Συνέχεια από: Παρασκευή, 11 Μαΐου 2012
ΙΙ. Τί πράγμα είναι το φαινόμενο; Φαινομενολογία και φιλοσοφία φαινομενενολογική! Φαινόμενο και αλήθεια.
(ΠΕΡΙ ΓΝΩΜΗΣ)
Εκθέσαμε λοιπόν επί μακρόν καί λιγο βαρετά μάλιστα μιά μεγάλη κοινοτοπία!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
ΙΙ. Τί πράγμα είναι το φαινόμενο; Φαινομενολογία και φιλοσοφία φαινομενενολογική! Φαινόμενο και αλήθεια.
(ΠΕΡΙ ΓΝΩΜΗΣ)
Εκθέσαμε λοιπόν επί μακρόν καί λιγο βαρετά μάλιστα μιά μεγάλη κοινοτοπία!
Ολόκληρη η ζωή μας ξετυλίγεται μέσα σ’αυτή τήν φανέρωση τών πραγμάτων καί στόν προσανατολισμό μας ανάμεσά τους, η ζωή μας καθορίζεται συνεχώς, βαθύτατα από τό γεγονός πώς τά πράγματα φανερώνονται καί μάλιστα φανερώνονται στήν ολότητά τους. Πώς φτάσαμε σέ αυτή τήν ολότητα; Λόγω τού γεγονότος πώς κάθε ξεχωριστό πράγμα μέσα στό πεδίο μας μάς φανερώθηκε σάν νά αποτελεί μέρος ενός περιβάλλοντος τό οποίο, σιγά σιγά, μάς μετέφερε όλο καί πιό μακρυά, μέχρις ότου αναγνωρίσαμε τήν ανάγκη μιάς δομής σίγουρης, πέρα από κάθε προχειρότητα, αυτού πού φανερώνεται. Τό θέμα μας είναι τώρα νά κατανοήσουμε εάν αυτή η δομή ανήκει στήν φανέρωση ή στά ίδια τά πράγματα πού φανερώνονται.
Τό γεγονός τής εκτάσεως στόν χώρο είναι ένα χαρακτηριστικό τού όντος ώς όντος, όπως είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό τού χώρου τό γεγονός ότι συνιστά ένα σύνολο. Ακόμη μιά φορά μάς διαφεύγει τό φαινόμενο καθ’εαυτό. Τά γενικά χαρακτηριστικά αυτού πού φανερώνεται, η χρονική καί χωρική δομή, είναι χαρακτηριστικά τού όντος, αυτού πού φανερώνεται καί όχι τής φανερώσεως καθ’εαυτής. Παρ’όλα αυτά εδώ υπάρχει κάτι πού αξίζει τήν προσοχή μας . Όταν τά ξεχωριστά πράγματα φανερώνονται, υπάρχει καί σέ μένα μία γνώση πού αφορά τό γενικό σύνολο.Υπάρχει εδώ κάτι πού αφορά τήν φανέρωση καθ’εαυτή. Η ύπαρξη τής ολότητος — αυτού πού καθιστά τόν κόσμο όχι μόνο ένα βουνό από ξεχωριστές εικόνες, αλλά κατά κάποιο τρόπο μιά ενότητα — από τό ένα μέρος είναι τού όντος καθεαυτού, αλλά από τό άλλο, η ίδια η φανέρωση φαίνεται νά εξαρτάται εξίσου από αυτή τήν ίδια (τήν ολότητα). Όχι μόνον ο κόσμος σάν τέτοιος, αλλά αυτό τό απόσπασμα τού κόσμου πού κατά κάποιο τρόπο μάς φανερώνεται, καί έχουμε ήδη απέναντί μας, μορφώνει συνεχώς ένα όλον καί επομένως τίποτε ξεχωριστό δέν είναι ανεξάρτητο από τά άλλα. Αυτό πού μάς φανερώνεται αποτελεί καί τήν ολότητα τού φανερώματος, μιά ολότης πού επιθυμεί νά είναι σέ συμφωνία μέ τόν εαυτό της. Δέν μπορούμε νά διαθέσουμε μέ προχειρότητα ούτε αυτό πού φανερώνεται καταγωγικώς στήν πρωτοτυπία του, ούτε αυτό πού φανερώνεται εμμέσως, σέ μορφή απλώς παράπλευρη. Διαθέτουμε μία γνώση σε αυτό που δέν πειραματιζομεθα με τρόπο σύγχρονο, και επομένως γνωρίζουμε πώς μόνο η εμπειρία ενός συγκεκριμένου τύπου θα μπορούσε να συμβαδίσει με αυτό που μας φανερώνεται τελευταίως!
Και ναμαστε λοιπόν, στην παρουσία δύο θέσεων : απο το ένα μέρος, στην φανέρωση, σ’αυτό που φανερώνεται, έχουμε πάντοτε κατα κάποιο τρόπο, ένα όλον. Και απο το άλλο, το φανέρωμα σαν τέτοιο οδηγεί εξίσου, συνεχώς σ’ένα όλον. Είμαστε λοιπόν μπλεγμένοι στην φανέρωση, δέν είμαστε ελεύθεροι απέναντι σ’άυτό που φανερώνεται. Ο κόσμος που φανερώνεται σε ολότητα μάς έχει ήδη φυλακισμένους, μάς έχει ήδη επιβάλλει το νόμο του. Το γεγονός πώς αυτές(οι φανερώσεις) είναι πράγματα του όντος, που φανερώνοντας κάτι που δέν είναι δημιουργία μας, προϊόν της ευχαρίστησης μας, ανήκει στη φύση αυτού που φανερώνεται.
Ας προσπαθήσουμε να χαρακτηρίσουμε την φανέρωση για άλλη μια φορά, απο το γεγονός πώς η ολότης φανερώνεται ακριβώς σε εμάς. Το γεγονός πώς δέν είμαστε ελεύθεροι στο εσωτερικό της φανέρωσης, ότι αυτό που φανερώνεται για μας είναι τόσο σφιχτό και εξαναγκαστικό, εκφράζεται μέσω της εμπιστοσύνης μας, σ’αυτό που μας φανερώνεται, σ’αυτό που είναι εδώ, σ’αυτό που είναι παρόν. Εμείς πιστεύουμε- είναι μία προσδιορισμένη ενέργεια εκ μέρους μας, μία ενέργεια επηρεασμένη, αλλά η οποία παρ’όλα αυτά είναι δική μας. Για μας είναι αναγκαίο να προσθέτουμε πίστη σε κάθε πράγμα που παρουσιάζεται, που μας φανερώνεται. Κάθε ξεχωριστό πράγμα είναι αντικείμενο της θέσεως μας- της πίστεως μας ή της θέσεως μας. Και δεδομένου πώς κάθε ξεχωριστή ατομική θέση ανήκει, αποτελεί μέρος μίας καθολικής θέσεως, πρέπει να πούμε πώς οι διαφορετικές μας θέσεις, οι διαφορετικές μας πράξεις πίστεως, τοποθετούνται στο πλαίσιο μίας γενικής θέσεως, μίας θέσεως αυτής της πλήρους καθολικότητος, που περιέχει τα πάντα.
Ας προσπαθήσουμε τώρα στη συνέχεια να απομονώσουμε απο τον ενεργό προσανατολισμό μας, ανάμεσα στα πράγματα μόνον αυτό που ονομάζουμε γνώση και κρίση, ας μήν δώσουμε την συνήθη μας προσοχή στις πρακτικές μας ασχολίες για να ασχοληθούμε μόνον με το γεγονός πώς δεχόμαστε η απορρίπτουμε τα πράγματα, διατυπώνουμε κρίσεις γύρω απο το είναι τους ή το μή-είναι τους στο δυνητικό τους χαρακτήρα, τον αμφίβολο κ.τ.λ. Κάθε κρίση αυτού του τύπου λαμβάνει χώρα μέσα στο πλαίσιο μίας γενικής θέσεως της ολότητος, η οποία σαν τέτοια δέν είναι μία κρίση με την τρέχουσα σημασία του όρου. Δέν έχουμε ξεκάθαρη συνείδηση του παιχνιδιού που παίζεται στήν διατύπωση αυτών των ιδιαιτέρων κρίσεων, της τοποθετήσεως των δικών μας ιδιαιτέρων γνώσεων στο πλαίσιο μίας καθολικής θέσεως. Η τοποθέτηση γύρω απο την ολότητα του σύμπαντος δέν είναι κατ’αρχάς μία κρίση, παρότι μπορεί να γίνει.
Πώς αποκτούμε λοιπόν αυτή την τοποθέτηση, αυτή την άποψη ; με ποιό τρόπο φτάνουμε; Με ποιόν τρόπο αποκτούμε καινούργιες θέσεις ξεκινώντας απο εκείνες που είναι για μας ξεκάθαρες και διακεκριμένες; Οι οποίες βρίσκονται στο πεδίο μας, στο κέντρο βαρύτητος που αποτελείται απο αυτό που είναι για μας άμεσα δεδομένο; Μετακινώντας απλώς αυτό το κέντρο, βάζοντας το σε κίνηση.
Αυτό που μόλις είπαμε φαίνεται πολύ κοινότοπο, αλλά πρέπει να πούμε πώς ακριβως σε παρόμοιες κοινοτοπίες κρύβεται το μυστήριο της φανέρωσης. Η μετακίνηση του κέντρου βάρους σημαίνει απλώς πώς αλλάζοντας θέση, φτάνω σε ένα καινούργιο περιβάλλον, όπου ακόμη και τα πράγματα που με περιβάλλουν φαίνονται φυσικά διαφορετικά. Ταυτοχρόνως οι περασμένες μου εμπειρίες η καλύτερα αυτό που μου φανερώθηκε ήδη παραμένει σε μένα παρόν, όχι βέβαια στην πρωτοτυπία του, αλλά σε κάποια μορφή που έχω απλώς στην μνήμη μου, στην άμεση μνήμη. Αυτό λοιπόν έφυγε απο την παρουσία, απο τήν πραγματική «πρωτογενή» φανέρωση, παρότι έμεινε ίδιο. Ο τρόπος με τον οποίο δίνεται δέν είναι πλέον ο ίδιος, αλλά παραμένει το ίδιο πράγμα.
Είναι δυνατόν να διαφωνήσουμε λέγοντας πώς μπορούμε να ξεχάσουμε, να κάνουμε λάθος. Σίγουρα, το δεδομένο που δέν είναι πλέον πρωτογενές είναι δυνατόν νας μας παρουσιάσει τα πράγματα διαφορετικά απο ότι είναι στην πραγματικότητα. Τί πράγμα θα μου δώσει τη βεβαιότητα, αυτού που είμαι; Είναι πολύ απλό. Θα επιστρέψω πίσω και θα κοιτάξω τις μνήμες μου εκ νεου- Κοινοί τόποι: δέν είναι έτσι; Τόσο κοινότυποι που δέν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε. Και όμως πώς είναι δυνατόν αυτό που μου φανερώνεται πρωταρχικώς, να είναι ίδιο με κάτι που δέν είναι πλέον εδώ; Ακόμη και το πράγμα που απουσιάζει μου φανερώνεται, παρότι δέν φανερώνεται με πρωτότυπο τρόπο. Και αυτή η αλλαγμένη ελαφρώς φανέρωση παρουσιάζεται σε μένα, ανάμεσα στα άλλα, με τρόπο που το πράγμα της μνήμης τελικώς περιβάλλεται με αμφιβολία [αυτή η διαφορά της μνήμης είναι το ΕΓΩ. Και για να σταθεροποιηθεί η ταυτότης στο ΕΓΩ, απαιτείται η νίκη της αμφιβολίας, στην οποία είναι αφιερωμένη όλη η πρακτική φιλοσοφία και ψυχολογία και ιδεολογία της Δυσεως]. Παρ’όλα αυτά παρ’όλη την αμφιβολία, έχω πάντοτε, κατα κάποιο τρόπο, ένα μόνον και το ίδιο πράγμα μπροστά στα μάτια μου. Τί πράγμα βλέπω;
Έχω μπροστά μου, μία συγκεκριμένη δομή: το πρωταρχικό περιβάλλον, όπου τα πράγματα είναι αυτό που είναι, όπου φανερώνονται σε μένα στο καλύτερο αυτού που είναι και όπως είναι. είναι αδύνατον να δώ καλύτερα τα πράγματα, να αποκτήσω καλύτερη γνώση απο αυτή που διαθέτω εδώ διαθέσιμη, στην αισθητική μου εμπειρία. Επι πλέον όταν θα απομακρυνθώ αυτά θα παραμείνουν εκείνο που είναι. Δέν θα τα ξαναδώ, ίσως η αναπαράσταση μου, μου περιγράφει τον πίνακα διαφορετικά απο την πραγματικότητα αλλά εγώ γνωρίζω αν σκέπτομαι το ίδιο πράγμα όταν απομακρύνομαι και όταν θέλω να επιστρέψω πίσω στο ποτήρι που με ξεδίψασε, πως είναι δυνατόν; Απο πού πηγάζει αυτή η ενότης μέσω των διαφορετικών τρόπων φανέρωσης, μέσω των διαφορετικών μορφών στις οποίες τα πράγματα μας φανερώνονται;
Το ίδιο πράγμα μού φανερώνεται σε διαφορετικές εκδοχές. Και αυτό το ίδιο, σε διαφορετικούς τρόπους, είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Η εμφάνεια δέν είναι μόνον μιά αντικειμενική δομή, δεδομένου πως η αντικειμενική δομή είναι ακριβώς αυτό που φανερώνεται ή πραγματική δομή είναι αυτό που φανερώνεται [τα φαινόμενα δέν απατούν πλέον, διότι απατούσαν τον Νού, αλλά δέν απατούν το ΕΓΩ] Η φανέρωση δέν περιορίζεται ούτε στην νόηση ή στις δομές της νοήσεως, δεδομένου ότι και αυτές είναι απλά πράγματα, κάτι δηλαδή που είναι και μπορεί πιθανότατα να φανερωθεί. Είναι πιθανόν, είναι βέβαιο μάλλον, ότι ανήκει πάντοτε στην φανέρωση βένα κάτι που φαίνεται σε κάποιον που τη δέχεται, ας πούμε, και ανακοινώνει η διατύπωνει τις θέσεις του. Ή ίδια όμως η φανέρωση δέν είναι κανένα απο τα πράγματα που φαίνονται. Δέν είναι ούτε ένα ψυχικό πράγμα, ούτε ένα φυσικό που εξαπλώνεται στο χώρο. Και επομένως είναι η φανέρωση αυτών των πραγμάτων, και των πραγμάτων που απλώνονται στον χώρο και των πραγματικοτήτων επίσης, όπως εγώ ο ίδιος και η σκέψη μου.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Μοιάζει με ένα "ρουφηγμα" όλων προς χαρην ταυτότητος. Σαν να λοίπει η φυσική συνέπεια, η φυσική αντίδραση ή αυτή είναι ατελής δεν φτάνει και πρέπει να ξαναφτιαχτεί για να μην φοβάμαι τα πράγματα, και ακριβώς γιαυτό τα σκοτώνω με την αμφιβολία για να καταλήξω στην κυριολεξία, που ισως αποτελεί το κουφάρι ,ότι απέμεινε, το περίγραμα.
Δημοσίευση σχολίου