Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (19)

 Συνέχεια από: Πέμπτη, 10 Ιουνίου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο

Προς εκείνους που λέγουν ότι πάλι η απόλαυσις των ελπιζομένων αγαθών θα είναι με φαγητά και ποτά, αφού έχει γραφεί ότι από την αρχή στον παράδεισο με αυτά ζούσε ο άνθρωπος

Αλλά ίσως πει κανείς ότι o άνθρωπος δεν θα επανέλθει στο ίδιο είδος ζωής, αν προηγουμένως μεν ζούσαμε τρώγοντας, έπειτα όμως θα απαλλαγούμε απ’ αυτή τη λειτουργία. Αλλά εγώ, ακούοντας την άγια Γραφή, δεν γνωρίζω μόνο σωματική τροφή, ούτε ευφροσύνη κατά τη σάρκα, άλλα ξεύρω και κάποια άλλη τροφή πού έχει αναλογία προς τη σωματική, της οποίας η απόλαυση διαβαίνει μόνο στην ψυχή. Η Σοφία παραγγέλλει στους πεινασμένους, «φάγετε από τους άρτους μου», και ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που πεινούν γι’ αυτήν τη βρώση· «κι’ αν κάνεις διψά», λέγει, «ας έλθει προς έμενα για να πιεί». Και ο μέγας Ησαΐας διατάσσει εκείνους που είναι ικανοί ν’ ακούσουν τη μεγαλοφυΐα του, «πίετε εύφροσύνη». Υπάρχει δε και κάποια προφητική απειλή κατά των άξιων τιμωρίας, ότι θα τιμωρηθούν με λιμό· ο δε λιμός δεν είναι στέρησις άρτου και ύδατος, αλλά έλλειψις λόγου. Διότι λέγει· «όχι λιμό άρτου και δίψα ύδατος, αλλά λιμό ακροάσεως λόγων». Επομένως αρμόζει να σκεφθούμε ένα καρπό αντάξιο της φυτείας του Θεού στην Εδέμ (ερμηνεύεται άλλωστε τρυφή η Εδέμ) και να μην αμφιβάλλουμε ότι ο άνθρωπος τρέφεται δια τούτου, και πάντως κατά την διαβίωση στον παράδεισο να μη εννοούμε τούτη την πρόσκαιρη καί ρευστή τροφή. Λέγει, «να τρώγεις από παντός ξύλου που είναι στον παράδεισο». Ποιός θα δώσει στον υγιεινώς πεινασμένο εκείνο το ξύλο, που είναι στον παράδεισο, που περιλαμβάνει κάθε αγαθό, που έχει όνομα το παν, του οποίου την μετουσία χαρίζει στον άνθρωπο ο λόγος; Διότι κατά τον γενικό και υπερκείμενο λόγο κάθε ιδέα των αγαθών είναι συμφυής προς τον εαυτό της και το σύνολο είναι ένα. Ποιός θα με κρατήσει μακριά από τη σύμμικτη και επαμφοτερίζουσα γεύση του ξύλου; Οπωσδήποτε για τους διορατικωτέρους ανθρώπους δεν είναι άδηλο τί είναι το παν εκείνο ξύλο, του οποίου καρπός είναι η ζωή, και πάλι, τί είναι το ανάμικτο τούτο (δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού) του οποίου πέρας (τέλος) είναι ο θάνατος. Διότι εκείνος που παρέθεσε αφθόνως την απόλαυση του παντός, οπωσδήποτε εμποδίζει από τη μετουσία των μιαρών για κάποιο λόγο και από κάποια πρόβλεψη. Νομίζω ότι για εξήγηση του λόγου τούτου πρέπει να παραλάβω διδασκάλους τον μέγα Δαβίδ και τον σοφό Σολομώντα. Διότι και οι δυο μια θεωρούν τη χάριν της επιτρεπόμενης τρυφής, αυτό (το ίδιο) το όντως αγαθό, που είναι και παν αγαθόν. Ο Δαβίδ λέγει, «κατατρύφησε στον Κύριο», ο δε Σολομών ονομάζει «ξύλο ζωής», την ίδια την αλήθεια, που είναι ο Κύριος. Επομένως το ίδιο (ταυτόν) είναι με το ξύλο τής ζωής το παν ξύλον, του οποίου τη βρώση δίνει ο λόγος στον πλασθέντα κατά τον Θεό.

Σ’ αυτό το ξύλο αντιπαρατίθεται άλλο ξύλο, του οποίου η βρώσις είναι γνώσις καλού και κακού, όχι διότι καρποφορεί ιδιαιτέρως το καθένα από τα αντιθέτως σημαινόμενα, αλλά διότι παράγει κάποιον συγκεχυμένο και ανάμικτο καρπό, που είναι συντεθειμένος από τις ενάντιες ποιότητες. Αυτού του άλλου δένδρου την βρώση κωλύει μεν ο αρχηγός τής ζωής, αλλά την συμβουλεύει ο όφις, για να ετοιμάσει στον θάνατο την είσοδο. Και συμβουλεύοντας έγινε πειστικός, αφού χρωμάτισε τον καρπό με κάποια ομορφιά και ηδονή, ώστε να φανεί ευχάριστος και να ερεθίσει την όρεξιν προς την γεύσιν.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘʹ.

Πρὸς τοὺς λέγοντας, πάλιν ἐν βρώσει καὶ ἐν πόσει εἶναι τῶν ἐλπιζομένωνἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν, διὰ τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐν τῷ παραδείσῳ γεγράφθαι διὰ τούτων τὸν ἄνθρωπον ζῇν. 

Ἀλλ' ἴσως τις οὐκ εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν τῆς ζωῆς εἶδος ἐπανελεύσεσθαι λέγει τὸν ἄνθρωπον, εἴγε πρό τερον μὲν ἐν τῷ ἐσθίειν ἦμεν, μετὰ ταῦτα δὲ τῆς τοιαύτης λειτουργίας ἀφεθησόμεθα. Ἀλλ' ἐγὼ τῆς ἁγίας ἀκούων Γραφῆς, οὐ μόνον σωματικὴν ἐπίσταμαι βρῶσιν, οὐδὲ τὴν διὰ σαρκὸς εὐφροσύνην, ἀλλά τινα καὶ ἑτέραν οἶδα τροφὴν, ἀναλογίαν τινὰ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἔχουσαν, ἦς ἡ ἀπόλαυσις ἐπὶ μόνην τὴν ψυχὴν διαβαίνει. Φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων, ἡ Σοφία τοῖς πεινῶσι διακελεύεται· καὶ μακαρίζει τοὺς τὴν τοιαύτην βρῶσιν πεινῶντας ὁ Κύριος. «Καὶ εἴ τις διψᾷ, φησὶν, ἐρχέσθω πρὸς μὲ, καὶ πινέτω.» Καὶ ὁ μέγας Ἡσαΐας, Πίετε εὐφροσύνην, τοῖς δυνατοῖς ἐπαΐειν τῆς μεγαλοφυΐας αὐτοῦ ἐγκελεύεται. Ἔστι δέ τις καὶ ἀπειλὴ προφητικὴ κατὰ τῶν τιμωρίας ἀξίων, ὡς λιμῷ κολασθησομένων· ὁ δὲ λιμὸς οὐκ ἄρτου τίς ἐστιν ἀπορία καὶ ὕδατος, ἀλλὰ λόγου ἐπίλειψις. Οὐ λιμὸν γὰρ ἄρτου φησὶν, ἢ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι λόγων Κυρίου. Οὐκοῦν τῆς τοῦ Θεοῦ φυτείας τῆς ἐν Ἐδὲμ (τρυφὴ δὲ ἡ Ἐδὲμ ἑρμηνεύεται) ἄξιόν τινα τὸν καρπὸν ἐννοῆσαι προσήκει, καὶ τρέφεσθαι διὰ τούτου μὴ ἀμφιβάλλειν τὸν ἄνθρωπον· καὶ μὴ πάντως τὴν παροδικὴν καὶ ἀπόῤ ῥυτον ταύτην τροφὴν ἐπὶ τῆς τοῦ παραδείσου διαγωγῆς ἐννοεῖν. «Ἀπὸ παντὸς, φησὶ, ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φάγῃ.» Τίς δώσει τῷ ὑγιεινῶς πεινῶντι τὸ ξύλον ἐκεῖνο, τὸ ἐν τῷ παραδείσῳ, τὸ παντὸς ἀγαθοῦ περιληπτικὸν, ᾧ ὄνομά ἐστι τὸ πᾶν, οὗ χαρίζεται τῷ ἀνθρώπῳ τὴν μετουσίαν ὁ λόγος; τῷ γὰρ γενικῷ τε καὶ ὑπερκειμένῳ λόγῳ πᾶσα τῶν ἀγαθῶν ἰδέα πρὸς ἑαυτὴν συμφυῶς ἔχει, καὶ ἕν τι τὸ ὄλον ἐστί. Τίς δέ με τῆς συμμιγοῦς τε καὶ ἐπαμφοτεριζούσης τοῦ ξύλου γεύσεως ἀποστήσει; πάντως γὰρ οὐκ ἄδηλον τοῖς διορατικωτέροις, τί τὸ πᾶν ἐκεῖνο, οὗ καρπὸς ἡ ζωὴ, καὶ πάλιν, τί τὸ ἐπίμικτον τοῦτο, οὗ πέρας ὁ θάνατος. Ὁ γὰρ τοῦ παντὸς τὴν ἀπόλαυσιν ἀφθόνως προθεὶς, λόγῳ τινὶ πάντως καὶ προμηθείᾳ τῆς τῶν ἐπικοίνων μετουσίας ἀπείργει τὸν ἄνθρωπον. Καί μοι δοκεῖ τὸν μέγαν Δαβὶδ, καὶ τὸν σοφὸν Σολομῶντα διδασκάλους τῆς τοῦ λόγου τού του παραλαβεῖν ἐξηγήσεως. Ἀμφότεροι γὰρ τῆς συγκεχωρημένης τρυφῆς μίαν ἡγοῦνται τὴν χάριν, αὐτὸ τὸ ὄντως ἀγαθὸν, ὃ δὴ καὶ πᾶν ἐστιν ἀγαθόν. Δαβὶδ μὲν λέγων, «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου» Σολομὼν δὲ τὴν σοφίαν αὐτὴν, ἥτις ἐστὶν ὁ Κύριος, ξύλον ζωῆς ὀνομάζων. Οὐκοῦν ταὐτόν ἐστι τῷ τῆς ζωῆς ξύλῳ τὸ πᾶν ξύλον, οὗ τὴν βρῶσιν τῷ κατὰ Θεὸν πλασθέντι ὁ λόγος δίδωσιν. 

Ἀντιδιαιρεῖται δὲ τῷ ξύλῳ τούτῳ ἕτερον ξύλον, οὗ ἡ βρῶσις καλοῦ καὶ κακοῦ γνῶσίς ἐστιν, οὐκ ἰδιαζόντως ἑκάτερον τῶν κατὰ τὸ ἐναντίον σημαινομένων ἐν μέρει καρποφοροῦντος· ἀλλά τινα συγκεχυμένον καὶ σύμμικτον καρπὸν ἐξανθοῦντος ταῖς ἐναντίαις συγκεκραμένον ποιότησιν, οὗ κωλύει μὲν τὴν βρῶσιν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, συμβουλεύει δὲ ὁ ὄφις, ἵνα τῷ θανάτῳ κατασκευάσῃ τὴν εἴσοδον. Καὶ πιθανὸς γίνεται συμβουλεύσας, εὐχροίᾳ τινὶ καὶ ἡδονῇ τὸν καρπὸν περιχρώσας, ὡς ἂν ὀφθείη τε ἡδέως, καὶ τὴν ὄρεξιν πρὸς τὴν γεῦσιν ὑπερεθίσειεν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: