Συνέχεια από Δευτέρα, 28 Μαΐου 2012
Αυτό ήταν λοιπόν τό ακατανόητο μυστήριο τής Θείας ειρήνης, τήν οποία είχε υμνήσει ο Διονύσιος, καί στό οποίο τώρα ο Μάξιμος δίνει πιό καθαρά περιγράμματα, πιό φιλοσοφικά. Είναι η ΣΥΓΧΡΟΝΌΤΗΣ μιάς υπέρτατης απλότητος, η οποία αναπαύεται σ’αυτή, στόν εαυτό της, καί μιάς διπλής, ακατανόητης καί αμετάκλητης μετοχής αυτής τής ενότητος στήν κοσμική ολότητα καί στήν κοσμική ιδιαιτερότητα.
Οι αντινομίες τού κόσμου, ακόμη καί άν απειλούν νά αντιπαρετεθούν σέ αμοιβαία εχθρότητα, στό τέλος επιστρέφουν στήν μορφή τής ενότητος : τό ατομικό στό όλον καί αυτό σέ εκείνο (τό μέρος στό όλον καί τό όλον στόμέρος). Αλλά τήν θεία ενότητα δέν είναι δυνατόν νά τήν συλλάβουμε ολοκληρωτικώς σέ κανένα από τά δύο άκρα, ούτε βεβαίως στόν πόλο ενός εξαιρετικού ατομικισμού, ούτε σ’έκείνον ενός διαλυτικού ολοκληρωτισμού χωρίς πρόσωπο. Στό εσωτερικό τού σύμπαντος η ενότης είναι ορατή μόνον σάν η «ρευστότης τής αγάπης», σάν κυματισμός, σάν ασύλληπτη ενότης τών αντιθέτων. Έτσι είχε περιγράψει ο Διονύσιος τόν Θείο έρωτα : Σάν ρευστοποίηση τού ατόμου καί ταυτοχρόνως σάν σταθεροποίηση τού αναντικατάστατου καί τού ιδιαίτερου. Στόν κόσμο κυριαρχεί πάντοτε η πολικότης τής «συμμετοχής καί τού συμμετόχου, αλλά δέν κυριαρχεί αντιστοίχως καί στόν Θεό».
Λοιπόν αυτή η πολικότης η οποία δεσμεύει εσωτερικά δραστηριότητα καί παθητικότητα, υποχρεώνοντας καί τίς δύο σέ ένα αμοιβαίο δίνω καί παίρνω, αυτή η εσωτερική κίνηση ο θεμελιώδης ρυθμός τού κοσμικού είναι καί επομένως καί ο αυθεντικός τόπος τής παρουσίας τού Θεού, ο τόπος στόν οποίο φανερώνεται η ασύγκριτη αλλά δική του ετερότης. Ολόκληρη η κοσμική πραγματικότης «είναι απολύτως κινητήριος ή κινουμένη, ενεργούσα ή ενεργημένη, διαλογιζόμενη ή διαλογισμένη, ομιλούσα η εκφρασμένη.....ενεργούσα ή πάσχουσα».
Σ’αυτή τήν αμοιβαία διαμόρφωση τών πραγμάτων τού ενός μέσα στό άλλο, σ’αυτή του τήν σχέση, ο Μάξιμος βλέπει τήν θεμελιώδη ποιότητα τού κοσμικού είναι. Αντιθέτως από ότι απαιτούσε τό σχήμα τής κλασσικής Ελληνικής σκέψεως καί τού γνωστικού αντιστοίχου, η παθητικότης δέν προκύπτει λοιπόν σχεδόν από μιά αντιθεϊκή αρχή, από ένα μηδέν, από μιά πρωτογενή ύλη, η οποία συστήνει τό βάθος καί τήν βάση τής κοσμικής πραγματικότητος, καί όπου τά όντα τά οποία συστήνουν αυτή τήν τελευταία, είναι τόσο πιό κοντά στό Θεό, όσο περισσότερο ελευθερώνονται από τήν παθητικότητα καί χάνονται στήν καθαρή ενέργεια τού Θεού. Η παθητικότης τών όντων, αντιθέτως ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ, είναι αδιαλύτως δεμένη στό δημιουργημένο όν καθαυτό καί δέν σημαίνει μιά απλή παθητικότητα, καθότι η διάκριση από τόν ίδιο τόν Θεό είναι ένας τρόπος νά τόν μιμηθούμε. Γιαυτό στό μέτρο πού τό κτίσμα πλησιάζει τήν τελειότητά του, τελειούται καί η παθητικότης του, πραγματοποιούμενη εξ’ολοκλήρου στό καθαρό «παθείν αυτόν», εκεί όπου, όπως θά δούμε, καταναλώνεται ταυτοχρόνως καί η ενεργητικότης του.
[Ίσως εδώ βρίσκεται καί τό πρώτο μοιραίο λάθος τού Μπαλτάσαρ. Διότι ο ορισμός τού είναι πχ στόν Σοφιστή τού Πλάτωνος, είναι η δύναμις, η οποία είναι η ικανότης ενεργείας ή πάθους, καί εμφανίζεται καί στόν κόσμο τών ιδεών καί στόν κόσμο τών αισθήσεων, μόνο πού στόν κόσμο τών ιδεών δέν σημαίνει πλέον τό παθείν, πάθος καί παθητικότητα, ΑΛΛΑ ΔΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ. Όπως δείχνει καί στούς διαλόγους του μέσω τών ερωταποκρίσεων, όπου οι περισσότερες απαντήσεις περιορίζονται στό : Ναί, συμφωνώ. Αυτό είναι η δεκτικότης τής γνώσεως, μιά υπέρτατη πνευματική δύναμις πού πολύ λίγοι κατέχουν. Δέν εξομοιώνονται τά δύο επίπεδα, όπως λανθασμένα καταλαβαίνει ο Μπαλτάσαρ, παρότι δέν χωρίζουν. Καί ο Κύριος ακόμη πιστοποίησε τήν αρχή αυτή, λέγοντας : ό έχων ώτα ακούειν.]
HANS URS VON
BALTHASAR
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
β)Η διαλεκτική τής αναλογίας
Τό κυρίαρχο θέμα λοιπόν, τό οποίο θά μάς συνοδεύσει κατά
μήκος όλης τής εργασίας μας είναι η αμοιβαιότης ανάμεσα στήν υπερβατικότητα καί τήν ενύπαρξη
τού θεού, από όπου απορρέει αυτό τό γεγονός : ο Θεός είναι σέ τέτοιο σημείο η
δική του ενότης, ώστε νά είναι σέ θέση νά δημιουργήσει όλα τά πράγματα,
συμμετέχοντα σ' αυτόν, τόσο σάν αυτόνομες ενότητες σέ αμοιβαία ανομοιότητα, όσο
καί σάν μία ολότητα σέ αμοιβαία ομοιότητα τών μερών της. «Παραμένοντας αιωνίως αναλλοίωτος
από τόν εαυτό του καί χωρίς νά ανέχεται τήν αποξένωση από τόν εαυτό του λόγω
κάποιας αλλαγής ούτε σέ περισσότερο ούτε σέ λιγότερο, παρόλα αυτά αυτός γίνεται,
στήν υπερπληρότητα τής αγαθότητός του, όλα σέ όλους, ταπεινός μέ τούς ταπεινούς,
θείος μέ τούς λαμπρούς καί ουσιαστικώς,
θεός γιά όσους θεώνει. Είνι σάν τόν ελαφρύ άνεμο πού εισχωρεί στά πάντα μέ τήν
πνοή του καί συλλαμβάνεται, άπιαστός, σάν τό ίδιο στίς διαφορετικότητες. Ο Ηλίας
τόν αισθάνθηκε σάν αδύναμη πνοή, «καί όπως στήν πνοή τού ανέμου όλοι συμμετέχουν,
αυτό διαπερνά τά πάντα καί από τίποτε δέν εμποδίζεται, ούτε μπορεί νά συλληφθεί»
(περί Θείων ονομάτων 1.4,208c). «Ποιός θά είναι σέ θέση νά σκεφτεί καί νά
εκφράσει ακριβώς μέ ποιόν τρόπο σέ όλα τά πράγματα χωρίς διάκριση ο Θεός είναι
παρών ολόκληρος καί ξεχωριστός, χωρίς διαίρεση ούτε θρυμματισμό, χωρίς νά
μπερδεύεται μέ διάφορους τρόπους μέ τίς άπειρες διαφορές τών πραγμάτων, στίς οποίες
βρίσκεται έτσι όπως είναι, καί χωρίς νά περιορίσει στήν μόνη ενοποιό ολότητα
όλων τών πραγμάτων τίς διαφορές τών όντων, αλλά παραμένοντας αληθινά όλος σέ
όλα, χωρίς νά εξέλθει ποτέ από τήν απλότητά του, η οποία δέν διαθέτει μέρη;»
(Αμφιβαλλόμενα 91, 1257 B). [Δυστυχώς η Δύση δέν διαθέτει τήν γνώση τών
ακτίστων ενεργειών τής ουσίας τού Θεού].Αυτό ήταν λοιπόν τό ακατανόητο μυστήριο τής Θείας ειρήνης, τήν οποία είχε υμνήσει ο Διονύσιος, καί στό οποίο τώρα ο Μάξιμος δίνει πιό καθαρά περιγράμματα, πιό φιλοσοφικά. Είναι η ΣΥΓΧΡΟΝΌΤΗΣ μιάς υπέρτατης απλότητος, η οποία αναπαύεται σ’αυτή, στόν εαυτό της, καί μιάς διπλής, ακατανόητης καί αμετάκλητης μετοχής αυτής τής ενότητος στήν κοσμική ολότητα καί στήν κοσμική ιδιαιτερότητα.
Οι αντινομίες τού κόσμου, ακόμη καί άν απειλούν νά αντιπαρετεθούν σέ αμοιβαία εχθρότητα, στό τέλος επιστρέφουν στήν μορφή τής ενότητος : τό ατομικό στό όλον καί αυτό σέ εκείνο (τό μέρος στό όλον καί τό όλον στόμέρος). Αλλά τήν θεία ενότητα δέν είναι δυνατόν νά τήν συλλάβουμε ολοκληρωτικώς σέ κανένα από τά δύο άκρα, ούτε βεβαίως στόν πόλο ενός εξαιρετικού ατομικισμού, ούτε σ’έκείνον ενός διαλυτικού ολοκληρωτισμού χωρίς πρόσωπο. Στό εσωτερικό τού σύμπαντος η ενότης είναι ορατή μόνον σάν η «ρευστότης τής αγάπης», σάν κυματισμός, σάν ασύλληπτη ενότης τών αντιθέτων. Έτσι είχε περιγράψει ο Διονύσιος τόν Θείο έρωτα : Σάν ρευστοποίηση τού ατόμου καί ταυτοχρόνως σάν σταθεροποίηση τού αναντικατάστατου καί τού ιδιαίτερου. Στόν κόσμο κυριαρχεί πάντοτε η πολικότης τής «συμμετοχής καί τού συμμετόχου, αλλά δέν κυριαρχεί αντιστοίχως καί στόν Θεό».
Λοιπόν αυτή η πολικότης η οποία δεσμεύει εσωτερικά δραστηριότητα καί παθητικότητα, υποχρεώνοντας καί τίς δύο σέ ένα αμοιβαίο δίνω καί παίρνω, αυτή η εσωτερική κίνηση ο θεμελιώδης ρυθμός τού κοσμικού είναι καί επομένως καί ο αυθεντικός τόπος τής παρουσίας τού Θεού, ο τόπος στόν οποίο φανερώνεται η ασύγκριτη αλλά δική του ετερότης. Ολόκληρη η κοσμική πραγματικότης «είναι απολύτως κινητήριος ή κινουμένη, ενεργούσα ή ενεργημένη, διαλογιζόμενη ή διαλογισμένη, ομιλούσα η εκφρασμένη.....ενεργούσα ή πάσχουσα».
Σ’αυτή τήν αμοιβαία διαμόρφωση τών πραγμάτων τού ενός μέσα στό άλλο, σ’αυτή του τήν σχέση, ο Μάξιμος βλέπει τήν θεμελιώδη ποιότητα τού κοσμικού είναι. Αντιθέτως από ότι απαιτούσε τό σχήμα τής κλασσικής Ελληνικής σκέψεως καί τού γνωστικού αντιστοίχου, η παθητικότης δέν προκύπτει λοιπόν σχεδόν από μιά αντιθεϊκή αρχή, από ένα μηδέν, από μιά πρωτογενή ύλη, η οποία συστήνει τό βάθος καί τήν βάση τής κοσμικής πραγματικότητος, καί όπου τά όντα τά οποία συστήνουν αυτή τήν τελευταία, είναι τόσο πιό κοντά στό Θεό, όσο περισσότερο ελευθερώνονται από τήν παθητικότητα καί χάνονται στήν καθαρή ενέργεια τού Θεού. Η παθητικότης τών όντων, αντιθέτως ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ, είναι αδιαλύτως δεμένη στό δημιουργημένο όν καθαυτό καί δέν σημαίνει μιά απλή παθητικότητα, καθότι η διάκριση από τόν ίδιο τόν Θεό είναι ένας τρόπος νά τόν μιμηθούμε. Γιαυτό στό μέτρο πού τό κτίσμα πλησιάζει τήν τελειότητά του, τελειούται καί η παθητικότης του, πραγματοποιούμενη εξ’ολοκλήρου στό καθαρό «παθείν αυτόν», εκεί όπου, όπως θά δούμε, καταναλώνεται ταυτοχρόνως καί η ενεργητικότης του.
[Ίσως εδώ βρίσκεται καί τό πρώτο μοιραίο λάθος τού Μπαλτάσαρ. Διότι ο ορισμός τού είναι πχ στόν Σοφιστή τού Πλάτωνος, είναι η δύναμις, η οποία είναι η ικανότης ενεργείας ή πάθους, καί εμφανίζεται καί στόν κόσμο τών ιδεών καί στόν κόσμο τών αισθήσεων, μόνο πού στόν κόσμο τών ιδεών δέν σημαίνει πλέον τό παθείν, πάθος καί παθητικότητα, ΑΛΛΑ ΔΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ. Όπως δείχνει καί στούς διαλόγους του μέσω τών ερωταποκρίσεων, όπου οι περισσότερες απαντήσεις περιορίζονται στό : Ναί, συμφωνώ. Αυτό είναι η δεκτικότης τής γνώσεως, μιά υπέρτατη πνευματική δύναμις πού πολύ λίγοι κατέχουν. Δέν εξομοιώνονται τά δύο επίπεδα, όπως λανθασμένα καταλαβαίνει ο Μπαλτάσαρ, παρότι δέν χωρίζουν. Καί ο Κύριος ακόμη πιστοποίησε τήν αρχή αυτή, λέγοντας : ό έχων ώτα ακούειν.]
Ο Θεός στό μεταξύ φανερώνεται εξίσου ανώτερος καί από τόν
υλικό κόσμο, κυρίως παθητικό, καί από τόν πνευματικό, κυρίως ενεργητικό, μέ την
διαφορά πώς τό πνεύμα τόν αντικατοπτρίζει πιό λαμπερά από τήν ύλη. Η ουσία του
είναι «απολύτως απρόσιτη στό ίδιο μέτρο(κατά τό ίσον) στήν ορατή όπως καί στήν
αόρατη δημιουργία. Εκείνη «ανάμεσα στήν άκτιστη φύση καί τήν κτιστή, είναι μιά
άπειρη διαφορά» καί αληθινά πάντοτε πιό μεγάλη καί απλησίαστη. Και θά εκφραστεί
αυτό τό γεγονός λέγοντας πώς η ολοκλήρωση τής δημιουργίας φανερώνεται μόνον στό
παράδοξο τής ολοκληρωτικής της εξαφάνισης μπρός στόν Θεό (όπως τά αστέρια
εξαφανίζονται μπρός στόν ήλιο), μιά εξαφάνιση όμως πού σημαίνει ταυτοχρόνως τήν ολοκληρωμένη της τοποθέτηση
σάν δημιούργημα, στήν συνφανέρωσή της μαζί μέ τόν Θεό.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου