Συνέχεια από Τετάρτη, 19 Ιουλίου2017
HENRY HUGONNARD-ROCHE
(C.N.R.S. Paris)
Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΙΑΣ «ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ» ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΙΙ
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να
αναφερθούμε σε ένα σχετικό απόσπασμα από το σχόλιο του Αμμώνιου στο Περί ερμηνείας. Αναφερόμενος στο 7ο
κεφάλαιο τής πραγματείας τού Αριστοτέλη ο Αμμώνιος απαριθμεί τις προτάσεις που
επιδέχονται αντίφαση και δηλώνει: δεδομένου ότι κάθε πρόταση
περιλαμβάνει δύο όρους (τον υποκείμενον και τον κατηγορούμενον),
καθώς και την σχέσιν, τού κατηγορήματος με το υποκείμενο, είναι απαραίτητο η
διαίρεση των προτάσεων να βασίζεται είτε στο υποκείμενο, είτε στο κατηγόρημα,
είτε στην σχέση μεταξύ τους. Και προσδιορίζει ως εξής το νόημα τής σχέσης.
Εννοώ
την σχέση δια της οποίας το κατηγόρημα είτε συνδέεται πάντοτε με ένα
υποκείμενο, όπως όταν λέμε ότι ο ήλιος κινείται, ή ότι ο άνθρωπος είναι ζώον,
είτε δεν συνδέεται ποτέ, όπως όταν λέμε ότι ο ήλιος είναι σταθερός, ή ότι ο
άνθρωπος είναι φτερωτός, είτε τέλος άλλοτε συνδέεται και άλλοτε όχι, όπως όταν
λέμε ότι ο Σωκράτης βαδίζει ή διαβάζει.
Μετά από αυτή την τριμερή διαίρεση της
σχέσης του κατηγορήματος με το υποκείμενο ο Αμμώνιος συνεχίζει ως εξής:
Αυτοί που ασχολούνται με την «τεχνική»
επεξεργασία αυτών των πραγμάτων (της τούτων τεχνολογίας), αποκαλούν
αυτές τις σχέσεις υλικό (ύλας) των προτάσεων, και
υποστηρίζουν ότι άλλες είναι αναγκαίες, άλλες αδύνατες και άλλες δυνατές. Η
αιτία αυτής της ονομασίας είναι προφανής, και επιπλέον θεωρούν ορθό να
αποκαλούν τις εν γένει σχέσεις υλικές, διότι εμφανίζονται ταυτόχρονα με τις
πραγματικότητες που υπόκεινται στις προτάσεις (τοις υποκειμένοις τες προτάσεσι
πράγμασι), και δεν είναι προϊόν της σκέψη μας ή [της ενέργειας] της
κατηγόρησης (της ημετέρας οιήσεως ή κατηγορίας), αλλά της ίδιας της φύσεως
της πραγματικότητας (της των πραγμάτων φύσεως).
Η ομοιότητα ανάμεσα στο απόσπασμα του
Αμμώνιου και αυτό του Παύλου του Πέρση είναι εμφανής, και δεν μπορούμε φυσικά
να υποστηρίξουμε ότι το πρώτο είναι η άμεση πηγή του δεύτερου. Ο Παύλος
εμφανίζεται όντως σαν ένας από τους διαδόχους αυτών στους οποίους ο Αμμώνιος
αποδίδει την ενασχόληση με την τεχνική επεξεργασία αυτών των θεμάτων, δηλαδή αυτούς
που μελετούν τις υλικής μορφής σχέσεις των στοιχείων των προτάσεων, με την
έννοια που προαναφέραμε.
Παρότι τα παραδείγματα που αναφέρει ο
Παύλος ο Πέρσης αφορούν διαφορετικά πεδία της φιλοσοφικής γνώσης – τα
μαθηματικά την φυσική ή ακόμη και την μεταφυσική (ηθική) – αναφέρονται όλα σε
μια κατάσταση στην οποία τα πράγματα ανήκουν «εκ φύσεως», σύμφωνα με την έκφραση του ίδιου του Παύλου. Στην συνέχεια της
μελέτης του προχωρεί στην έρευνα «της αξιολόγησης του αληθούς» των προτάσεων,
λαμβάνοντας υπόψη του συστηματικά, πέρα από την
ποιότητα και την ποσότητα, την υλική τους υπόστασή. Για παράδειγμα, στην
περίπτωση μιας ατομικής πρότασης, με υποκείμενο ένα άτομο, όπως ο Σωκράτης,
γίνεται σαφές ότι οι καταφάσεις που έχουν ως υλική υπόσταση το αναγκαίο, θα είναι πάντοτε αληθείς, ενώ οι αρνήσεις
(αποφάσεις) θα είναι ψευδείς: π.χ. κατ’ αντιστοιχία, “ο Σωκράτης είναι άνθρωπος”
και “o Σωκράτης δεν είναι άνθρωπος”. Αντίθετα, στην
περίπτωση του αδύνατου η καταφατική πρόταση είναι πάντοτε ψευδής και η
αποφατική πρόταση πάντοτε αληθής, όπως στο παράδειγμα “ο Σωκράτης είναι
αγριόχοιρος” και “ο Σωκράτης δεν είναι αγριόχοιρος”. Επομένως σε ότι αφορά τις
αντιθέσεις των ατομικών προτάσεων, οι καταφατικές και οι αποφατικές με υλική
υπόσταση το αναγκαίο ή το αδύνατο, θα είναι πάντοτε αντιφατικές.
Η επεξεργασία της θεωρίας των προτάσεων και
των αντιθέσεών τους συνίσταται επομένως σε μια πρώτη συστηματική καταγραφή στη
βάση της γραμματολογικής και συντακτικής μορφής τους, δηλαδή , κατά τον
Αριστοτέλη, σύμφωνα με την ποιότητα και την ποσότητα: πρόκειται για τις
προτάσεις καταφατικού, αποφατικού, καθολικού, ατομικού, ιδιαιτέρου και
απροσδιόριστου περιεχομένου· στην συνέχεια ερευνάται η μορφή της αντίθεσης
αυτών των προτάσεων κατά την υλική τους υπόσταση – αναγκαία, δυνατή, αδύνατη.
Έτσι καταλήγουμε σε ένα «λογικό τετράγωνο» για κάθε μια από τις τρείς υλικές
υποστάσεις τους.
Για παράδειγμα: η αντίθεση μέσα στο λογικό
τετράγωνο ανάμεσα στην καθολική καταφατική πρόταση και την καθολική αποφατική
πρόταση αποκαλείται κατά το Παύλο «μεγάλη εναντίωση», και η αντίθεση ανάμεσα
στην ατομική καταφατική πρόταση και την ατομική αποφατική πρόταση «μικρή εναντίωση». Στην περίπτωση της «μεγάλης εναντίωσης» μεταξύ προτάσεων των οποίων υλική
υπόσταση είναι το εκ φύσεως δυνατό, οι καταφατικές και αποφατικές προτάσεις δεν
«διακρίνουν το αληθές από το ψευδές», διότι είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα
ψευδείς, όπως όταν λέμε “όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται” και “κανένας άνθρωπος
δεν ονειρεύεται”· στην περίπτωση της «μικρής εναντίωσης»
μεταξύ προτάσεων με υλική υπόσταση επίσης το εκ φύσεως δυνατό, οι καταφατικές
και αποφατικές προτάσεις δεν «διακρίνουν και πάλι το αληθές από το ψευδές»,
διότι είναι δυνατόν να είναι τώρα και οι δύο αληθείς, όπως όταν λέμε “κάποιοι
άνθρωποι ονειρεύονται” και “κάποιοι άνθρωποι δεν ονειρεύονται”.
Θεμέλιο της θεωρίας τής κατηγορικής
πρότασης, όπως περιγράφεται από τον Παύλο, είναι επομένως το είδος της σχέσης
που υπάρχει ανάμεσα στα πράγματα που σημαίνονται από το υποκείμενο και το
κατηγόρημα, ανάλογα με το αν η σύνδεση των δύο όρων αναφέρεται, όπως λέει ο
Παύλος, σε ένα καθεστώς σχέσης κατά την υλική έννοια, ή ένα καθεστώς «κατά την
φύση» της κατάστασης των πραγμάτων στην οποία αφορά η πρόταση. Είναι σαφές ότι
αυτή η σχέση, ή αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν ακολουθεί την αριστοτελική
διαίρεση των κατηγοριών. Διότι προκειμένου να αξιολογήσουμε την επάρκεια τής
κατηγόρησης, κατά την προαναφερθείσα υλική έννοια, ενός δεδομένου κατηγορήματος
ως προς ένα δεδομένο υποκείμενο, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε σε ποια
κατηγορία – ποιότητας, θέσεως ή κτήσεως – ανήκει το κατηγόρημα. Αντίθετα,
απαραίτητο είναι να γνωρίζουμε το είδος τής σχέσης τού κατηγορήματος προς το
υποκείμενο με τους όρους τής κατηγόρησης, δηλαδή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις
που βασίζονται κυρίως στην υπαγωγή των ουσιών σε γένη και είδη
(συμπεριλαμβανομένης της διαίρεσης σε πρωταρχικές και δευτερεύουσες ουσίες),
και στην διαίρεση των συμβεβηκότων στα καθαυτό, ή προσαρτημένα και στα μη προσαρτημένα
συμβεβηκότα. Σε δεύτερο πλάνο, η διαίρεση των ονομάτων σε ομώνυμα, συνώνυμα
κ.τ.λ. μπορεί να χρησιμεύσει στον προσδιορισμό του είδους τής σχέσης: για
παράδειγμα, η σχέση συνωνυμικής κατηγόρησης αποτελεί υπόδειγμα μιας σχέσης
υλικής αναγκαιότητας.
Το κατά την υλική έννοια καθεστώς της
σχέσης δεν είναι το μόνο που επικαλείται ο Παύλος ο Πέρσης. Κατά την διαίρεση
των μερών του λόγου, στην αρχή τής πραγματείας του , ο Παύλος ορίζει το
επίρρημα ως «ένα φωνητικό όρο που προσδιορίζει το ρήμα, όπως λέμε «φιλικά»,
«ταπεινά», «ελεύθερα». Στο τέλος τού έργου του ο συγγραφέας επανέρχεται στο
επίρρημα και λέει:
«Αυτό
που προηγουμένως αποκαλέσαμε «επίρρημα», όπως το «φιλικά» και «ταπεινά», είναι
ένας τρόπος του λόγου, διότι όταν ακούμε ότι ο λόγος προφέρεται φιλικά και
ταπεινά, γνωρίζουμε με ποιο τρόπο προφέρεται. Ο τρόπος είναι η ποιότητα αυτού
που λέει το υποκείμενο, διότι αυτός που λέει “αυτός ο άνθρωπος εκφράστηκε
φιλικά” εννοεί τον τρόπο με την οποίο εξέφρασε τον λόγο του. Οι τρόποι αυτοί
είναι αναρίθμητοι και δεν θα τους απαριθμήσουμε όλους, αλλά οι πιο σημαντικοί
είναι τρείς: αναγκαίος, δυνατός , αδύνατος.
Στη συνέχεια ο Παύλος διακρίνει αυτούς τους τρόπους από αυτούς στους
οποίους αναφέρθηκε προηγουμένως, δηλαδή τους υλικούς τρόπους:
Τα είδη
του λόγου που προέρχονται από υλικές υποστάσεις και συνιστούν τις αποκαλούμενες
προτάσεις εκ φύσεως, είναι διαφορετικά, διότι αφορούν υλικές υποστάσεις που
βρίσκονται εκ φύσεως μέσα σε ένα πράγμα – διότι κάθε πράγμα που λέγεται για
κάποιο άλλο πράγμα, είτε ανήκει πάντοτε σ’ αυτό, οπότε είναι αναγκαίο, είτε δεν
ανήκει ποτέ, οπότε είναι αδύνατο, είτε άλλοτε ανήκει και άλλοτε δεν ανήκει,
οπότε είναι δυνατό (πιθανό) – αυτές οι υλικές υποστάσεις αποκαλούνται κατά
φύσιν, διότι σχετίζονται με κάποιο πράγμα.
Τα υπόλοιπα είδη, αντίθετα, δηλώνει ο
Παύλος, προστίθενται εξωτερικά στο όνομα και το ρήμα, και θεωρούνται είδη κατ’
αναλογίαν. Παρότι στο έργο του Επεξήγηση του Περί ερμηνείας ο Παύλος
παραθέτει έναν πλήρη κατάλογο των αντιθέσεων των διατυπώσεων που εμπεριέχουν
αυτά τα είδη, όταν στην Πραγματεία
του περί λογικής ερευνά τους
κατηγορικούς συλλογισμούς, επανέρχεται συστηματικά στους υλιστικούς τρόπους των
διατυπώσεων, χωρίς να εξετάσει την συλλογιστική που προέρχεται από
«εξωτερικούς» παράγοντες.
Αυτό επομένως στο οποίο αναφέρεται ο
Παύλος δεν είναι η αριστοτελική συλλογιστική, στην οποία το συμπέρασμα
προκύπτει αναγκαία από προϋποθέσεις, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες που
ρυθμίζουν την ποιότητα και την ποσότητα του μέγιστου και του ελάχιστου. Όταν ο
λόγος είναι ασαφής, προκειμένου να αποδείξει ότι στο συμπέρασμα το υποκείμενο
βεβαιώνει ή αρνείται καθολικά το κατηγόρημα, καταφεύγει στην σχέση ανάμεσα στο
σημαίνον του κατηγορήματος και αυτό του υποκειμένου· δηλαδή η κατηγόρηση
γίνεται καθολικά καταφατική ή καθολικά αποφατική σύμφωνα με ό,τι ο ίδιος έχει
αποκαλέσει «ύλη» της προτάσεως.
Το σκεπτικό του Παύλου του Πέρση έρχεται
σε αντίθεση με αυτό του Αλ-Φαράμπι ο οποίος από την πρώτη φράση του προλόγου
του στο εκτενές σχόλιο του Περί ερμηνείας
δηλώνει ότι σκοπός του Αριστοτέλη είναι η αντιμετώπιση της απλής
κατηγορικής προτάσεως υπό το πρίσμα της σύνθεσης και όχι της ύλης. Στην πορεία
τού σχολίου του εν τούτοις ο Αλ-Φαράμπι ανατρέχει στους υλικούς τρόπους, τους
οποίους διακρίνει από τους καθαυτό τρόπους. Έτσι τοποθετεί την απαρίθμηση των
τριών τύπων την υλικής αντίθεσης, αναγκαίο, δυνατό και αδύνατο, σε ένα
απόσπασμα που έμμεσα αναφέρεται στην παρακαταθήκη των ελλήνων σχολιαστών. Στην
Μικρή Πραγματεία του στο Περί ερμηνείας, γίνεται
πιο σαφής επί του θέματος και παρουσιάζει την διάκριση των υλικών αντιθέσεων με
ένα κάπως διαφορετικό τρόπο:
Η
εκφορά που έχει ως ύλη το αναγκαίο είναι διαφορετική από αυτήν που εκφράζει το
αναγκαίο δια του τρόπου. Στην πρώτη περίπτωση το κατηγόρημα δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση να αποχωριστεί από το υποκείμενο του, και σε καμία χρονική στιγμή,
όπως όταν λέμε “το τρία είναι πάντοτε ένας περιττός αριθμός”. Η εκφορά που έχει
ως ύλη το δυνατόν είναι αυτή που το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται αυτή τη στιγμή
στο υποκείμενο, αλλά μπορεί στο μέλλον να περιληφθεί ή να μην περιληφθεί, όπως
όταν λέμε “ο Zyad θα γνωρίσει”.
Στη
συνέχεια προσδιορίζει τον τρόπο που οι δύο ρυθμίσεις διακρίνονται η μια από την
άλλη:
Η
εκφορά τής οποίας το αναγκαίο είναι τρόπος είναι αυτή που προσδιορίζεται από
μια λέξη που εκφράζει το αναγκαίο, που αφορά σε ένα αναγκαίο ή δυνατό υλικό
πράγμα, όπως όταν λέμε “ο Zyad αναγκαίως βαδίζει”, μια
εκφορά αναγκαία κατά τον τρόπο και δυνατή κατά την ύλη, ενώ το “το τρία είναι
αναγκαία ένας περιττός αριθμός” εκφράζει αναγκαιότητα τόσο κατά τον τρόπο όσο
και κατά την ύλη.
Ο Παύλος ο Πέρσης αναγνωρίζει και αυτός
την σύνθεση των υλικών ρυθμίσεων με τις ρυθμίσεις των οποίων η διατύπωση
απαιτεί την παρουσία ειδικών λέξεων που να τις προσδιορίζουν. Αλλά η
χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στους δύο συγγραφείς βρίσκεται αλλού. Αφορά τις
«απόλυτες» διατυπώσεις, για τις οποίες, αναφερόμενος σε μια άποψη που θα
υποστήριζε ο Αλέξανδρος, ο Αλ-Φαράμπι λέει ότι διακρίνονται από την απουσία
τρόπου, δηλαδή από τον όρο που προσδιορίζει τον τρόπο του αναγκαίου ή του
δυνατού.
Αλλά αυτή η απουσία του τρόπου, ή όπως ο Αλ-Φαράμπι
την αποκαλεί, o κατ’ επέκταση «απόλυτος» τρόπος, εμφανίζεται σαν
ένα είδος ενδιάμεσου, μεταξύ του αναγκαίου και του δυνατού. Για να τον
κατανοήσουμε είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στον ορισμό που δίνει στους
τρόπους του αναγκαίου, του δυνατού και του αδύνατου:
Αυτοί
οι τρείς τρόποι εκφράζουν τις πρωταρχικές διαφορές της ύπαρξης. Αναγκαίο είναι
αυτό που υπάρχει μονίμως, χωρίς να έχει παύσει ποτέ ούτε να πρόκειται να πάψει
να υπάρχει, και που δεν μπορεί να σταματήσει να υπάρχει στην διάρκεια του
χρόνου. Δυνατό είναι αυτό που δεν υπάρχει τώρα, αλλά μπορεί είτε να υπάρξει
είτε να μην υπάρξει κάποια στιγμή στο
μέλλον. Το απόλυτο ανήκει στην υλική υπόσταση τού δυνατού, το οποίο συνέβη να
υπάρχει τώρα, ενώ είχε την δυνατότητα να υπάρξει ή να μην υπάρξει, και έχει στο
μέλλον την δυνατότητα να μην υπάρξει ξανά.
Ο τρόπος του
«απόλυτου» συνδυάζει λοιπόν δύο τρόπους, τον αναγκαίο και τον δυνατό: μετέχει
του δυνατού επειδή αυτό που υπάρχει τώρα είχε την δυνατότητα στο παρελθόν να
υπάρξει ή να μην υπάρξει, και έχει τώρα την δυνατότητα να μην υπάρξει στο μέλλον· μετέχει επίσης του
αναγκαίου επειδή υπάρχει στο παρόν. Επομένως ο τρόπος συνδέεται άμεσα με την
ύπαρξή του σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Και τούτο ανεξάρτητα από τον αν
στο κείμενο τού Αλ-Φαράμπι, πρόκειται για υλικούς τρόπους ή για αυτούς που
καταδεικνύονται από την προσθήκη συγκεκριμένων λέξεων. Επομένως, όπως γράφει ο
Αλ-Φαράμπι, τα δύο ήδη του τρόπου είναι δυνατόν να συνδυαστούν, ακόμη και στην
περίπτωση του «απόλυτου»:
Η
εκφορά μπορεί να είναι απόλυτη ταυτόχρονα ως προς την ύλη και τον τρόπο, όπως
στο “κάθε άνθρωπος είναι δίκαιος”, ή μπορεί να αφορά σε μια απόλυτα υλική
πραγματικότητα, ανήκοντας σε ένα δυνατό ή αναγκαίο τρόπο, όπως όταν λέμε για
κάποιον που είναι τώρα λευκός, ότι είναι πιθανώς ή αναγκαίως λευκός. Μια εκφορά
μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια αναγκαία υλική πραγματικότητα, χωρίς την
έμμεση έκφραση της αναγκαιότητας ή της δυνατότητας, αναφερόμενη δηλαδή σε μια
αναγκαία υλική πραγματικότητα αλλά με έναν απόλυτο τρόπο, όπως όταν λέμε “το
τρία είναι πάντοτε ένας περιττός αριθμός”.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να εξετάσουμε εδώ το σύνολο της θεωρίας του
Αλ-Φαράμπι σχετικά με τους τρόπους εκφοράς των προτάσεων, ή τις υλιστικές
ρυθμίσεις, αλλά μόνο να τις λάβουμε υπόψη ως σημείο αναφοράς προκειμένου να
αντιληφθούμε καλύτερα την υλιστική λογική του Παύλου του Πέρση. Η ουσιαστική
διαφορά των δύο συγγραφέων έγκειται στο ότι, παρότι και οι δύο αναφέρονται στα
δύο είδη του τρόπου εκφοράς, τον «υλικό τρόπο» και τον τρόπο που καθορίζεται
από την προσθήκη ενός προσδιοριστικού όρου, ο Παύλος ο Πέρσης στηρίζει την
μελέτη της συλλογιστικής μόνο στον υλικό τρόπο, ενώ ο Αλ-Φαράμπι μόνο στον άλλο
είδος του τρόπου εκφοράς. Σε ό,τι αφορά τον υλικό τρόπο, είναι φανερό ότι το
αναγκαίο με την υλική έννοια του Αλ-Φαραμπί είναι το ίδιο με του Παύλου. Οι
υπόλοιπες διακρίσεις του Παύλου και του Αλ-Φαράμπι δεν συμπίπτουν, διότι ο μεν
πρώτος αναφέρεται κυρίως στο δυνατό και το αδύνατο, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται
στο δυνατό και το απόλυτο. Επομένως το κατά την ύλη δυνατό του Παύλου δεν είναι
το ίδιο με του Αλ-Φαράμπι, ή μάλλον περικλείει ταυτόχρονα το δυνατό και το
απόλυτο κατά την ύλη του Αλ-Φαράμπι. Η αιτία αυτής της διαφοράς πιστεύουμε ότι
βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Παύλος αποδίδει μικρότερη σημασία στην συνθήκη
εκφοράς τής προτάσεως, και μεγαλύτερη στο περιεχόμενο των διατυπώσεων που
επηρεάζονται από τούς υλικούς τρόπους, δηλαδή στο είδος της σχέσης ανάμεσα στους
προσδιορισμούς που εκφράζονται από το κατηγόρημα και το υποκείμενο αυτών των
προσδιορισμών, σχέση που λειτουργεί ανεξάρτητα από τον χρόνο, και της οποίας
δημιουργός αρχή είναι το γεγονός ότι οι όροι τους ανήκουν στην κατάταξη που
ορίζεται από την συγκεκριμένη καταγραφή των κατηγορήσεων. Κάθε πρόταση που
περιλαμβάνει αυτούς τους όρους έχει ως υλικό υπόβαθρο το αναγκαίο, το δυνατό
(πιθανό) και το αδύνατο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου