Συνέχεια από: Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Εκκλησία ως παγκόσμια κοινωνία. Η αρχή της αγάπης
Η Εκκλησία δεν είναι μόνο η τέλεια ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εν Χριστώ, αλλά είναι επίσης η κοινωνική τάξη εδραιωμένη από τη Θεία Θέληση στην οποία και μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί αυτή η ένωση του Θείου και του ανθρώπινου. Η κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου πάνω στη Γη δεν μπορεί να αποκλειστεί από τη νέα ένωση του ανθρώπινου και του Θείου η οποία επιτυγχάνεται με τον Χριστό. Εάν τα στοιχεία, ακόμα και από την υλική ζωή μας, μεταμορφώνονται και αγιάζονται στα μυστήρια, πώς μπορεί η κοινωνική και πολιτική τάξη, η οποία αποτελεί ουσιαστική μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης, να αφήνεται ένα θύμα στις εχθροπραξίες των εγωιστικών φιλοδοξιών, τη σύγκρουση των δολοφονικών παθών και τη σύγκρουση των εσφαλμένων απόψεων; Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό ον, ο απώτερος στόχος της εργασίας του Θεού στην ανθρωπότητα είναι η δημιουργία μίας τέλειας παγκόσμιας κοινωνίας. Αλλά δεν είναι μια δημιουργία εκ του μηδενός· για το υλικό της τέλειας κοινωνίας μας δίνεται, ειδικότερα η κοινωνία στην ατελή κρατική της κατάσταση, η ανθρωπότητα όπως είναι· και αυτό ούτε αποκλείεται ούτε καταστέλλεται από το Βασίλειο του Θεού, αλλά οδηγείται στη σφαίρα του Βασιλείου, για να αναγεννιέται, να αγιάζεται και να μεταμορφώνεται.
Ο απώτερος στόχος του έργου του Θεού στην ανθρωπότητα, θεωρούμενο από τη χριστιανική σκοπιά, δεν είναι η εκδήλωση της θεϊκής δύναμης – αυτή είναι η μουσουλμανική αντίληψη - αλλά η ελεύθερη, αμοιβαία ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Και τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση αυτού του έργου δεν είναι η κρυφή λειτουργία της Θείας Πρόνοιας, η οποία καθοδηγεί τα πρόσωπα και τα έθνη με άγνωστους τρόπους στα έσχατα· μια τέτοια αμιγώς και αποκλειστικά υπερφυσική λειτουργία, αν και είναι πάντα απαραίτητη, δεν αρκεί από μόνη της. Επιπλέον, δεδομένης της πραγματικής ιστορικής ένωσης του Θεού και του ανθρώπου εν Χριστώ, ο άνθρωπος οφείλει να διαδραματίσει θετικό ρόλο στο καθορισμένο πεπρωμένο του και ως κοινωνικό ον να επικοινωνεί στη ζωή του Χριστού. Αλλά αν οι θνητοί άνθρωποι, εδώ κάτω, είναι να έχουν στην πραγματικότητα ένα πραγματικό μερίδιο στην αόρατη και υπερφυσική κυβέρνηση του Χριστού, τότε αυτή η κυβέρνηση πρέπει να λάβει ορατή και φυσική κοινωνική μορφή. Κάποιο κοινωνικό όργανο, του οποίου η προέλευση, τέλος και εξουσίες είναι θεία, ενώ τα μέσα της δράσης είναι ανθρώπινα και προσαρμοσμένα στις ανάγκες της ιστορικής ύπαρξης, είναι απαραίτητο να το εκπροσωπεί και υπουργός στην τελειότητα της θείας χάριτος και αληθείας στον Ιησού Χριστό διότι αυτή η τελειότητα μπορεί να λειτουργεί και να συνεργάζεται με την ατελή ανθρώπινη φύση.
Αν η Εκκλησία είναι να καθοδηγεί την κοινή ζωή της ανθρωπότητας προς τον στόχο της θείας αγάπης, και να κατευθύνει την κοινή γνώμη στο δρόμο προς την θεία αλήθεια, αυτή πρέπει να διαθέτει μια παγκόσμια κυβέρνηση με θεϊκή εξουσιοδότηση. Αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια, ούτως ώστε να είναι αναγνωρίσιμη σε όλους, και μόνιμη, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα μόνιμο εφετείο· πρέπει να είναι θεϊκή επί της ουσίας, ώστε να είναι τελικά δεσμευτική για τη θρησκευτική συνείδηση κάθε ενημερωμένου και καλοπροαίρετου ατόμου, και πρέπει να είναι ανθρώπινη και ατελής στην ιστορική εκδήλωση της έτσι ώστε να επιτρέπει τη δυνατότητα της ηθικής αντίστασης και να αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες, αγώνα, πειρασμούς και όλα όσα απαρτίζουν την αξία της ελεύθερης και γνήσιας ανθρώπινης αρετής.
Εάν η ανώτατη αρχή της Παγκόσμιας Εκκλησίας ανήκει αποκλειστικά στην συλλογική διαχείριση ενός συμβουλίου, η ενότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας της, που την συνδέει με την απόλυτη ενότητα της θείας αλήθειας θα μπορούσε να βασιστεί μόνο σε ένα από τα δύο πράγματα: είτε με την τέλεια ομοφωνία όλων τών μελών της, ή αλλιώς σε μια πλειοψηφία, όπως και στις κοσμικές συνελεύσεις. Η τελευταία υπόθεση είναι ασυμβίβαστη με το μεγαλείο του Θεού, ο Οποίος θα είναι υποχρεωμένος συνεχώς να συμβιβάζει το θέλημά Του και την αλήθεια Του στις πιθανές προσεγγίσεις των ανθρωπίνων απόψεων και την αλληλεπίδραση των ανθρώπινων παθών. Όσον αφορά για την ομοφωνία ή την πλήρη και μόνιμη αρμονία, μια τέτοια προϋπόθεση της κοινωνικής συνείδησης θα μπορούσε, με την εγγενή ηθική υπεροχή της, αναμφίβολα να αντιστοιχεί στην θεϊκή τελειότητα και να εκδηλώνει αλάθητα την δράση του Θεού στην ανθρωπότητα. Όμως, ενώ η πολιτική αρχή της πλειοψηφίας πλησιάζει την αξιοπρέπεια του Θεού, δυστυχώς, η ιδανική αρχή της άμεσης, αυθόρμητης και μόνιμης ομοφωνίας είναι εξίσου πολύ μακριά από την παρούσα κατάσταση του ανθρώπου. Αυτή η τέλεια ενότητα την οποία ο Ιησούς Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του, που πραγματοποίησε μπροστά μας, έθεσε ως τον τελικό στόχο του έργου Του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το παρόν και το προφανές σημείο εκκίνησης του εν λόγω έργου. Ο πιο σίγουρος τρόπος να μην επιτευχθεί η επιθυμητή τελειότητα είναι να φανταστεί κανείς ότι έχει ήδη επιτευχθεί.
Η τελειότητα της μίας Παγκόσμιας Εκκλησίας συνίσταται στην αρμονία και ομοφωνία όλων των μελών της· αλλά η δική της ύπαρξή εν μέσω πραγματικής δυσαρμονίας απαιτεί μια ενωτική και συμφιλιωτική δύναμη απρόσβλητη από αυτήν την δυσαρμονία και σε συνεχή αντίδραση εναντίον της· υποστηρίζοντας τον εαυτό της πάνω απ' όλες τις διαιρέσεις και συγκεντρώνοντας στον εαυτό της όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης, καταγγέλλοντας και καταδικάζοντας οτιδήποτε είναι σε αντίθεση με το Βασίλειο του Θεού στη Γη. Οποιοσδήποτε επιθυμεί αυτό το Βασίλειο πρέπει να επιθυμεί το μόνο τρόπο που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα συλλογικά σε αυτό (ΣτΜ: βλέπουμε τη λειτουργία της κατηγορικής προσταγής σύμφωνα με την καντιανή ορολογία). Μεταξύ της μισητής πραγματικότητας της δυσαρμονίας που βασιλεύει σε αυτόν τον κόσμο και της πολυπόθητης ενότητας της τέλειας αγάπης στην οποία ο Θεός βασιλεύει, υπάρχει ο αναγκαίος δρόμος της νομικής και αυθεντικής ενότητας που συνδέει την ανθρώπινη πραγματικότητα με το θείο δικαίωμα.
Ο τέλειος κύκλος της Παγκόσμιας Εκκλησίας απαιτεί ένα μοναδικό κέντρο, όχι τόσο για την τελειότητα του όσο και για την ίδια την ύπαρξή του. Η Εκκλησία πάνω στη Γη, καλείται να συλλέξει από το πλήθος των εθνών, άρα θα πρέπει, αν είναι να παραμείνει ενεργός κοινωνία, να κατέχει μια σαφή καθολική αρχή να τη θέτει ενάντια στις εθνικές διαιρέσεις.
Τώρα, ξέρουμε, αφενός, ότι ο Χριστός προέβλεπε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εκκλησιαστικής μοναρχίας και ως εκ τούτου, ανατίθεται σε ένα μεμονωμένο άτομο η υπέρτατη και αδιαίρετη εξουσία πάνω στην Εκκλησία Του· και, από την άλλη πλευρά, βλέπουμε ότι από το σύνολο των εκκλησιαστικών εξουσιών στον χριστιανικό κόσμο υπάρχει μόνο μία η οποία διαρκώς και αμετάβλητα διατηρεί τον κεντρικό και παγκόσμιο χαρακτήρα της και την ίδια στιγμή συνδέεται ειδικά με μια αρχαία και διαδεδομένη παράδοση με αυτόν στον οποίο ο Χριστός είπε: Εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω σε αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι πύλες της κόλασης δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της. Τα λόγια του Χριστού δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν χωρίς το αποτέλεσμά τους στη χριστιανική ιστορία· και το κύριο φαινόμενο στη χριστιανική ιστορία πρέπει να διαθέτει επαρκή αιτία στο λόγο του Θεού. Πού, λοιπόν, τα λόγια του Χριστού προς τον Πέτρο παρήγαγαν μια αντίστοιχη επίδραση, εκτός από την προεδρία του Πέτρου; Πού αυτή η προεδρία βρίσκει μια επαρκή αιτία, εκτός από την υπόσχεση που έδωσε στον Πέτρο;
Μετάφραση: Γεώργιος Η. Μπόρας
Η Αγγλική έκδοση του βιβλίου Russia and the Universal Church βρίσκεται εδώ.
ΣΧΟΛΙΟ: Δέν αποκλείεται νά είχε έρθει σέ επαφή καί ο Στάλιν μέ αυτά τά κείμενα τά οποία ενθαρρύνουν τήν Μοναρχία καί τήν Παγκόσμια Κοινωνία.
ΣΧΟΛΙΟ: Δέν αποκλείεται νά είχε έρθει σέ επαφή καί ο Στάλιν μέ αυτά τά κείμενα τά οποία ενθαρρύνουν τήν Μοναρχία καί τήν Παγκόσμια Κοινωνία.
1 σχόλιο:
Μα πρόκειται για μοναρχία που θα "αφήνει" περιθώρια αμφιβολίας...ετσι είναι...αν έφτασες ψηλά λόγω αμφιβολίας επιτρέπεις και στη μπλέμπα να αμφιβάλει λίγο...καθ'οτι η αμφιβολία σε κανει δικαιο μα οχι σκληρό κλπ...βασίλης
Δημοσίευση σχολίου