ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
Kurt Flash
Η Τριάδα: Επανεκτίμηση τής κατηγορίας τής σχέσεως.
Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε το δόγμα των κατηγοριών στην Ευρώπη ακόμη και μετά τον Καντ, και πολύ συχνά ακόμη και για στοχαστές οι οποίοι ανήκουν στην στοχαστική ευθύνη του Πλάτωνος, όπως για παράδειγμα ο Αυγουστίνος. Το δόγμα των κατηγοριών του Αριστοτέλη αφορά στα ξεχωριστά πράγματα που αναπαρίστανται και διακρίνει: το υποκείμενο φορέα και την αποκτημένη ιδιότητα, ουσία και τά συμβεβηκότα. Η σχέση, που υφίσταται με κάτι άλλο, είναι λοιπόν σχεδόν εφήμερη. Η πράξη διακρίνεται από την Ουσία, η οποία είναι ενεργητική.
Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, τα θεία πρόσωπα είναι ίσα σε όλα. Είναι θεία ουσία παντελώς, εκτός από την πλευρά της αμοιβαιότητος τού συσχετισμού τους. Οι διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα δεν μπορούν να προέλθουν από την θεία ουσία, δεδομένου ότι αυτή την διαθέτουν από κοινού. Αλλά ούτε από τα συμβεβηκότα (συμβάντα), διότι στον Θεό δεν υπάρχουν ιδιότητες πρόσθετες, δευτερεύουσες. Οι διαφορές προέρχονται (λοιπόν…) από τις σχέσεις – να είναι Πατήρ, να είναι Υιός, να εξέρχεται, να προοδεύει και από τον Πατέρα και από τον Υιό – πράγματα που στον Θεό δεν είναι Ιδιότητες αλλά Ουσία. (περί ΤριάδοςV, 5, 6). [Προηγείται λοιπόν η σχέση τής Ουσίας. Η σχέση είναι η αιτιώδης αρχή, η οντολογική αρχή. Στους αρχαίους η ύπαρξη του νοητού ωφείλετο σε δύο αρχές: το ενεργητικό και το δεκτικό, το ΕΝΑ και το ΔΥΟ, ή το κινητό ακίνητο. Υπήρχε και η αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, ο σκοπός του: το Αγαθό, επέκεινα της Ουσίας, ή η ενέργεια η οποία προηγείτο της δυνάμεως, ενώ η σχέση προηγείται του Ενός, η ενότης τής αιτίας της. Η ενότης της Ουσίας. Το Δύο ήταν η αυτογνωσία του Ενός ας πούμε. Ποτέ οι Αρχαίοι δεν ρώτησαν γιατί το Ένα; Διότι αμέσως καταργούσαν την ύπαρξή τους. Γιατί η σχέση όμως; αναρωτιέται ο Αυγουστίνος! Διότι η έρευνά του δεν ξεκίνησε από την ύπαρξή του, προστέθηκε σ’ αυτήν λόγω αμφιβολίας, για επιβεβαίωση. Στην περίπτωση δε του Αυγουστίνου, λόγω της αμαρτίας. Της προσωπικής αμαρτίας. Οι Αρχαίοι μεγάλοι φιλόσοφοι ξεκίνησαν λόγω του ψεύδους. Έτσι, ο Κύριος εξήγησε στους Αρχαίους Έλληνες γιατί το Ένα. Και το δέχθηκαν και δόξασαν την σοφία που τους εμπόδισε να εξηγήσουν το ανεξήγητο, γιατί το Ένα. Ο Αυγουστίνος όμως διακατεχόταν από το πρόβλημα της αμαρτίας. Της προσωπικής αμαρτίας. ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ. Έτσι προέβαλε την ετερότητα στις Αρχές. Μανιχαϊστικά οι δύο Αρχές δεν ήταν ΕΝΑ. Και αυτό το ‘Ένα δεν γεννούσε, δεν γινόταν. Αναγκάζοντάς τον να ενώσει με έναν τρίτο παράγοντα, έναν δεσμό, τα αιωνίως Έτερα και διαφορετικά. Αυτός δε ο τρίτος παράγων προσέφερε την αυτογνωσία στα Έτερα, Η Ενότης αντικαθρέφτιζε την Ουσία τους. Αργότερα στον Καντ έγιναν τα δύο a priori: ο χώρος και ο χρόνος που σχετίζονται και ενώνονται δια της γνώσεως. Το σημερινό πνεύμα. Ο θεσμός κυριάρχησε σιγά –σιγά στην ύπαρξη. Ο θεσμός του γάμου στην ύπαρξη. Ο θεσμός της ιεραρχίας στην επιστροφή στον Θεό, στην λύτρωση από την αμαρτία. Ο ΜΕΣΑΖΩΝ γίνεται ή ανακηρύσσεται σαν ΘΕΟΣ. Ο Αυγουστίνος ολοκληρώνει τον Μανιχαϊσμό δια της εφευρέσεως του υποκειμένου, το οποίο είναι μεσότης και αποστολή. Τα συστατικά τού σημερινού προσώπου. Ο Αυγουστίνος λοιπόν έθεσε σαν θεμέλιο της ζωής το ερώτημα: Γιατί το κακό; Ενώ οι Αρχαίοι είχαν ήδη προχωρήσει από αιώνες το ερώτημα, γιατί το Φως; Γιατί το Αγαθό; Σήμερα η Φαινομενολογία συνεχίζει τον Μανιχαϊσμό αυτόν της Δύσεως, διότι βρίσκει μέσα στα φαινόμενα το είδος, και το συγκεντρώνει σε ένα μεγάλο καλάθι, το οποίο αντικαθιστά ή αντιπροσωπεύει το Όλον. Έτσι ερμηνεύει η σχολή του Ζηζιούλα τους λόγους των όντων του Αγίου Μαξίμου, ο οποίος γίνεται ένας πρόδρομος του Χούσσερλ! Αυτό το καλάθι είναι η θέωση στον χρόνο και στην ιστορία. Η σημερινή συνείδηση. Η γνώση των πάντων. Εφόσον δεν μπορούμε να έχουμε την γνώση του παντός. Ο Αυγουστίνος δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για την αμαρτία του, και πέτυχε να τον συγχωρήσουν όλοι οι άλλοι].
Ο Αυγουστίνος κινείται στο Αριστοτελικό έδαφος των κατηγοριών σαν να ήταν αυτονόητες [και αυτόνομες]. Μοιράζεται επίσης και την μικρή αξία που αποδίδεται στην σχέση, αλλά την εγκαταλείπει στο μέτρο στο οποίο δεν επιθυμεί το Πνεύμα και ο Θεός να κατανοούνται σύμφωνα με το σχήμα υπόστρωμα/ιδιότης. Μ’ αυτόν τον τρόπο εισάγεται στο ενεργητικό πνεύμα μια διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο - ακίνητο φορέα και τις περιφερειακές δραστηριότητες. Το πνεύμα είναι η δραστηριότητά του και είναι οι σχέσεις του. Απορρίπτει λοιπόν την συνήθη εφαρμογή του πίνακα των κατηγοριών. Στην περίπτωση του πνεύματος παύει να ισχύει το χαρακτηριστικό όριο που ισχύει για τον Φυσικό κόσμο, όπως για παράδειγμα, ότι είναι αδύνατον τα χρώματα να μην είναι χρώματα ενός σώματος, ιδιαίτερου και ξεχωριστού. Οι πνευματικές πρόοδοι είναι τόσο προς εαυτόν όσο και προς άλλον, ενώ οι ποιότητες των αντικειμένων προσχωρούν και ενώνονται μόνο στο υποκείμενό τους (περί Τριάδος X10, 16).
Αυτό σημαίνει ότι ο Αυγουστίνος κατανοεί τον Θεό και το Πνεύμα σαν μια προσχώρηση ουσιώδη, σαν μια ουσιώδη αμοιβαιότητα: «μνήμη», νόηση και βούληση είναι μια ουσία, καθότι κάθε μια από αυτές είναι ουσία, και καθεμιά τους είναι ουσία καθότι στρέφεται πάντοτε και ουσιαστικώς σε κάθε μια από τις άλλες . Αγάπη και νόηση είναι μέσα στο πνεύμα όχι σαν μια ιδιότης σε σχέση με τον φορέα της. Είναι καθαυτές ουσιώδεις, και ουσιώδεις σ’ έναν άλλο. Ευρισκόμενες σε αμοιβαίο συνδυασμό, είναι ουσιώδεις. (Τριάδα IX,4, 5).
Μπορούμε να πούμε πως ο Αυγουστίνος διέκοψε την οντολογική κυριαρχία του κόσμου των πραγμάτων υπέρ μιας φιλοσοφίας της διυποκειμενικότητος; [Η αρχαία φιλοσοφία ερεύνησε και βίωσε την κυριαρχία του Νου και του λόγου. Η Ελληνιστική Στωϊκή φιλοσοφία μείωσε το αντικείμενό της στην πραγματικότητα].
Ο Αυγουστίνος δεν ασκεί κριτική στο αριστοτελικό δόγμα των κατηγοριών, αλλά καθόρισε απλώς μια περίπτωση στην οποίαν αυτό δεν εφαρμόζεται. Παρ’ όλα αυτά το Τριαδικό του δόγμα γίνεται στα χέρια του ένα αντίβαρο απέναντι στην οντολογία των πραγμάτων (στην οντική μεταφυσική θα λέγαμε σήμερα). Καθορίζει τον βαθμό της πραγματικότητός της, ξεκινώντας περισσότερο από την εμπειρία της φιλίας, παρά από την αναπαράσταση των ξεχωριστών δεδομένων αντικειμένων (Στωϊκισμός). Τα θεία πρόσωπα είναι το ένα μέσα στο άλλο, αλλά δεν χάνουν μ’ αυτό το Είναι τους, αντιθέτως το πραγματοποιούν. Το ίδιο ισχύει για την αγάπη και την γνώση, τα οποία δεν είναι ξεχωριστά και αυτάρκη στοιχεία. Ο Αυγουστίνος προτείνει να σκεφθούμε την φιλία εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την αμοιβαία τους συσχέτιση: οι φίλοι είναι φίλοι σε σχέση με άλλους φίλους. Παρ’ όλα αυτά η φιλία στον Αυγουστίνο δεν προσφέρει κανένα διαφωτιστικό πλαίσιο τής τόσο ιδιαίτερης αμοιβαιότητος της Τριάδος και της συνειδήσεως, Και πράγματι, οι φίλοι είναι άνθρωποι και σαν τέτοιοι είναι Ουσίες (Τριάδα IX, 4, 5).
Ο Αυγουστίνος μας επιτρέπει να κατανοήσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο μέχρι πού έφτασε η αναγνώριση της αμοιβαιότητος: αυτή ισχύει τόσο για τα τρία θεία πρόσωπα, όσο και για τις κύριες λειτουργίες του πνεύματός μας. Για τον Θεό και για το πνεύμα του ανθρώπου ο Αυγουστίνος καθορίζει – σε σχέση με το φυσιολογικό σχήμα των κατηγοριών – πως ένα πράγμα είναι μέσα σε ένα άλλο χωρίς να είναι γι’ αυτόν τον λόγο ένα συμβεβηκός (κάτι τυχαίο). Αλλά δεν λέει πως οι άνθρωποι είναι (υπάρχουν) μόνο στο μέτρο που είναι στον άλλον. Η αλληλεξάρτηση που τον ενδιαφέρει να φανερώσει δεν είναι των ανθρώπων, αλλά ανάμεσα στις τρείς βασικές λειτουργίες του πνεύματος. Από αυτή την άποψη ο όρος «διυποκειμενικότης» είναι χωρίς καμμία σημασία και δικαιολογείται μόνον στο μέτρο στο οποίο ο Αυγουστίνος αποκλείει το να περιορίζονται οι δραστηριότητες του πνεύματος στο υποκείμενό τους, που είναι ο φορέας τους, όπως συμβαίνει με τις φυσικές ιδιότητες, υπογραμμίζοντας την περίπτωση όπου οι πρώτες είναι δυνατόν να έχουν τις ίδιες, αλλά και το άλλο από τις ίδιες σαν αντικείμενο. Για να παραμείνουμε στο παράδειγμά μας, δεν δίδαξε πως ένας άνθρωπος θα γινόταν άνθρωπος κυρίως μέσω τών φίλων, σαν ένας άνθρωπος για τους άλλους ανθρώπους. Θα είχε (εξάλλου) απωθήσει αυτήν την ιδέα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου