Συνέχεια από: Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020
Δεν χρειάζεται να βρίσκεται κανείς στο «κυνήγι τών κατασκευών» (Ρ242)-όπως ο Kafka ονόμασε κάποτε την αξιολόγηση τής υπερβατικής επιστήμης-ώστε να ανιχνεύσει στην Δίκη μια αυθεντικά καμπαλιστική προδιάθεση. Το πρώτο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος επινοεί την πτώση στην αμαρτία, και θα μπορούσε χωρίς πρόβλημα να προβληθεί στην μυθική πρωταρχική σκηνή. Ταυτόχρονα όμως-και σε αυτό το σημείο είναι πού αποτυγχάνει μια ρηχή εκ νέου μυθοποίηση τού δικαστηρίου-το πρώτο κεφάλαιο δίνει και την καμπαλιστική εξήγηση, την ερμηνεία δηλαδή τού μύθου. Με την Kabbala όμως, το μυθιστόρημα δεν υπενθυμίζει μόνο, πως το κλασικό θεμελιώδες μοτίβο τών δυο φύλων και ανώτατου κριτή, το οποίο παραδίδει η Γένεσις, καθίσταται μοντέλο ερμηνείας τού κόσμου, μέσα στα πλαίσια τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ο «μεγάλος οργανισμός τού δικαστηρίου» (Ρ104) έχει προσλάβει ξεκάθαρα σχηματικά στοιχεία από τον οργανισμό τόν οποίο συνιστούν τα Sefirot. Οι αναπαραστάσεις τού δικαστηρίου από τον Huld και τον Titorelli, παραμένουν προσανατολισμένες, με διαφορετικό τονισμό στον σκεπτικισμό τους, στο καμπαλιστικό πρότυπο. Η αναζήτηση από πλευράς τού Κ. τού δικαστή, ο οποίος επέβαλε την θανατική καταδίκη, ανακόπτεται κάθε τόσο από τον τρομακτικό κόπο ενός «εκδικητικού οργανισμού», παρεκτρέπεται και μετατίθεται εν τέλει στο άπειρο. Στο τέλος τής ζωής, οι τελευταίες του ερωτήσεις, οι οποίες δεν συνοδεύονται τυχαία από μια καμπαλιστική στάση, διατηρούν από τον ουτοπικό στόχο τους, μόνο τήν εμπειρία τής έλλειψης:
Τέλος κεφαλαίου.
Η γραφή ώς παράδοση
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στόν Kafka καί στόν Harold Bloom
Ι. 3 Η
Σημαντική τής Kabbala στ
Δεν χρειάζεται να βρίσκεται κανείς στο «κυνήγι τών κατασκευών» (Ρ242)-όπως ο Kafka ονόμασε κάποτε την αξιολόγηση τής υπερβατικής επιστήμης-ώστε να ανιχνεύσει στην Δίκη μια αυθεντικά καμπαλιστική προδιάθεση. Το πρώτο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος επινοεί την πτώση στην αμαρτία, και θα μπορούσε χωρίς πρόβλημα να προβληθεί στην μυθική πρωταρχική σκηνή. Ταυτόχρονα όμως-και σε αυτό το σημείο είναι πού αποτυγχάνει μια ρηχή εκ νέου μυθοποίηση τού δικαστηρίου-το πρώτο κεφάλαιο δίνει και την καμπαλιστική εξήγηση, την ερμηνεία δηλαδή τού μύθου. Με την Kabbala όμως, το μυθιστόρημα δεν υπενθυμίζει μόνο, πως το κλασικό θεμελιώδες μοτίβο τών δυο φύλων και ανώτατου κριτή, το οποίο παραδίδει η Γένεσις, καθίσταται μοντέλο ερμηνείας τού κόσμου, μέσα στα πλαίσια τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ο «μεγάλος οργανισμός τού δικαστηρίου» (Ρ104) έχει προσλάβει ξεκάθαρα σχηματικά στοιχεία από τον οργανισμό τόν οποίο συνιστούν τα Sefirot. Οι αναπαραστάσεις τού δικαστηρίου από τον Huld και τον Titorelli, παραμένουν προσανατολισμένες, με διαφορετικό τονισμό στον σκεπτικισμό τους, στο καμπαλιστικό πρότυπο. Η αναζήτηση από πλευράς τού Κ. τού δικαστή, ο οποίος επέβαλε την θανατική καταδίκη, ανακόπτεται κάθε τόσο από τον τρομακτικό κόπο ενός «εκδικητικού οργανισμού», παρεκτρέπεται και μετατίθεται εν τέλει στο άπειρο. Στο τέλος τής ζωής, οι τελευταίες του ερωτήσεις, οι οποίες δεν συνοδεύονται τυχαία από μια καμπαλιστική στάση, διατηρούν από τον ουτοπικό στόχο τους, μόνο τήν εμπειρία τής έλλειψης:
«Που ήταν ο
δικαστής, τον οποίο δεν είχε δει ποτέ; Που ήταν το ανώτατο δικαστήριο, μέχρι τό οποίο δεν είχε φτάσει ποτέ;». (Ρ194)
Αυτό είναι κατά
πρώτον λόγον και το τέλος μιάς θεοδικίας στην οποία πίστευε ο Κ., αλλά στον
μεγάλο «οργανισμό» τής Kabbala δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Μπορούμε να σκεφτούμε όμως, πως η
επίκληση αυτή τών καμπαλιστικών παραδόσεων γίνεται, επειδή δεν κατανοούν την
απουσία αυτή τού Θεού βάσει εννοιών, αλλά ως περιορισμό, ο οποίος επιβλήθηκε
από τις Γραφές. Η Kabbala παρουσίαζε ανέκαθεν την μορφή και τα ονόματα τού Θεού ως κενά σημεία. Την παντοτινή άμεση παρουσία Του, την αντικατέστησε με
τούς κώδικες και τούς υπολογισμούς της. Το απόλυτο ον, έτσι δίδασκε η παράδοση,
δεν εκδηλώνεται στους μύθους, που είναι μόνο απεικονίσεις τού ανεικόνιστου,
αλλά μόνο στα γράμματα τής Γραφής. Και αν η Γραφή, όπως στην Τορά, είναι
πολλαπλώς κρυπτογραφημένη και παραμορφωμένη, το μόνο αμετάβλητο «μεγάλο όνομα
τού Θεού» αποκαλύπτεται, στις ασταμάτητες και δια τών αιώνων ατελείωτες
κυκλικές μεταθέσεις και συνδυασμούς τού άπειρου περιεχομένου της. Αποκαλύπτεται
ο «ιερόγλυφος τού άπειρου ιερόγλυφου», του JHWH, το οποίο θα αποκρυπτογραφηθεί και θα
εκφρασθεί στο τέλος τών αιώνων και τών ερμηνειών34. Και έτσι η Kabbala έγραφε την γραμματική τού μυθολογήματος
τής Γενέσεως, με την ελπίδα, πως θα μπορούσε να καταστήσει δια τής Γραφής παρόν
το «άπειρο πνεύμα», το οποίο υπαγόρευσε αυτό το μυθολόγημα. Η αιρετική αυτή ανάγνωση
τής Kabbala ήταν, αν θέλουμε να
μιλήσουμε όπως ο Gershom Scholem για τον Kafka35, μια προσπάθεια αναίρεσης τής Γραφής δια τής Γραφής. Ο απόλυτος στόχος
όμως δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Πίσω έμεινε εκείνη η τρομακτική βιβλιοθήκη τών Γραφών, η οποία μαρτυρούσε δυο πράγματα, με τόση σαφήνεια που καμιά άλλη
παράδοση δεν είχε: την άπειρη εργασία στο γράμμα τού παμπάλαιου βιβλίου τής
ενοχής και τών νόμων του, και την απουσία εκείνου, ο οποίος τα επέβαλε στους
ανθρώπους με θεϊκή αυθεντία. Η Γραφή δεν καταργούσε την Γραφή, αλλά τής έγραφε
επίμετρα.
Φαίνεται πως
θεωρία τής Kabbala περί τής Γραφής έχει
εμπνεύσει μόνιμα τήν ποιητική τής «Δίκης». Γιατί τα ιστορικώς ανεπτυγμένα και
θεολογικώς κωδικοποιημένα μοτίβα τής συλλογιστικής τού (μυθιστορήματος)-οι
υπαινιγμοί στον Ιώβ και τον Μεσσία για παράδειγμα36- είναι διαρκείς
μεταπτώσεις, ιστορικές κυκλικές μεταθέσεις και συνδυασμοί, τραγελαφικές
συντμήσεις μιάς Γενέσεως, η οποία σε όλες αυτές τις ερμηνείες αναδομείται κάθε
φορά εκ νέου. Ασχέτως εάν η απουσία τού ανώτατου κριτή προσλαμβάνεται
κυριολεκτικά από το μυθιστόρημα, με τις παραθέσεις κειμένων από την ιστορία τού πνεύματος, το κείμενο τού Kafka ανακαλύπτει, πώς στην παράδοση εκδηλώνεται ένα σχεδόν «άπειρο πνεύμα», το
οποίο φαίνεται πως αναδύεται από την ίδια απελπισία.
Είναι ένα
ανθρώπινο πνεύμα που μιλά μέσα από αυτές τις Γραφές και στο μυθιστόρημα, σε
εξαιρετικό σημείο, παρατίθενται αποσπάσματα από αυτές, υπό τον τίτλο «Ο
πνευματικός τών φυλακών». Μόνο και μόνο, επειδή φαίνεται ανυπόφορη η απορία,
πως η απελπισία η οποία επεκτείνεται στο άπειρο, προέρχεται από την φυλακή τού πεπερασμένου, είναι δυνατή η πίστη και η ελπίδα, πως μια μέρα, από τις
ανθρώπινες Γραφές μιάς απελπισίας, θα μπορέσει να συλλαβιστεί το όνομα τού Θεού. Το εάν ο «Θεός» είναι το νόμιμο όνομα τού πνεύματος, είναι η ερώτηση, η
οποία σημαίνει την έναρξη τής πραγματικής δίκης. Και εάν το μυθιστόρημα
προσφέρει σε ένα ετοιμοθάνατο, σφραγισμένο με τα αρχικά τού Θεού πολίτη, την
ερμηνεία τής παράδοσης, φυσικά και δεν το κάνει μόνο για να επιδείξει τον έτσι
κι αλλιώς εντυπωσιακό παραλογισμό τής μυθολογικής και δογματικής του απαίτησης.
Ο ρόλος του στο δικαστήριο αυτό δεν είναι τόσο σαφής, όπως θα θέλαμε να
πιστεύουμε: η Γραφή, η οποία διηγείται χωρίς αμφιταλαντεύσεις για την τιμωρία
και την συνείδηση τής περατότητας, καθίσταται για το μυθιστόρημα ένα κείμενο
υπεράσπισης και ένα υπερασπισθέν γραπτό ενός άπειρου πνεύματος. Ο δρόμος προς
τα εκεί περνά δια τής αποκρυπτογράφησης τών «κειμένων νομιμοποίησης» εκείνης
τής παράδοσης. Περνά από την κριτική τής παράδοσης που είναι βέβαιη για την
σωτηρία, με πολλές φορές τήν αλλόκοτη εγγύηση του ουρανού και τα εμπόδια, με τα
οποία παρέκτρεπε το βλέμμα από την
άπειρη σημασία τής ζωής, όταν έλεγε, πως κάπου αλλού γράφεται ένα βιβλίο ενοχών
για κάθε ζωή. Αντίστροφα, το μυθιστόρημα ανοίγει το βιβλίο ενοχών τών
απαιτήσεων τής παράδοσης, και θυμίζει «κάθε λήθη» τών παλιών εννοιών. Αυτός
είναι ο δρόμος τον οποίο παίρνει τώρα ο Josef K.
Τέλος κεφαλαίου.
Συνεχίζεται μέ τό «Γραφή
και Νόμος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου