Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (39)

   Συνέχεια από: Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΞΑΠΟΛΥΜΕΝΟΙ
Ο ρωσικός μηδενισμός και η επιδίωξη του προμηθεϊκού

Πατέρες και παιδιά του Turgenev - Ο Μπαζάροφ ως ρομαντικός αντιρoμαντικός

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται απίθανο ότι ο Μπαζάροφ είναι κατά κάποιον τρόπο ρομαντικός. Ελάχιστοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες επικρίνουν τον ρομαντισμό όσο ο Μπαζάροφ. Απεικονίζεται ως άχαρος και γήινος, συλλέκτης βατράχων και όχι καρδιών. Επιπλέον, ο βασικός αντίπαλός του στο μυθιστόρημα, ο Πάβελ Κιρσάνοφ, έχει ολοφάνερα πλαστεί σύμφωνα με το βυρωνικό υπόδειγμα. Ωστόσο αυτές οι αντιρρήσεις για κάποιον ρομαντικό Μπαζάροφ επικεντρώνονται στο επιφανειακό. Ο Μπαζάροφ στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός αντιρομαντικός και ο ανταγωνισμός του Μπαζάροφ με τον Πάβελ δεν είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον ρεαλιστή και στον ρομαντικό αλλά ανάμεσα σε δύο γενιές ρομαντικών.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο Μπαζάροφ δεν είναι κάποιος παραδοσιακός ρομαντικός ήρωας. Ο υλισμός και ο ρεαλισμός του δεν μπορούν να αγνοηθούν ως σκέτη επίφαση. Ο Turgenev υπαινίσσεται κάτι ανάλογο σε χειρόγραφο της “Παρθένας ἀνοιξης”.

Υπάρχουν ρομαντικοί του ρεαλισμού [...]. Λαχταρούν την πραγματικότητα και αγωνίζονται για το ιδεώδες. Στο πραγματικό δεν αναζητούν ποίηση είναι -γελοία γι' αυτούς- αλλά κάτι μεγάλο και μεστό νοήματος· και αυτό είναι παραλογισμός: Η πραγματική ζωή είναι πεζή, κι έτσι πρέπει να είναι. Είναι δυστυχείς, διεστραμμένοι και κατατρύχονται από αυτή τη διαστροφή ή από κάτι εντελώς απρόσφορο για το έργο τους. Επιπλέον, η παρουσία τους -ενδεχομένως μόνο στη Ρωσία, πάντοτε με παραινετική ή εκπαιδευτική διάθεση- είναι αναγκαία και χρήσιμη: Είναι κήρυκες και προφήτες με τον δικό τους τρόπο, αλλά ακέραιοι προφήτες, αυτάρκεις και αυτοπροσδιοριζόμενοι. Το κήρυγμα είναι αρρώστια, ανάγκη, επιθυμία· ο υγιής άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει προφήτης, ούτε καν κήρυκας. Γι' αυτό αποτύπωσα κάτι από αυτό τον ρομαντισμό και στον Μπαζάροφ αλλά μόνο ο Pisarev το παρατήρησε. 

Ο Μπαζάροφ είναι ρομαντικός, αλλά δεν ζει μέσα σε κάποιο δικό του ιδεώδη, λογοτεχνικό κόσμο. Μάλλον επιθυμεί να μετασχηματίσει την πραγματικότητα σύμφωνα με το ιδεώδες, να πραγματώσει το ορθολογικό στο πραγματικό. Ο Μπαζάροφ, όπως ο τυπικός ρομαντικός, δεν ταιριάζει στον κόσμο του, αντί όμως να καταφύγει στο ιδεώδες ή να ζήσει τη ζωή κάποιου δαιμονιακού εγκληματία, διακηρύσσει ότι η ηθική τάξη του κόσμου εν γένει είναι ανορθολογική και εγκληματική. Η άρνησή του, λοιπόν, είναι η άρνηση της άρνησης στην υπηρεσία του ιδεώδους. Είναι κήρυκας αυτού του ιδεώδους και το ποθεί, αλλά πιστεύει ότι θα πραγματωθεί μόνο με την άρνηση του άδικου και ανήθικου κόσμου. Επομένως είναι ρομαντικός, αλλά ρομαντικός ο οποίος θέλει να αρνηθεί την ανορθολογική πραγματικότητα.

Προκειμένου να δημιουργήσει τον Μπαζάροφ, ο Turgenev προσέγγισε αρκετά ρομαντικά υποδείγματα. Ίσως το σημαντικότερο από αυτά ήταν ο Φάουστ. Στην αρχική κριτική του για τη μετάφραση του Φάουστ του Goethe από τον Vronchenko o Turgenev περιέγραφε τον ρομαντικό ήρωα: «Γίνεται το επίκεντρο του γύρω κόσμου· [...] δεν υποτάσσεται σε τίποτα, εξαναγκάζει τα πάντα να υποταχθούν στον ίδιο· εμφορείται από αισθήματα, αλλά από τα δικά του, μοναχικά αισθήματα -και όχι τρίτων-, ακόμη και στον έρωτα, για τον οποίο ονειρεύεται τόσα πολλά· είναι ρομαντικός, και ο ρομαντισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αποθέωση της προσωπικότητας. Είναι πρόθυμος να συζητήσει για την κοινωνία, για κοινωνικά ζητήματα, για την επιστήμη· αλλά η κοινωνία όπως και η επιστήμη υπάρχουν γι' αυτόν - και όχι αυτός για εκείνες». 

Μολονότι ο Turgenev θεωρούσε τον Φάουστ εγωιστή, για τον οποίο δεν υπήρχε ρομαντική λύση, υπάρχει ωστόσο ένα ουσιώδες στοιχείο του Φάουστ στον Μπαζάροφ. Συλλαμβάνεται πληρέστερα στην ιδέα που διατυπώνει για την «αποθέωση της προσωπικότητας». Όπως ο Φάουστ έτσι και ο Μπαζάροφ αρνείται να υποταχθεί σε οτιδήποτε και υποτάσσει τα πάντα στον εαυτό του. Και αυτός επίσης εμφορείται από αισθήματα, αισθήματα τα οποία ο Turgenev περιγράφει προς το τέλος του μυθιστορήματος ως φλογερά, αμαρτωλά και επαναστατικά. Και αυτός επίσης δεν θεωρεί τον εαυτό του υπηρέτη της κοινωνίας και της επιστήμης αλλά κυρίαρχό τους. Εξ άλλου, εάν δεν μπορεί να γίνει ο θεός που φαντάζεται ότι είναι, μπορεί τουλάχιστον να περιφρονεί τον εαυτό του από κάποια ολύμπια θέση διότι απέτυχε να ανταποκριθεί στις δικές του ανεδαφικές φιλοδοξίες.

Δεύτερο υπόδειγμα για τον Μπαζάροφ ήταν ο Μάνφρεντ του Byron. Σε νεαρή ηλικία ο Turgenev ήταν ενθουσιώδης θαυμαστής του Byron. Το πρώιμο έργο του Steno ήταν στην πραγματικότητα δημιουργική παράφραση του Μάνφρεντ. Αργότερα διακωμωδούσε αυτό τον νεανικό ενθουσιασμό, αλλά το ώριμο έργο του οφείλει πολλά στο Steno, και άρα στον Μάνφρεντ. Ο Μπαζάροφ, όπως και ο Μάνφρεντ, είναι μεγάλος εγωιστής, αν και ο εγωισμός του είναι τραγικός διότι μετρά τον εαυτό του σύμφωνα με υπεράνθρωπα κριτήρια και επιβάλλει υπεράνθρωπες τιμωρίες όταν δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα κριτήρια. Όπως και ο Μάνφρεντ, κρίνει αυστηρά τον εαυτό του και τελικά καταλήγει να είναι δικαστής και εκτελεστής του εαυτού του.

(Η σύνταξη του λογοτεχνικού περιοδικού Sovremennik : Ivan Gontcharov, Ivan Tourgeniev, Léon Tolstoy, Dmitry Vassilievich Grigorovich, Alexandre Vassilievich Drujinin. Όταν ο Tolstoy ήταν ακόμη αξιωματικός του Τσάρου (φωτο με στολή), ο Ιβάν τον είχε δεχτεί και τον είχε συμβουλέψει να παραιτηθεί από το στρατό και ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο. Κι οι 2 με τα γραπτά τους κατaγγείλανε τη δουλοπαροικία, παίρνοντας το μέρος των απλών χωρικών. Το 1860 που 'γραφε τη Πρώτη Αγάπη, μοιράσε τη γη του με τους μουζίκους που ανήκαν στα κτηματά του, ενώ ο Tolstoy, στη διαθήκη του, άφησε όλη του τη περιουσία στο "δοκιμαζόμενο λαό".)

Τρίτο ρομαντικό υπόδειγμα για τον Μπαζάροφ ήταν το Άμλετ. Ο Turgenev όταν έγραψε το Πατέρες και παιδιά είχε κατά νου τον Άμλετ. Λίγο πριν γράψει το έργο είχε εκπληρώσει το περίφημο δοκίμιό του για τον Άμλετ και τον Δον Κιχώτη, στο οποίο φαινόταν να ταυτίζει τους μηδενιστές επαναστάτες του 1860 με τον Δον Κιχώτη, και τους επιπόλαιους άνδρες του 1840 και του 1850 με τον Άμλετ. Αυτό ωστόσο είναι παρερμηνεία. Για τον Turgenev ο Δον Κιχώτης και ο Άμλετ αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικά είδη ανθρώπινων όντων. Ο Δον Κιχώτης είναι απλοϊκός και ζει σύμφωνα με αρχές ανεξάρτητες από τον ίδιο. Αντιθέτως, ο Άμλετ είναι απόλυτα εγωιστής, δεν ενδιαφέρεται για την ηθικότητα αλλά για τα προβλήματα της δικής του ζωής. Δύναμή του είναι η δύναμη της άρνησης, και κατά συνέπεια αμφιβάλλει για τα πάντα και αρνείται τα πάντα. Όπως και ο Άμλετ, ο Μπαζάροφ είναι βέβαιος μόνο για ένα πράγμα, ότι «κάτι είναι σάπιο» και ότι αυτή η σαπίλα πρέπει να εξαφανιστεί. Η άρνησή του, όπως και εκείνη του Άμλετ, είναι λοιπόν πάντα η άρνηση της άρνησης και ο αγώνας του είναι αγώνας ενάντια στο κακό που σχετίζεται μόνο οριακά με τον ουσιαστικό χαρακτήρα του καλού. Οι δυνάμεις άρνησης του Άμλετ, ωστόσο, καταστρέφουν κατά πρώτον όσους αγαπά και κατόπιν τον ίδιο τον Άμλετ. Η αντίστοιχη πορεία του Μπαζάροφ οδηγεί σε αυταπάρνηση. Όπως ο Άμλετ, ο Μπαζάροφ αναγνωρίζει πλήρως την αρνητική του ουσία πεθαίνοντας. Το τελικό του «τώρα... σκοτάδι…» θυμίζει έντονα τη φράση του Άμλετ «τα υπόλοιπα είναι σιωπή».

Ό,τι εκπλήσσει δεν είναι πως ο Turgenev εξεικονίζει τον Μπαζάροφ ως ρομαντικό, αλλά ότι ο ρομαντικός Μπαζάροφ του Turgenev προσδιορίζει την εικόνα των νέων ανθρώπων. Τι γοήτευσε τους μηδενιστές στον Μπαζάροφ; Το βασικό χαρακτηριστικό του Μπαζάροφ είναι ο εγωισμός. Θεωρεί περιττό να θέσει περιορισμούς στον εαυτό του, επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον άνθρωπο και τη φύση. Πιστεύει ότι είναι πραγματικά αυτόνομος, αυτοδημιούργητο oν. Το αποτέλεσμα είναι ότι φαίνεται να αιωρείται στο κενό. Έχει  παρελθόν αλλά φαίνεται να μην έχει σχέση μαζί του, φαίνεται να το έχει αποκηρύξει. Φαίνεται επίσης να μην έχει συγκεκριμένο μέλλον, παρά το γεγονός ότι όλοι στο μυθιστόρημα είναι σίγουροι πως μπορεί να γίνει οτιδήποτε θελήσει. Είναι υπ' αυτή την έννοια το φιχτιανό εγώ που ακατάπαυστα, αν και πάντα ανεπιτυχώς, πασχίζει να καθυποτάξει το ουκ εγώ στον εαυτό του. Ο Pisareν το αναγνωρίζει αυτό στον Μπαζάροφ : «Ο Μπαζάροφ παντού και πάντοτε κάνει μονάχα ό,τι επιθυμεί ή ό,τι νομίζει πως είναι επωφελές ή βολικό. Καθορίζεται αποκλειστικά από τις ιδιοτροπίες ή τους προσωπικούς υπολογισμούς του. Δεν αναγνωρίζει κανένα ρυθμιστή, κανέναν ηθικό νόμο ή αρχή που να βρίσκονται πάνω από τον εαυτό του, έξω από τον εαυτό του ή μέσα σε αυτόν μπροστά του κανένας υψιπετής στόχος στο μυαλό του κανένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, και ωστόσο έχει τόσο μεγάλες ικανότητες».
Αυτός ο εγωισμός δεν είναι κάποιο βλαβερό χαρακτηριστικό αλλά στιγμή του ρομαντικού διλήμματος το οποίο τον συμπεριλαμβάνει. Ο Pisarov το συνέλαβε και αυτό επίσης:

Ο Μπαζάροφ διακατέχεται από υπερβολική αυτοεκτίμηση, αλλά αυτή η αυτοεκτίμηση δεν γίνεται αντιληπτή ως άμεση συνέπεια του μεγαλείου του. Δεν ενδιαφέρεται για τα μικροπράγματα από τα οποία συντίθενται οι κοινότοπες ανθρώπινες σχέσεις. Θα ήταν αδύνατο να τον προσβάλλει κανείς με την εξόφθαλμη περιφρόνηση ή να τον κάνει ευτυχή με ενδείξεις σεβασμού· είναι τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του και στέκεται τόσο ψηλά στα ίδια τα μάτια του, ώστε είναι σχεδόν εντελώς αδιάφορος για τις γνώμες άλλων ανθρώπων. Ο θείος του Κιρσάνοφ (...) αποκαλεί την αυτοεκτίμηση του «σατανική υπερηφάνεια». Αυτή η έκφραση είναι προσεκτικά επιλεγμένη και χαρακτηρίζει τέλεια τον ήρωά μας. Στην πραγματικότητα, θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια ακέραιη αιωνιότητα συνεχώς διευρυνόμενης δραστηριότητας για να ικανοποιηθεί ο Μπαζάροφ, αλλά, για κακή του τύχη, ο Μπαζάροφ δεν πιστεύει στην αιώνια ύπαρξη της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Ο εγωισμός του Μπαζάροφ δεν μας θίγει επειδή δεν έχει το παραμικρό ίχνος ματαιοδοξίας. Απουσιάζουν κάθε αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση· η έπαρση δεν τον χαροποιεί.

Ο Turgenev ήταν περισσότερο μετριοπαθής στην απεικόνιση του εγωισμού των μηδενιστών απ' ό,τι οι συντηρητικότεροι αντιμηδενιστές συγγραφείς. Στην πραγματικότητα, ο συντηρητικός P.V. Annenkov διαμαρτυρόταν ότι ο Turgenev δεν έδωσε στον Μπαζάροφ αρκετό από τον «πυρετώδη, νοσηρό εγωισμό» που, για παράδειγμα, χαρακτήριζε τον Chernyshevsky. Ακόμη και όταν αυτός ο εγωισμός διαλύεται, ο Μπαζάροφ, όπως ο Φάουστ και ο Μάνφρεντ, δεν γίνεται ματαιόδοξος. Δεν απολαμβάνει το εγώ του, αλλά υποφέρει εξαιτίας του. Ο εγωισμός του είναι συνάμα κατάρα και ευλογία. Τον παρακινεί σε ακατάπαυστη δραστηριότητα και ασίγαστη κριτική, αλλά δεν του προσφέρει τίποτα στέρεο ή βέβαιο, μια και δεν έχει σπίτι, οικογένεια ή φίλους. (Ο εγωισμός του Μπαζάροφ δεν είναι συνεπώς ελάττωμα, όπως έχουν υποστηρίξει ο Rufus Mathewson και άλλοι. Είναι η πηγή του ηρωισμού του, αν και πρόκειται για έναν τραγικό ηρωισμό, καταδικασμένο λόγω της προμηθεϊκής στάσης του να υποταχθεί στον κυρίαρχο Δία, δηλαδή στην ακαταμάχητη δύναμη της φύσης).

Ο Μπαζάροφ εξεγείρεται ενάντια στον κόσμο και ουσιαστικά ενάντια στην ίδια τη ζωή. Όπως και το εγώ του Fichte, είναι τέρας θελήσεως, αλλά η βούλησή του δεν έχει άλλο στόχο από την ελευθερία. Είναι επομένως πλάσμα καθαρής άρνησης, καταστροφέας και επαναστάτης, ο τίγρης του Blake με μορφή ανθρώπου. Ως σκέτη άρνηση, αυτή η βούληση δεν μπορεί να κατασκευάσει θετική νέα πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Μπαζάροφ μάς λέει ότι υπάρχει κενό στη ζωή του και ότι γι' αυτό είναι γεμάτος με άχυρα, διότι «καλύτερα να τη γεμίζουμε με κάτι παρά να έχουμε κενό». Αυτή η κενότητα συνδέεται με τον μηδενισμό του Μπαζάροφ. Ο μηδενισμός του είναι ταυτόσημος με την απελευθέρωση, και αυτό σημαίνει ότι ταυτίζεται με την απουσία κάθε εξωτερικού και εσωτερικού περιορισμού. Αποτελεί ένδειξη για το μεγαλείο του Μπαζάροφ ότι επιδιώκει να ζει και τελικά επιλέγει να πεθάνει σύμφωνα με αυτό το δόγμα. Στις αρχές του εικοστού αιώνα κάποιος διορατικός σχολιαστής παρατηρούσε: «Είναι Επιθετικότητα, που καταστρέφεται μέσα στην καταστροφικότητά του».

Ωστόσο κατά πόσο αυτή η αρνητικότητα εξαντλεί τον χαρακτήρα του παραμένει αμφίβολο. Παρά την υπεροπτική αντιμετώπιση των γονιών του, για παράδειγμα, τους αγαπά ειλικρινά. Επιπλέον, στη μονομαχία του με τον Πάβελ αποδεικνύει ότι δεν είναι ο καταστροφέας που ισχυρίζεται ότι είναι, καθώς σπεύδει να βοηθήσει τον πληγωμένο αντίπαλό του. Η αρνητικότητα του Μπαζάροφ είναι επίκτητη και όχι έμφυτη. Είναι καλός άνθρωπος, ο οποίος έχει αλλάξει επειδή υιοθέτησε την ιδεολογία της άρνησης. Όπως και στον Φάουστ, ζουν δύο ψυχές μέσα στο στήθος του και, όπως στον Μάντρεντ, έχει μια ευγενή πλευρά, μια ενάρετη «Αστάρτη» που εμφανίζεται από καιρό σε καιρό. Αυτό το ανθρωπινότερο στοιχείο της ψυχής του όμως αποκτηνώθηκε και απωθήθηκε από τη δεσπόζουσα μεφιστοφελική στιγμή.

Ως φορέας της άρνησης και της ελευθερίας, ο Μπαζάροφ επιχειρεί να καθιδρύσει την κυριαρχία του εγώ πάνω στο ουκ εγώ, αλλά μαθαίνει ότι το ουκ εγώ έχει τη δική του πραγματικότητα, ότι η φιχτιανή ερμηνεία του φυσικού κόσμου ως ουκ εγώ είναι ανεπαρκής, ότι στην πραγματικότητα το εγώ με όλη τη δύναμή του προέρχεται από το ουκ εγώ, από τη φύση, και άρα τελικά υποτάσσεται σε αυτή.

Ο Μπαζάροφ πιστεύει ότι είναι αυτόνομο, αυτοδημιούργητο ον, ένας Προμηθέας ο οποίος απελευθερώθηκε από τον βράχο του πολιτικού και θεολογικού δεσποτισμού. Σε αυτή την προοπτική ενσαρκώνει τη φιχτιανή ουσία του ρωσικού μηδενισμού, τον ηρωισμό και την ευγένειά του. Ο Turgenev, ωστόσο, προσπαθεί να μας δείξει ότι αυτός ο ηρωικός προμηθεϊσμός είναι κατ' ουσίαν τραγικός επειδή εδράζεται σε μια ψευδή κατανόηση του ανθρώπου και της φύσης. Το μεγαλείο του Μπαζάροφ, σύμφωνα με τον Turgenev, είναι έκφραση της ίδιας της φύσης. Ο Ν.Ν. Strakhov υποστήριξε ήδη το 1862 ότι «ο Μπαζάροφ είναι τιτάνας που εξεγείρεται ενάντια στη μάνα γη· το μέγεθος της δύναμής του απλώς επιβεβαιώνει το μεγαλείο των δυνάμεων που τον γέννησαν και τον ανέθρεψαν, δεν συγκρίνεται όμως με τη δύναμη της μητέρας γης». Η πίστη του Μπαζάροφ στην αυτονομία του τον οδηγεί να παραβιάσει τους «φυσικούς νόμους», και πρέπει να πληρώσει το τίμημα που απαιτεί η φύση. Όπως ο Πάβελ και η Οντιντσόβα, οι οποίοι επίσης προσπαθούν να υπερβούν τη φύση, είναι στείρος. Υποκαθιστά την καθαρή τυπολατρία τους με άρνηση, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η επιθυμία του για αυτονομία τον οδηγεί να αρνηθεί την οικογένειά του και δεν του επιτρέπει να δημιουργήσει δική του οικογένεια. Ο Μπαζάροφ διατείνεται ότι δεν εξαρτάται από τον χρόνο αλλά ο χρόνος εξαρτάται από αυτόν. Μαθαίνει, ωστόσο, ότι όλοι εξαρτώνται από τον χρόνο. 

Ο μηδενισμός του Μπαζάροφ δοκιμάζεται από τον έρωτά του για την Οντιντσόβα. Αυτή η δοκιμασία λαμβάνει τη μορφή μιας μεγάλης μάχης μέσα στην ψυχή του ανάμεσα στην επιθυμία του για αυτονομία και στον έρωτά του για την Οντιντσόβα· όμως είναι ένας αγώνας τον οποίο δεν μπορεί να κερδίσει, εκτός κι αν πάψει να είναι άνθρωπος και γίνει είτε κτήνος είτε θεός. Αυτή η μάχη είναι εσωτερική καὶ σχεδόν αόρατη, αφού ο Turgeneν σπανίως αποκαλύπτει κάτι από την εσωτερική ζωή του Μπαζάροφ. Οι συνέπειές της όμως γίνονται φανερές σε όλο το δεύτερο μέρος του έργου: και η νευρικότητά του όταν επισκέπτεται την οικογένειά του για πρώτη φορά, η εγκατάλειψη της δουλειάς του, η ερωτοτροπία του με τη Φένιετσκα, η μονομαχία του με τον Πάβελ, η απελπισία του όταν ξαναεπιστρέφει στο σπίτι του. Πρόκειται για μια μάχη που τη χάνει σε κάθε περίσταση. Στο τέλος ωθείται στο πιο απελπισμένο μέτρο· σκόπιμα αποτυγχάνει να καυτηριάσει το τραύμα του όταν διενεργεί νεκροψία σε κάποιο θύμα χολέρας. Αυτή είναι η τελική απόδειξη του ηρωικού εγωισμού του, της βούλησής του να διεισδύσει σε ό,τι ο Hegel αποκαλούσε "αγώνα ζωής και θανάτου» για να αποδείξει την ελευθερία του, αλλά είναι επίσης η στιγμή της ήττας του, διότι προσβάλλεται από την επιδημία και καταστρέφεται από αυτή. 

Στην αρχή του μυθιστορήματος ο Μπαζάροφ πιστεύει και διακηρύσσει ότι είναι γνήσιος Προμηθέας, ο οποίος αψηφά τη φύση και τους ανθρώπους. Ο έρωτας, ωστόσο, του Μπαζάροφ για την Οντιντσόβα τον υποχρεώνει να αντιμετωπίσει την ύπαρξή του και ανακαλύπτει ότι δεν είναι παντελώς αυτόνομος, αλλά δεσμεύεται από τη φύση με τρόπους που δεν μπορεί να παρακάμψει. Αυτή είναι η πηγή του πάθους του. Η τραγωδία του δεν είναι η απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, όπως υπέθεσαν κάποιοι, αλλά η αναγνώριση του τιμήματος για την προμηθεϊκή ταυτότητα. Ο Μπαζάροφ διαπιστώνει ότι ο προμηθεϊσμός του τον οδηγεί σε σύγκρουση με την ίδια τη φύση. Εγκαταλείπει την πίστη του ότι ο κόσμος δεν μπορεί να προβάλλει αντίσταση στην επιβολή των απόψεών του. Αυτή όμως η φαινομενική απώλεια της προσωπικής ταυτότητας είναι στην πραγματικότητα επανεπιβεβαίωση της ταυτότητάς του ως μηδενιστή με πλήρη συνείδηση όλων σ΄αυτό πού συνεπάγεται, δηλαδή με την επίγνωση της αναγκαιότητας του θανάτου του. Μονάχα αυτή τη στιγμή παύει να είναι άνθρωπος των λόγων, όπως οι περισπούδαστοι άνδρες της προηγούμενης γενιάς, και αποκτά τραγικό μεγαλείο και αυθεντικότητα. Επιβάλλει και επικυρώνει τον μηδενισμό του επιβάλλοντας τον θάνατό του και καταφάσκοντας σε αυτόν.

Ο Turgeneν μας λέει ότι συνέλαβε το Πατέρες και παιδιά με αφετηρία τον θάνατο του Μπαζάροφ. Ο θάνατός του αποτελεί την επιβεβαίωση της αυτονομίας του, αλλά είναι επίσης η βάση για τη συμφιλίωσή του με τη φύση. Καθώς αντιμετωπίζει τον θάνατο, δεν θρηνολογεί για τη μοίρα του, αλλά αγωνίζεται μέχρι τέλους για να αποδείξει την αυτονομία του. Η φύση μπορεί να τον καταστρέψει, δεν μπορεί όμως να τον καθυποτάξει. Ωστόσο στέλνει μήνυμα στην Οντιντσόβα ότι πεθαίνει, και αυτή έρχεται να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά. Της λέει: «Δεν θα σας φιλήσω αυτή τη φορά ...φυσήξτε μια τρεμάμενη σκιά και αφήστε την να σβήσει». Και αφού τον φιλήσει στο μέτωπο, απαντά: «Κι αυτό είναι αρκετό!... Τώρα, σκοτάδι». Με την έκκλησή του και το φιλί της η μάχη περατώνεται, διότι στα πρόθυρα του θανάτου, της απόλυτης απάρνησης, είναι σε θέση επιτέλους να επιβεβαιώσει τη φυσική αγάπη που εκδηλώθηκε στην ψυχή του. Υπάρχει μια στιγμή λάμψης –έστω κι αν είναι λάμψη μιας τρεμάμενης σκιάς– που αποκαλύπτει τον περιορισμένο χαρακτήρα της ατομικής ύπαρξης, αλλά επίσης και όλη την ομορφιά της, η οποία ενσαρκώνεται στην Οντιντσόβα και την οποία ο Μπαζάροφ δεν θαυμάζει απλώς αλλά αποδέχεται με το φιλί της. Ύστερα από αυτό καθετί είναι σκέτη άρνηση, σκοτάδι, η απουσία μορφής, η τέλεια ελευθερία, η τελική πραγμάτωση των ιδεωδών του Μπαζάροφ. Η φρίκη αυτής της πραγμάτωσης αίρεται χάρη στη στιγμιαία αποδοχή της ομορφιάς αυτού του κόσμου που περιορισμένου και πεπερασμένου. Ο Μπαζάροφ, πιστεύει ότι αυτό είναι αρκετό. Η πεπερασμένη ομορφιά της Οντιντσόβα δεν τον παρασύρει να εγκαταλείψει τον προμηθεϊκό αγώνα του για αυτονομία, αλλά των συμφιλιώνει με την έσχατη θυσία που συνεπάγεται αυτός ο αγώνας.

Αυτή η συμφιλίωση αντανακλάται στην εκπληκτική, τη τελευταία παράγραφο του έργου: «Δεν έχει σημασία πόσο παθιασμένη, πόσο αμαρτωλή και επαναστατική είναι η καρδιά που χρίζεται στο μνήμα, τα λουλούδια ανθούν πάνω του ατενίζοντάς μας γαλήνια με τα αθώα βλέμματά τους· δεν μας μιλούν μονάχα για την αιώνια ειρήνη, για τη μεγάλη ειρήνη της "αδιάφορης" φύσης· μας μιλούν επίσης για την αιώνια συμφιλίωση και για μια ζωή χωρίς τέλος». 

Η παράγραφος μοιάζει σχεδόν με παρωδία των απόψεων του Μπαζάροφ, δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η ζωή χωρίς τέλος αναφέρεται  στη γη και όχι στον ουρανό. Τόσο η λαχτάρα του Μπαζάροφ για αυτονομία, για την άμορφη απειρότητα που διαλύει όλα τα όρια, όσο και η αγάπη του για την Οντιντσόβα, για το περιορισμένο σε όλη την ωραιότητα και την ομορφιά του απορρέουν από τη φύση και συμφιλιώνονται σε αυτή. Το περιορισμένο και άρα το ωραίο, που εδώ αντιπροσωπεύεται από τα λουλούδια, αναπτύσσεται με την καθαρή άρνηση του θανάτου. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Hegel, τον οποίο ο Turgenev μελετούσε και θαύμαζε, η άρνηση του Μπαζάροφ σε τελική ανάλυση δεν είναι απόλυτη αλλά προσδιορισμένη άρνηση· άρνηση της άρνησης. Ο αγώνας του δεν οδηγεί στο τέλος του κόσμου, αλλά αναζωογονεί το έδαφος έτσι ώστε να γεννηθεί και να αναπτυχθεί ένας νέος κόσμος.

Αυτή η τελική συμφιλίωση δεν είναι, λοιπόν, φιχτιανή ή αριστερή εγελιανή, και κατά συνέπεια δεν εδράζεται στην αρνητικότητα του απόλυτου εγώ ή στη διαλεκτική κίνηση τού πνεύματος. Ο Turgenev στηρίζει μάλλον την επιχειρηματολογία του ενάντια στον μηδενισμό στον Goethe και στον Hegel και προσπαθεί να αποδείξει ότι ο μηδενιστικός πόλεμος ενάντια στη φύση επ' ονόματι της ελευθερίας είναι καταδικασμένος να αποτύχει, επειδή η ελευθερία καθ' εαυτήν απορρέει από τη φύση. Ο Μπαζάροφ είναι επαναστάτης μέχρι την τελευταία στιγμή, αλλά η επανάστασή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατάφαση της φυσικής δύναμης ενάντια στην οποία επαναστατεί. Όπως ο Φάουστ, πλανάται ενόσω αγωνίζεται, και όπως ο Μεφιστοφελής, η άρνησή του καταλήγει σε κατάφαση.

Ο Turgenev, όπως και οι μέντορές του Goethe και Hegel, απορρίπτει την ύπαρξη πραγματικής ελευθερίας και πραγματικού κακού στον κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι ότι αδυνατεί να καταδικάσει τον μηδενισμό, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί. Πρόκειται για μια μορφή του ανθρώπινου αγώνα που προέρχεται από την πηγή κάθε αγώνα, και αυτή η πηγή είναι καλή. Εξ άλλου, επειδή ο αγώνας του Μπαζάροφ είναι εξεχουσα μορφή αγώνα, ο ίδιος δεν είναι μόνο κακός άνθρωπος, είναι και σπουδαίος. Είναι ενέργεια, και αυτή η ενέργεια, ανεξάρτητα από τη μορφή της, είναι ζωογονητική. Ο Turgenev, όπως ο Goethe και ο Hegel, εκστασιάζεται από την εξαίσια αλλά τραγική δύναμη που φανερώνεται στον αντιφατικό ήρωα του. Όπως και αυτοί, ατενίζει εκστασιασμένος τη φλόγα που αυτός ο Προμηθέας προσκομίζει στην ανθρωπότητα και τελικά δεν μπορεί να αποφασίσει εάν θα φωτίσει τον βυθισμένο στο σκοτάδι κόσμο του ή θα ανάψει πυρκαγιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια: