμμένο, «ούτε είδε ή εξέφρασε την φύσιν του Θεού»), όταν λοιπόν άκουσε τούτο, εκτράπηκε στο να λέγει ότι συνάγονται δύο άκτιστες θεότητες, αν και το φως εκείνο είναι άκτιστο και ονομάζεται θεότης, ενώ είναι λαμπρότης της θείας φύσεως αλλά όχι φύσις, αποδεικνύοντας πάλι, όπως νόμιζε, δια της εις άτοπον απαγωγής κτιστό το θειότατο εκείνο φώς. Συμβαίνει, όπως αν είχε κάποιος την αξίωση να μην καλείται νους η διάνοια ούτε να τη θεωρεί ασώματη, ώστε να μην έχει δυο νους κάθε άνθρωπος, και νου και διάνοια δηλαδή, δια της οποίας ο νους κάμει τις κινήσεις για έκφραση, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένει αμετάβατος.
11. Εκείνος λοιπόν, αφού αποδείχθηκε γι’ αυτά συνοδικώς κακόδοξος, απομακρύνθηκε αμέσως από εντροπή και χωρίς καθυστέρηση προσχώρησε στους Ιταλούς. Ο μύστης όμως και διάδοχος και οπαδός του Ακίνδυνος αφού εφόρεσε τον μανδύα της δυσσεβείας κάπως ανάποδα, για να μην αντιλαμβάνονται οι παρατηρητές ότι φέρει την ενδυμασία εκείνου και για να μη νομίζουν μερικοί ότι αρνείται την κοινωνία προς εκείνον, με εξυπνάδα τοποθετεί τα επάνω προς τα κάτω και κάμει τα ύστερα πρώτα, προβάλλοντας πριν από κάθε άλλο ότι οι δύο άκτιστες θεότητες περιβάλλουν όσους τις δέχονται κατά οποιοδήποτε τρόπο με εντελώς ανήκουστα και άτοπα και αθεράπευτα κακά, ώστε οι ακεραιότεροι των ανθρώπων, διαφεύγοντας την, από αυτό θεωρούμενη φθορά, να συμφωνήσουν αναγκαίως μ’ εκείνο, ότι η θεότης που έλαμψε από τον Σωτήρα επάνω στο όρος είναι κτιστή, κάνοντας κάτι παρόμοιο μ’ εκείνους που στήνουν μηχανές (παγίδες) για τα ψάρια επάνω στα ποτάμια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ότι ο Ακίνδυνος αποπειράται να προσελκύσει τους πάντες προς την αθεΐα με δόλο
12. Πράγματι αυτοί περιβάλλουν τα ρείθρα του ποταμού με πασσάλους και λίθους και ραβδιά, ενώ στα βαθύτερα των ρεύματων, από όπου το θήραμα μπορεί ευκολότερα να ξεφύγει όταν κολυμπά χαμηλά, απλώνουν μυτερούς οβελίσκους, έπειτα στο άνω μέρος του ρεύματος (διότι τα ποταμίσια ψάρια συνηθίζουν να κολυμπούν ψηλά για να βοσκήσουν) ανοίγουν ένα αληθινό στόμιο του άδη για τα ζώα των υδάτων· από εκεί κρεμούν το δίχτυ δεμένο, ώστε τα ψάρια, για ν’ αποφύγουν τη φαινομενική βλάβη από την όχθη, σπεύδοντας σχεδόν με τη θέλησή τους, να συλληφθούν από τον απρόσιτο και αναπόφευκτο κίνδυνο. Τέτοια είναι η μηχανή (παγίδα) εκείνων που μας σύρουν στην αθεΐα από το φόβο της διθεΐας. Διότι είναι ίσο, ή μάλλον εντελώς ένα και το αυτό, το να νομίσεις ότι δεν υπάρχει καθόλου Θεός και το να θεωρήσεις κτιστή τη θεότητα του Χριστού που αποδείχτηκε επάνω στο όρος. Διότι μία είναι η θεότης του Χριστού και του Χριστού Πατρός και του Πνεύματος. Αλλά ούτε η λαμπρότης της θείας φύσεως είναι χωριστή από τη θεία φύση. Ποιός Θεός όμως υπολείπεται γι’ αυτόν πού την θεωρεί κτίσμα;
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Ότι ο Ακίνδυνος αποδεικνύεται άθεος με τον τρόπο που κατασκευάζει την δήθεν κατηγορία περί διθεΐας· όπου υπάρχει και συντομωτάτη έκθεσις περί της δυσσεβείας για το ίδιο θέμα και της συνοδικής καταδίκης του Βαρλαάμ
10. Όπως θα δείξει ο λόγος στη συνέχεια, ο άθλιος (ο Ακίνδυνος) έγινε άθεος, για να μπορεί να κατηγορεί εμάς για διθεΐα. Διευθετεί καταλλήλως την υπόκριση (το δράμα) του λόγου και κατέρχεται προς τον αγώνα με δίκαιο ζήλο, αφού τάχα εμείς κηρύττουμε δυο θεότητες. Πώς δε έχει το ζήτημα τούτο, πρέπει να το διηγηθούμε από την αρχή, όσο είναι δυνατό σύντομα.
Εκείνος ο Βαρλαάμ, για να προσβάλει τους αφιερωμένους καθ’ ησυχίαν στον Θεό, διέβαλλε κάθε θεοφάνεια, διακήρυσσε δευτέρα γνώσιν πέρα της προερχομένης από τα φιλοσοφικά μαθήματα γνώσεως των όντων και της απ’ αυτής θεογνωσίας, επιχειρούσε να δείξει κτιστό το φως που έλαμψε από τον Σωτήρα επάνω στο όρος, και περιγραπτό και βασικώς αισθητό, γινόμενο και απογινόμενο, και ένα από τα αισθητά φάσματα, επίσης δε χειρότερο από διάνοια ως φανταστό. Τότε εμείς, αφ’ ενός μεν παρακληθέντες από τους ιερώς ησυχάζοντες, αφ’ ετέρου δε έχοντας από μόνοι μας τη συνείδηση ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να κατεβούμε στη συνηγορία υπέρ του φωτός, με τη βοήθεια του ίδιου του φωτός, εδείξαμε τούτο που πραγματικά ήταν άκτιστο, αΐδιο, απερίγραπτο, όχι μόνο επάνω από την δική μας αίσθηση, αλλά και επάνω από το νού, αν και εθεάθηκε από τους οφθαλμούς των αποστόλων, οι οποίοι είχαν πάρει τότε τη δύναμιν και χάριν του μέλλοντος αιώνος, και επίσης αποκαλούμενο θεότητα από τους αγίους.
Αφού λοιπόν αυτά τα πράγματα αποδείχθηκαν από μάς με πολλά επιχειρήματα και μαρτυρίες, εκείνος επεχείρησε πάλι να μας κατατάξει με αυτούς που κακώς νομίζουν ότι η φύσις του Θεού είναι ορατή και μεθεκτή. Όταν δε άκουσε ότι εμείς θεωρούμε αυτό το φως και το ονομάζουμε κατά τους πατέρες έλλαμψιν και χάριν και δόξα και λαμπρότητα Θεού που επιφαίνεται θείως στους άξιους, και όχι φύσιν («διότι κάνεις δεν εστάθηκε στην υπόσταση και ουσία Θεού», κατά το γεγραμμένο, «ούτε είδε ή εξέφρασε την φύσιν του Θεού»), όταν λοιπόν άκουσε τούτο, εκτράπηκε στο να λέγει ότι συνάγονται δύο άκτιστες θεότητες, αν και το φως εκείνο είναι άκτιστο και ονομάζεται θεότης, ενώ είναι λαμπρότης της θείας φύσεως αλλά όχι φύσις, αποδεικνύοντας πάλι, όπως νόμιζε, δια της εις άτοπον απαγωγής κτιστό το θειότατο εκείνο φώς. Συμβαίνει, όπως αν είχε κάποιος την αξίωση να μην καλείται νους η διάνοια ούτε να τη θεωρεί ασώματη, ώστε να μην έχει δυο νους κάθε άνθρωπος, και νου και διάνοια δηλαδή, δια της οποίας ο νους κάμει τις κινήσεις για έκφραση, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένει αμετάβατος.
11. Εκείνος λοιπόν, αφού αποδείχθηκε γι’ αυτά συνοδικώς κακόδοξος, απομακρύνθηκε αμέσως από εντροπή και χωρίς καθυστέρηση προσχώρησε στους Ιταλούς. Ο μύστης όμως και διάδοχος και οπαδός του Ακίνδυνος αφού εφόρεσε τον μανδύα της δυσσεβείας κάπως ανάποδα, για να μην αντιλαμβάνονται οι παρατηρητές ότι φέρει την ενδυμασία εκείνου και για να μη νομίζουν μερικοί ότι αρνείται την κοινωνία προς εκείνον, με εξυπνάδα τοποθετεί τα επάνω προς τα κάτω και κάμει τα ύστερα πρώτα, προβάλλοντας πριν από κάθε άλλο ότι οι δύο άκτιστες θεότητες περιβάλλουν όσους τις δέχονται κατά οποιοδήποτε τρόπο με εντελώς ανήκουστα και άτοπα και αθεράπευτα κακά, ώστε οι ακεραιότεροι των ανθρώπων, διαφεύγοντας την, από αυτό θεωρούμενη φθορά, να συμφωνήσουν αναγκαίως μ’ εκείνο, ότι η θεότης που έλαμψε από τον Σωτήρα επάνω στο όρος είναι κτιστή, κάνοντας κάτι παρόμοιο μ’ εκείνους που στήνουν μηχανές (παγίδες) για τα ψάρια επάνω στα ποτάμια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ότι ο Ακίνδυνος αποπειράται να προσελκύσει τους πάντες προς την αθεΐα με δόλο
12. Πράγματι αυτοί περιβάλλουν τα ρείθρα του ποταμού με πασσάλους και λίθους και ραβδιά, ενώ στα βαθύτερα των ρεύματων, από όπου το θήραμα μπορεί ευκολότερα να ξεφύγει όταν κολυμπά χαμηλά, απλώνουν μυτερούς οβελίσκους, έπειτα στο άνω μέρος του ρεύματος (διότι τα ποταμίσια ψάρια συνηθίζουν να κολυμπούν ψηλά για να βοσκήσουν) ανοίγουν ένα αληθινό στόμιο του άδη για τα ζώα των υδάτων· από εκεί κρεμούν το δίχτυ δεμένο, ώστε τα ψάρια, για ν’ αποφύγουν τη φαινομενική βλάβη από την όχθη, σπεύδοντας σχεδόν με τη θέλησή τους, να συλληφθούν από τον απρόσιτο και αναπόφευκτο κίνδυνο. Τέτοια είναι η μηχανή (παγίδα) εκείνων που μας σύρουν στην αθεΐα από το φόβο της διθεΐας. Διότι είναι ίσο, ή μάλλον εντελώς ένα και το αυτό, το να νομίσεις ότι δεν υπάρχει καθόλου Θεός και το να θεωρήσεις κτιστή τη θεότητα του Χριστού που αποδείχτηκε επάνω στο όρος. Διότι μία είναι η θεότης του Χριστού και του Χριστού Πατρός και του Πνεύματος. Αλλά ούτε η λαμπρότης της θείας φύσεως είναι χωριστή από τη θεία φύση. Ποιός Θεός όμως υπολείπεται γι’ αυτόν πού την θεωρεί κτίσμα;
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου