Συνέχεια από:Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022
Του Enrico Berti.Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Τί είναι η γνώση;
Εάν η εμπειρία, όπως είδαμε, είναι γνώση χάρη σ' αυτό που έχει κοινό με την τέχνη και την επιστήμη, η γνώση με την ιδιαίτερη σημασία της, συνίσταται απο την τέχνη και απο την επιστήμη, χάρη σ'αυτό που τις διακρίνει απο την εμπειρία. Αυτή η διάκριση εμφανίζεται καθαρά στο πρώτο κεφάλαιο της Μεταφυσικής, ιδιαιτέρως μέσω τού παραδείγματος που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης και μέσω μίας ακριβέστατης διατυπώσεως. Η γνώση ότι ο Καλλίας, άρρωστος αυτής της ασθένειας, ωφελήθηκε απο αυτό το φάρμακο, το οποίο ωφέλησε και τον Σωκράτη και πολλούς ακόμη θεωρημένους ξεχωριστά (καθ' έκαστον), είναι εμπειρία. Η γνώση όμως ότι αυτό ωφέλησε όλους αυτούς τους ασθενείς, οριζόμενους βάσει ενός μόνου είδους (κατ'είδος έν αφορισθείσι), που υποφέρουν απο αυτή την ασθένεια, για παράδειγμα όσους έχουν πυρετό, τους φλεγματικούς, ή τους χολερικούς, είναι τέχνη (Μεταφ 981 α 7-12).
Εδώ το χαρακτηριστικό της εμπειρίας είναι η αναφορά της σε κάθε περίπτωση, λαμβανόμενη σαν ξεχωριστή, δηλαδή την ασθένεια του Καλλία, του Σωκράτη και των άλλων, χωρίς να υπολογίζει εάν όλες αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν μία και μοναδική ασθένεια. Αντιθέτως το χαρακτηριστικό τής τέχνης είναι να υπολογίζει αυτή την μοναδική ασθένεια, παρούσα σε όλες τις περιπτώσεις, και επομένως καθολική. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης μπορεί να ανακεφαλαιώσει την διαφορά, λέγοντας: "αίτιον δ' ότι η μέν εμπειρία τών καθ'εκαστον εστι γνώσις ή δέ τέχνη των καθόλου" (981 α 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το καθόλου, το οποίο περιέχεται στην εμπειρία σαν συνθήκη της ίδιας της τής δυνατότητος, δέν γνωρίζεται μέσω τής εμπειρίας. Επομένως η εμπειρία χαρακτηρίζεται κατά ένα μέρος απο την παρουσία, κατά ένα άλλο απο την απουσία τού καθόλου, της καθολικότητος. Γι'αυτό και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ουσιαστικώς μία ανάγκη τής γνώσεως τού καθόλου, είναι δηλαδή μία τάση πρός μία ανώτερη μορφή γνώσεως. Έτσι φανερώνεται όλη η σημασία τής αριστοτελικής έννοιας τής εμπειρίας ώς διάμεσου σταδίου ανάμεσα στην αισθητηριακή γνώση, την αντίληψη ή την μνήμη, και την εννοιολογική γνώση, την τέχνη ή την επιστήμη.
Αμέσως μετά την διάκριση ανάμεσα στην εμπειρία και στην τέχνη ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει ότι η γνώση ενυπάρχει περισσότερο στην τέχνη απο τήν εμπειρία και όσοι κατέχουν την τέχνη είναι πιό γνωστικοί απο όσους διαθέτουν την εμπειρία. Και το δικαιολογεί δηλώνοντας. "Και αυτό διότι οι μέν γνωρίζουν την αιτία και οι άλλοι όχι. Διότι οσοι διαθέτουν την εμπειρία γνωρίζουν το ότι, αλλά δέν γνωρίζουν το διότι και την αιτία. (Μεταφ 981 α 28-30).
Μ'αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης αφομοιώνει αντιστοίχως το ατομικό στο ότι, και το καθολικό στο διότι, δηλαδή στην αιτία, και υπολογίζει στην γνώση τού διότι και της αιτίας σαν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γνώσεως. Στο τέλος δέ του κεφαλαίου θα δηλώσει ότι η σοφία είναι επιστήμη η οποία αφορά ορισμένες αρχές και αιτίες.
Σχετικά τώρα με την νομιμότητα της αφομοιώσεως τού καθόλου στην αιτία τελευταίως ήρθε στην επιφάνεια κάποια αμφιβολία. Μπορεί όμως να αναγνωρισθεί η νομιμότητά της, όταν υπολογίσουμε ότι το καθόλου είναι ουσιαστικώς η ενότης μίας πολλαπλότητος, και ότι τέτοια είναι και η αιτία αναφορικά με τα αιτιατά της. Απο την αναφερόμενη αφομοίωση πάντως συνάγεται μία σημαντική συνέπεια σχετικά με την αριστοτελική έννοια της γνώσεως.
Εάν όπως είδαμε ήδη, η εμπειρία είναι μία γνώση τού ξεχωριστού και ιδιαίτερου, στην οποία όμως περιέχεται η χρεία τού καθολικού, και το καθολικό και το ιδιαίτερο συμπίπτουν αμοιβαίως με το ΓΙΑΤΙ και το ΤΙ, μπορούμε να πούμε επίσης ότι η εμπειρία είναι μία γνώση του Τί, στην οποία περιέχεται ήδη η ερώτηση του ΓΙΑΤΙ, είναι μία γνώση δηλαδή θεμελιωδώς προβληματική.
Αλλά επειδή η απαίτηση καθολικότητος αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί το ξεκίνημα τής γνώσεως και αυτή η απαίτηση τής καθολικότητος σχηματίζεται σαν ερώτηση τού ΓΙΑΤΙ, δηλαδή σαν κάτι προβληματικό, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η γνώση συνίσταται κυρίως σαν προβληματισμός κάθε προηγούμενης βεβαιότητος. Αυτό επιβεβαιώνεται στο ίδιο το πρώτο βιβλίο τής Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης, ξαναχρησιμοποιώντας μία πλατωνική έννοια, δηλώνει ότι οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να φιλοσοφήσουν για πρώτη φορά, να αγαπήσουν δηλαδή την γνώση, και την αγαπούν ακόμη μέχρι σήμερα, ακριβώς λόγω τού θαυμασμού, καθώς θαύμασαν κατ'αρχάς τα παράξενα που συνέβαιναν δίπλα τους, και έφτασαν σιγά-σιγά να αναρωτιούνται γύρω απο τα μέγιστα πράγματα. (Μεταφ 982 b 12-15).
Η προβληματικότης που χαρακτηρίζει μ' αυτόν τον τρόπο την γνώση, σαν συνέπεια της αφομοιώσεως ανάμεσα στο καθολικό και την αιτία, ανανεώνεται συνεχώς, λόγω τού χαρακτήρος τού συνεχούς ανοίγματος και την αοριστία πού ανήκουν ακριβώς στο καθόλου. Αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα απο την συνέχεια τού χωρίου των Αναλυτικών που παρουσιάσαμε προηγουμένως, το οποίο, παρόλη την μεγάλη του ακρίβεια, διαθέτει πολύ πυκνή θεωρητική σημασία. Αφού έχει περιγράψει λοιπόν την στάση τού πρώτου καθόλου στην ψυχή, ο Αριστοτέλης συνεχίζει: "Εκ νέου όμως συμβαίνει σ'αυτό μία στάσις (ίσταται) εώς ότου σταθούν εκείνα που δέν διαθέτουν μέρη δηλαδή τα κατεξοχήν καθόλου, όπως για παράδειγμα ένα συγκεκριμένο ζώο, έως ότου σταθεροποιηθεί το ζώο, και σ' αυτό άλλο τόσο" (Αναλυτικά ύστερα ΙΙ 19,100b 1-3).
Η σημασία του χωρίου είναι ξεκάθαρη: μετά την μορφοποίηση τών πρώτων καθόλου, τα οποία αντιπροσωπεύουν την πρώτη στάση της ροής της εμπειρίας, η κίνηση επαναλαμβάνεται δηλαδή έχουμε έναν νέο προβληματισμό, τον οποίο ακολουθεί μία νέα στάση δηλαδή ένα νέο καθόλου, και η πρόοδος συνεχίζεται, μέχρις ότου φθάσουμε στην μέγιστη καθολικότητα, η οποία αντιπροσωπεύεται απο τα κατεξοχήν καθόλου, τα απλούστερα, τα οποία δέν διασπώνται περαιτέρω σε μέρη, δέν ορίζονται δηλαδή εκ του γένους και τής ειδικής διαφοράς, δηλαδή οι κατηγορίες, τα υπέρτατα γένη.
Φτάνοντας σ'αυτό το τέρμα, ολοκληρώνεται και η πρόοδος την οποία περιγράψαμε μόλις, δηλαδή η καθολικοποίηση, η ενότης των προηγουμένων δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι πέραν των κατηγοριών δέν είναι δυνατή καμμία στάση. Αλλά δέν έχει λεχθεί επίσης ότι οι κατηγορίες συνιστούν μία ενότητα, και επομένως δέν δέχονται επιπλέον προβληματισμούς. Το γεγονός μάλιστα ότι είναι πολλές και δέν ανάγονται σε κάποια υπέρτερη ενότητα, σημαίνει ότι η πολλαπλότητα των γίνεται αιτία ενός πιό ριζικού προβληματισμού απο τις προηγούμενες φάσεις τής προόδου, στον οποίο θα επιστρέψουμε στην συνέχεια. Αυτό που μπορούμε να διασώσουμε όμως είναι το συνεχές άνοιγμα της προόδου, η συνεχής της ακαθοριστία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου