πηγή : Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν νέο (τρίτο) τόμο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Γ´» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 2010, σελ.172. κ. ἑξ.
ΨΥΧΗ: Θλίψη ἀνυπόφορη αἰσθάνομαι. Πουθενὰ δὲν βρίσκω χαρὰ καὶ παρηγοριά, οὔτε μέσα μου οὔτε γύρω μου. Δὲν μπορῶ νὰ βλέπω συνέχεια στὸν κόσμο τὴν πλάνη, τὴν ἀπάτη, τὴν ψυχοκτονία, τὸ ἀφηρημένο κοίταγμα τοῦ κόσμου. Οἱ λίγες ἀπρόσεκτες ματιὲς στοὺς πειρασμούς του καὶ ἡ παιδιάστικη, ἀπὸ ἔλλειψη πείρας, ἐμπιστοσύνη μου σ’ αὐτὸν τράβηξαν ἐπάνω μου τὰ φαρμακερά του βέλη, ποὺ μὲ γέμισαν θανάσιμες πληγές.
. Γιατί νὰ κοιτάζω τὸν κόσμο; Γιατί νὰ τὸν περιεργάζομαι, γιατί νὰ μαθαίνω κάθε λεπτομέρειά του, γιατί νὰ ἀφοσιώνομαι σ’ αὐτόν, ἀφοῦ εἶμαι μιὰ φευγαλέα σελίδα στὸ πελώριο βιβλίο του; Ὁπωσδήποτε θὰ τὸν ἀφήσω κάποτε, μόνο ποὺ δὲν γνωρίζω τὸ πότε. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴ μετάβασή μου στὴν αἰωνιότητα. Ὅσο κι ἂν παραταθεῖ ἡ περιπλάνησή μου στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, ὅπου δὲν ὕπαρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ὧρες, τὶς μέρες, τὰ χρόνια καὶ τὶς ἐκατονταετίες. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ τεράστια κατασκευάσματά του θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει: «Ἡ γῆ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα θὰ ἔχουν γίνει πάνω σ’ αὐτήν, θὰ κατακαοῦν» ( Β´ Πέτρ. γ´10). Θὰ κατακαοῦν, γιατί εἶναι καρποὶ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν ἀνθρώπων.
. Οἱ πληγές, ποὺ μοῦ προξένησε ὁ κόσμος, μ’ ἔκαναν νὰ τὸν ἀποστραφῶ. Αὐτὴ ἡ ἀποστροφή, ὡστόσο, δὲν μὲ φύλαξε ἀπὸ νέες πληγές. Δὲν θέλω νὰ βρίσκομαι μέσα στὸν κόσμο! Δὲν θέλω νὰ ὑποτάσσομαι στὸν κόσμο! Δὲν θέλω νὰ τὸν ὑπηρετῶ! Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸν βλέπω! Ἀλλὰ αὐτὸς ἀπὸ παντοῦ μὲ παρακολουθεῖ. Βίαια μὲ κυριεύει. Παρουσιάζεται μπροστά μου μὲ ὀμορφιὰ σαγηνευτική. Μὲ παραλύει, μὲ σημαδεύει, μὲ χτυπᾶ, μὲ σκοτώνει. Κι ἐγώ, ἔχοντας πάντα μέσα μου τὴν τάση πρὸς τὴν αὐταπάτη, τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, συνεχίζω νὰ ἐξαπατῶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο. Χωρὶς νὰ τὸν βλέπω, ἑλκύομαι ἀθέλητα ἀπ’ αὐτόν. Μὲ βουλιμία πίνω τὸ φαρμάκι του. Βαθιὰ καρφώνονται μέσα μου τὰ βέλη ποὺ μοῦ πετᾶ.
. Παίρνω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ στρέφω βαρύθυμο καὶ ἐρευνητικὸ στὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό. Δὲν βρίσκω τίποτα τὸ παρήγορο μέσα μου, ὅπου κοχλάζουν ἀναρίθμητα ἁμαρτωλὰ πάθη! Συνέχεια μολύνομαι μὲ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἄλλοτε βασανίζομαι ἀπὸ τὴ μνησικακία καὶ τὴν ὀργή, ἄλλοτε καίγομαι ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ τὴ σαρκικὴ πύρωση. Ἡ φαντασία μου κινητοποιεῖται ἀπὸ κάποιαν ἐνέργεια ξένη, ἐχθρική. Σκανδαλιστικὲς μορφὲς παρουσιάζονται μπροστά μου καὶ μὲ παρακινοῦν νοερὰ νὰ ἁμαρτήσω, νὰ γευθῶ τὴν ὀλέθρια ἡδονή. Δὲν ἔχω τὴν δύναμη νὰ τρέξω μακριὰ ἀπὸ τὶς προκλητικὲς εἰκόνες. Αὐθόρμητα καὶ ἀναπότρεπτα κολλᾶνε πάνω τους τὰ ἀρρωστημένα μου μάτια. Καὶ νὰ τρέξω ποῦ; Ἔτρεξα κάποτε στὴν ἔρημο. Μὲ ἀκολούθησαν κι ἐκεῖ οἱ παραστάσεις τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔπεσαν πάνω μου μὲ ζωντάνια μεγαλύτερη, μὲ διάθεση φονική.
. Ἀνύπαρκτες εἶναι ὅλες αὐτὲς οἱ εἰκόνες. Ἀπάτη καὶ πλάνη εἶναι καὶ οἱ ἴδιες καὶ ἡ αἴσθησή τους καὶ ἡ ὀμορφιά τους. Εἶναι, ὡστόσο, τόσο ζωντανές, ποὺ τίποτα, μήτε ὁ χρόνος μήτε τὰ γεράματα, δὲν μπορεῖ νὰ τὶς νεκρώσει. Βέβαια, τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας τὶς σβήνουν ἀπὸ τὴν φαντασία, μὰ τέτοια δάκρυα δὲν ἔχω. Καὶ ἡ ταπεινὴ προσευχή, ἐπίσης, ἑνωμένη μὲ τὸ ἐγκάρδιο πένθος, τὶς ἐξαφανίζει, μὰ τέτοια προσευχὴ δὲν ἔχω. Ἡ καρδιά μου στερεῖται τὴν κατάνυξη, στερεῖται τὸ σωτήριο κλάμα, εἶναι σὰν μιὰ ἀναίσθητη πέτρα.
. Τὴν φρικτή μου ἁμαρτωλότητα σπάνια τὴν συναισθάνομαι. Ἂν ὑπάρχει μέσα μου κάτι καλό, αὐτὸ ἔχει ἀναμειχθεῖ μὲ τὸ κακὸ καὶ ἔχει γίνει κακό, ὅπως γίνεται δηλητήριο ἀκόμα κι ἡ πιὸ ἐκλεκτὴ τροφή, ὅταν ἀναμειχθεῖ μὲ δηλητήριο. Λησμονῶ, ὡστόσο, τὴ δεινή μου κατάσταση, λησμονῶ ὅτι τὸ καλό, πού μοῦ δόθηκε κατὰ τὴν πλάση μου, ἐξασθένησε καὶ ἀλλοιώθηκε κατὰ τὴν πτώση. Βλέπω μέσα μου τὸ καλὸ καὶ πιστεύω πὼς εἶναι ἀκέραιο καὶ ἄσπιλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρχίζω νὰ κυριεύομαι ἀπὸ τὸν αὐτοθαυμασμό.
. Ἡ ὑπερηφάνειά μου μὲ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν εὔφορο ἀγρὸ τῆς μετανοίας καὶ μὲ μεταφέρει σὲ χώρα μακρινή, σὲ χώρα ἄγονη καὶ ἄκαρπη, σὲ χώρα γεμάτη ἀγκάθια καὶ τριβόλια -τὴν χώρα τοῦ ψεύδους, τῆς αὐταπάτης, τῆς καταστροφῆς. Σταματῶ, λοιπόν, νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρχίζω νὰ ὑπακούω στὶς ὑποβολὲς τῆς καρδιᾶς μου, νὰ ἀκολουθῶ τὰ αἰσθήματά της, νὰ ἐκτελῶ τὸ θέλημά της. Τολμῶ νὰ ἀποκαλῶ καλὰ τὰ αἰσθήματα τῆς πεσμένης μου φύσεως καὶ ἀρετὴ τὴν διαγωγή της. Τολμῶ νὰ πιστεύω ὅτι γι’ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ εἶμαι ἄξια βραβείων ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων, ἀνθρωπίνων καὶ θείων. Ἀντίθετα, ὅταν ἀγωνιζόμουν νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀσκοῦσα βία στὴν καρδιά μου καὶ δὲν ἔδινα καμιὰ σημασία στὶς ὑποβολὲς καὶ τὸ θέλημά της, τότε ἔνιωθα ὀφειλέτρια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δούλη ἄπιστη καὶ ἄχρηστη!
. Ὅταν πιάστηκα στὰ δίχτυα τῆς αὐταπάτης, ἐμφανίστηκαν μέσα μου ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία κι ἕνα ζοφερὸ σκοτάδι. Ἡ λύπη μὲ ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ πράξη. Ἡ ἀκηδία μοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη νὰ παλεύω μὲ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ σκοτάδι -συνέπεια τῆς λύπης καὶ τῆς ἀκηδίας –μοῦ κρύβει τὸν Θεό. Ἡ κρίση Του εἶναι ἀδέκαστη καὶ τρομερή. Ὑποσχέθηκε νὰ βραβεύσει τὴ χριστιανικὴ ἀρετή. Ὑποσχέθηκε καὶ νὰ τιμωρήσει τὴν περιφρόνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἁγίων νόμων Του. Ἐγώ, ὡστόσο, ἁμαρτάνω ἄφοβα, καὶ ἡ συνείδησή μου σωπαίνει, σὰν νὰ εἶναι νεκρωμένη ἢ κοιμισμένη. Σπάνια, πολὺ σπάνια ἔρχεται κάποια στιγμὴ κατανύξεως, φωτὸς καὶ ἐλπίδας. Τότε νιώθω διαφορετικά. Ἀλλὰ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φευγαλέα. Ὁ οὐρανός μου δὲν εἶναι συχνὰ καθαρός. Σὰν μαῦρα σύννεφα μὲ πλησιάζουν πάλι τὰ πάθη καὶ μὲ ρίχνουν στὸ σκοτάδι, στὴ σύγχυση, στὴν ἀμηχανία, στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς.
. Νοῦ μου! Ἐσὺ εἶσαι χειραγωγὸς τῆς ψυχῆς. Νουθέτησέ με, λοιπόν! Βάλε μέσα μου τὴν εὐλογημένη εἰρήνη! Δίδαξέ με πῶς νὰ κλείσω τὴν πόρτα μου στὶς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου καὶ πῶς νὰ χαλιναγωγήσω, πῶς νὰ καταστείλω τὰ πάθη ποὺ ξεσηκώνονται μέσα μου. Ὁ κόσμος καὶ τὰ πάθη πόσο μ’ ἔχουν ταλαιπωρήσει, πόσο μ’ ἔχουν βασανίσει …
ΝΟΥΣ: Ἡ ἀπάντησή μου δὲν θὰ σὲ παρηγορήσει. Κι ἐγώ, ὅπως κι ἐσύ, ψυχή, πολεμοῦμαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, ὅσα εἶπες μου εἶναι γνωστά. Πῶς, λοιπόν, μπορῶ νὰ σὲ βοηθήσω, ὅταν καὶ σ’ ἐμένα ἔχουν καταφερθεῖ θανάσιμα χτυπήματα, ὅταν κι ἐγὼ ἔχω στερηθεῖ τὴ δύναμη νὰ ἐνεργῶ αὐτεξούσια; Κατὰ τὴν ἀεικινησία μου, δηλαδὴ τὴν ἀδιάκοπη κίνησή μου δίχως περιορισμούς, ἡ ὁποία μου δόθηκε ἀπὸ τὸν Πλάστη ὡς φυσικὸ ἰδίωμα (βλ. Ὁσίου Καλλίστου Καωταφυγιώτου, Περὶ θείας ἑνώσεως καὶ βίου θεωρnτικοῦ, γ’.), δέχομαι διαρκῶς τὴν ἐπίδραση τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μὲ τραυματίζει καὶ μὲ συνταράζει. Ἡ ἐπίδραση αὐτὴ μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα, μὲ τραβᾶ στὴν ἀπάτη τοῦ μάταιου καὶ περαστικοῦ κόσμου, στὴν ἀπάτη τοῦ ἑαυτοῦ μου, στὴν ἀπάτη σου, ψυχή, στὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἀπάτη τῶν δαιμόνων.
. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημά μου εἶναι ἡ ἀκατάπαυστη βία ποὺ ἀσκεῖ πάνω μου ὁ περισπασμός. Μόλις μὲ χτυπήσει, ἀρχίζω νὰ περιπλανιέμαι σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, δίχως ἀνάγκη καὶ ὠφέλεια, σὰν τὰ πονηρὰ πνεύματα. Θέλω νὰ σταματήσω, μὰ δὲν μπορῶ. Ὁ περισπασμὸς μὲ ἁρπάζει καὶ μὲ παρασύρει τόσο βίαια, ποὺ δὲν δίνω προσοχή, ὅπως πρέπει, οὔτε σ’ ἐσένα, ψυχή, οὔτε στὸν ἑαυτό μου οὔτε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικὰ ἐμφανίζομαι προσεκτικός, ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα, προσπαθώντας νὰ αὐτοσυγκεντρωθῶ, ἀθέλητα ξεφεύγω, παρασύρομαι πολὺ μακριὰ καὶ ἀσχολοῦμαι μὲ θέματα ὄχι ἁπλῶς ἀσήμαντα ἢ ἀνώφελα, ἀλλὰ καὶ βλαβερά. Ἔτσι, δὲν μπορῶ νὰ προσφέρω στὸν Θεὸ προσευχὴ δυνατὴ καὶ ἀληθινή, προσευχὴ σφραγισμένη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ θὰ ἐξαφάνιζε τὸν περισπασμὸ καὶ θὰ ἔκανε τοὺς λογισμούς μου νὰ ὑποταχθοῦν σ’ ἐμένα. Καὶ ὅταν οἱ λογισμοὶ ὑποτάσσονται στὸν νοῦ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε ἔρχονται σ’ ἐσένα, ψυχή, ἡ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξη. Ἐξ αἰτίας, λοιπόν, τοῦ δικοῦ μου περισπασμοῦ παραμένεις ἐσὺ σκληρὴ καὶ ἀναίσθητη. Ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἀναισθησία σου, πάλι, αὐξάνουν τὸν δικό μου περισπασμό, κι ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος.
. Ὁ περισπασμὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας μου στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, καθώς μου φέρνει σκοτισμὸ καὶ βάρος. Ἔτσι, ὅταν μὲ πλησιάζει ἕνας ἁμαρτωλὸς λογισμός, δὲν τὸν ἀντιλαμβάνομαι ἔγκαιρα, ἂν μάλιστα καλύπτεται πίσω ἀπὸ κάποια δικαιολογία. Ἂν πάλι εἶναι ἀπροκάλυπτος, ἀντιστέκομαι καὶ τὸν ἀντιμάχομαι, ἀλλὰ δίχως ἀποφασιστικότητα καὶ ἀπέχθεια. Ἀρχίζω νὰ μιλῶ μ’ αὐτόν, τὸν φονιά μου. Εὐφραίνομαι μὲ τὸ θανάσιμο δηλητήριο ποὺ μὲ πονηριὰ ρίχνει μέσα μου. Σπάνια ἀναδεικνύομαι νικητής. Συνήθως εἶμαι ὁ νικημένος.
. Ἀπὸ τὸν συνεχῆ περισπασμό, μὲ κυριεύει ἡ λήθη. Λησμονῶ τὸν Θεό. Λησμονῶ τὴν αἰωνιότητα. Λησμονῶ πόσο μάταιος, πόσο ἐφήμερος, πόσο ἀπατηλὸς εἶναι ὁ κόσμος, καὶ ἑλκύομαι ἄπ’ αὐτόν, παρασύροντας, ψυχή, κι ἐσένα. Λησμονῶ τὰ ἁμαρτήματά μου. Λησμονῶ τὶς πτώσεις μου. Λησμονῶ τὴν οἰκτρὴ κατάστασή μου.
. Μέσα στὸν σκοτισμό μου καὶ τὴν αὐταπάτη μου, ἀρχίζω νὰ ἀποδίδω στὸν ἑαυτό μου ἀξία. Συνάμα ἀρχίζω νὰ ζητῶ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ἀξίας ἀπὸ τὸν ψεύτικο κόσμο, τὸν κόσμο ποὺ εἶναι πρόθυμος νὰ συμφωνήσει μαζί μου στιγμιαία, γιὰ νὰ μὲ χλευάσει ἔπειτα μὲ περισσὴ κακότητα. Ἀξία, ὅμως, δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν μας. Ἡ ἀξία μᾶς ἑξανεμίστηκε μὲ τὴν προπατορικὴ πτώση. Δίκαια, λοιπόν, θὰ ἀξιολογήσει κάθε ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ἄν, ὅπως συμβουλεύει κάποιος μεγάλος ἀσκητής, τὸν θεωρήσει ἕνα σίχαμα [Κάποιος γέροντας ρώτησε τὸν ὅσιο Σισώη τὸν Μέγα: "Πῶς λέει ἕνας ψαλμὸς ὅτι εἶναι τὰ εἴδωλα;". Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε: "Ἡ Γραφὴ λέει γιὰ τὰ εἴδωλα ὅτι στόμα ἔχουν ἀλλὰ δὲν μιλοῦν, μάτια ἔχουν ἀλλὰ δὲν βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν ἀλλὰ δὲν ἀκοῦνε (βλ. Ψάλμ. ρλδ´16-17). Ἔτσι ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ ὁ μοναχός. Λέει, ἐπίσης, ἡ Γραφὴ ὅτι τὰ εἴδωλα εἶναι σιχαμερὰ (βλ. Δευτ. κζ´15). Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ἂς θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἕνα σίχαμα". (Βλ. τὸ Μέγα Γεροντικόν, τ. Δ', κέφ. Ε', 164)].
. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ ἀδύναμο καὶ ἀσήμαντο πλάσμα, πού, μολονότι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία τὸ ἔφερε στὴν ὕπαρξη ὁ Θεός, πολεμάει τὸν παντοδύναμο Πλάστη του καὶ Δημιουργὸ ὅλου του κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ πλάσμα, ποῦ, μολονότι δὲν εἶχε τίποτα δικό του, μολονότι ὅλα τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπαναστάτησε ἐναντίον Του; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ πλάσμα, ποὺ τόλμησε μέσα στὴν παραδείσια μακαριότητα ὄχι μόνο v’ ἀκούσει πρόθυμα τὴν φοβερὴ καὶ βλάσφημη συκοφαντία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποδείξει χωρὶς χρονοτριβῆ τὴν συγκατάνευσή του στὴν βλάσφημη συκοφαντία μὲ τὴν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς Του; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα ὁ νοῦς ποὺ ἔγινε δοχεῖο καὶ γεννήτορας ἀλλεπαλλήλων κακῶν λογισμῶν, λογισμῶν αἰσχρῶν καὶ μοχθηρῶν, λογισμῶν ἀντιθέων; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα ἡ ψυχὴ στὴν ὁποία μόνιμα φωλιάζουν βίαια καὶ τερατώδη πάθη σὰν φαρμακερὰ ἑρπετά, σὰν φίδια καὶ σκορπιοὶ σὲ βαθιὰ τάφρο; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα τὸ σῶμα ποῦ γεννήθηκε μέσα στὴν ἁμαρτία, τὸ σῶμα ποῦ ἔγινε ὄργανο ἁμαρτίας στὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς του, τὸ σῶμα ποῦ ἔγινε πηγὴ τῆς δυσοσμίας τοῦ θανάτου στὸ τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς;
. Ἐσὺ κι ἐγώ, ψυχή, ἀποτελοῦμε ἑνιαία πνευματικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἁμαρτία, ὅμως, ὄχι μόνο ἔφθειρε αὐτὴ τὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ τὴν διχοτόμησε σὲ μέρη αὐτόνομα, ποὺ βρίσκονται σχεδὸν πάντοτε σὲ ἀντίθεση. Χωριστήκαμε, λοιπόν, καὶ ἀποκτήσαμε ἀμοιβαία ἐχθρότητα. Μὰ χωριστήκαμε κι ἀπὸ τὸν Θεό! Ἡ ἁμαρτία, ποὺ ζεῖ μέσα μας, μᾶς ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἴδιο τὸν πανάγιο καὶ πανυπερτέλειο Θεό!
ΨΥΧΗ: Θλιβερὴ ἡ ἀπάντησή σου ἀλλὰ σωστή. Εἶναι, πάντως, καὶ μερικῶς παρήγορη, καθώς, διαπιστώνοντας τὴν πλήρη ὁμοιότητα καὶ τὴν κοινὴ αἰτία τῆς δεινῆς μας καταστάσεως, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὴ θλίψη μας ἀλλὰ καὶ νὰ ἀλληλοβοηθηθοῦμε. Πές μου, πῶς θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ σύγχυσή μας; Παρατήρησα ὅτι τὰ δικά μου αἰσθήματα ἀντιστοιχοῦν πάντοτε στοὺς δικούς σου λογισμούς. Ἡ καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ παλεύει γιὰ πολὺ μὲ τὸν λογισμό. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν. Ἀντιστέκεται καμιὰ φορᾶ, ἀλλὰ μόνο γιὰ λίγο. Νοῦ, γίνε ὁδηγὸς στὴν κοινή μας σωτηρία!
(Συνεχίζεται)
Συνομιλία ψυχῆς καὶ νοῦ Β´
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν νέο (τρίτο) τόμο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Γ´» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 2010, σελ.172. κ. ἑξ.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν νέο (τρίτο) τόμο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Γ´» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 2010, σελ.172. κ. ἑξ.
ΨΥΧΗ: Θλίψη ἀνυπόφορη αἰσθάνομαι. Πουθενὰ δὲν βρίσκω χαρὰ καὶ παρηγοριά, οὔτε μέσα μου οὔτε γύρω μου. Δὲν μπορῶ νὰ βλέπω συνέχεια στὸν κόσμο τὴν πλάνη, τὴν ἀπάτη, τὴν ψυχοκτονία, τὸ ἀφηρημένο κοίταγμα τοῦ κόσμου. Οἱ λίγες ἀπρόσεκτες ματιὲς στοὺς πειρασμούς του καὶ ἡ παιδιάστικη, ἀπὸ ἔλλειψη πείρας, ἐμπιστοσύνη μου σ’ αὐτὸν τράβηξαν ἐπάνω μου τὰ φαρμακερά του βέλη, ποὺ μὲ γέμισαν θανάσιμες πληγές.
. Γιατί νὰ κοιτάζω τὸν κόσμο; Γιατί νὰ τὸν περιεργάζομαι, γιατί νὰ μαθαίνω κάθε λεπτομέρειά του, γιατί νὰ ἀφοσιώνομαι σ’ αὐτόν, ἀφοῦ εἶμαι μιὰ φευγαλέα σελίδα στὸ πελώριο βιβλίο του; Ὁπωσδήποτε θὰ τὸν ἀφήσω κάποτε, μόνο ποὺ δὲν γνωρίζω τὸ πότε. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα πρέπει νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴ μετάβασή μου στὴν αἰωνιότητα. Ὅσο κι ἂν παραταθεῖ ἡ περιπλάνησή μου στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, ὅπου δὲν ὕπαρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ὧρες, τὶς μέρες, τὰ χρόνια καὶ τὶς ἐκατονταετίες. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ τεράστια κατασκευάσματά του θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει: «Ἡ γῆ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα θὰ ἔχουν γίνει πάνω σ’ αὐτήν, θὰ κατακαοῦν» ( Β´ Πέτρ. γ´10). Θὰ κατακαοῦν, γιατί εἶναι καρποὶ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν ἀνθρώπων.
. Οἱ πληγές, ποὺ μοῦ προξένησε ὁ κόσμος, μ’ ἔκαναν νὰ τὸν ἀποστραφῶ. Αὐτὴ ἡ ἀποστροφή, ὡστόσο, δὲν μὲ φύλαξε ἀπὸ νέες πληγές. Δὲν θέλω νὰ βρίσκομαι μέσα στὸν κόσμο! Δὲν θέλω νὰ ὑποτάσσομαι στὸν κόσμο! Δὲν θέλω νὰ τὸν ὑπηρετῶ! Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸν βλέπω! Ἀλλὰ αὐτὸς ἀπὸ παντοῦ μὲ παρακολουθεῖ. Βίαια μὲ κυριεύει. Παρουσιάζεται μπροστά μου μὲ ὀμορφιὰ σαγηνευτική. Μὲ παραλύει, μὲ σημαδεύει, μὲ χτυπᾶ, μὲ σκοτώνει. Κι ἐγώ, ἔχοντας πάντα μέσα μου τὴν τάση πρὸς τὴν αὐταπάτη, τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, συνεχίζω νὰ ἐξαπατῶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο. Χωρὶς νὰ τὸν βλέπω, ἑλκύομαι ἀθέλητα ἀπ’ αὐτόν. Μὲ βουλιμία πίνω τὸ φαρμάκι του. Βαθιὰ καρφώνονται μέσα μου τὰ βέλη ποὺ μοῦ πετᾶ.
. Παίρνω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ στρέφω βαρύθυμο καὶ ἐρευνητικὸ στὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό. Δὲν βρίσκω τίποτα τὸ παρήγορο μέσα μου, ὅπου κοχλάζουν ἀναρίθμητα ἁμαρτωλὰ πάθη! Συνέχεια μολύνομαι μὲ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἄλλοτε βασανίζομαι ἀπὸ τὴ μνησικακία καὶ τὴν ὀργή, ἄλλοτε καίγομαι ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ τὴ σαρκικὴ πύρωση. Ἡ φαντασία μου κινητοποιεῖται ἀπὸ κάποιαν ἐνέργεια ξένη, ἐχθρική. Σκανδαλιστικὲς μορφὲς παρουσιάζονται μπροστά μου καὶ μὲ παρακινοῦν νοερὰ νὰ ἁμαρτήσω, νὰ γευθῶ τὴν ὀλέθρια ἡδονή. Δὲν ἔχω τὴν δύναμη νὰ τρέξω μακριὰ ἀπὸ τὶς προκλητικὲς εἰκόνες. Αὐθόρμητα καὶ ἀναπότρεπτα κολλᾶνε πάνω τους τὰ ἀρρωστημένα μου μάτια. Καὶ νὰ τρέξω ποῦ; Ἔτρεξα κάποτε στὴν ἔρημο. Μὲ ἀκολούθησαν κι ἐκεῖ οἱ παραστάσεις τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔπεσαν πάνω μου μὲ ζωντάνια μεγαλύτερη, μὲ διάθεση φονική.
. Ἀνύπαρκτες εἶναι ὅλες αὐτὲς οἱ εἰκόνες. Ἀπάτη καὶ πλάνη εἶναι καὶ οἱ ἴδιες καὶ ἡ αἴσθησή τους καὶ ἡ ὀμορφιά τους. Εἶναι, ὡστόσο, τόσο ζωντανές, ποὺ τίποτα, μήτε ὁ χρόνος μήτε τὰ γεράματα, δὲν μπορεῖ νὰ τὶς νεκρώσει. Βέβαια, τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας τὶς σβήνουν ἀπὸ τὴν φαντασία, μὰ τέτοια δάκρυα δὲν ἔχω. Καὶ ἡ ταπεινὴ προσευχή, ἐπίσης, ἑνωμένη μὲ τὸ ἐγκάρδιο πένθος, τὶς ἐξαφανίζει, μὰ τέτοια προσευχὴ δὲν ἔχω. Ἡ καρδιά μου στερεῖται τὴν κατάνυξη, στερεῖται τὸ σωτήριο κλάμα, εἶναι σὰν μιὰ ἀναίσθητη πέτρα.
. Τὴν φρικτή μου ἁμαρτωλότητα σπάνια τὴν συναισθάνομαι. Ἂν ὑπάρχει μέσα μου κάτι καλό, αὐτὸ ἔχει ἀναμειχθεῖ μὲ τὸ κακὸ καὶ ἔχει γίνει κακό, ὅπως γίνεται δηλητήριο ἀκόμα κι ἡ πιὸ ἐκλεκτὴ τροφή, ὅταν ἀναμειχθεῖ μὲ δηλητήριο. Λησμονῶ, ὡστόσο, τὴ δεινή μου κατάσταση, λησμονῶ ὅτι τὸ καλό, πού μοῦ δόθηκε κατὰ τὴν πλάση μου, ἐξασθένησε καὶ ἀλλοιώθηκε κατὰ τὴν πτώση. Βλέπω μέσα μου τὸ καλὸ καὶ πιστεύω πὼς εἶναι ἀκέραιο καὶ ἄσπιλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρχίζω νὰ κυριεύομαι ἀπὸ τὸν αὐτοθαυμασμό.
. Ἡ ὑπερηφάνειά μου μὲ ἁρπάζει ἀπὸ τὸν εὔφορο ἀγρὸ τῆς μετανοίας καὶ μὲ μεταφέρει σὲ χώρα μακρινή, σὲ χώρα ἄγονη καὶ ἄκαρπη, σὲ χώρα γεμάτη ἀγκάθια καὶ τριβόλια -τὴν χώρα τοῦ ψεύδους, τῆς αὐταπάτης, τῆς καταστροφῆς. Σταματῶ, λοιπόν, νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρχίζω νὰ ὑπακούω στὶς ὑποβολὲς τῆς καρδιᾶς μου, νὰ ἀκολουθῶ τὰ αἰσθήματά της, νὰ ἐκτελῶ τὸ θέλημά της. Τολμῶ νὰ ἀποκαλῶ καλὰ τὰ αἰσθήματα τῆς πεσμένης μου φύσεως καὶ ἀρετὴ τὴν διαγωγή της. Τολμῶ νὰ πιστεύω ὅτι γι’ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ εἶμαι ἄξια βραβείων ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων, ἀνθρωπίνων καὶ θείων. Ἀντίθετα, ὅταν ἀγωνιζόμουν νὰ τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀσκοῦσα βία στὴν καρδιά μου καὶ δὲν ἔδινα καμιὰ σημασία στὶς ὑποβολὲς καὶ τὸ θέλημά της, τότε ἔνιωθα ὀφειλέτρια πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δούλη ἄπιστη καὶ ἄχρηστη!
. Ὅταν πιάστηκα στὰ δίχτυα τῆς αὐταπάτης, ἐμφανίστηκαν μέσα μου ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία κι ἕνα ζοφερὸ σκοτάδι. Ἡ λύπη μὲ ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ πράξη. Ἡ ἀκηδία μοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη νὰ παλεύω μὲ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ σκοτάδι -συνέπεια τῆς λύπης καὶ τῆς ἀκηδίας –μοῦ κρύβει τὸν Θεό. Ἡ κρίση Του εἶναι ἀδέκαστη καὶ τρομερή. Ὑποσχέθηκε νὰ βραβεύσει τὴ χριστιανικὴ ἀρετή. Ὑποσχέθηκε καὶ νὰ τιμωρήσει τὴν περιφρόνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἁγίων νόμων Του. Ἐγώ, ὡστόσο, ἁμαρτάνω ἄφοβα, καὶ ἡ συνείδησή μου σωπαίνει, σὰν νὰ εἶναι νεκρωμένη ἢ κοιμισμένη. Σπάνια, πολὺ σπάνια ἔρχεται κάποια στιγμὴ κατανύξεως, φωτὸς καὶ ἐλπίδας. Τότε νιώθω διαφορετικά. Ἀλλὰ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φευγαλέα. Ὁ οὐρανός μου δὲν εἶναι συχνὰ καθαρός. Σὰν μαῦρα σύννεφα μὲ πλησιάζουν πάλι τὰ πάθη καὶ μὲ ρίχνουν στὸ σκοτάδι, στὴ σύγχυση, στὴν ἀμηχανία, στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς.
. Νοῦ μου! Ἐσὺ εἶσαι χειραγωγὸς τῆς ψυχῆς. Νουθέτησέ με, λοιπόν! Βάλε μέσα μου τὴν εὐλογημένη εἰρήνη! Δίδαξέ με πῶς νὰ κλείσω τὴν πόρτα μου στὶς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου καὶ πῶς νὰ χαλιναγωγήσω, πῶς νὰ καταστείλω τὰ πάθη ποὺ ξεσηκώνονται μέσα μου. Ὁ κόσμος καὶ τὰ πάθη πόσο μ’ ἔχουν ταλαιπωρήσει, πόσο μ’ ἔχουν βασανίσει …
ΝΟΥΣ: Ἡ ἀπάντησή μου δὲν θὰ σὲ παρηγορήσει. Κι ἐγώ, ὅπως κι ἐσύ, ψυχή, πολεμοῦμαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, ὅσα εἶπες μου εἶναι γνωστά. Πῶς, λοιπόν, μπορῶ νὰ σὲ βοηθήσω, ὅταν καὶ σ’ ἐμένα ἔχουν καταφερθεῖ θανάσιμα χτυπήματα, ὅταν κι ἐγὼ ἔχω στερηθεῖ τὴ δύναμη νὰ ἐνεργῶ αὐτεξούσια; Κατὰ τὴν ἀεικινησία μου, δηλαδὴ τὴν ἀδιάκοπη κίνησή μου δίχως περιορισμούς, ἡ ὁποία μου δόθηκε ἀπὸ τὸν Πλάστη ὡς φυσικὸ ἰδίωμα (βλ. Ὁσίου Καλλίστου Καωταφυγιώτου, Περὶ θείας ἑνώσεως καὶ βίου θεωρnτικοῦ, γ’.), δέχομαι διαρκῶς τὴν ἐπίδραση τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μὲ τραυματίζει καὶ μὲ συνταράζει. Ἡ ἐπίδραση αὐτὴ μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα, μὲ τραβᾶ στὴν ἀπάτη τοῦ μάταιου καὶ περαστικοῦ κόσμου, στὴν ἀπάτη τοῦ ἑαυτοῦ μου, στὴν ἀπάτη σου, ψυχή, στὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἀπάτη τῶν δαιμόνων.
. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημά μου εἶναι ἡ ἀκατάπαυστη βία ποὺ ἀσκεῖ πάνω μου ὁ περισπασμός. Μόλις μὲ χτυπήσει, ἀρχίζω νὰ περιπλανιέμαι σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, δίχως ἀνάγκη καὶ ὠφέλεια, σὰν τὰ πονηρὰ πνεύματα. Θέλω νὰ σταματήσω, μὰ δὲν μπορῶ. Ὁ περισπασμὸς μὲ ἁρπάζει καὶ μὲ παρασύρει τόσο βίαια, ποὺ δὲν δίνω προσοχή, ὅπως πρέπει, οὔτε σ’ ἐσένα, ψυχή, οὔτε στὸν ἑαυτό μου οὔτε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικὰ ἐμφανίζομαι προσεκτικός, ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα, προσπαθώντας νὰ αὐτοσυγκεντρωθῶ, ἀθέλητα ξεφεύγω, παρασύρομαι πολὺ μακριὰ καὶ ἀσχολοῦμαι μὲ θέματα ὄχι ἁπλῶς ἀσήμαντα ἢ ἀνώφελα, ἀλλὰ καὶ βλαβερά. Ἔτσι, δὲν μπορῶ νὰ προσφέρω στὸν Θεὸ προσευχὴ δυνατὴ καὶ ἀληθινή, προσευχὴ σφραγισμένη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ θὰ ἐξαφάνιζε τὸν περισπασμὸ καὶ θὰ ἔκανε τοὺς λογισμούς μου νὰ ὑποταχθοῦν σ’ ἐμένα. Καὶ ὅταν οἱ λογισμοὶ ὑποτάσσονται στὸν νοῦ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε ἔρχονται σ’ ἐσένα, ψυχή, ἡ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξη. Ἐξ αἰτίας, λοιπόν, τοῦ δικοῦ μου περισπασμοῦ παραμένεις ἐσὺ σκληρὴ καὶ ἀναίσθητη. Ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἀναισθησία σου, πάλι, αὐξάνουν τὸν δικό μου περισπασμό, κι ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος.
. Ὁ περισπασμὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας μου στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, καθώς μου φέρνει σκοτισμὸ καὶ βάρος. Ἔτσι, ὅταν μὲ πλησιάζει ἕνας ἁμαρτωλὸς λογισμός, δὲν τὸν ἀντιλαμβάνομαι ἔγκαιρα, ἂν μάλιστα καλύπτεται πίσω ἀπὸ κάποια δικαιολογία. Ἂν πάλι εἶναι ἀπροκάλυπτος, ἀντιστέκομαι καὶ τὸν ἀντιμάχομαι, ἀλλὰ δίχως ἀποφασιστικότητα καὶ ἀπέχθεια. Ἀρχίζω νὰ μιλῶ μ’ αὐτόν, τὸν φονιά μου. Εὐφραίνομαι μὲ τὸ θανάσιμο δηλητήριο ποὺ μὲ πονηριὰ ρίχνει μέσα μου. Σπάνια ἀναδεικνύομαι νικητής. Συνήθως εἶμαι ὁ νικημένος.
. Ἀπὸ τὸν συνεχῆ περισπασμό, μὲ κυριεύει ἡ λήθη. Λησμονῶ τὸν Θεό. Λησμονῶ τὴν αἰωνιότητα. Λησμονῶ πόσο μάταιος, πόσο ἐφήμερος, πόσο ἀπατηλὸς εἶναι ὁ κόσμος, καὶ ἑλκύομαι ἄπ’ αὐτόν, παρασύροντας, ψυχή, κι ἐσένα. Λησμονῶ τὰ ἁμαρτήματά μου. Λησμονῶ τὶς πτώσεις μου. Λησμονῶ τὴν οἰκτρὴ κατάστασή μου.
. Μέσα στὸν σκοτισμό μου καὶ τὴν αὐταπάτη μου, ἀρχίζω νὰ ἀποδίδω στὸν ἑαυτό μου ἀξία. Συνάμα ἀρχίζω νὰ ζητῶ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ἀξίας ἀπὸ τὸν ψεύτικο κόσμο, τὸν κόσμο ποὺ εἶναι πρόθυμος νὰ συμφωνήσει μαζί μου στιγμιαία, γιὰ νὰ μὲ χλευάσει ἔπειτα μὲ περισσὴ κακότητα. Ἀξία, ὅμως, δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν μας. Ἡ ἀξία μᾶς ἑξανεμίστηκε μὲ τὴν προπατορικὴ πτώση. Δίκαια, λοιπόν, θὰ ἀξιολογήσει κάθε ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ἄν, ὅπως συμβουλεύει κάποιος μεγάλος ἀσκητής, τὸν θεωρήσει ἕνα σίχαμα [Κάποιος γέροντας ρώτησε τὸν ὅσιο Σισώη τὸν Μέγα: "Πῶς λέει ἕνας ψαλμὸς ὅτι εἶναι τὰ εἴδωλα;". Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε: "Ἡ Γραφὴ λέει γιὰ τὰ εἴδωλα ὅτι στόμα ἔχουν ἀλλὰ δὲν μιλοῦν, μάτια ἔχουν ἀλλὰ δὲν βλέπουν, αὐτιὰ ἔχουν ἀλλὰ δὲν ἀκοῦνε (βλ. Ψάλμ. ρλδ´16-17). Ἔτσι ὀφείλει νὰ εἶναι καὶ ὁ μοναχός. Λέει, ἐπίσης, ἡ Γραφὴ ὅτι τὰ εἴδωλα εἶναι σιχαμερὰ (βλ. Δευτ. κζ´15). Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ἂς θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἕνα σίχαμα". (Βλ. τὸ Μέγα Γεροντικόν, τ. Δ', κέφ. Ε', 164)].
. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ ἀδύναμο καὶ ἀσήμαντο πλάσμα, πού, μολονότι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία τὸ ἔφερε στὴν ὕπαρξη ὁ Θεός, πολεμάει τὸν παντοδύναμο Πλάστη του καὶ Δημιουργὸ ὅλου του κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ πλάσμα, ποῦ, μολονότι δὲν εἶχε τίποτα δικό του, μολονότι ὅλα τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπαναστάτησε ἐναντίον Του; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτὸ τὸ πλάσμα, ποὺ τόλμησε μέσα στὴν παραδείσια μακαριότητα ὄχι μόνο v’ ἀκούσει πρόθυμα τὴν φοβερὴ καὶ βλάσφημη συκοφαντία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποδείξει χωρὶς χρονοτριβῆ τὴν συγκατάνευσή του στὴν βλάσφημη συκοφαντία μὲ τὴν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς Του; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα ὁ νοῦς ποὺ ἔγινε δοχεῖο καὶ γεννήτορας ἀλλεπαλλήλων κακῶν λογισμῶν, λογισμῶν αἰσχρῶν καὶ μοχθηρῶν, λογισμῶν ἀντιθέων; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα ἡ ψυχὴ στὴν ὁποία μόνιμα φωλιάζουν βίαια καὶ τερατώδη πάθη σὰν φαρμακερὰ ἑρπετά, σὰν φίδια καὶ σκορπιοὶ σὲ βαθιὰ τάφρο; πῶς νὰ μὴν εἶναι ἕνα σίχαμα τὸ σῶμα ποῦ γεννήθηκε μέσα στὴν ἁμαρτία, τὸ σῶμα ποῦ ἔγινε ὄργανο ἁμαρτίας στὴ διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς του, τὸ σῶμα ποῦ ἔγινε πηγὴ τῆς δυσοσμίας τοῦ θανάτου στὸ τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς;
. Ἐσὺ κι ἐγώ, ψυχή, ἀποτελοῦμε ἑνιαία πνευματικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἁμαρτία, ὅμως, ὄχι μόνο ἔφθειρε αὐτὴ τὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ τὴν διχοτόμησε σὲ μέρη αὐτόνομα, ποὺ βρίσκονται σχεδὸν πάντοτε σὲ ἀντίθεση. Χωριστήκαμε, λοιπόν, καὶ ἀποκτήσαμε ἀμοιβαία ἐχθρότητα. Μὰ χωριστήκαμε κι ἀπὸ τὸν Θεό! Ἡ ἁμαρτία, ποὺ ζεῖ μέσα μας, μᾶς ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἴδιο τὸν πανάγιο καὶ πανυπερτέλειο Θεό!
ΨΥΧΗ: Θλιβερὴ ἡ ἀπάντησή σου ἀλλὰ σωστή. Εἶναι, πάντως, καὶ μερικῶς παρήγορη, καθώς, διαπιστώνοντας τὴν πλήρη ὁμοιότητα καὶ τὴν κοινὴ αἰτία τῆς δεινῆς μας καταστάσεως, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὴ θλίψη μας ἀλλὰ καὶ νὰ ἀλληλοβοηθηθοῦμε. Πές μου, πῶς θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ σύγχυσή μας; Παρατήρησα ὅτι τὰ δικά μου αἰσθήματα ἀντιστοιχοῦν πάντοτε στοὺς δικούς σου λογισμούς. Ἡ καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ παλεύει γιὰ πολὺ μὲ τὸν λογισμό. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν. Ἀντιστέκεται καμιὰ φορᾶ, ἀλλὰ μόνο γιὰ λίγο. Νοῦ, γίνε ὁδηγὸς στὴν κοινή μας σωτηρία!
(Συνεχίζεται)
Συνομιλία ψυχῆς καὶ νοῦ Β´
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν νέο (τρίτο) τόμο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Γ´» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,
ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 2010, σελ.172. κ. ἑξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου