Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ (14)

ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ


Συνέχεια από:  Τρίτη, 8 Ιανουαρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ότι o Ακίνδυνος, προβάλλοντας μία ρήση (ένα χωρίο) του ένθεου Γρηγορίου Νύσσης σαν να είναι του Παλαμά,  φρενοβλαβώς αντιλέγει ταύτη (αναφερόμενος στον Παλαμά)

59. Προβάλλει κατά λέξη ένα χωρίο του θείου Γρηγορίου Νύσσης προς εξαπάτηση των ακουόντων, ότι τάχα είναι του Παλαμά, και φέρει διαρκώς τον συγγραφέα τού χωρίου ότι δέχεται δυο φύσεις του Θεού, όπως αυτός πείθει τον εαυτό του. Έτσι αρχίζει ν’ αποδεικνύει καθαρότερα ότι είναι κτίσμα το εμφανισθέν στους Αποστόλους επί του Θαβώρ φώς· όπως νομίζει ο ίδιος, κατά τη λεγομένη γεωμετρική ανάγκη, όπως όμως νομίζομε εμείς και η αλήθεια κατά διαβολικές ψευδολογίες. Εγώ δε ο ίδιος φθάνω να μακαρίζω τον εαυτό μου γι’ αυτά τα συκοφαντικά συγγράμματα τόσο, όσο φθάνω να ελεεινολογώ τον Ακίνδυνο που τα έχει συντάξει. Διότι τί είναι μακαριότερο από το να δεικνύεται ότι συντάσσομαι με τούς μακαρίους Πατέρες και μάλιστα με εκείνους των οποίων η μαρτυρία είναι αξιόπιστη, από τους απεχθώς φερομένους σ’ εμένα· ή μάλλον να παρουσιάζομαι σαν συμφυής και ομόπνοος με αυτούς, σαν να μην έχω μόνο όμοια αλλά και μια φωνή μ’ εκείνους; Εάν δε τα παρουσιάζει για ύβρη και προσβολή, αυτό είναι που αυξάνει όσο δεν λέγεται τον μακαρισμό μου· διότι με εκείνους που συμπάσχουμε, οπωσδήποτε και θα συνδοξασθούμε. Χάρις οφείλεται στο Θεό που χρησιμοποιεί αυτούς που είναι εναντίον μας υπέρ ημών, με του οποίου τη φιλανθρωπία συμπράττουν θέλοντας και μη και οι πονηροί όχι με αγαθή προαίρεση.

60. Αυτόν όμως που μαζί μ’ εμάς συνδιαβάλλει τους θεοφόρους Πατέρες και από μάταιη απέχθεια προς εμάς ανέλαβε άσπονδη μάχη προς την αλήθεια και παρακίνησε τον πόλεμο προς τους αγίους φανερώς, ποιός θα μπορούσε να τον θρηνήσει αξίως; Αλλά ποιός είναι ο λόγος του θεηγόρου Νύσσης που, προβάλλεται σαν δικός μας από τον Ακίνδυνο, και πώς και με ποιό τρόπο ανασκευάζεται και εκφαυλίζεται και φέρεται στην αντίθετη έννοια; Προχωρώντας στη συνέχεια τής εναντίον μου μανιακής συγγραφής, προσθέτει· «επιπλέον λέγει», εννοώντας εμένα, «στο μέλλοντα αιώνα η θεία φύσις θα είναι για εμάς τα πάντα», τούτο δε αυτός αποδεικνύοντας ασεβές διά της εις άτοπον απαγωγής λέγει, «αλλά η ουσία του Θεού είναι ανέπαφη»· κι’ ενώ εμείς λέγουμε τούτο, έπειτα προσθέτει συμπερασματικά, «ώστε δύο φύσεις υπάρχουν, η ουσία του Θεού και τούτο το φώς, το οποίο λέγει Θεό και θεότητα», εννοώντας πάλι έμενα, και τελικώς αποφαίνεται, «αλλά τούτο είναι άτοπο». Προσέλαβε δε και εδώ το φώς ο πολέμιος τού φωτός, επειδή και ο συκοφαντούμενος μαζί μ’ εμάς άγιος κι’ εμείς από συμφώνου μ’ εκείνον και με όλον το χορό των θεοφόρων ισχυριζόμαστε ότι κατά τον μέλλοντα αιώνα οι υιοί του φωτός θ’ απολαύσουν του θείου φωτός αντί τού αισθητού φωτός . Αλλά βέβαια πρέπει να δείξουμε που χρησιμοποίησε αυτή τη φράση ο θεηγόρος.
Εξηγώντας λοιπόν το αποστολικό χωρίο, εκείνο το χαρμόσυνο άκουσμα για τους Χριστιανούς, «για να είναι ο Θεός τα πάντα εν πάσι», λέγει, «επειδή η ζωή κατά το παρόν ενεργεί μέσα μας ποικίλως και πολυειδώς, υπάρχουν πολλά πράγματα των οποίων μετέχουμε, χρόνος, αέρας, τόπος, βρώσις και πόσις και σκεπάσματα, ήλιος και λύχνος και άλλα πολλά αναγκαία για τον βίο, από τα οποία κανένα δεν είναι θεός. Η δε ελπιζομένη από εμάς μακαριότης δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά, όλα δε και αντί για όλα θα μας είναι η θεία φύσις, κατανέμοντας εαυτήν αρμοδίως (καταλλήλως) για κάθε χρεία της ζωής εκείνης».

62. Ότι βέβαια δεν είναι αυτός που το είπε τούτο πρώτος ούτε χωρίς το Πνεύμα, το καθιστά ολοφάνερο ο Παύλος, που σαν ήλιος της θεολογίας ρίπτει την ακτίνα της διανοίας με τα λόγια (ρήματα)· και όλοι οι θεολόγοι οδεύουν προς την λάμψιν του φωτός τούτου. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος ο θεολόγος λέγει, «θα είναι δε ο Θεός τα πάντα εν πάσιν κατά τον καιρό της αποκαταστάσεως». Ο δε σοφός στα θεία Μάξιμος, ερμηνεύοντας πάλι τα δικά του διασαφεί κάπως το μυστήριο γράφοντας, «ο άνθρωπος κατά την κατοχή της χάριτος περιχωρεί ολόκληρος ολικώς σε ολόκληρον τον Θεό, γίνεται κάθε τι που είναι ο Θεός, χωρίς την κατά την ουσία ταυτότητα». Επειδή εμείς συμφωνούμε με αυτούς μας διαβάλλει ο Ακίνδυνος και με αυτόν τον τρόπο, όπως βλέπετε.

63. Όμως το να λέγουμε ότι η θεία φύσις θα είναι σ’ εμάς αντί πάντων κατά την επηγγελμένη σ’ εμάς μέλλουσα μακαριότητα δεν θίγει καθόλου το αμέθεκτο και ανέπαφο της θείας ουσίας, όπως άλλωστε λέγεται ότι ο Θεός έχει ουσία την αγαθότητα και παρ’ όλα τούτα είναι υπεροχικά απομακρυσμένος απ’ αυτήν όταν μετέχεται κατ’ αυτήν (διότι η γνώμη ότι οι άγιοι εναντιώνονται προς εαυτούς και αλλήλους είναι πράγματι χαρακτηριστικό των μικρογνωμόνων). Αυτά τα αποδεικνύουμε στον διάλογό μας που επιγράφεται «Περί του αμεθέκτου της θείας φύσεως» (πρόκειται περί της Διαλέξεως Θεοφάνους προς Θεότιμον), με βάση στοιχεία από την πνευματοκίνητη δύναμιν των θεολόγων. Διότι οι θεολόγοι δεν καλούν φύσιν και ουσία μόνο εκείνη την ανώνυμη και υπερώνυμη υπερουσιότητα αλλά αξιώνουν του ονόματος τής φύσεως και ουσίας και την ουσιοποιό δύναμιν και τα φυσικώς προσόντα στο Θεό όλα, αυτά μάλιστα περισσότερο· διότι από αυτά μεταφέρεται το όνομα προς εκείνην, αφού αυτή υπερβαίνει κάθε σημασία δια των λέξεων. Απόδειξις δε ότι εδώ ο Νύσσης δεν αποκαλεί φύσιν εκείνη την εντελώς ανέκφραστη και απερινόητη είναι το ότι τελειώνοντας την πρόταση λέγει ότι αυτή κατανέμεται προς κάθε χρεία της ζωής, ενώ εκείνη η θεία και ανώνυμη φύσις είναι αμέριστη. Γι’ αυτό και ο μακάριος Μάξιμος είπε ότι ο αξιωμένος εκείνης της άρρητης συναφείας, «κατά την κατοχή της χάριτος περιχωρεί όλος ολόκληρον τον Θεό» και ότι γίνεται «παν ό,τι είναι ο Θεός, αλλά χωρίς ταύτιση κατά την ούσία». Έτσι θα μπορούσες να βρεις και τον θεηγόρο Νύσσης να θεολογεί σαφώς σε πολλά άλλα σημεία.

64. Ο Ακίνδυνος όμως, επιστρατεύοντας κατά των μυστηρίων του Πνεύματος το ψευδογράφο χέρι του, έπειτα από την τόση συκοφαντία και τη βλασφημία προς τους αγίους του Θεού, με πρόφασιν την εναντίον μας αντιλογία, αρχίζει να σηκώνει φανερότερα εναντίον του θειοτάτου φωτός αυτό το χέρι που υπηρετεί το σκότος. Ο Βαρλαάμ βέβαια αποφαινόταν ότι τούτο το φως είναι κατώτερο και της ανθρώπινης διανοίας, αφού δι’ αυτής μάλλον βλέπουμε εμείς τον Θεό· εμείς όμως μαζί με τους θεοφόρους λέγουμε ότι θα μπορούσαν και οι σοφοί του αιώνος τούτου να εννοήσουν τον Θεό από την αρμονία του κόσμου, αλλά τούτο δεν είναι η κατά κυριολεξία άφιξις στη θεωρία του Θεού. «Φθάνει δε κυρίως στη θεωρία του Θεού οποίος εξεπέρασε την ανθρώπινη φύσιν με τη δύναμιν του Πνεύματος και είδε και έπαθε τη λαμπρότητα του Θεού», κατά τον θεολόγο Γρηγόριο και τον μέγα Βασίλειο, ο οποίος λέγει, «το αληθινό και ερασμιώτατο κάλλος, το θεωρητό μόνο από τον καθαρμένο στον νού, είναι το γύρω από τη θεία και μακαρία φύσιν· οποίος ατενίσει προς τις μαρμαρυγές και τις χάριτες του παίρνει κάτι από αυτό, σαν να χρωματίζει την όψιν του με κάποια βαφή που της δίδει μια ζωντανή αίγλη· έτσι και ο Μωυσής με το να μεταλάβει από το κάλλος εκείνο κατά την ομιλία του με τον θεό εδοξάσθηκε στο πρόσωπο»· και πάλι, «κι’ αν είναι κανείς Παύλος ή Πέτρος, βλέπει αληθινά και δεν πλανάται ούτε φαντασιώνεται· αλλά πάντως βλέπει διά μέσου καθρέπτη (δι’ εσόπτρου) και, ενώ τώρα δέχεται ευχαρίστως το μερικό (το εκ μέρους), για το μέλλον περιμένει περιχαρώς το τέλειο».

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: