Συνέχεια από Κυριακή, 12 Σεπτεμβρίου 2021
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
6. ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ
«ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»
11. Αυτοστρατολόγηση τής επιστημονικής κοινότητας
Σε ποιον
πρέπει να απευθύνεται λοιπόν η «πρόσκληση»; Ο φυσικός αποστολέας της είναι και ο πρώτος φυσικός αποδέκτης της: ο
ίδιος ο ιατρικός ερευνητής και ολόκληρη η επιστημονική «κοινότητα» («συντεχνία»).
Στην περίπτωση αυτή – που αποτελεί στην πραγματικότητα την ευγενή παράδοση, με την οποία και ξεκίνησε ολόκληρο το μεγάλο
«κεφάλαιο» των ανθρωπίνων πειραμάτων – «εξαφανίζονται» όλα σχεδόν τα νομικά,
ηθικά και μεταφυσικά προβλήματα, που είναι αλλιώς παρόντα. Γιατί εδώ και μόνον
υφίσταται μια πλήρης και αυτόνομη
ταύτιση του υποκειμένου με τον ερευνητικό σκοπό, νομιμοποιώντας τον
πειραματικό ρόλο τού πρώτου· όταν υπάρχη δηλ. πλήρης κατανόηση (όχι μόνο τού
σκοπού, αλλά και της πειραματικής διαδικασίας, με όλα της τα ενδεχόμενα), καθώς και η πιο ισχυρή αιτιολόγηση, η πιο
ελεύθερη απόφαση, η μεγαλύτερη δυνατή «συναρμογή» με τη συνολική επιδίωξη και
πράξη ενός προσώπου. Η αυτοστρατολόγηση
«υπερφαλαγγίζει» ουσιαστικά το πρόβλημα της συναίνεσης με όλη την αξεδιάλυτη
πολυσημία του. Δεν χρειάζεται μάλιστα να εκπληρωθή ούτε καν η απαραίτητη για την ετερο-στρατολόγηση
προϋπόθεση, ότι ο σκοπός πρέπει να είναι πραγματικά σημαντικός και το όλο
εγχείρημα, μέχρις ενός τουλάχιστον σημείου, «ελπιδοφόρο». Ο ερευνητής είναι
ελεύθερος ως προς τον εαυτό του, να υπακούση σ’ αυτό που τον «(δια)κατέχει», να
δοκιμάση την προαίσθησή του, να αποπειραθή την επιτυχία του, να ακολουθήση τον
δελεασμό τής φιλοδοξίας του. Εφ’ όσον
εκθέτει τον ίδιο (μόνο) τον εαυτό του και όσους «μεμυημένους» τής ερευνητικής
κοινότητας στο τόλμημα του πειράματος, δεν βρισκόμαστε ακόμα σε
«προβληματικό πεδίο».
Το θέμα ωστόσο δεν «καλύπτεται», έστω κι
αν αυτός ο «εσωτερικός κύκλος» τών ερευνητών βρεθή σε μιαν ιδανική ετοιμότητα
(να αναλάβη ο ίδιος όλα τα ενδεχόμενα). Πρόκειται
δηλ. για ένα (ανθρώπινο) «δυναμικό», το οποίο δεν επαρκεί ούτε αριθμητικά ούτε
ως ποιοτική «διασπορά» για να αντιμετωπίση πολυεπίπεδα, συστηματικά και σε
μόνιμη βάση τις κάθε είδους ασθένειες, απ’ το σημείο που κατάφεραν να φθάσουν
οι «μοναχικές» πράξεις προηγουμένων ερευνητών. Οι στατιστικές και μόνον
ανάγκες θέτουν αδηφάγες τις απαιτήσεις τους. Αν δεν ήταν ολόκληρο το εγχείρημα της προόδου προαιρετικό, περιλαμβάνοντας τον υποχρεωτικό σεβασμό
μπροστά σε μιαν απαράβατη ιδιωτική «σφαίρα», τότε θα υπήρχε η απλούστατη
λύση να καταχωρηθή ολόκληρος ο πληθυσμός σε «φυλετικούς» π.χ. καταλόγους, και
να αποφασίζεται με κλήρωση, ποιος θα καλείτο κάθε φορά προς «υπηρεσίαν». Μπορεί δε εύκολα
να «φανταστή» κανείς κοινωνίες, που οι βασικές τους «πεποιθήσεις» θα ταίριαζαν
εξαιρετικά με κάτι τέτοιο. Συμφωνούμε ωστόσο όλοι (;), ότι η δική μας
κοινωνία δεν είναι, και δεν πρέπει να γίνη μια παρόμοια κοινωνία.
Το φάντασμα μιας τέτοιας δυνατότητας ανήκει πράγματι στις απειλητικές ουτοπίες
τού δικού μας (πολιτικού) ορίζοντα, και πρέπει να προσέξουμε να μη φτάσουμε εκεί,
πραγματοποιώντας απρόσεχτα βήματα. Γιατί,
πώς θα μπορέσουμε να μείνουμε πιστοί στον υποχρεωτικό σεβασμό που αναφέραμε, αν
θέλουμε να ασπασθούμε ταυτόχρονα μιαν άλλη, καθόλου μικρότερης εμβέλειας, αξία; Δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε
λοιπόν το προηγούμενο ερώτημα: Σε ποιον πρέπει να απευθύνεται (τελικά) η
«πρόσκληση»;
12. Η «ταύτιση» ως γενική αρχή επιλογής
Αν επεκτείνουμε σε γενικά
κριτήρια επιλογής τις ιδιότητες, που καθιστούν ιδιαιτέρως ικανά τα μέλη τής
ερευνητικής κοινότητας για τον υπό συζήτηση ρόλο, θα πρέπη να αναζητήσουμε
περαιτέρω «υποκείμενα», απ’ τα οποία μπορούμε να περιμένουμε τη μέγιστη δυνατή
ταύτιση (με τη διερευνώμενη, πειραματική «πρόοδο»), κατανόηση και αυθορμητισμό
– να τα αναζητήσουμε δηλ. ανάμεσα στα
πιο μορφωμένα και λιγότερο καθοδηγούμενα, λόγω τής οικονομικής τους θέσης, τμήματα
του πληθυσμού. Μια καθοδική, ιδανική κλίμακα αποδοχής θα μας οδηγήση,
ύστερα απ’ αυτήν την περιορισμένη, φυσιολογικά, εφεδρεία (εθελοντών), σε μιαν ανοδική και πραγματική αφθονία προσφοράς, που η «χρήση» της θα πρέπη να είναι
(ωστόσο) τόσο περισσότερο «συγκρατημένη», όσο περισσότερο χαλαρώνουν τα κριτήρια που δικαιολογούν την «προσφορά» ((Φτωχοί
π.χ. άνθρωποι μπορεί να προσφέρονται για λόγους μεγάλης ανάγκης ως «πειραματόζωα»… Εκεί δεν τίθεται πια
κανένα κριτήριο «ταυτίσεως» κ.τ.λ. )) . Και όλο αυτό να καταλήγη σε μιαν αντιστροφή τής κανονικής, «λογικής
συμπεριφοράς τής αγοράς», όπου η φθηνότερη προσφορά χρησιμοποιείται (πάντοτε)
πρώτη, ενώ η ακριβότερη, σε όλες τις περιπτώσεις, στο τέλος.
Η κατευθυντήρια αρχή αυτής τής
«σταθμίσεως» είναι, ότι το «άδικο» της «εκμίσθωσης» («εθελοντών» για τα
πειράματα) μπορεί να καταστή «δίκαιο» μόνο μέσα από μια τόσο αυθεντική «ταύτιση» με τον ερευνητικό σκοπό, ώστε να καθίσταται εξίσου σκοπός τού
πειραματικού υποκειμένου όσο και του ερευνητή.
Ο πειραματικός ρόλος τού υποκειμένου καθίσταται τότε όχι μόνον επιτρεπτέος,
αλλά και θετικά ηθελημένος. Κι αυτή
η κυρίαρχη θέληση, που οικειοποιείται
τον σκοπό, θα διαφυλάττη την προσωπικότητά του μέσα σε μιαν αποπροσωποιημένη
κατά τα άλλα κατάσταση. Μια τέτοια
θέληση όμως για να ισχύη, θα πρέπη να είναι αυτόνομη και πληροφορημένη. Η
δε τελευταία προϋπόθεση δεν μπορεί να εκπληρωθή παρά μόνο σ’ έναν ορισμένο
βαθμό εκτός τής ερευνητικής κοινότητας. Όσο μεγαλύτερος θα είναι ωστόσο ο
βαθμός κατανόησης, τόσο τού σκοπού όσο και της «τεχνικής» (που χρησιμοποιείται
για την επίτευξή του), τόσο πιο έγκυρη θα καθίσταται και η συγκατάθεση της
θέλησης, ενώ ένα περιθώριο απλής και
μόνον εμπιστοσύνης θα μένη πάντα αναπόφευκτο. Η «πρόσκληση» εθελοντών θα
έπρεπε να ζητά τελικά αυτήν την ελεύθερη
και «ανοιχτόχερη» συγκατάθεση, την «ιδιοποίηση» δηλ. του ερευνητικού
σκοπού, μέσα από τούς σκοπούς που θέτει
για τον εαυτό του το ίδιο το πρόσωπο.
Η
«πρόσκληση» απευθύνεται άρα στη μια, μυστική και ιερή πηγή κάθε τέτοιας
«γενναιόδωρης» θέλησης και «θυσίας», που μπορεί να «αναβλύση» σε διάφορα άτομα,
για διάφορα θέματα και αντικείμενα. Κίνητρα για μια τέτοια
«ευαισθητοποίηση» μπορεί να αποτελέσουν, μεταξύ τών άλλων, η συμπόνοια στις
ανθρώπινες θλίψεις, ο ζήλος (γενικά) για την ανθρωπότητα, ο «σεβασμός» στον
(προαναφερθέντα) «χρυσόν κανόνα», ένας ενθουσιασμός απέναντι στην πρόοδο, μια αφοσίωση
στην υπόθεση της γνώσης, ακόμα και μια έμπρακτη επιθυμία να «δικαιωθή» κανείς
μέσα από μια θυσία. Και ναι, μπορώ να ισχυριστώ, ότι ο ερευνητής επιτρέπεται να
«χρησιμοποιήση» όλα αυτά τα κίνητρα, αρκεί
το αντικείμενο της έρευνάς του να είναι κι αυτό επαρκώς αντάξιο· συνιστά δε
ένα βασικό χρέος τής ερευνητικής κοινότητας το να προσέχη (ιδίως όσον αφορά σ’
αυτό που ονόμασα «περιθώριο εμπιστοσύνης»), ώστε να μην υπάρξη ποτέ κατάχρηση αυτής τής πολύτιμης πηγής για ανεύθυνους
και αναξιόπιστους σκοπούς. Δεν θά
’πρεπε μάλιστα να αποδεχόμαστε ακόμα και την πιο ελεύθερη και αυθόρμητη «προσφορά»
για έναν, έστω και ελάχιστα μη αντάξιο προορισμό!
(συνεχίζεται)
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΟΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΠΛΗΡΩΣ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου