Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Οι δρόμοι των Φραγκισκανών (4)

 Συνέχεια από: Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

 Αποσπάσματα από το 9ο κεφάλαιο του βιβλίου του Franco Alessio "Ιστορία της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας" από τις εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Οι δρόμοι των Φραγκισκανών

9.3. Ο Γουλιέλμος Όκκαμ (συνέχεια)

Συνέπειες της θεωρίας του Όκκαμ (συνέχεια) 

β) εμπειρισμός: «scientia» και «probabilitas»

Σε ό,τι αφορά τη γνώση, οι απόψεις του Όκκαμ δεν είναι λιγότερο ανατρεπτικές. Αποτελούν αυτό που αποκαλείται συνήθως εμπειρισμός του Όκκαμ. Σ' αυτόν είναι φανερός ο άμεσος αντίκτυπος της άποψης ότι ο κόσμος απαρτίζεται μόνο από άτομα (τα καθέκαστα). Ο πραγματικός κόσμος, τον οποίο θέλησε και δημιούργησε ο Θεός, είναι έτσι επειδή έτσι είναι. Αν ο Θεός το ήθελε, θα μπορούσε ο κόσμος να είναι διαφορετικός. Έτσι όπως είναι, δεν επιτρέπει άλλον τρόπο να τον γνωρίσουμε, παρά μόνο με την απευθείας, άμεση επαφή εκ μέρους μας με πράγματα και συμβάντα πραγματικά, τα οποία υπάρχουν και συμβαίνουν. Συνεπώς, πραγματική γνώση είναι μόνο εκείνη που προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα, από την άμεση παρατήρηση και θέαση υπάρξεων, καταστάσεων και γεγονότων, τα οποία μας προσφέρει ο πραγματικός κόσμος. Η γνώση είναι αντίληψη. Και αξίζει να ονομαστεί γνώση (scientia), μόνο εκείνη που προκύπτει από την άμεση και ξεκάθαρη θέαση του πράγματος, όποιο κι αν είναι αυτό, όταν αυτό είναι και όπως αυτό εμφανίζεται στην πραγματικότητα ενώπιον μας. Όλα όσα δεν αποτελούν ξεκάθαρη και σαφή γνώση δεν είναι -αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε- γνώση. Αν κάποιος μας διηγηθεί ότι είδε ένα νεκρό να ανασταίνεται ή ότι μια πόλη, άγνωστη σ' εμάς, είναι μεγάλη, όλα αυτά δεν αποτελούν γνώσεις με την αυστηρή σημασία του όρου. Αποτελούν μαρτυρίες, πράξεις της μνήμης και όχι πράξεις της scientia. Η scientia διακρίνεται τελείως από παρόμοιες πράξεις, οι οποίες συνιστούν κάτι περισσότερο από καθαρή και απλή άγνοια αλλά και κάτι λιγότερο από πραγματική και πλήρη scientia: συνιστούν, δηλαδή, την probabilitas· την πιθανότητα. Από εδώ προκύπτει το εξής: όλη η γνώση που στηρίζεται στις αυθεντίες ή στην Αυθεντία την ίδια δεν είναι scientia υπό αυστηρή έννοια, αλλά probabilitas. Με άλλα λόγια, πρόκειται για γνώση, η οποία δεν βασίζεται στην ξεκάθαρη αντίληψη του πράγματος που βρίσκεται ενώπιόν μας αλλά στο αναγκαστικό κύρος ενός μάρτυρα. Η theologia sacra (ιερή Θεολογία), που βασίζεται πλήρως στην Αποκάλυψη, δεν είναι scientia είναι γνώση probabilis (πιθανή). Το ιδανικό του Θωμά έχει, μετά τις παραπάνω θέσεις, παρακμάσει. Αλλά έχει παρακμάσει και κάτι περισσότερο: η πανάρχαια και βαθιά ριζωμένη ιδέα που υπήρξε βασική για έναν ολόκληρο πολιτισμό, δηλαδή, ότι η auctoritas είναι σίγουρα ταυτόσημη με την πηγή της γνώσης, με τη βάση της scientia.

Πλέον, αυτόν τον ρόλο τον παίζει η experientia (εμπειρία) και όχι η auctoritas. Στην άμεση και ξεκάθαρη σαφήνεια της εμπειρίας ένας ολόκληρος κόσμος καλείται να στρέψει το βλέμμα του, επικαλούμενος βεβαιότητες, εγγυήσεις και γνώσεις, που μέχρι τότε αναζητούσε και έβρισκε κυρίως -αν και όχι αποκλειστικά- στην auctoritas. Συνεπώς, μια απλή αλλά ριζική διάκριση (άλλο πράγμα είναι η scientia και άλλο η probabilitas) περιορίζει και υποτιμά το κύρος της αυθεντίας: τη scientia προσφέρει η experientia και όχι η auctoritas. Στους αντίποδες του αβερροϊσμού, ο οποίος είχε ταυτίσει τον αριστοτελικό ορθολογισμό (ratio) με την καθαρή και ριζοσπαστική Auctoritas, ο Όκκαμ χαράζει μια άλλη πορεία, η οποία τον 14ο αιώνα θα επιβεβαιώνεται με όλο και μεγαλύτερο σθένος. Επίσης, πρόκειται για ιδιαίτερη και σημαντική κατεύθυνση, καθώς παρουσιάζει μια άλλη πτυχή της auctoritas, την εμπειρία (άμεση, σαφή)

Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και κάτι ακόμη που καταρρέει από τον προαναφερθέντα ριζοσπαστικό εμπειρισμό του Όκκαμ. Είναι το ίδιο το οξφορδιανό ιδεώδες, το οποίο αναζητήθηκε επί έναν περίπου αιώνα από μεγάλους και λιγότερο μεγάλους magistri, το ιδεώδες της ενότητας της γνώσης. Με δεδομένες τις αντιλήψεις της Οξφόρδης, που διαρκούν και αναγνωρίζονται ακόμα στον Ντουνς Σκώτο, όλες οι επιστήμες, στην πολλαπλή ποικιλία τους (φυσική, μαθηματικά, αστρονομία, μουσική, ιατρική κλπ.), ήταν ιδανικά ταξινομημένες μέσα στην ενότητα μίας μόνο scientia. Αυτή η βασική scientia, η scientia scientiarum (επιστήμη επιστημών), που εγγυόταν τις θεωρητικές βάσεις όλων των scientiae και αποτελούσε την ενότητα μέσα στην οποία όλες εντάσσονταν, είχε εντοπιστεί με ακρίβεια είτε στα Μαθηματικά (Ρογήρος Βάκων) ή, με λίγες παραλλαγές, στη Μεταφυσική (Ντουνς Σκώτος). Σε κάθε περίπτωση, από αυτή τη scientia scientiarum όλες οι scientiae προέκυπταν ως παράγωγα, ως θεωρήματα μιας βασικής αξιωματικής επιστήμης. Όλες οι επιστήμες από αυτήν έπαιρναν την ενιαία μήτρα, τη σφραγίδα της επιστημονικότητάς τους. Όποια κι αν ήταν, η κάθε scientia αντλούσε από αυτήν τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε. Παντού, αυτός ο τρόπος εμφανιζόταν ενιαίος, μοναδικός για όλες και σε όλες. Παντού, η λέξη scientia σήμαινε και συμπεριλάμβανε την έννοια της λέξης «παραγωγή» (deductio). Μαζί με το οξφορδιανό ιδεώδες της ενότητας της γνώσης, εκείνο που καταρρέει είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία η scientia, κατ' ουσίαν αλλά και ως θεσμός, καθεμιάς χωριστά αλλά και όλων μαζί των επιστημών, είναι κατεξοχήν παραγωγή. 

γ) η «scientia» είναι ενόραση, όχι παραγωγή

Για τον Όκκαμ, οι έννοιες «ξέρω, γνωρίζω, scientia» σημαίνουν αποκλειστικά και μόνο ενόραση, όχι παραγωγή (deductio). Πρόκειται αποκλειστικά και μόνο για την εκδήλωση της δεδομένης ξεκάθαρης εικόνας των πραγμάτων, όπως και για όποια εικόνα έχει δοθεί φανερά και με άμεσο τρόπο. Τίποτε άλλο και, κυρίως, τίποτα περισσότερο. Από την αρχική ξεκάθαρη εικόνα η παραγωγή αξιώνει να αντλήσει μια ολόκληρη αλυσίδα αναγκαίων συνεπειών, μέσα στις οποίες να μπορεί κανείς να βλέπει και να μαθαίνει κάτι περισσότερο από αυτά που του προσφέρει η καθαρότητα της αρχής. Αυτή ήταν και η πρόθεση του Ντουνς Σκώτου: η αναλυτική παραγωγική διαδικασία από την αρχική σαφήνεια της ιδέας του όντος έπρεπε να οδηγήσει μακριά και να ξετυλίξει όλο τον απεριόριστο θησαυρό που περιέχεται σ' αυτήν την αρχική απλή έννοια. Το θέμα ήταν να ξεκινήσει κανείς από την απλότητα, προκειμένου να φτάσει στον θησαυρό. Όμως, αυτό ακριβώς το πέρασμα ο Όκκαμ το απέρριπτε με δυναμικό και ανατρεπτικό τρόπο. Από την απλότητα ενός πρώτου συλλογισμού, και προπάντων από έναν συλλογισμό προφανή και αναγκαίο, δεν εξάγεται ποτέ τίποτα περισσότερο απ' όσα ο συλλογισμός αυτός πραγματικά περιέχει. Η παραγωγή ξετυλίγει, αναλύει, αλλά δεν αυξάνει με τίποτα και σε τίποτα τη γνώση. Σε οριακές περιπτώσεις το συμπέρασμα δεν αποτελεί παρά μια επανάληψη με διαφορετικούς όρους εκείνων που είχαν διατυπωθεί στον συλλογισμό. Η παραγωγή συμπερασμάτων, υπό την αυστηρή και πραγματική της έννοια, δεν αποτελεί γνώση και scientia. Είναι επανάληψη αλλά όχι scientia. Η παραγωγή παραμένει αγκιστρωμένη σε μεμονωμένες πράξεις της ενόρασης, πράξεις αυτόνομες, που δεν μπορούν να παραχθούν αυτές καθαυτές και καθεμιά από τις οποίες έχει απομονωθεί από τις άλλες.

δ) η «scientia» και οι επιστήμες

Ακολουθώντας την παραπάνω πορεία, κάθε πράξη γνώσης δεν εξαρτάται από άλλες πράξεις και ούτε παράγει άλλες. Η πράξη με την οποία αντιλαμβάνομαι τούτο δω το κόκκινο χρώμα περιέχεται στον εαυτό της. Η καθαρότητά της μου επιβάλλεται κατά τρόπο αναντίρρητο: βρίσκεται «παρούσα ενώπιόν μου». Όλα, όμως, τελειώνουν σ’ αυτό το σημείο. Κάθε πράγμα είναι ολοκληρωμένο και όχι αποτέλεσμα άλλου, ούτε απόρροια συλλογισμού. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε πράξη με την οποία η γνώση συλλαμβάνει το πράγμα και το έχει ενώπιόν της ολοφάνερο, ή, με άλλα λόγια, το κατανοεί. Οι μεμονωμένες πράξεις της scientia μπορούν να συσσωρεύονται, να ακολουθούν οι μεν τις δε και να προστίθενται οι μεν στις δε: δεν αποτελούν, ωστόσο, ποτέ οργανικό σύνολο, μέσα στο οποίο υπάρχουν σχέσεις που συνδέουν κατά τρόπο αναγκαίο τις πράξεις της scientia σ' ένα «σύστημα γνώσεων». Αυτό που αποκαλούμε «φυσική» ή «αστρονομία» ή «ιατρική» δεν συνιστά μία scientia, ένα τακτοποιημένο και οργανικό σύστημα που ανάγει σε ανώτερη ενότητα όλες τις πράξεις που συγκλίνουν σ' αυτό.[Ο ΚΟΜΠΟΓΙΑΝΝΙΤΗΣ, ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ] Ισοδυναμεί με το όνομα του «σωρού» των συσσωρευμένων απροσδιόριστων ποσοτήτων μεμονωμένων πράξεων γνώσης, που όλες είναι μοναδικές, ατομικές και αδιαίρετες. Συνεπώς, αυτό που ονομάζουμε μία συγκεκριμένη επιστήμη αποτελεί σειρά σωστά τοποθετημένων προτάσεων οι οποίες περιγράφουν το περιεχόμενο προσδιορισμένων ενορατικών πράξεων και άμεσων γνώσεων. Έτσι, αν κάθε επιστήμη μπορεί να αναλυθεί πλήρως σ' ένα «σωρό» προτάσεων, τότε όλο και λιγότερο έχει νόημα να μιλάμε για πλήρη ενότητα γνώσης, για «ενότητα γνώσης» και για «scientia scientiarum». Η ενιαία επιστήμη είναι μύθος, είναι μια λέξη: αυτή η επιστήμη που επιδιώκει να βασιστούν επάνω της και να διαρθρωθούν γύρω της όλες οι επιστήμες είναι η καθαρή και απλή γλωσσική έκφραση με την οποία υπαινισσόμαστε το γεγονός ότι υπάρχουν πράγματι και μόνο «σωροί» διαφορετικών προτάσεων, που είναι τόσες, όσες οι αναρίθμητες πράξεις άμεσης αντίληψης των πραγμάτων.

Συνεπώς, για κάθε σημείο υπάρχει η πολλαπλότητα, το πλήθος, το μη αναγώγιμο στην ολότητα, το απολύτως απλό και ατομικό, που εμφανίζεται ενώπιόν μας σαν πρωταγωνιστής της μεταφυσικής, της θεολογίας και της γνωσιολογίας του Όκκαμ. Στα διάφορα «κεφάλαια» της σκέψης του Όκκαμ κυκλοφορεί ένα κυρίως θέμα: το παλιό ιδεώδες, το οποίο επανεμφανίζεται με την αδιάλλακτη και διαβρωμένη μορφή των μεταφυσικών, θεολογικών και γνωσιολογικών πλεονασμών που δημιουργήθηκαν και μεγάλωσαν, προπαντός στην ιστορία του 13ου αιώνα, από το μυαλό των magistri. Ωστόσο, αυτό ταυτίζεται με το ιδεώδες της ακαλλώπιστης και άκομψης απλότητας, της απλής φραγκισκανο-ευαγγελικής πενίας.

Η εκκλησιαστική θεωρία: η φτωχή Εκκλησία

Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στον Όκκαμ της Οξφόρδης (έως το 1323) και τον Όκκαμ του Μονάχου της Βαυαρίας (μετά το 1327), δηλαδή, ανάμεσα στη φιλοσοφικο-θεολογική και τη θεολογικο-εκκλησιαστική θεωρία του Όκκαμ, του επαναστάτη μοναχού, ο οποίος κατηγορούσε την Εκκλησία ότι είχε νοθεύσει το Τάγμα της φτώχιας. Υπάρχει, βέβαια, κάποιο σημείο που προσδιορίζει την ουσία της αρχέγονης τελειότητας της ανθρωπότητας, της αρχέγονης τελειότητας του Ευαγγελίου και της αρχέγονης τελειότητας των Φραγκισκανών: οι τρεις αυτές αργέγονες τελειότητες συνιστούν ισάριθμες επαναλήψεις ενός και μοναδικού ιδεώδους τελειότητας για τον άνθρωπο. Το σημαντικότερο σημείο είναι το εξής: προϋπόθεση της τελειότητας είναι η φτώχια. Αυτή η ουσιαστική προϋπόθεση για τον άνθρωπο υπήρξε ουσιαστική και για τον Χριστό: «Οποιοσδήποτε από σας δεν απαρνηθεί όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου»;;;;. Το απόσπασμα από το Ευαγγέλιο δεν επιδέχεται ερμηνευτικές ταχυδακτυλουργίες. Δεν σημαίνει απλώς παραίτηση από τη χρήση μιας περιουσίας στην οποία υπάρχουν δικαιώματα. Αποτελεί, το δίχως άλλο, πλήρη παραίτηση από την ίδια την περιουσία ως τέτοια. Ο Χριστός δεν δίδαξε την (αφηρημένη) θεωρία της πενίας: έδωσε στη θεωρία της απόλυτης paupertas συγκεκριμένο νόημα, πραγματώνοντας και ο ίδιος την πενία ως βασική αξία. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ' συμπεραίνει το αντίθετο. «Ο Χριστός είναι Θεός. Ο Θεός κατέχει τα πάντα. Επομένως, και ο Χριστός κατέχει τα πάντα ως Θεός και ως άνθρωπος». Με όλα αυτά ο Χριστός γίνεται το θεμέλιο της απόλυτης εξουσίας, της πλήρους δύναμης του πάπα. Τα παραπάνω αποτελούν, βέβαια, άθλιες σοφιστείες. Ο άνθρωπος Ιησούς δεν κατείχε πράγματα και αγαθά, ούτε είχε δικαιώματα σε πράγματα και σε αγαθά. Χρησιμοποίησε πράγματα, αλλά δεν είχε δικαιώματα σε πράγματα. Οι Απόστολοι, αρνούμενοι να σφετεριστούν οτιδήποτε, να έχουν και να ασκούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε οτιδήποτε, ακολούθησαν και μιμήθηκαν τον Ιησού.[ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ. ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ] Έτσι, υιοθέτησαν έναν παρόμοιο τρόπο ζωής (ανάλογο, όχι ίδιο) με εκείνον που οι άνθρωποι θα είχαν ακολουθήσει, και θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει, αν ο Αδάμ δεν είχε υποπέσει στο αμάρτημα: μια ζωή χωρίς ιδιοκτησίες, χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας εκ μέρους ιδιωτών ή κάποιων ομάδων ανθρώπων, με ταυτόχρονο αποκλεισμό των υπολοίπων.[Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ] Δηλαδή, όπως ο Ιησούς, έτσι και οι Απόστολοι –η αρχική εκκλησία-κοινότητα– χρησιμοποίησαν αυτή τη μοναδική νόμιμη εξουσία στα αγαθά, που είναι κοινή σε όλο το ανθρώπινο γένος, την οποία ο Θεός στην αρχή παραχώρησε σε όλη την ανθρωπότητα και συνίσταται στην κοινή, σε όλο το ανθρώπινο γένος, εξουσία της χρήσης των αγαθών. Αντίθετα δεν συνίσταται καθόλου, πέρα απ' αυτό, στη δυνατότητα του καθενός (ή κάποιων) να ιδιοποιούνται πράγματα αποκλείοντας άλλους, δηλαδή, να κατέχουν κάτι ως προσωπική περιουσία. Εκείνο, επομένως, που υπάρχει πράγματι στην αρχή είναι η κοινή χρήση των αγαθών (dominium commune), και όχι η ίδια η ιδιοκτησία (proprietas, dominium proprium). Η τελευταία προστίθεται στην πρώτη, αρχέγονη και μοναδική νόμιμη dominium commune ως κάτι καινούργιο που δεν μπορεί να εξαχθεί από τη μοναδική νόμιμη dominium commune. Πρόκειται για αδικαιολόγητη καινοτομία που εμφανίζεται, όχι εξαρχής, αλλά αργότερα και αποτελεί συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Η ιδιοποίηση, που είναι σφετερισμός, απέχει πολύ από τη θεμελίωση και δικαιολόγησή της με βάση τη Βούληση του Θεού. Αποτελεί υβριστική διαστροφή των παραινέσεων του Θεού, οι οποίες καθιστούν όλους τους ανθρώπους ευεργετούμενους και κανέναν συγκεκριμένα ιδιοκτήτη αγαθών. Αυτή είναι η θεμελιώδης διάκριση, στο φως της οποίας μπορούν να αναγνωριστούν όλες οι ιστορικές, ανθρώπινες και εγκληματικές παρεκκλίσεις από το dominium commune στο dominium proprium. Στο φως της προαναφερθείσας διάκρισης η φτώχια του Χριστού και των Αποστόλων αποκτά συγκεκριμένο νόημα είναι το κάλεσμα στην πρώτη προϋπόθεση για την τελειότητα, δηλαδή, στην ολοκληρωτική παραίτηση από την ιδιοποίηση αγαθών και στην εξάλειψη κάθε (υποτιθέμενου πραγματικού) δικαιώματος του ιδιώτη, που δεν είναι παρά δικαίωμα προερχόμενο από τα δικαιώματα όλων. Γι' αυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του φραγκισκανισμού, για μια «κοινότητα ανθρώπων της θρησκείας, οι οποίοι τείνουν προς την τελειότητα με όλες τους τις δυνάμεις», ισχύει ως Regula (Κανόνας) το ακριβώς αντίθετο της ιδιοποίησης αγαθών, δικαιωμάτων και εξουσιών. Μία τέτοια κοινότητα ιδρύεται (στην αρχική της μορφή) στη βάση της αναγνώρισης ότι αυτή –όλα τα μέλη της ή κάποιο απ΄ αυτά– δεν έχει ιδιοκτησία σε πράγματα ή αγαθά (dominium proprium) ούτε εξουσία σε ανθρώπους (potestas), ενώ κάθε ιδιοκτησία, όπως και κάθε εξουσία, ανήκει στον Θεό και μόνο στον Θεό, δηλαδή, δεν μεταβιβάζεται ούτε έχει μεταβιβαστεί από τον Θεό σε κάποιους από αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν. Αυτή είναι η Regula και αυτό είναι το Ευαγγέλιο. Μόνο ο Θεός είναι Κύριος και μόνο σ' Αυτόν ανήκουν ιδιοκτησία και εξουσία. Καμία ιδιοκτησία και καμιά εξουσία δεν μεταβιβάζεται από Εκείνον προς την κοινότητα των πιστών, σε ό,τι αφορά τα αγαθά και τα δικαιώματα.

Αυτή η αρχή δεν ισχύει μόνο για τον φραγκισκανισμό. Ισχύει και για ολόκληρη την κοινότητα των πιστών, δηλαδή, για ολόκληρη την Εκκλησία, η οποία είναι πλήθος πιστών (multitudo fidelium). Τούτο σημαίνει ότι η άρνηση των δικαιωμάτων (ιδιοκτησίας και εξουσίας) αποτελεί πράξη ουσιαστική και συστατική της κοινότητας των πιστών του Θεού, σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Ούτε η Εκκλησία ολόκληρη ούτε κανένα από τα μέλη της, μπορεί να ιδρύσει, στη βάση ενός υποτιθέμενου θείου διατάγματος ή μιας υποτιθέμενης μετάδοσής τους από τον Θεό, δικαιώματα και εξουσίες. Όλος ο ορίζοντας της εκκλησιαστικής κοινότητας βρίσκεται έξω, ξένος και απόμακρος, από τον κόσμο του Δικαιώματος. Η Εκκλησία ολόκληρη ή είναι φτωχή ή δεν είναι. Η άρνηση των δικαιωμάτων και του Δικαιώματος αποτελεί την πρώτη πράξη της πρώτης προϋπόθεσης όλων των τελειοτήτων της ως κοινότητας των πιστών του Θεού. Είναι φανερό ότι αυτές οι βασικές αρχές δημιουργούν μια ριζική εναλλακτική στάση στη σχέση θεωρίας-πράξης της Εκκλησίας-κράτους, η οποία συνιστά τον άγρυπνο φύλακα και αμείλικτο κήρυκα του Δικαιώματός της και των δικαιωμάτων της. Πρόκειται για τη ριζικότερη εναλλακτική στάση ως προς την πεποίθηση ότι, κατ' αρχάς, στην Εκκλησία του Χριστού ανήκουν όλες οι ιδιοκτησίες με τη μορφή δικών της δικαιωμάτων (propria proprietas) καθώς και όλες οι εξουσίες (potestates), δυνάμει μιας απευθείας μεταβίβασης ιδιοκτησιών και εξουσιών από τον Θεό στην Εκκλησία και στον πάπα. Στην ουσία της, η οποία πραγματοποιείται με διάφορες μορφές, πρόκειται για την ίδια τη θεωρία-πρακτική της θεοκρατίας των παπών της Αβινιόν. Φτάνουμε, επομένως, στην έσχατη συνέπεια: «πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως, παρά το γεγονός ότι ο πάπας είναι αναπληρωτής του Χριστού, σε καμιά περίπτωση δεν έχει παραχωρηθεί στον πάπα όλη η εξουσία του Χριστού». Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να πούμε ότι η θρησκεία και η χριστιανική Εκκλησία συνεπάγονται τρομακτική σκλαβιά, χειρότερη από εκείνη του αρχαίου κόσμου: όλοι, βασιλείς και αυτοκράτορες, πιστοί και άπιστοι, θα ήταν δούλοι του πάπα και θα ακυρώνονταν μονομιάς οι ελευθερίες που ο Θεός και η Φύση έδωσαν στους ανθρώπους, όπως θα ακυρωνόταν μονομιάς η μοναδική θεμελιώδης πρόταση που είπε σχετικά ο Χριστός: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»(Ιω., ΙΗ', 36).


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Makarioi oi miden exontes kai ta panta diaxeirizontes. To eixan efarmosei stin Anatoliki Eyropi alla katerereyse. To eixe proteinei kai se mia ekpompi me aformi to skandalo tou Vatopaideiou o makaristos patir Georgios Metallinos. Na paraitithoun oi katoikoi tis ypaithrou apo tis idioktisies tous kai na tis diaxeirizontai ta monastiria. Me kati tetoies logikes perasan stin Galliki epanastasi tous papades apo lepidi kai ston ispaniko emfylio oi xorikoi ekapsan ola ta monastiria kai tis ekklisies. AM

Ανώνυμος είπε...

Tora kai o Metallinos kai o Stratigopoulos pou ezilosan doxa Fragiskanon monaxon exoun perielthei stin katastasi tou miden exontos alla kai tipota diaxeirizontos. O Ellinas exei elatomata polla alla mouzikos den ginetai. Me kanena prosxima oute orthodoxo oute komounistiko oute ethnikistiko. AM