Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (23)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 23: Ἡ σχετικότητα καὶ συμβατικότητα τῆς συναφοῦς ὁρολογίας

Ἡ ρεαλιστικότερη καὶ συνεπέστερη πρὸς τὴ λογικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἐκδοχὴ θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦμε τὴν ἀγγελολογία καὶ τὴ δαιμονολογία ὡς ἐπικαιρικὸ πρόσλημμα συμβατικῆς ἐκφραστικῆς, ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ συνιστοῦσε αὐτονόητη «γλώσσα» συνεννόησης στὰ χρόνια τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἵδρυσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.[Ο άνθρωπος έχει μόνο σώμα καί διάνοια. Ο νούς συμβατικό στοιχείο συνεννοήσεως μιά μακρυνής εποχής, άχρηστου πλέον. Ο κόσμος είναι αυτά πού βλέπουμε, η ζωή έχει δύο επιλογές, τήν ανηφόρα τής αξιοπρέπειας καί τήν κατηφόρα τής ηδονής, όπως στήν εποχή τού Ηρακλή. Γιά νά επιστρέψει ο άνθρωπος πρέπει νά ανέβει δύο ανηφόρες. Απολύτως μονοσήμαντη καί άθεη σκέψη] 
 
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ὑπεύθυνη καὶ ἀπροκατάληπτη ἱστορικο-φιλολογικὴ ἔρευνα ὅτι οἱ βιβλικὲς ἀναφορὲς σὲ Χερουβείμ, Σεραφείμ, Θρόνους, Κυριότητες, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, Ἀρχαγγέλους, Ἑξαπτέρυγα, Πολυόμματα, Μετάρσια, Πτερωτὰ (1 Θεσ. 4, 16 – Ἰουδ. 9 – Ἑβρ. 9, 5 – Κολ. 1, 16 – Ἐφεσ. 1, 21) ἀπηχοῦν εὐκρινέστατα συγκεκριμένες, ἀκριβῶς ἐντοπισμένες μεσανατολικὲς μυθολογίες, ποὺ προηγοῦνται χρονικὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Εἰκονολογεῖται σὲ αὐτὲς τὶς μυθολογίες ἡ ὅποια ὕψιστη θεότητα μὲ τὶς δεδομένες στὶς τότε κοινωνίες προσλαμβάνουσες παραστάσεις μοναρχῶν βασιλέων, τῆς αὐλῆς τους, τῶν φρουρῶν τους, τῶν ταξιαρχῶν καὶ προκρίτων, τῶν δούλων καὶ ἀγγελιαφόρων τους.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «ὁ Θεὸς παρουσιάζεται συχνὰ σὰν μονάρχης τῆς Ἀνατολῆς (3 Βασ. 22, 19 – Ἠσ. 6, 1 κ.ἑ.). Τὰ μέλη τῆς αὐλῆς του εἶναι καὶ δοῦλοι του (Ἰὼβ 4, 18) ποὺ ὀνομάζονται ἐπίσης καὶ ἅγιοι (Ἰὼβ 5, 1 - 5, 15 – Ψλ. 88, 6 – Δαν. 4, 10) ἢ καὶ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ (Ψλ. 28, 1 - 88, 7 – Δτ 32, 8). Μεταξὺ αὐτῶν τὰ Χερουβεὶμ (ἡ ὀνομασία τους προέρχεται ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία) ὑποβαστάζουν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ (Ψλ. 79, 2 - 98, 1), ὁδηγοῦν τὸ ἅρμα του (Ἰεζ. 10, 1 κ.ἑ.), τοῦ χρησιμεύουν ὡς ὑποζύγια (Ψλ. 17, 11) ἢ φρουροῦν τὴν εἴσοδο τῆς διαμονῆς του (Γεν. 3, 24). Τὰ Σεραφεὶμ (τὰ πυρώδη, πυριφλεγῆ, φλογοβόλα) ψάλλουν τὴ δόξα του (Ἠσ. 6, 2 κ.ἑ.)... Ξαναβρίσκουμε τὰ Χερουβεὶμ στὴ διακόσμηση τοῦ Ναοῦ, ὅπου προστατεύουν μὲ τὰ φτερά τους τὴν Κιβωτό (τῆς διαθήκης – 3 Βασ. 6, 23-29 – Ἔξοδ. 25, 18 κ.ἑ.)...»

...(Μετὰ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων – 586-538 π.Χ.) τὰ ἀγγελικὰ καθήκοντα ἐξειδικεύονται περισσότερο καὶ οἱ ἄγγελοι ἀποκτοῦν ἕναν ἠθικὸ χαρακτηρισμό, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀποστολή τους: καλοὶ ἄγγελοι ἀπὸ τὴ μιά, διάβολοι καὶ δαίμονες ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἀνάμεσα στὶς δύο παρατάξεις ὑπάρχει μόνιμη ἀντίθεση (Ζαχ. 3, 1 κ.ἑ.). Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἑνὸς διχασμένου πνευματικοῦ κόσμου προδίδει τὴν ἔμμεση ἐπίδραση τῆς Μεσοποταμίας καὶ τῆς Περσίας. Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀντιμετωπίσει καλύτερα τὸν ἰρανο-βαβυλωνιακὸ συγκρητισμό, ἡ ἰουδαϊκὴ σκέψη ἀναπτύσσει τὴν προγενέστερή της διδασκαλία καί, χωρὶς νὰ θίξει τὸν αὐστηρὸ μονοθεϊσμό της, χρησιμοποιεῖ δανεικὰ σύμβολα καὶ συστηματοποιεῖ τὶς ἀντιλήψεις της σχετικὰ μὲ τὸν κόσμο τῶν ἀγγέλων... ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν περσικὴ ἀγγελολογία»(Βλ. Λεξικὸ Βιβλικῆς Θεολογίας (Vocabulaire de Théologie Biblique) τοῦ Xavier LÉON-DUFOUR, ἑλλην. ἔκδοση «Ἄρτος Ζωῆς», 1980, στ. 16-18. — Πρβλ. καὶ Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Τὸ αἴνιγμα τοῦ κακοῦ, Ἀθήνα, Ἴκαρος 22009, σελ. 189 κ.ἑ.).

Ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναφορά, ποὺ συνοψίζει λεξικογραφικὰ εὐρύτατη ἱστορικο-φιλολογικὴ ἔρευνα, γίνεται ἀμέσως φανερὴ ἡ σχετικότητα τῆς παλαιοδιαθηκικῆς ἀγγελολογίας καὶ δαιμονολογίας, ἡ ἀναγωγὴ τῶν καταβολῶν τους σὲ ἀλλόθρησκες, ἀρχέγονες, μυθολογικὲς παραδόσεις. Προσάρμοσαν οἱ Ἑβραῖοι αὐτὸ τὸ δάνειο ἀλλὰ ἀρχετυπικὸ ὑλικὸ στὴ δική τους ἱστορικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γνωρίζεται καὶ ἐπαληθεύεται στὸ πεδίο τῆς προσωπικῆς σχέσης καὶ τῶν ἱστορικῶν τεκμηρίων πιστότητας στὶς ἐπαγγελίες Του. Καὶ ἡ πρόσληψη τῶν δανείων διαμόρφωσε γλωσσικὴ ἐκφραστικὴ μὲ ὁρολογία κοινὰ αὐτονόητη, ποὺ ἀβίαστα πέρασε καὶ στὴν καινοδιαθηκικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα.

Ἀλλὰ ὁ «κόσμος» τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν ὁ περιορισμένος τῶν λαῶν καὶ φυλῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἦταν ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς «οἰκουμένης», μὲ κυρίαρχη τὴν ἑλληνικὴ ἀπαίτηση τῶν λογικῶν (ἐμπειρικὰ ἐπαληθεύσιμων) ὁρισμῶν, τῶν ὀντολογικῶν προτεραιοτήτων στὴν οἰκοδόμηση τῆς ἀλήθειας. Συνέπεσε χρονικὰ καὶ νὰ συμπορευθεῖ στοὺς πρώτους αἰῶνες ὁ Χριστιανισμὸς μὲ ἕνα νοσηρὸ ἀποκύημα τοῦ μεσανατολικοῦ συγκρητισμοῦ: τὸν Γνωστικισμό, στὸν ὁποῖο ὁ δυαλισμὸς καλοῦ-κακοῦ, ὕλης-πνεύματος, σώματος-ψυχῆς ἀξίωνε τὴ θέση αἰτιώδους ἀρχῆς τῶν ὑπαρκτῶν.

Τὰ χριστιανικὰ προσωπεῖα ποὺ φόρεσε ὁ Γνωστικισμὸς μέσα στοὺς αἰῶνες ἐνσαρκώνονταν σὲ διαδοχικὰ θρησκευτικὰ μορφώματα καταγεγραμμένα στὴν Ἱστορία σὰν κορυφώματα ψυχοπαθολογικοῦ μαζοχισμοῦ καὶ ἀπανθρωπίας: Μανιχαῖοι, Παυλικιανοί, Ἐγκρατίτες, Βογόμιλοι, Καθαροὶ — ὁ Runciman προεκτείνει τὴν ἀλληλουχία ὣς τὸν ἀγγλοσαξονικὸ πουριτανισμὸ καὶ τὸν γερμανικὸ πιετισμό (The Medieval Manichee. A Study of the Christian Dualist Heresy, Cambridge Univ. Press, 1947.). Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν, μαζὶ μὲ τὴν προοδευτικὴ ὑποβάθμιση ἢ ἀτονία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὁδήγησε στὴ μεγέθυνση τῶν συγχύσεων, στὸν πλεονασμὸ τῆς αὐθαιρεσίας τῶν διατυπώσεων:
 
Ἔφτασε ἡ σύμπασα Χριστιανοσύνη νὰ μιλάει γιὰ «κόσμο τῶν ἀγγέλων» καὶ «κόσμο τῶν δαιμόνων» χωρὶς ὁριοθετήσεις ὀντολογικοῦ φωτισμοῦ αὐτῶν τῶν «κόσμων», δηλαδὴ χωρὶς εὐ-αγγελικὴ αἰτιολόγηση-διασάφηση αὐτοῦ τοῦ παράλληλου πρὸς τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ σύμπαντος. Ἀπὸ λειτουργικὰ κείμενα, ἀπὸ συναξάρια, ἀπὸ εὐχὲς καὶ πρακτικὲς «ἐξορκισμῶν» ἀναδύεται ἡ ἐφιαλτικὴ ἀπειλὴ μιᾶς ὑποστατικῆς πραγματικότητας τοῦ «κακοῦ»: προσωπικῶν (αὐτοσυνείδητων καὶ αὐτεξούσιων) ἄυλων ὑπάρξεων, σαφῶς ἐλεύθερων ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας (χώρου, χρόνου, φθορᾶς, θανάτου), ποὺ ὑποστασιάζουν τὸ «κακὸ» ὡς φύση (οὐσία-τρόπο τοῦ ὑπάρχειν). Ἡ δύναμη τοῦ «κακοῦ» λογαριάζεται ἰσοσθενής, ἴσως καὶ ἰσχυρότερη ὡς ἀνεξέλεγκτη, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἴσως συνειδητοποιώντας τὸ μέγεθος τῆς ἀπειλῆς συσκοτισμοῦ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, βεβαιώνει ὅτι ἡ φύση τῶν δαιμόνων εἶναι καταγωγικὰ ἀγγελική, δημιούργημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «φωτοειδεῖς καὶ οἱ δαίμονες, μᾶλλον δὲ φῶτα κατ’ οὐσίαν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἄγγελοι· οὕτω καὶ ἐν Εὐαγγελίοις· Ἐθεώρουν τὸν Σατανὰν ὡς ἀστραπήν»(Βλ. Λουκ. 10, 18 καὶ Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων, Migne P.G. 4, 293A — ἂν βεβαίως τὰ Σχόλια εἶναι πράγματι τοῦ Μαξίμου).

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟΣ. ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΕΡΕΙ ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΟΥΡΙΔΗ;
AYTO ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ. ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΔΥΣΗ ΜΕΤΡΑ ΗΔΗ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ. 
ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΕΙ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ "ΣΑΝ ΘΕΟ".

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οπότε πρέπει να γίνει και μία Σύνοδος για να αλλάξουν οι Αγιογραφίες των Εκκλησιών.Τέλος οι Άγγελοι. Η δημιουργία περιορίστηκε στον άνθρωπο.

Αυτό που είχε γράψει ο πολιτικός φιλόσοφος Eric Voegelin για τον Καλβίνο μάλλον ισχύει και για τον Γιανναρά: ''ένας άνθρωπος που μπορεί να αποκοπεί από τη διανοητική παράδοση του ανθρωπίνου γένους, διότι είναι πεπεισμένος ότι μία νέα αλήθεια και ένας νέος κόσμος αρχίζουν με αυτόν, πρέπει να βρίσκεται σε μία ειδική ψυχοπαθολογική κατάσταση. ''

amethystos είπε...

Απολύτως. Λέγεται Αιώνιος Εφηβος(Puer Aeternus). Αυτή πού γεννά, από τήν εποχή τού Μεσαίωνος ήδη σάν εναντίωση στήν τρέλλα τού πάπα, τόν διανοούμενο. Τό αρχέτυπο τού οποίου περιγράφεται στόν Μικρό Πρίγκηπα. Κύριο χαρακτηριστικό τού οποίου είναι η άρνησή του νά αναγνωρίσει τήν ύπαρξη τού κακού. Καί νά διδαχθεί τίς παγίδες του. Καί ο μόνος δυνατός τρόπος ζωής του ο μετεωρισμός, η απογείωση. Αυτό πού περιγράφει ο Γιανναράς σάν τήν δυνατότητα τού κτιστού νά ζήσει μέ τόν τρόπο τού ακτίστου. Ο Ζηζιούλας, ο έτερος έφηβος τής θεολογίας, δήλωνε ότι ο Μικρός Πρίγκηπας, είναι τό τελειότερο πρότυπο θεολογίας.